Η ιστορία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Ελλάδα όπως καταγράφηκε στο βιβλίο έτους 1994 - 6
Αν και στα δημοσιεύματα αυτά, όπως και σε εκείνα που θα ακολουθήσουν μιλάμε για την Ιστορία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Ελλάδα, εντούτοις, το έργο που γίνεται είναι ίδιο σε ολόκληρο τον κόσμο… Και το έργο διακήρυξης των καλών νέων στον αγρό, είναι το πρώτο στα ενδιαφέροντα τους…
Παντού η ίδια όμορφη εικόνα… Άνθρωποι που διαθέτουν από το χρόνο τους, μιλώντας και ενθαρρύνοντας συνανθρώπους τους μέσα από τον Λόγο του Θεού, την Αγία Γραφή, προκειμένου να γνωρίσουν την αλήθεια… Με θέρμη, πίστη και ζήλο, δείχνουν το φως σε όσους η καρδιά τους είναι διατεθειμένη να το δει…
Ένας Ιεράρχης Γνωρίζει την Αλήθεια
Παρ’ όλο αυτόν το διωγμό που υποκινούνταν από τον κλήρο και ο οποίος λάβαινε χώρα στη διάρκεια του πολέμου, η Ελένη Κουζιώνη γνώρισε την αλήθεια από έναν ιερέα! Η ίδια αφηγήθηκε: «Υπηρετούσα ως καθηγήτρια σε γυμνάσιο θηλέων στην Αθήνα. Το 1941, ένας αρχιμανδρίτης και καθηγητής θεολογίας τον οποίο γνώριζα καλά, ο Πολύκαρπος Κυνηγόπουλος, διορίστηκε στο γυμνάσιο όπου εργαζόμουν. Ένα παιδί που ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά και εργαζόταν ως λούστρος στα πεζοδρόμια κήρυξε στον κ. Κυνηγόπουλο ενώ του γυάλιζε τα παπούτσια. Αυτός έδειξε ενδιαφέρον και μου μίλησε για αυτή τη συζήτηση· πήγαμε μαζί στο σπίτι του Γεωργίου Δούρα. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που άκουσα για το σκοπό που έχει ο Θεός να κάνει αυτή τη γη παράδεισο. Καθώς φεύγαμε, είπα στο θεολόγο: ‘Εδώ είναι η αλήθεια. Εγώ στην εκκλησία δεν πηγαίνω ξανά’. ‘Μη βιάζεστε’, με προειδοποίησε, ‘αφήστε να μελετήσουμε πρώτα’. ‘Και βέβαια θα μελετήσουμε’, του είπα, ‘αλλά εγώ δεν θα το κουνήσω από εδώ. Εσείς μπορείτε να πάτε όπου θέλετε’. Στο μεταξύ, αυτός επισκέφτηκε όλους τους μητροπολίτες που γνώριζε στην περιοχή της Αθήνας, αλλά κανείς τους δεν έδωσε σημασία.
»Κατόπιν, ένας ντόπιος παπάς άρχισε να ψάχνει για μάρτυρες που θα μπορούσαν να καταγγείλουν τον κ. Κυνηγόπουλο. Προειδοποίησα το φίλο μου σχετικά με τον κίνδυνο που διέτρεχε, και αυτός αμέσως ξυρίστηκε, έκοψε τα μαλλιά του, φόρεσε καφέ κουστούμι και βγήκε άλλος άνθρωπος. Ετοίμασε γραπτή απολογία, εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους είχε γίνει Μάρτυρας του Ιεχωβά, και υπέβαλε το έγγραφο αυτό αυτοπροσώπως στις εκκλησιαστικές αρχές». Προς το τέλος του 1943, αυτός και η σαρκική αδελφή του, η Σοφία Ιασωνίδου, καθώς και η Ελένη Κουζιώνη, βαφτίστηκαν. Τώρα, αυτός δεν ήταν πια ο «Πατήρ Πολύκαρπος», αλλά ο αδελφός Κυνηγόπουλος.
Αύξηση στην Περιοχή των Φιλίππων
Κοντά στην αρχαία μακεδονική πόλη των Φιλίππων, όπου ο απόστολος Παύλος και ο σύντροφός του Σίλας είχαν υποστεί ξυλοδαρμό και είχαν φυλακιστεί γύρω στο 50 Κ.Χ., υπάρχει ένα μικρό χωριό που ονομάζεται Κύρια. Στους σύγχρονους καιρούς, την εποχή που ο Γιαννάκος Ζαχαριάδης, ο οποίος είχε γνωρίσει την αλήθεια το 1926, κάλυπτε τη γύρω περιοχή με τα καλά νέα, μια οικογένεια στο χωριό Ροδολίβο πήρε το βιβλίο «Κυβέρνησι». Χρόνια αργότερα, το 1940, ο 19χρονος Τιμολέων Βασιλείου επισκέφτηκε εκείνη την οικογένεια και βρήκε ένα σωρό βιβλία στο ταβάνι του σπιτιού—και μεταξύ αυτών το βιβλίο «Κυβέρνησις». Ο ίδιος θυμάται: «Δαπάνησα πολλές ώρες στο ταβάνι διαβάζοντας ολόκληρο το βιβλίο. Είχα βρει την αλήθεια!»
Αυτός ο νεαρός άρχισε να κηρύττει στους δρόμους, και έτσι βρήκε έναν ομόπιστό του Μάρτυρα, έναν πρώην αστυνομικό που ονομαζόταν Χρήστος Τριανταφύλλου. Προμηθεύτηκε περισσότερα βιβλία από τον Χρήστο και σύντομα σχηματίστηκε στο Ροδολίβο μια εκκλησία που αποτελούνταν από οχτώ νεαρά άτομα. Από αυτούς τους αδελφούς, ο Τιμολέων Βασιλείου, ο Θανάσης Κάλλος και οι Παναγιώτης και Νίκος Ζινζόπουλος συνελήφθησαν στις 3 Οκτωβρίου 1945, απλώς και μόνο επειδή ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Τους οδήγησαν στο αστυνομικό τμήμα, όπου τους έδερναν αδιάκοπα επί 24 ώρες—ιδίως χτυπώντας τους στις πατούσες των ποδιών τους. Οι νεαροί δεν μπορούσαν να περπατήσουν επί ένα μήνα.
Το 1940, μερικοί κληρικοί μίσθωσαν κάποιον άνθρωπο για να σκοτώσει τον αδελφό Ζαχαριάδη, ο οποίος υπηρετούσε τότε ως περιοδεύων επίσκοπος. Υποσχέθηκαν σε αυτόν τον πληρωμένο δολοφόνο ότι θα έμενε ατιμώρητος. Έτσι, κατά τη διάρκεια κάποιας συνάθροισης που διεξαγόταν στο σπίτι του αδελφού Ζαχαριάδη, ακούστηκε ένα απροσδόκητο χτύπημα στην πόρτα. Ήταν κάποιος άγνωστος. Ζήτησε να δει τον αδελφό Ζαχαριάδη, που εκείνη ακριβώς τη στιγμή εκφωνούσε μια ομιλία. Οι αδελφοί ζήτησαν από αυτόν τον άνθρωπο να καθήσει. Ο αδελφός Ζαχαριάδης, μόλις αντιλήφτηκε την παρουσία του αγνώστου, έκανε τις ανάλογες προσαρμογές στην ομιλία του. Κατόπιν οι αδελφοί χαιρέτησαν τον άνθρωπο και ο αδελφός Ζαχαριάδης γνωρίστηκε μαζί του. Ο άγνωστος ζήτησε τότε από τον αδελφό Ζαχαριάδη να τον ακολουθήσει στο διπλανό δωμάτιο μόνος. Έβγαλε το περίστροφό του από την τσέπη του, μαζί με τα χρήματα που του είχαν δώσει, και είπε: «Η Μητρόπολη μού ανέθεσε να έρθω εδώ, να σε βρω και να σε σκοτώσω. Αυτό είναι το περίστροφο και αυτά τα χρήματα είναι η πληρωμή για το έγκλημα που θα έκανα. Αλλά ο Θεός με προστάτεψε από το να βάψω τα χέρια μου με αθώο αίμα. Με βοήθησε να γνωρίσω ότι είσαι άνθρωπος του Θεού, αντίθετα από ό,τι μου είχαν πει».
Λόγω των πιστών προσπαθειών που κατέβαλαν αυτοί οι αδελφοί, διοργανώθηκαν εκκλησίες στο Ροδολίβο, στο Δραβήσκο, στην Παλαιοκώμη και στο Μαυρόλοφο. Το έργο εξακολουθούσε να αυξάνει σε αυτές τις βόρειες περιοχές της Ελλάδας.
Ανανεώνεται η Επαφή με το Μπρούκλιν
Η επαφή με την οργάνωση έξω από την Ελλάδα δεν αποκαταστάθηκε παρά μόνο το 1945, όταν αδελφοί από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου έφεραν μερικά έντυπα μαζί τους. Όταν τελικά το τμήμα της Ελλάδας μπόρεσε να έρθει σε επαφή με το Μπρούκλιν, οι αδελφοί του τμήματος ανέφεραν: «Η αλήθεια δεν είναι δέσμια. Το πνεύμα του Ιεχωβά κατηύθυνε τους υπηρέτες του καθώς διεξήγαν το έργο σύναξης των προβάτων του». Στην περίοδο από το 1940 μέχρι το 1945, ο αριθμός των ευαγγελιζομένων της Βασιλείας σχεδόν δεκαπλασιάστηκε, και από 178 αυξήθηκε σε 1.770 ευαγγελιζομένους.
Εφόσον το τμήμα της Ελλάδας φρόντιζε το έργο στην Αλβανία, γίνονταν επισκέψεις εκεί κατά καιρούς. Το Βιβλίο Έτους 1938 ανέφερε τα εξής για το έργο σε εκείνη τη χώρα: «Και εκεί ενεργεί ο Σατανάς μέσω της Ρωμαιοκαθολικής ιεραρχίας εναντίον της διακήρυξης του αγγέλματος της Βασιλείας. Κατασχέθηκαν τα βιβλία και, παρά το γεγονός ότι υποβλήθηκαν αιτήματα στην αλβανική κυβέρνηση, μέχρι τώρα δεν έχουν επιστραφεί». Ο αριθμός των ευαγγελιζομένων το 1939 ήταν 23. Όταν ένας αδελφός επισκέφτηκε την Αλβανία το 1948, ο αριθμός των ατόμων που κήρυτταν ήταν γύρω στα 35. Ύστερα από αυτό, ήταν δύσκολο να διατηρηθεί η επαφή με τους αδελφούς σε εκείνη τη χώρα εξαιτίας της πολιτικής κατάστασης. Τι χαρμόσυνα ήταν τα νέα, όταν το Μάιο του 1992, ύστερα από δεκαετίες απαγόρευσης, το έργο στην Αλβανία αναγνωρίστηκε νομικά, και οι ευαγγελιζόμενοι είχαν φτάσει τους 50!
Φτάνουν Γαλααδίτες
Το έτος 1946 αποτέλεσε ορόσημο. Στάλθηκαν στην Ελλάδα δύο απόφοιτοι της Γαλαάδ: ο Αντώνης Σιδέρης και ο Τζέιμς Τούρπιν. Ο Αθανάσιος Καρανάσιος, ο οποίος είχε υπηρετήσει πιστά επί πολλά χρόνια ως υπηρέτης τμήματος, αλλά τώρα είχε αρρωστήσει, αντικαταστάθηκε από τον αδελφό Σιδέρη. Το έργο κηρύγματος καθώς και το έργο μετάφρασης διοργανώθηκαν εκ νέου.
Τον Ιούνιο του 1946, ήρθαν από το Μπρούκλιν με πλοίο 152 κιβώτια με έντυπα. Μόλις έμαθε ο κλήρος για αυτή την αποστολή, άρχισε η εναντίωση. Στάλθηκε στις τελωνειακές αρχές εγκύκλιος που έλεγε ότι ‘η εισαγωγή αυτών των βιβλίων θα πρέπει να εμποδίζεται με κάθε μέσο’. Εντούτοις, η εγκύκλιος έφτασε πολύ αργά· οι αδελφοί είχαν ήδη παραλάβει τα βιβλία. Τα διαμοίρασαν αμέσως στους Μάρτυρες. Όταν εκκλησιαστικοί παράγοντες ήρθαν στο τελωνείο για να κατάσχουν τα βιβλία, αυτά βρίσκονταν ήδη αλλού!
Απτόητος ο κλήρος δοκίμασε το 1947 καινούρια τακτική. Το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων έστειλε εγκύκλιο σε όλες τις κυβερνητικές υπηρεσίες που έλεγε ότι όλα τα έντυπα των Μαρτύρων του Ιεχωβά θα πρέπει να φέρουν την ένδειξη «Αίρεσις των Μαρτύρων του Ιεχωβά». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αρνούνται τα ταχυδρομεία και τα τελωνεία να μας επιτρέπουν να παραλαμβάνουμε έντυπα από τις Ηνωμένες Πολιτείες ή να ταχυδρομούμε οτιδήποτε εντός της Ελλάδας, αν αυτά δεν έφεραν εκείνη την ένδειξη. Ένα εξέχον γεγονός που έλαβε χώρα εκείνο το έτος ήταν η επίσκεψη στην Ελλάδα του Ν. Ο. Νορ, του τρίτου προέδρου της Εταιρίας, και του Μ. Τζ. Χένσελ, ο οποίος έγινε τελικά ο πέμπτος της πρόεδρος. Έγιναν διευθετήσεις για καινούριο κτίριο τμήματος στην οδό Τενέδου 16 στην Αθήνα. Δυστυχώς, το Νοέμβριο του ίδιου έτους, οι δυο απόφοιτοι της Γαλαάδ αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα. Ο Πλάτων Υδραίος διορίστηκε στο τμήμα ως εκπρόσωπος της Εταιρίας.
Υποβάλλεται στην Κυβέρνηση Αναφορά Σχετικά με το Διωγμό
Όταν οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι δήλωσαν ότι στην Ελλάδα δεν υπήρχε θρησκευτικός διωγμός, υποβλήθηκε στην κυβέρνηση, τον Αύγουστο του 1946, μια αναφορά που τεκμηρίωνε την κακομεταχείριση την οποία υφίσταντο οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Στην πραγματικότητα, ο διωγμός εντεινόταν ολοένα και περισσότερο. Το 1946, σε διάστημα πέντε μόλις μηνών, 442 αδελφοί μας οδηγήθηκαν στα δικαστήρια. Μάλιστα, μερικοί εκτελέστηκαν αργότερα.
Το Μάρτιο του 1946, στο χωριό Φύκη της Θεσσαλίας, έδειραν με ρόπαλα και όπλα δέκα Μάρτυρες που αρνούνταν να παραβιάσουν τις Χριστιανικές αρχές· τους έριξαν κάτω και τους ποδοπάτησαν με τόσο κτηνώδη τρόπο ώστε τους παραμόρφωσαν. Κατόπιν τους έριξαν σε έναν ασβεστόλακκο και τους κύλησαν στον ασβέστη. Οι χωρικοί τα παρατηρούσαν όλα αυτά άπραγοι. Όταν ένας άλλος Μάρτυρας πήγε να τους επισκεφτεί το βράδυ, υποβλήθηκε και αυτός στην ίδια μεταχείριση.
Με υποκίνηση του μητροπολίτη Τρικάλων, ξέσπασαν την αμέσως επόμενη ημέρα παρόμοια βίαια επεισόδια στο κοντινό Ελευθεροχώρι. Ένας αδελφός προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί μέσω του τύπου για την κακομεταχείριση που υφίσταντο οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Τον οδήγησαν στο υπόγειο του αστυνομικού τμήματος και τον έδειραν μέχρι που έχασε τις αισθήσεις του. Τον πέταξαν αιμόφυρτο σε ένα στενό σοκάκι πίσω από το τμήμα. Ένας περαστικός τον πήγε στο φαρμακείο για παροχή πρώτων βοηθειών. Χρειάστηκε να περάσουν 15 ημέρες για να ανακτήσει τις αισθήσεις του και ένας μήνας για να μπορέσει να διηγηθεί τι του συνέβη.
Ο Γρηγόρης Καραγιώργος, οικογενειάρχης και Μάρτυρας από το Παλαιόκαστρο Καρδίτσας, αρνήθηκε επίσης να συμβιβάσει τις θρησκευτικές του αρχές. Στις 15 Αυγούστου 1946, έπεσε στα χέρια ομάδας αυτοδιόριστων τιμωρών που τον υπέβαλαν σε μεσαιωνικά βασανιστήρια, τα οποία οδήγησαν τελικά στο θάνατό του.
Παρόμοιες ωμότητες διαπράχτηκαν στις 26 Ιουνίου 1947 κοντά στη Σπάρτη. Στο χωριό Βρονταμάς, μια ομάδα οπλισμένων αστυνομικών βρήκε τον Παναγιώτη Τσεμπελή να διεξάγει Γραφική μελέτη με μια νεοενδιαφερόμενη γυναίκα. Έδειραν και τους δύο· η αστυνομία θέλησε να κρεμάσει τη γυναίκα, ωστόσο μεσολάβησαν μερικοί χωρικοί. Αφού υπέβαλαν τον αδελφό σε βασανιστήρια και του έσπασαν το σαγόνι, τον έδεσαν και τον έσυραν ενάμισι χιλιόμετρο έξω από το χωριό. Κατόπιν οι ένοπλοι αστυνομικοί τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν.
Στο ίδιο χωριό, έσπασαν το χέρι μιας αδελφής επειδή δεν ήθελε να κάνει το σημείο του σταυρού. Στο γειτονικό χωριό Γκοριτσά, ένοπλοι αστυνομικοί εισέβαλαν στο σπίτι μιας αδελφής, την έγδυσαν, την κρέμασαν ανάποδα και την υπέβαλαν σε βασανιστήρια. Ο Γιώργος Κωνσταντάκης, ένας σκαπανέας, οδηγήθηκε στο κοντινό δάσος και εκτελέστηκε.
Φυσικά, καμιά από αυτές τις κτηνωδίες δεν σταμάτησε το έργο κηρύγματος. Κατά το υπηρεσιακό έτος 1949, σημειώθηκε νέος ανώτατος αριθμός 2.808 ευαγγελιζομένων, παρά το γεγονός ότι πάνω από 700 αδελφοί και αδελφές είχαν φερθεί ενώπιον δικαστηρίων.
Εξορία!
Πολλοί οικογενειάρχες εξορίστηκαν σε απομονωμένα νησιά, όπως είναι η Γιάρος και η Μακρόνησος. Η Μακρόνησος ήταν ένα άνυδρο ερημονήσι που έγινε διαβόητο για τη σκληρή μεταχείριση στην οποία υποβάλλονταν όσοι κρατούνταν εκεί. Ο Θεόδωρος Νέρος αφηγήθηκε: «Μας πήγαν στη Μακρόνησο με πλοίο, το Φεβρουάριο του 1952. Μαζί μου ήταν ο Μιχάλης Γκαράς και ο Γιώργος Παναγιωτούλης, που είχαν ήδη κάνει πέντε χρόνια στη φυλακή. Είχαν αποφυλακιστεί και τώρα τιμωρούνταν και πάλι εξαιτίας της Χριστιανικής τους ουδετερότητας. Μόλις καταφτάσαμε, και οι δυο τους υπέστησαν βάναυσο ξυλοδαρμό.
»Ύστερα από αγγαρείες αρκετών ημερών, μερικοί στρατιώτες ήρθαν μια νύχτα στο κελί μας και με ξύπνησαν με τα λόγια: ‘Σήκω! Πάμε να σε εκτελέσουμε!’ ‘Εντάξει’, είπα και πήγα να ντυθώ. ‘Όχι!’ είπαν, ‘μείνε έτσι όπως είσαι’. Έπειτα από λίγο μου είπαν: ‘Δεν θα πεις τίποτα;’ ‘Όχι! Τι να πω;’ απάντησα. ‘Εδώ πάμε για να σε εκτελέσουμε και δεν θα πεις τίποτε;’ ‘Δεν έχω τίποτε να πω’. ‘Καλά, δεν θα γράψεις στους δικούς σου;’ ‘Όχι!’ απάντησα, ‘το ξέρουν ότι μπορεί να πεθάνω’. ‘Τότε πάμε’, είπαν. Έξω, ένας αξιωματικός φώναξε: ‘Στήστε τον εκεί στον τοίχο! Γύρνα τον πίσω!’ Ένας στρατιώτης όμως μου είπε τότε: ‘Δεν ξέρεις ότι δεν μπορούμε να σε εκτελέσουμε χωρίς να περάσεις από στρατοδικείο;’ Η όλη υπόθεση ήταν τέχνασμα για να διασπάσουν την ακεραιότητά μου!»
Ο αδελφός Νέρος αφηγήθηκε επίσης για το πώς ο Ιεχωβά προμήθευε πνευματική τροφή για τους αδελφούς που ήταν εξόριστοι: «Μια ημέρα κάποιος μου έστειλε ένα κουτί με λουκούμια. Φυσικά, όλα τα δέματα περνούσαν από έλεγχο. Οι ελεγκτές, όμως, ανυπομονούσαν τόσο πολύ να δοκιμάσουν τα λουκούμια που δεν πρόσεξαν τι υπήρχε κάτω από το χαρτί της συσκευασίας τους. Ήταν μια ολόκληρη «Σκοπιά». Οι αδελφοί σχολίασαν: ‘Οι στρατιώτες έφαγαν τα λουκούμια και εμείς φάγαμε τη «Σκοπιά» λουκούμι!’ Κάτι καλό βγήκε από όλα αυτά τα παθήματα. Ένας δεσμοφύλακας, ο οποίος είχε εντολή να παρακολουθεί τους Μάρτυρες όταν διεξήγαν μελέτες με άλλους εξορίστους, έγινε ο ίδιος Μάρτυρας 25 χρόνια αργότερα—και το ίδιο έκαναν και πολλά μέλη της οικογένειάς του. Όταν συναντιόμαστε, θυμόμαστε τα όσα ζήσαμε τα χρόνια τα παλιά».
Εκτελέσεις Τηρητών Ακεραιότητας
Στις 8 Απριλίου 1948, το «Ξύπνα»! κατήγγειλε το διωγμό που υφίσταντο οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ελλάδα. Στάλθηκε ειδική επιστολή στον Έλληνα υπουργό δημόσιας τάξης σε διαμαρτυρία για την εκτέλεση του 37χρονου Χρήστου Μουλώτα, πατέρα τεσσάρων παιδιών, από αντάρτες επειδή αρνούνταν να τους προσφέρει υπηρεσίες. Η ίδια επιστολή ανέφερε επίσης ότι στις 9 Φεβρουαρίου 1949 οι κυβερνητικές αρχές είχαν εκτελέσει τον Ιωάννη Τσούκαρη από την Καρίτσα της Λάρισας.
Μάταια πάσχιζαν οι αδελφοί της εκκλησίας στη Λάρισα να επιτύχουν την απελευθέρωσή του. Λίγες ημέρες πριν από το θάνατό του, κατάφεραν να του στείλουν μερικές επιστολές. Στην τελευταία επιστολή που έγραψε ο αδελφός Τσούκαρης, με ημερομηνία 7 Φεβρουαρίου 1949, ανέφερε τα εξής:
«Αδελφέ μου αγαπητέ, πάντως η υπόθεσή μου κρέμεται στα χέρια του Ιεχωβά των δυνάμεων. Σήμερα το πρωί ... με πήγαν στο Μεζούρλο [τον τόπο εκτέλεσης], αλλά δεν με εκτέλεσαν· μου είπαν ότι πέρασε η ώρα. Αλλά είδαν όλοι το θάρρος μου και τους έκανε εντύπωση. Δεν ξέρω τώρα αν θα γίνει η εκτέλεση άλλο πρωί, αλλά ας εμπιστευόμαστε και ας δεόμαστε πάντοτε εις Αυτόν. Ας μη φοβηθούμε ανθρώπους, διότι η Γραφή λέει: ‘Ο φόβος του ανθρώπου στήνει παγίδα· ο δε πεποιθώς επί Ιεχωβά θέλει είσθαι εν ασφαλεία’. Ας έχουμε τέτοια πίστη όπως είχε ο Σεδράχ, ο Μισάχ και ο Αβδέ-νεγώ, οι οποίοι είπαν καθαρά: ‘Εάν ήναι ούτως, ο Θεός ημών, τον οποίον ημείς λατρεύομεν, είναι δυνατός να μας ελευθερώση εκ της καμίνου του πυρός της καιομένης. Αλλά και αν ουχί, ας ήναι γνωστόν εις σε, βασιλεύ, ότι τους θεούς σου δεν λατρεύομεν και την εικόνα την χρυσήν, την οποίαν έστησας, δεν προσκυνούμεν’».
Στις 9 Φεβρουαρίου, ο αδελφός οδηγήθηκε στο Μεζούρλο και εκτελέστηκε. Οι αναγνώστες του «Ξύπνα»! έστειλαν χιλιάδες επιστολές στους υπουργούς της κυβέρνησης, στις ελληνικές πρεσβείες και στα προξενεία για να διαμαρτυρηθούν για τέτοιου είδους εκτελέσεις. Παρ’ όλα αυτά, ένας Ελληνορθόδοξος θεολόγος και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών υποστήριξε την εκτέλεση του αδελφού Τσούκαρη με τα εξής λόγια: «Το να αρνείται κανείς να πάρει όπλο για λόγους συνείδησης είναι για εμάς κάτι το εντελώς άγνωστο και αδιανόητο». Πόσο αληθινά ήταν, δυστυχώς, αυτά τα λόγια!
Λήγει ο Στρατιωτικός Νόμος
Όταν επιτέλους έληξε ο στρατιωτικός νόμος, οι αδελφοί και οι αδελφές μπορούσαν να κινούνται πιο ελεύθερα και να κηρύττουν τα καλά νέα. Για πρώτη φορά ύστερα από πολλά χρόνια, μπορούσαν να προσφέρουν ένα δεμένο βιβλίο στο κοινό—το βιβλίο «Έστω ο Θεός Αληθής». Τα έτη 1950-1951, οι ευαγγελιζόμενοι αυξήθηκαν κατά 26 τοις εκατό, οι τάξεις των σκαπανέων κατά 28 τοις εκατό και οι Γραφικές μελέτες κατά 37 τοις εκατό.
Φυσικά, ο διωγμός δεν κατασίγασε. Το 1950, η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία κατέφυγε σε άλλη τακτική. Προσπάθησε να βαφτίσει δια της βίας παιδιά Μαρτύρων του Ιεχωβά. Βάφτισαν δια της βίας ένα 17χρονο νεαρό που ονομαζόταν Τιμόθεος, τον οποίο οι γονείς του είχαν αναθρέψει στην αλήθεια από βρεφική ηλικία, και του έδωσαν το όνομα «Δημήτριος»!
Το Δεκέμβριο του 1951, ο αδελφός Νορ και ο αδελφός Χένσελ επισκέφτηκαν δεύτερη φορά την Ελλάδα. Επειδή η αστυνομία αρνήθηκε να δώσει άδεια για συνέλευση, οι αδελφοί αυτοί μίλησαν σε 905 Μάρτυρες σε διάφορα σπίτια.
Λόγω της αυξημένης θεοκρατικής δραστηριότητας, ήταν αναγκαίο να οικοδομηθεί καινούριο κτίριο τμήματος. Η τοποθεσία που επιλέχτηκε βρισκόταν στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Καρτάλη. Το έργο οικοδόμησης ξεκίνησε το 1953· μέχρι τον Οκτώβριο του 1954, είχε ετοιμαστεί ένα καινούριο τριώροφο κτίριο για τη στέγαση της οικογένειας Μπέθελ, του εργοστασίου και των γραφείων. Εκείνο το έτος, σημειώθηκε ένας νέος ανώτατος αριθμός 4.931 ευαγγελιζομένων.
(Συνεχίζεται)
Σχόλια (4)