Ένα "ευχαριστώ" στο βλέμμα στο βλέμμα ηλικιωμένων ανθρώπων, βάλσαμο στην ψυχή…
Ένας τελειόφοιτος πανεπιστημίου παραλαμβάνει το πτυχίο του. Γίνεται αποδέκτης δεκάδων ανθοδεσμών. Πνίγεται στις αγκαλιές συγγενών και φίλων καθώς τα φλας αστράφτουν γύρω του. Ο κύριος Γιάννης κάθεται στην πλαστική καρέκλα του δίπλα στο παράθυρο του δωματίου του. Με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό, ατενίζει τους περαστικούς έξω από το δωμάτιο του, που αλλόφρωνες προσπερνούν την παρουσία του σαν ανύπαρκτη σκιά.
Πέμπτη στις 20:15, στο γραφείο της στην πλατεία Μαβίλη, μία κοινωνική λειτουργός υποδέχεται στο γραφείο της τον τελευταίο πελάτη για σήμερα. Ήδη από τις 13:00 προσφέρει τις κοινωνικές υπηρεσίες της σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Η κυρία Ευτυχία κάθεται στην πολυθρόνα απέναντι από την τηλεόραση στο τεράστιο σαλόνι του κτιρίου. Αν και η οθόνη είναι κλειστή, εκείνη μπορεί να δει. Αντικρίζει τον εαυτό της, που τόσο λίγο μοιάζει με την δυναμική γυναίκα που ήξερε μέχρι πρότινος. Ένας δικηγόρος μόλις τελείωσε μια κομβική δική. Με περίσσια παρρησία και θάρρος υπερασπίστηκε την υπόθεση μιας μονογονεϊκής οικογένειας από τα Κάτω Πετράλωνα. Η τράπεζα ήθελε να τους κατάσχει το μοναδικό σπίτι τους, ημιυπόγειο 32 τ.μ. Ευτυχώς θα έχουν και απόψε μια στέγη πάνω απ' το κεφάλι τους.
Ο κύριος Μιλτιάδης καθισμένος στη γωνία και ακουμπισμένος πάνω στο μπαστούνι του ξαποσταίνει από τη ζωή του μετρώντας στιγμές. Το σταθερό τηλέφωνο χτυπάει και τον επαναφέρει στην πραγματικότητα. Με προσμονή κοιτάει την υπάλληλο που απαντάει. Δυστυχώς ούτε τώρα ήταν για αυτόν.
Μία μητέρα στο Βύρωνα επιστρέφει στο σπίτι. Μόλις έχει πάει στον φροντιστήριο το γιο της. Την περιμένει πολύ δουλειά στο σπίτι. Να σιδερώσει και να ετοιμάσει την μικρή για το σχολείο. Είναι ήδη αργά όταν επιστρέφει και ο άντρας της από τη δουλειά. Η κυρία Λασκαρώ ξεφυλλίζει αδιάφορα μια περσινή κιτρινισμένη εφημερίδα, που είναι παρατημένη πάνω στο τραπεζάκι. Δεν ξέρει και πολλά από πολιτική, αλλά περνάει κάπως τον χρόνο της μέσα στο ανιαρό μέρος όπου ζει τα τελευταία χρόνια.
Τι κοινό έχουν όλοι αυτοί που αναφέραμε μέχρι εδώ; Ειναι συγγενείς. Ναι, καλά το φαντάστηκες. Καθώς η ζωή προχωράει μπροστά πολλά παιδιά "αναγκάζονται" να αφήσουν τους γονείς και τους παπούδες τους στα γηροκομεία. Μέσα στη γεμάτη ζωή τους με δραστηριότητες και υποχρεώσεις δεν χωράει πλέον ο άνθρωπος που τους χώρεσε κάποτε στη δική του ζωή.
Κάπως έτσι ένιωσα σήμερα καθώς επισκέφτηκα τον τοπικό οίκο ευγηρίας. Μπήκα μαζί με το νοσηλευτικό προσωπικό της υπηρεσίας ώστε να προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας στους ηλικιωμένους. Είχαν κάτσει όλοι στο σαλόνι και μας περίμεναν. Σαν να περίμεναν κάποιον επίσημο. Καθώς εξετάζαμε τον καθένα τους, παρατηρούσα τα πρόσωπα και τα βλέμματα τους. Σχεδόν μπορούσα να δω τη ζωή τους. Τις δυσκολίες και τα βάσανα που πέρασαν αλλά και τις μεγάλες νίκες τους. Έβλεπα να καθρεφτίζεται η θέληση για ζωή. Έβλεπα τη θέληση να βγουν έξω από αυτό το μέρος. Πραγματικά αν τους ρωτούσα κάτι, οτιδήποτε, πιστεύω θα είχα να ακούσω πολλά ενδιαφέροντα και συνταρακτικά από την ζωή τους.
Και αμέσως περνώντας στην επόμενη σκέψη, καθώς κατέγραφα τα στοιχεία τους, συνειδητοποίησα πως απλά περιμένουν το θάνατο. Μέρα με τη μέρα παροπλισμένοι από την ταχύτητα της σημερινής ζωής, περιμένουν τον θάνατο, καθισμένοι σε ένα μικροαστικό σαλόνι του μεσοπολέμου. Κοιτούν αδιάφορα ο ένας τον άλλον με βλέμμα απλανές, σαν να το έχουν παραδεχτεί ότι πλέον η ζωή τους τελείωσε. Περιμένουν με λαχτάρα ένα τηλέφωνο ή μια επίσκεψη απ' τους δικούς τους. Τις περισσότερες μέρες επιστρέφουν απογοητευμένοι στο δωμάτιο τους.
Αφού τελειώσαμε την εξέταση, μαζέψαμε τα πράγματα και φύγαμε. Επιστρέψαμε στη βάση μας. Την επόμενη μέρα ενημερωθήκαμε για τον θάνατο μίας τροφίμου. Συντριμένα τα παιδιά της επέστρεψαν για να τακτοποιήσουν τα ζητήματα της ταφής.
Μέχρι και την προηγούμενη γενιά οι γονείς φρόντιζαν τα παιδιά και τα παιδιά τους γονείς. Η αξία της ζωής φαινόταν με πράξεις, από άνθρωπο σε άνθρωπο. Στο σημερινό βωμό του χρήματος και της πιεστικης αστικής καθημερινότητας, αφήνουμε τα παπούδια να αργοσβήνουν μόνα, ξεχασμένα και μελαγχολικά. Καθώς έφερνα στο νου μου αυτές τις συμπαθητικές και ευγενικές φυσιογνωμίες που συνάντησα χτες, μου ήρθε στο μυαλό ένας στίχος από ένα τραγούδι του συγκροτήματος "Δραμαμίνη" : "Νύχτες σαν κι αυτή βουτάω στη σιωπή, σα να ναι η τελευταία νύχτα στη γη, κι όμως μέσα μου φυσάει ζεστός, αέρας καλοκαιρινός. Όποιος έφτιαξε τον κόσμο μάλλον θα χε πονέσει πολύ βαθιά. Πως αλλιώς τόσα χρώματα απλώνει πριν βραδιάσει ο ουρανός;" Μέσα στα κόκκινα και βουρκωμένα ματιά ενός ηλικωμένου διάβασα ένα "σ'αγαπω" και μια "συγγνώμη". Θυμάμαι ακόμα πως φεύγοντας, μας χαιρέτησαν με τη λαχτάρα να μας ξαναδούν. Με ένα "ευχαριστώ" στο βλέμμα.
Πως είναι να ξέρεις ότι η επόμενη μέρα ίσως είναι η τελευταία σου; Πως είναι να μετράς τη ζωή σου σε υπόλοιπο; Πως είναι να μετράς τη ζωή σου με χτύπους ρολογιών; Πως είναι να περιμένεις απλά τη σειρά σου; Πόσα χρώματα μπορεί να σου χαρίσει ένα δειλινό; Πόσα μπορείς να διορθώσεις ξέροντας πως το αύριο ίσως δεν έρθει; Αφιερωμένο σε όλους τους ηλικιωμένους των οίκων ευγηρίας.