Η ιστορία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Ελλάδα όπως καταγράφηκε στο βιβλίο έτους 1994 - 3

Οι άνθρωποι που αγαπούν με κάθε τρόπο τα καλά νέα σε όλο τον κόσμο ψάχνοντας να βρουν άτομα με προβατοειδή καρδιά για να γνωρίσουνε την αλήθεια… Τέτοιες εικόνες δεν είναι καθόλου άγνωστες σε όσους έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στην υπηρεσία του Ιεχωβά… Εδώ πρόκειται για τη Νικαράγουα, αλλά το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στη χώρα μας…

Συχνά τέτοιες εικόνες με νεανικά πρόσωπα θα τις συναντήσετε να κάνουν έργο δρόμου… Πρόκειται για ανθρώπους που αγαπούν το Λόγο του Θεού, ζουν με τις αρχές του και προσπαθούν να βοηθήσουν κι άλλους να γνωρίσουν την αλήθεια. Στις ημέρες του τέλους αυτού του συστήματος πραγμάτων, αυτό το έργο έχει ενταθεί, ακόμα περισσότερο…
«Πέρασε στη Μακεδονία και Βοήθησέ Μας»

Μια δημόσια ομιλία στην ίδια πόλη που ήταν η πρώτη στην οποία πήγε ο Παύλος όταν έφτασε στην Ευρώπη—δηλαδή στην Καβάλα, την αρχαία Νεάπολη—σήμανε την έναρξη του έργου κηρύγματος στην περιοχή εκείνη. Ο Νικόλαος Κουζούνης αφηγήθηκε τα εξής σχετικά με αυτή την ομιλία στην οποία παρευρέθηκε το 1922: «Αισθανόμουν προβληματισμένος από πνευματική άποψη. Εκείνη περίπου την περίοδο, η εφημερίδα «Σημαία» διαφήμιζε τη δημόσια διάλεξη ‘Εκατομμύρια Ζώντων Ήδη Ουδέποτε θα Αποθάνωσιν’, που επρόκειτο να εκφωνηθεί σε ένα καφενείο. Μετά την ομιλία, πήρα το βιβλιάριο «Μπορούν οι Ζωντανοί να Μιλούν με τους Νεκρούς;» Βαθιά συγκινημένος από τα όσα έμαθε, ο αδελφός Κουζούνης, μαζί με ένα σύντροφό του, άρχισε σύντομα να αφιερώνει μήνες ολόκληρους για ταξίδια με το αυτοκίνητο, πηγαίνοντας να κηρύξει μέχρι τα χωριά και τις κωμοπόλεις στα τουρκικά σύνορα. Τα καλά νέα εξαπλώθηκαν μέχρι την Αλεξανδρούπολη στα βορειοανατολικά, καθώς και μέχρι τη Νέα Ορεστιάδα, το Σάκκο και το νομό Χαλκιδικής.
Η Θεσσαλονίκη είναι η δεύτερη σε μέγεθος πόλη της Ελλάδας. Πρόκειται για αρχαία πόλη, που είναι στενά συνδεδεμένη με τη διακονία του αποστόλου Παύλου και των συντρόφων του. Ήδη από το 1926, ο Σπύρος Ζαχαρόπουλος, ένας πρώην στρατιωτικός, και ο Θανάσης Τσιμπεράς, ένας εκπαιδευτικός, κήρυτταν στην περιοχή εκείνη. Ο Διογένης Κονταξόπουλος έφερε τα καλά νέα στα χωριά του νομού Σερρών από το 1928 ως το 1933. Η ανατολική Μακεδονία και η δυτική Θράκη γνώρισαν το άγγελμα της Βασιλείας από το κήρυγμα που έκανε με πίστη ο Γιαννάκος Ζαχαριάδης.
Πώς έφτασαν τα καλά νέα σε εκείνες τις απόμακρες περιοχές; Σε μερικούς αδελφούς, στους οποίους είχε επιβληθεί εξορία ως τιμωρία για το αμείωτο έργο κηρύγματος που έκαναν, επιτράπηκε να διαλέξουν τον τόπο εξορίας τους. Ο αδελφός Κουζούνης από την Καβάλα εξορίστηκε στο νομό Χαλκιδικής το 1938. Αφού ζήτησε καθοδήγηση από τον Ιεχωβά, διάλεξε το χωριό των Νέων Σημάντρων. Όταν τον ρωτούσαν οι χωρικοί εκεί γιατί είχε εξοριστεί, εκείνος τους έλεγε επειδή ήταν Χριστιανός. Αυτή η απάντηση τούς έβαζε σε σκέψη και οδηγούσε σε πολλές συζητήσεις—ο αδελφός, μάλιστα, ήταν πολύ ικανός στη χρήση εδαφίων. Με τον καιρό, ιδρύθηκε μια εκκλησία στα Νέα Σήμαντρα. Από εκεί, τα καλά νέα διαδόθηκαν στη Γαλάτιστα, όπου σχηματίστηκε μια άλλη εκκλησία. Στα Νέα Μουδανιά, μια ομάδα γυναικών έγιναν πιστές αδελφές—επρόκειτο για την αδελφή Μαστοράκη, την αδελφή Σταμπουλή και την αδελφή Ντενίκη. Αυτές δίδαξαν άλλους στα Φλογητά, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να σχηματιστεί και εκεί μια εκκλησία. Η αλήθεια διαδόθηκε κατόπιν στην Κασσάνδρα.
Τα Πρώτα Χρόνια στη Θεσσαλία
Στη Θεσσαλία, τα καλά νέα σημείωσαν νωρίς πρόοδο, ιδιαίτερα σε δυο μικρά χωριά, στο Καλαμάκι της Λάρισας και στο Ελευθεροχώρι των Τρικάλων. Το Νοέμβριο του 1922, ο Γιώργος Κουκουτιανός, ένας δάσκαλος που είχε απολυθεί επειδή ήταν Σπουδαστής της Γραφής, βρισκόταν σε ταξίδι όταν ο άσχημος καιρός που επικρατούσε τον έκανε να διανυκτερεύσει στο Καλαμάκι, στο σπίτι του Δημήτρη Παρδαλού. Έδωσε μαρτυρία στο φιλόξενο οικοδεσπότη του. Το αποτέλεσμα; Ο Δημήτρης και άλλοι δυο συγχωριανοί του, ο Θεόδωρος Παρδαλός και ο Απόστολος Βλαχάβας, γνώρισαν τον Ιεχωβά.
Αυτοί οι τρεις άρχισαν να κηρύττουν από σπίτι σε σπίτι στα γύρω χωριά. Αφιέρωναν επίσης δυο ή τρεις μήνες κάθε χρόνο για να κηρύττουν στους απομακρυσμένους τομείς, επιστρέφοντας στα χωριά τους για να ανακτήσουν πάλι δυνάμεις και να εξοικονομήσουν αρκετά χρήματα για μελλοντικές εκστρατείες κηρύγματος. Ταξίδευαν με τα πόδια, κουβαλώντας μαζί τους τα έντυπα και τα γεωργικά προϊόντα που έπαιρναν σε αντάλλαγμα για έντυπα.
Η ζωή τους, ωστόσο, είχε και τις εύθυμες πλευρές της. Ένας από αυτούς αφηγήθηκε: «Κάποτε, χρειάστηκε να διασχίσουμε με τα πόδια ένα ποτάμι. Ήταν χειμώνας και το νερό ήταν παγωμένο. Εφόσον εγώ ήμουν ο πιο ψηλός από τους δυο, πρότεινα στο σύντροφό μου να τον μεταφέρω στην πλάτη μου. Προκειμένου να μην ξαναγυρίσω στην άλλη όχθη για να πάρω τα πράγματα, κρατούσα στο ένα χέρι τις τσάντες με τα έντυπα και στο άλλο τα παπούτσια και τις κάλτσες μας. Παράλληλα, κρατούσα με τα δόντια ένα καλάθι γεμάτο αβγά. Όταν, όμως, φτάσαμε στα μέσα του ποταμιού, έκανα το λάθος να ρωτήσω το σύντροφό μου που είχα στην πλάτη μου αν κρατιόταν καλά. Φυσικά, μου έπεσε αμέσως το καλάθι με τα αβγά. Έπειτα, καθώς προσπαθούσα να το πιάσω, μου έπεσαν τα παπούτσια, οι κάλτσες και τα έντυπα. Στη συνέχεια, καθώς πάσχιζα να γλιτώσω και εκείνα, ο αδελφός γλίστρησε από την πλάτη μου και έπεσε στο ποτάμι!» Η ανάμνηση αυτής της αξέχαστης διάβασης τούς διασκέδαζε επί χρόνια.
Το έργο στις αγροτικές περιοχές αποτελούσε πρόκληση. Ενώ οι Μάρτυρες διένεμαν το φυλλάδιο «Εκκλησιαστικοί Καταγγελλόμενοι», κατέληγαν πολλές φορές στο κρατητήριο των αστυνομικών τμημάτων και στη συνέχεια περνούσαν από δίκη. Ωστόσο, ο διωγμός ενίσχυε την πίστη και το ζήλο τους για τη Βασιλεία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αυξάνει σταθερά σε αριθμό η εκκλησία του Καλαμακίου, από το 1930 και μετά.
Εναντίωση από Μέσα
Το 1931, ο λαός του Θεού υιοθέτησε το όνομα Μάρτυρες του Ιεχωβά. Εντούτοις, δεν το αποδέχτηκαν όλοι. Ο Κώστας Οικονόμου από τη Λάρισα αφηγήθηκε: «Μόλις έμαθα για το καινούριο όνομα, έτρεξα να φέρω τα χαρμόσυνα νέα στους αδελφούς της περιοχής μας. Παραδόξως, όμως, αυτοί οι αδελφοί έλεγαν: ‘Δεν μπορούμε να αλλάζουμε ονόματα συχνά’. Δεν ήθελαν να λέγονται Μάρτυρες του Ιεχωβά.
»Στην επόμενη συνάθροισή μας, τους έλεγξα για τη στάση τους. Πώς ανταποκρίθηκαν; Και οι δέκα αδελφοί που βρίσκονταν εκεί σηκώθηκαν και με πέταξαν έξω από τη συνάθροιση! Την επόμενη ημέρα, όμως, άρχισα να κηρύττω με την πεποίθηση ότι ο Ιεχωβά θα μου χάριζε νέα εκκλησία. Ο αρχικός όμιλος αδελφών σταμάτησε να συναθροίζεται και σταδιακά διαλύθηκε. Μόνο ένας-δυο αδελφοί στη Λάρισα έμειναν πιστοί».
Εμφανίστηκαν και άλλοι μέσα στην οργάνωση του Ιεχωβά που δεν ανταποκρίνονταν με προθυμία στις κατευθύνσεις της οργάνωσης. Το έργο κηρύγματος αποτελούσε δοκιμασία για μερικούς. Το 1928, στην Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού, 168 άτομα πήραν από τα εμβλήματα. Ωστόσο το ίδιο εκείνο έτος, υπήρχαν μόνο 97 ευαγγελιζόμενοι των καλών νέων στην Ελλάδα! Καθώς το έργο κηρύγματος άρχιζε να οργανώνεται περισσότερο, απομακρύνθηκαν σταδιακά εκείνοι που αρνούνταν να συμμετέχουν στο κήρυγμα.
Αύξηση Παρά την Εναντίωση στο Ελευθεροχώρι
Το 1923, οι πρώτες εκλάμψεις αλήθειας φώτισαν το χωριό Ελευθεροχώρι στην περιοχή των Τρικάλων. Ένας αδελφός που ονομαζόταν Γιάννης Κωσταρέλος επέστρεψε από την Αμερική στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το χωριό Εξάλοφος, και άρχισε να κηρύττει από σπίτι σε σπίτι. Ο αδελφός του Δημήτρης ανταποκρίθηκε, και οι δυο τους κήρυτταν τακτικά στο κοντινό Ελευθεροχώρι. Το 1924, συνάντησαν τον Γιώργο Παπαγεωργίου, ο οποίος αργότερα αφηγήθηκε τα εξής: «Αρχικά, ήμουν εναντιούμενος. Τους είπα: ‘Δεν μου λέτε, παρακαλώ. Μήπως εσείς οι αγράμματοι κατσικοκλέφτες από τον Εξάλοφο θα μας πείτε το ευαγγέλιο; Εμείς έχουμε παπάδες και δεσποτάδες, μορφωμένους ανθρώπους! Άντε πηγαίνετε στη δουλειά σας!’ Έφυγαν, αλλά επέστρεψαν αργότερα. Τους πλησίασα για να ακούσω τι είχαν να μας πουν. Και τι άκουσα; Αυτό ‘είναι γραμμένο’ σε ετούτο ή σε εκείνο το βιβλίο της Αγίας Γραφής. Αυτό με έβαλε σε σκέψη». Το άτομο αυτό ενώθηκε σύντομα μαζί τους στο έργο κηρύγματος.
Το 1925, και οι τρεις αυτοί αδελφοί ταξίδεψαν στην Αθήνα και βαφτίστηκαν. Μαζί, συνέχισαν το έργο κηρύγματος, και το 1928, ο ανιψιός του Γιώργου Παπαγεωργίου καθώς και ο γαμπρός του από το κοντινό χωριό Βαλτινό δέχτηκαν την αλήθεια.
Όταν ο Νίκος Καραθανάσης δέχτηκε την αλήθεια, οι συγγενείς του τού είπαν να φύγει από το Βαλτινό. Τα ξαδέλφια του, μάλιστα, τον άρπαξαν από τα μαλλιά και σκόπευαν να τον ρίξουν στο έδαφος όταν μεσολάβησε ο πατέρας του. Ο αδελφός του, ο Γιώργος, άρχισε επίσης να υπηρετεί τον Ιεχωβά, και ακολούθησε περισσότερος διωγμός. Φανατικοί συγγενείς κατάφεραν ακόμα να πείσουν τη σύζυγο του Γιώργου να τον σκοτώσει ενώ κοιμόταν. Ωστόσο, ο Γιώργος ξύπνησε καθώς η σύζυγός του με το τσεκούρι στο χέρι ήταν έτοιμη να χτυπήσει. Εκείνος της μίλησε τόσο ευγενικά, ώστε αυτή κατέβασε το τσεκούρι, βλέποντας τη διαφορά ανάμεσα στη διαγωγή του συζύγου της και σε εκείνη των ανθρώπων που τον κατηγορούσαν. Η γυναίκα αυτή σημείωσε πρόοδο στην αλήθεια και το ίδιο και άλλοι συγγενείς—έτσι, ολόκληρες οικογένειες άρχισαν να υπηρετούν τον Ιεχωβά. Ένας από τους γιους του Γιώργου, ο Κώστας Καραθανάσης, αποφοίτησε το 1975 από τη Βιβλική Σχολή Γαλαάδ της «Σκοπιάς». Αυτός και η σύζυγός του Μαρία υπηρετούν ως ιεραπόστολοι στην Κύπρο.
Ο Βασίλης Αυγερινός ήταν δάσκαλος στο Ελευθεροχώρι όταν πρωτογνώρισε τους Σπουδαστές της Γραφής το Σεπτέμβριο του 1927. «Μόλις έφτασα», θυμήθηκε, «μου είπαν ότι στο χωριό ένας ‘μασόνος’ ονόματι Γιώργος Παπαγεωργίου αναστάτωνε την κοινότητα με τις πλανερές διδασκαλίες του. Και έπρεπε εγώ που ήμουν δάσκαλος να ‘τον βάλω στη θέση του’». Ο αδελφός Παπαγεωργίου αφηγήθηκε: «Είχα μια συζήτηση με αυτόν το δάσκαλο και οι χωρικοί εντυπωσιάστηκαν από τη ρητορικότητα με την οποία μου απαντούσε. Γέλασαν και είπαν: ‘Εμείς οι χωριάτες δεν ξέρουμε πολλά και εσύ μας παριστάνεις τον πολυμαθή. Βγάλ’ τα τώρα πέρα με το δάσκαλο!’» Αλλά λίγες μόνο μέρες αργότερα, ο ίδιος ο δάσκαλος ζήτησε από τον αδελφό Παπαγεωργίου τον πρώτο τόμο των Γραφικών Μελετών· έπειτα από λίγο ήθελε ολόκληρη τη σειρά. Πώς ανταποκρίθηκε; Ο ίδιος αφηγήθηκε: «Επιτέλους, είχα βρει την ΑΛΗΘΕΙΑ!» Τόσο αυτός όσο και η σύζυγός του άρχισαν να συμμετέχουν στο έργο κηρύγματος.
Υπήρχαν τώρα εφτά ευαγγελιζόμενοι στην περιοχή εκείνη. Ο διωγμός ερχόταν από όλες τις πλευρές. Ο αδελφός Αυγερινός αφηγήθηκε: «Μας διέσυραν δημόσια, μας έβριζαν στους δρόμους, μας κατήγγελλαν στην αστυνομία και στο Υπουργείο Παιδείας, μας έσερναν στα δικαστήρια και μας φέρονταν υποτιμητικά. Αλλά προς μεγάλη μας χαρά, μερικοί από αυτούς τους χλευαστές και κατηγόρους μας έγιναν αργότερα αδελφοί μας και ενώθηκαν μαζί μας στο έργο κηρύγματος».
(Συνεχίζεται)
Σχόλια (0)