Προδημοσίευση της νέας ποιητικής συλλογής του Γιάννη Χρυσέλη, να πάρουμε μια γεύση...
Ολόκληρη η οικογένεια στο έργο... Μια εικόνα συνηθισμένη… Με το ίδιο όμορφο τρόπο θα μπορούσαν σπίτι τους να διαβάσουν ένα ωραίο βιβλίο…
Χθες, Κυριακή 25/01/2015, άνοιξαν οι Αίθουσες Βασιλείας του νέου κτιρίου στον Πειραιά. Κάποια στιγμή, ίσως αύριο, θα έχουμε τη χαρά να τη γνωρίσουμε από μέσα. Είναι, λένε, πανέμορφες…
Έχω τη χαρά να δώσω σήμερα στους αναγνώστες του ΘΡΑΨΑΝΙΩΤΗ κάτι από τη νέα ποιητική δουλειά του φίλου μου Γιάννη Χρυσέλη. Είναι ένα δείγμα γιατί ο Γιάννης ετοιμάζεται να στείλει τη δουλειά του στο τυπογραφείο να το κάνει βιβλίο με πολλά ακόμα περισσότερα ποιήματα.
Ο λόγος του είναι καθαρός. Ξέρει να τον χειρίζεται καλά και να παίζει με τις λέξεις έτσι ώστε το αποτέλεσμα να είναι πολύ όμορφο. Αισθάνομαι την ανάγκη να τον ευχαριστήσω και δημόσια για την εμπιστοσύνη του προς το Site και τους ανθρώπους που το ακολουθούν…
Εύχομαι γρήγορα να έχω τη χαρά να κρατήσω το νέο βιβλίο του στα χέρια μου…
Από την ποιητική συλλογή "Ο Δρόμος"
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ
Μα γιατί αυτή η ευφορία;
Γιατί αυτός ο αλαλαγμός μέσα στα ερείπια;
Εδώ συνέβη χαλασμός,
εδώ γκρεμίστηκε κι ερειπωμένη κείτεται η πόλη,
φωτιές ζώνουν τις γειτονιές και τις πλατείες
κι οι πλακωμένοι αγωνιούν μες στα χαλάσματα.
Εδώ θα έπρεπε κλαυθμός και μοιρολόγι.
Γιατί τόσες χαρές και τυμπανοκρουσίες;
Γιατί,
μα, επιτέλους, κάτι συνταρακτικό συνέβη
στη νυσταγμένη τούτη πόλη!
ΤΑ ΤΕΙΧΗ
Εγώ δεν αντιστάθηκα
όταν κατεδάφιζαν τα τείχη,
γιατί κρύβανε τον ήλιο
και με πλακώνανε στο στήθος.
Τώρα, βλαστήμησα τη μέρα,
τώρα, βλαστήμησα την ώρα.
Εγώ δεν αντιστάθηκα,
γιατί, φίλοι γκρέμισαν τα τείχη,
(που μου κρύβανε τον ήλιο
και με πλακώνανε στο στήθος).
Τώρα, με ζώσανε τα φίδια
κι οι βάρβαροι που μπαινοβγαίνουν.
ΜΑΥΡΟ
Δεν είναι από σκοτάδι
το μαύρο αυτό που λάμπει εκεί κάτω.
Δεν είν΄ τα μαύρα μάτια του παιδιού,
είναι η ψυχή του.
Μην το ρωτήσετε τι θέλει. Γιατί θα πει.
Γιατί θα πει…
-Δε θέλω!
Εσείς εκεί που μου απλώνετε
το γέλιο και το χέρι
φτιάξτε μια UNISEF που να μου φέρει πίσω
τους γονείς μου που σκοτώσατε.
Ο ΔΡΟΜΟΣ
Στο μονοπάτι το στενό
που ανηφορίζω μοναχός,
γυρνώ και ψάχνω κι απορώ.
Δεν είν΄ ο δρόμος μου αυτός.
Φίλοι μου το ΄παν και εχθροί
πως από δω πάει κι ο Θεός.
Μα εγώ το νιώθω. Δεν μπορεί.
Δεν είν΄ ο δρόμος μου αυτός.
Στο μονοπάτι το παλιό
που ανηφόριζα μικρός,
είχε νερά, δέντρα κι ανθούς.
Δεν είν΄ ο δρόμος μου αυτός.
Πως θα βρεθώ στην κορυφή
να ΄μαι του κόσμου όλου το φως,
μου ΄πες κι εσύ. Μα θα στο πω.
Δεν είν΄ ο κόσμος μου αυτός.
ΑΥΤΟΧΕΙΡΑΣ
Μάνα,
μην το βλαστημάς, δεν είναι το σχοινί
είναι οι άνθρωποι.
Μου κόβουν την ανάσα.
Μια πολιτεία στεγνή
χωρίς «το νερό της ζωής»
με πνίγει κάθε μέρα.
Κι ο αέρας της, λιγοστός,
δε μου φτάνει για να ζήσω.
Κοίτα,
τώρα που θα ΄ρθει η γειτονιά
να κλαις καλά. (μη σου φορτώσουν το έγκλημα.)
Nα μην ακούς που σε παρηγορούν,
άλλα έχουν στο νου τους.
ΤΟ ΣΑΡΑΚΙ
Μάνα,
η παλιά μου ψύξη δε μ΄ ενοχλεί πια,
τη σφαίρα απ΄ το στομάχι
την έχω αποβάλει.
Δε μ΄ ενοχλεί που χάθηκα νωρίς.
Μα ένα σκουλήκι με ροκανίζει μέρες τώρα,
έχει φτάσει στο μεδούλι.
Κι έχει μια βία στο φαΐ.
Ας είναι…
Φτάνει που ζει από μένα.
Όταν θα μείνει από τροφή
θα ΄χω κι εγώ λησμονηθεί,
κι αυτό είναι το σαράκι που με τρώει.
Από την ποιητική συλλογή «Αργοστόλι»
ΚΑΤΑΒΟΘΡΕΣ
Στις καταβόθρες, στο Αργοστόλι,
μαζεύονται οι θαλασσινοί.
Γοργόνες μπαίνουν και προχωράνε
κι εγώ κρατάω το σχοινί.
Γλυκιά γοργόνα Φισκαρδοπούλα
κρατήσου στο σχοινί γερά,
πήγαινε κάτου και ξεκουράσου
΄κει που γλυκαίνουν τα νερά.
Στις καταβόθρες όταν νυχτώνει
πετούν τ΄ αστέρια χαμηλά
γλαρόνια τρέχουν και γυροφέρνουν
και με κοιτούν δειλά δειλά .
Και σε προσμένω δυο βδομάδες
με ξεφτισμένο το σχοινί,
μα μου ΄παν πως –τα γλαροπούλια-
στη Μελισσάνη ΄χες φανεί.
ΠΡΟΣΜΟΝΗ
Γέμισε ο κήπος μυρωδιές
κι η κάμαρη με δάκρυ
μοσχοβολάει κι η κοπελιά
στου μπαλκονιού την άκρη.
Φεύγει ο ήλιος να κρυφτεί
στη θάλασσα να γείρει,
κι η κοπελιά να καρτερεί
μόνη στο παραθύρι.
Στο άρωμα του γιασεμιού
και στ΄ όνειρο χαμένη,
μια νύχτα του καλοκαιριού
την Άνοιξη προσμένει.
ΜΠΑΡΚΟ
Έρμη στεριά, μαύρη ζωή, άγονη, στείρα,
που μες στη λάσπη σου βαδίζοντας κολλάμε,
στα γκρίζα όνειρα εξορκίζουμε τη μοίρα
που την πιστέψαμε κι όλο την κυνηγάμε.
Θα ΄ρθει καιρός που θα μπαρκάρουμε στ΄ αλήθεια
στα μακρινά και καταγάλανα πελάη,
θα ΄ναι η ζωή σαν τη ζωή στα παραμύθια
κι ας λένε πως η θάλασσα θα μας εφάει.
Κι ας λένε πως η άβυσσος είναι πιο στείρα
και δε γεννά παρά μονάχα τρώει τόσο.
Νιώθω μιαν άλλη νοστιμιά μες στην αρμύρα
μέσα στα φύκια το κρεβάτι μας θα στρώσω.
ΣΟΡΟΚΑΔΑ
Εκεί που ο ήλιος έπαιζε
αρμενίζοντας στο κύμα
εκεί το σύννεφο έφτασε
καβάλα στο σορόκο.
Κι αφού τη νιότη του έφαγε
στα ζάρια και στο ντόκο,
βαρύς, περνώντας έσκαβε
το χώμα βήμα βήμα.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Αλίμονο στον ποιητή
που έμεινε τόσο μόνος
και μαύρες λέξεις στο χαρτί
ζωγράφιζε ο πόνος.
Γυρεύοντας αναπνοή
μάτωνε η ψυχή του
και στων ανθρώπων τη νοτιά
πονούσε η πληγή του.
Του ποιητή, που σκέφτεται
και που μπορεί και βλέπει,
πιο πάνω κι απ΄ την πένα του
ο θάνατος του πρέπει.
Στη μνήμη του θα έπρεπε
να γράφουν τα βιβλία,
να μαθευτεί: ‘ο ποιητής
πέθανε από αηδία’.
«Μα ελπίδα αν είχες ζωντανή
και μπρος σου μιαν Ιθάκη
θα ζούσες το ταξίδι σου,
Κώστα Καρυωτάκη».
Σ΄ ΑΠΟΜΑΚΡΟ ΝΗΣΙ
Εδώ σ΄ απόμακρο νησί
και σε σκληρό λιθάρι
ρίξαμε άγκυρα στη γης
και κάβους πα στο βράχο.
Μα έγινες βαποριού καπνός,
κι όλο μαζί σου τα ΄χω,
γιατί ήσουν άνθος του Μαγιού
και της ελιάς κλωνάρι.
Από την ποιητική συλλογή «Περιπλάνιση»
ΦΥΓΗ
Ας ήταν να ΄μουν μια βαρκούλα τσακισμένη
σε κάποια ξέρα στου Βοσπόρου τα στενά,
ένα ναυάγιο στα βάθη του πελάου
που ζύγωσε την άβυσσο και προσπερνά.
Ας ήταν να ΄μουν ένα τρέμουλο τη νύχτα
σε κάποιο αστέρι μες στα χάη τ΄ ουρανού.
Ένα φεγγάρι –μισοφέγγαρο- ας ήμουν,
κρυφή παρέα έρωτα παντοτινού.
Ας ήταν να ΄μουν, έστω, μια νιφάδα χιόνι
πάνω στον Όλυμπο που ορίζει τα βουνά.
Ας ήταν να ΄μουνα μια στάλα μόνο, αίμα,
μέσα στις φλέβες του ανέμου που περνά.
Μα όσο κι αν θέλησα να φύγω από κοντά σας,
να με δεχτούνε άλλοι τόποι, αλαργινοί,
θα ΄μαι για πάντα ένα λιμάνι του Αιγαίου
που το βρωμίζουν κάτι ναύτες στεριανοί.
ΛΕΥΚΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ
Λευκό περιστέρι στον τόπο που πας
δε θα ΄βρεις γαλήνη και κλάδο ελιάς,
δε θα ΄βρεις ποτάμι για λίγο νερό,
στερέψαν οι βράχοι, το χώμα ξερό.
Τι θες μοναχό σου σε άγονη γη
σε ξένα σοκάκια σε ξένη πηγή;
Μην πας σε πηγάδι που έχει νερό
εκεί κάποιοι ξένοι χτυπούν στο φτερό.
Λευκό περιστέρι στον τόπο που πας
μη βγαίνεις στους δρόμους, μη φτεροκοπάς.
Μονάχα αν κάπου ανταμώσεις παιδιά
μπορεί να φωλιάσεις σε κάποια καρδιά.
ΘΑ ΔΡΑΠΕΤΕΥΣΩ
Να δραπετεύσω,
να δραπετεύσω γύρεψα
πέρα από τα στενά μου.
Μα τα βουνά,
μα τα βουνά είναι ψηλά
και φράζουν τη χαρά μου.
Να δραπετεύσω,
να δραπετεύσω γύρεψα
να φύγω απ΄ τα νερά μου.
Μα τα γεράκια,
μα τα γεράκια ήταν πολλά
μου σπάσαν τα φτερά μου.
Θα δραπετεύσω,
θα σπάσω ό,τι μ΄ έδεσε
και με κρατάει κοντά σου.
Μίσησα τη μιζέρια σου
και τη βαρύτητά σου.
ΚΑΗΜΟΣ
Μια θαλασσιά βαρκούλα
σαπίζει στο γιαλό
τη θάλασσα μαλώνει
τη στέλνει στο καλό.
- Άσε να βγω στο κύμα
να παίξω στον αφρό
να δω που πέφτει ο ήλιος
το αγέρι να χαρώ.
Μα όσο κι αν τη μαλώνει
και την παρακαλά,
είναι μικρή ακόμη
δεν κάνει να μιλά.
Στην άμμο αργοπεθαίνει
και όλο προσπαθεί
μ΄ έναν καημό στα στήθη
να φύγει να χαθεί.
ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ
Θα ξεκινήσω ένα πρωί
με πλώρη στην Ιθάκη
και θα ξεχάσω πίσω μου
τον Έβρο και τη Θράκη.
Τις ρημαγμένες γειτονιές
τα έρημα σοκάκια,
τα παραθύρια τα κλειστά
και τα λερά δρομάκια.
Με τιμονιέρη κι οδηγό
το φεγγαροφανάρι
θα ταξιδέψω στ΄ ανοιχτά,
της θάλασσας καμάρι.
Κι αν του Αιόλου η πνοή
με βγάλει προς τη Νάξο,
΄κει στα γυμνά της τα βουνά
το σώμα μου θ΄ αράξω.
Τις Συμπληγάδες θα διαβώ
και μήνα με το μήνα
θα καταπλεύσω μια βραδιά
στη Χάρυβδη Αθήνα.
Το αρρωστημένο μου κορμί
θα ΄βγω και θα τσακίσω
το πιο γλυκό μου όνειρο
εκεί θα χαραμίσω.
Κι από την περιπλάνηση
σαν τύχει και τελειώσω
στον Άρδα και στις Καστανιές
θα ΄ρθω να σ΄ ανταμώσω.
ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟΣ Ο ΗΛΙΟΣ
Κουρασμένος ο ήλιος θα πέσει
να βρεθεί στο κρεβάτι της γης,
να πεθάνει αν μπορεί θα ζητήσει
να μη ζήσει το φως της αυγής.
Είδε σήμερα χίλιους θανάτους,
είδε κι ένα παιδί ν΄ απορεί
με το μίσος που έγινε αγκάθι.
Προσπαθεί να χαθεί. Δεν μπορεί.
Από την ποιητική συλλογή «Ευτυχώς»
ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ
Τα δέντρα βγήκαν
από τα δάση,
μ΄ όλη την πλάση
συναντηθήκαν.
Περνώντας, βρήκαν
ό,τι ΄χαν χάσει
κι είχαν ξεχάσει.
Κι αγαπηθήκαν.
Κρυφοκοιτούσε
ο ήλιος, τάχα
σαν ν΄ απορούσε.
Χαμογελούσε
κι η γη, μονάχα
αυτό ποθούσε.
ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ
Καταιγίδα σαρώνει το πέλαγος
τις καρδιές των αδύναμων ανθρώπων,
που το βιος τους μαζεύουν, τον ουρανό
κοιτώντας, νοσταλγοί άγνωστων τόπων.
Οι αέρηδες ό,τι αφήσανε
μια καλά πατημένη άγονη γη,
άμμος, χαλίκι, πέτρα, κι απ΄ το βράχο
αίμα σταλάζει η ματωμένη πηγή.
Σαν να μην ήταν ποτές καλοκαίρι,
σαν να μην έγιναν καθόλου χαρές,
σαν να μην είχε καθόλου χορτάρι
να κυλιστούν των φτωχών οι καρδιές.
Ο ΞΕΝΟΣ ΠΟΝΟΣ
Περνώντας συνέτριψα
δεν κατάλαβα καν,
μια ομάδα μυρμηγκιών
που εθαύμαζε το φως.
Ποτέ δεν αισθάνθηκα
τον πόνο της ψυχής τους,
μητέρες, φίλοι, παιδιά,
ν΄ αναρωτιούνται, πώς;
ΤΟ ΧΙΟΝΙ
Έπεφτε το χιόνι ολημερίς
κι είχαμε κι εμείς πιστέψει, πως
λευκή θα μείνει πάντα η μαύρη γης.
Ελπίσαμε σε αυξημένο φως.
Μα όταν εξυπνήσαμε κλαμένοι
ρίξαμε πάλι τα μάτια κάτου
κι είδαμε τη γη πλημμυρισμένη
που έλαβε το χρώμα του θανάτου.
ΕΥΤΥΧΩΣ…
Πορευθήκαμε καθώς πορευθήκαν κι οι άλλοι
μιλήσαμε την ίδια γλώσσα,
διψάσαμε την ίδια δίψα,
γελάσαμε το ίδιο γέλιο.
Μόνο που η ζωή δε θέλησε,
δε γέλασε το ίδιο μαζί μας.
Μας πήγε αλλιώς, σ΄ άλλα μονοπάτια,
γιατί εδώ δεν είναι τόπος για όλους.
Αγλύκαντοι,
πονέσαμε έναν πόνο εντελώς δικό μας
άγνωρο για τους πολλούς,
τους που βαδίζουν στον ίσιο δρόμο.
Συνεχίσαμε όμως,
συνεχίσαμε ανάμεσα σε πυρωμένα βέλη,
λεπίδες, που φέγγιζαν στο σκοτάδι μας.
Συνηθίσαμε όμως,
συνηθίσαμε το θάνατο, δε μας ένοιαζε καθόλου.
Ώσπου μας έβγαλε στην άκρη του κόσμου
στα σύνορα της γνώσης, στα σύνορα του νου,
αγκομαχώντας, σωριαστήκαμε στη γης.
Ευτυχώς, ήμασταν πια στο κράτος του Θεού,
στα χώματα του Θεού γονατισμένοι.
Εκεί συμμαζέψαμε το είναι μας,
το κάναμε ένα,
τ΄ ορθώσαμε, να στέκει, να θωρεί.
Γαλήνεψε κι αγκάλιασε θαρρείς τον κόσμο όλο.
Κι άλλη φορά
τ΄ ακούσαμε να λέει, κοιτώντας πίσω:
«αλήτες, σας πετάω τη ζωή μου κατά πρόσωπο»
κι ύστερα πάλι,
γαλήνεψε κι αγκάλιασε θαρρείς τον κόσμο όλο.
ΘΑ ΣΚΥΨΩ Μ΄ ΑΓΑΠΗ…
Της παιδικής σου ψυχής το αγιάτρευτο τραύμα
θα σκύψω, μ΄ αγάπη περίσσια, να γιάνω,
και σαν του νοτιά το υγρό τ΄ αεροφίλημα
θα φέρω χαρά στο κορμί σου απάνω.
Σχόλια (2)