«Αντί για Χρυσάφι, Βρήκα Διαμάντια» η βιογραφία του Μιχάλη Καμινάρη από τη ΣΚΟΠΙΑ
Σε εκείνα τα δύσκολα πρώτα χρόνια, μερικοί ζηλωτές Έλληνες διακατέχονταν από την επιθυμία να κάνουν τη διακονία σταδιοδρομία τους. Ο Μιχάλης Καμινάρης, ένας από τους πρώτους σκαπανείς, επέστρεψε στην Ελλάδα το 1934, ξεχειλίζοντας από την επιθυμία να κηρύξει τα καλά νέα ολοχρονίως. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ενώθηκε μαζί του ο Μιχάλης Τριανταφυλλόπουλος. Αυτοί οι δυο αδελφοί κάλυψαν αρκετές περιοχές της Ελλάδας. Στη φωτογραφία τον βλέπουμε σε μια Συνέλευση στο δάσος. Είναι όρθιος πίσω από τον αδελφό Βασίλη Καρκάνη που είναι μπροστά καθιστός.
Ο αδελφός Καμινάρης θυμάται: «Όσο προόδευε το έργο, τόσο φούντωνε η εναντίωση. Στο χωριό Μαγουλιανά, αντιμετωπίσαμε οχλαγωγία, και στο χωριό Πράσινο, ο παπάς διήγειρε επίθεση εναντίον μας. Στο νομό Μεσσηνίας, καθώς και στο νομό Αιτωλοακαρνανίας, περάσαμε από δεκάδες δίκες για το ζήτημα του προσηλυτισμού. Προκειμένου να μειωθεί ο αριθμός των συλλήψεων, το Γραφείο Τμήματος μάς συμβούλεψε να εργαζόμαστε ένας-ένας και όχι μαζί. Ήταν σκληρό να εργάζεται κανείς μόνος του, χωρίς να έχει κάποιον να του μιλάει, αλλά προχώρησα αψηφώντας τους κινδύνους και τη μοναξιά, με απόλυτη εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά. Στη φωτογραφία μια ομάδα αδελφών που πέρασε τη σχολή πρεσβυτέρων στο τότε Μπέθελ που στεγαζόταν στο κτίριο της οδού Καρτάλη.
Πολλές φορές μου έλεγαν οι άνθρωποι: ‘Φαντάσου πόσα χρήματα παίρνεις για να φτάσεις και έως εδώ’. Πού να ήξεραν ότι έμενα πολλές φορές νηστικός και ότι δεν γνώριζα καν αν θα έβρισκα μέρος να κοιμηθώ. Μερικές φορές, όταν βρισκόμουν σε περιοχή όπου οι άνθρωποι διάκεινταν εχθρικά, το πιο ασφαλές μέρος για ύπνο ήταν το τοπικό νεκροταφείο». Ο αδελφός Καμινάρης έγινε μέλος της οικογένειας Μπέθελ από το 1945. Ο αριθμός των τακτικών σκαπανέων ανέβηκε στα ύψη, από 8 σκαπανείς το 1938 σε περίπου 1.800 το 1993. Το νοικιασμένο κτίριο της οδού Καρτάλη που λειτουργούσε ως Μπέθελ τα πρώτα δύσκολα χρόνια των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Ελλάδα.
ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΜΙΝΑΡΗΣ
Έπειτα από πέντε χρόνια παραμονής στη Νότια Αφρική, όπου είχα πάει αναζητώντας χρυσάφι, επέστρεφα έχοντας μαζί μου κάτι εξαιρετικά πιο πολύτιμο. Επιτρέψτε μου να σας μιλήσω σχετικά με τον πλούτο που είχα αποκτήσει τώρα και τον οποίο επιθυμούσα να μοιραστώ.
Γεννήθηκα το 1904 στο νησί της Κεφαλλονιάς, στο Ιόνιο Πέλαγος. Γρήγορα έχασα και τους δύο γονείς μου, και έτσι μεγάλωσα ορφανός. Ποθούσα να λάβω βοήθεια, και συχνά προσευχόμουν στον Θεό. Αν και ως Ορθόδοξος Χριστιανός πήγαινα τακτικά στην εκκλησία, είχα πλήρη άγνοια της Αγίας Γραφής. Δεν έβρισκα παρηγοριά.
Το 1929 αποφάσισα να μεταναστεύσω και να αναζητήσω μια καλύτερη ζωή. Άφησα το άγονο νησί μου και αναχώρησα με πλοίο για τη Νότια Αφρική μέσω Αγγλίας. Έπειτα από 17 ημέρες στη θάλασσα, έφτασα στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής, όπου ένας συμπατριώτης με προσέλαβε αμέσως ως υπάλληλο. Εντούτοις, δεν βρήκα παρηγοριά στον υλικό πλούτο.
Κάτι Πιο Πολύτιμο
Έπειτα από δύο χρόνια παραμονής στη Νότια Αφρική, πέρασε από τον τόπο της εργασίας μου ένας Μάρτυρας του Ιεχωβά και μου πρόσφερε μερικά Βιβλικά έντυπα στην ελληνική. Μεταξύ αυτών ήταν τα βιβλιάρια «Πού Είναι οι Νεκροί;» και «Η Καταδυνάστευσις—Πότε θα Λήξη;» Θυμάμαι πολύ καλά με πόση δίψα τα διάβασα, αποστηθίζοντας μάλιστα όλα τα εδάφια που παρατίθονταν. Κάποια ημέρα είπα σε ένα συνεργάτη μου: «Αυτό που ζητούσα τόσα χρόνια το βρήκα. Ήρθα στην Αφρική για χρυσάφι, αλλά αντί για χρυσάφι, βρήκα διαμάντια».
Η χαρά μου ήταν μεγάλη όταν έμαθα ότι ο Θεός έχει ένα προσωπικό όνομα, Ιεχωβά, ότι η Βασιλεία του έχει ιδρυθεί ήδη στους ουρανούς και ότι ζούμε στις τελευταίες ημέρες αυτού του συστήματος πραγμάτων. (Έξοδος 6:3· Δανιήλ 2:44· Ματθαίος 6:9, 10· 24:3-12· 2 Τιμόθεο 3:1-5· Αποκάλυψη 12:7-12) Πόσο συγκινήθηκα καθώς έμαθα ότι η Βασιλεία του Ιεχωβά θα φέρει άπειρες ευλογίες σε όλες τις φυλές των ανθρώπων! Κάτι άλλο που με εντυπωσίασε ήταν ότι αυτές οι πολύτιμες αλήθειες διακηρύττονταν παγκόσμια.—Ησαΐας 9:6, 7· 11:6-9· Ματθαίος 24:14· Αποκάλυψη 21:3, 4.
Σύντομα βρήκα τη διεύθυνση του γραφείου τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά στο Κέιπ Τάουν και πήρα και άλλα Βιβλικά έντυπα. Ιδιαίτερα χάρηκα όταν απέκτησα δική μου Αγία Γραφή. Αυτά που διάβαζα με έκαναν να θέλω να δώσω μαρτυρία. Άρχισα στέλνοντας Γραφικά έντυπα σε συγγενείς, φίλους και γνωστούς στη γενέτειρά μου, το Ληξούρι. Από τη μελέτη που έκανα, καταλάβαινα σιγά σιγά ότι για να ευαρεστήσει κάποιος τον Ιεχωβά πρέπει να αφιερώσει τη ζωή του σε εκείνον. Έτσι, αμέσως αφιερώθηκα με προσευχή.
Κάποια φορά πήγα σε μια συνάθροιση των Μαρτύρων του Ιεχωβά, αλλά εφόσον δεν ήξερα την αγγλική γλώσσα, δεν κατάλαβα λέξη. Όταν έμαθα ότι υπήρχαν πολλοί Έλληνες στο Πορτ Ελίζαμπεθ, μετακόμισα εκεί, αλλά δεν βρήκα κανέναν ελληνόφωνο Μάρτυρα. Έτσι, αποφάσισα να επιστρέψω στην Ελλάδα για να γίνω ολοχρόνιος ευαγγελιστής. Θυμάμαι ότι είπα μέσα μου: ‘Θα επιστρέψω στην Ελλάδα, και ας φτάσω εκεί ημίγυμνος’.
Ολοχρόνια Διακονία στην Ελλάδα
Η άνοιξη του 1934 με βρήκε στο κατάστρωμα του ιταλικού υπερωκεάνιου «Ντουίλιο». Έφτασα στη Μασσαλία της Γαλλίας, και έπειτα από 10ήμερη παραμονή εκεί, έφυγα για την Ελλάδα με το επιβατικό πλοίο «Πατρίς». Ενώ βρισκόμασταν εν πλω, το πλοίο παρουσίασε μηχανικά προβλήματα, και τη νύχτα δόθηκε εντολή να κατεβάσουμε στη θάλασσα τις σωσίβιες λέμβους. Τότε θυμήθηκα τη σκέψη που είχα κάνει ότι θα επιστρέψω στην Ελλάδα έστω και ημίγυμνος. Τελικά όμως έφτασε ένα ιταλικό ρυμουλκό και μας τράβηξε ως τη Νάπολη της Ιταλίας. Αργότερα, φτάσαμε επιτέλους στον Πειραιά.
Από εκεί κατευθύνθηκα στην Αθήνα και πήγα στο γραφείο τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά. Συζήτησα με τον Αθανάσιο Καρανάσιο, τον επίσκοπο τμήματος, και του ζήτησα να διοριστώ ολοχρόνιος κήρυκας. Την αμέσως επόμενη ημέρα αναχώρησα για την Πελοπόννησο. Ολόκληρη αυτή η περιοχή μού ανατέθηκε ως προσωπικός μου τομέας!
Με ασυγκράτητο ζήλο άρχισα το έργο κηρύγματος, πηγαίνοντας από πόλη σε πόλη, από χωριό σε χωριό, από αγρόκτημα σε αγρόκτημα και από απομονωμένο σπίτι σε απομονωμένο σπίτι. Σύντομα, ήρθε και ο Μιχάλης Τριανταφυλλόπουλος, ο οποίος με βάφτισε το καλοκαίρι του 1935—πάνω από ένα χρόνο αφότου άρχισα την ολοχρόνια διακονία! Δεν υπήρχαν δημόσια μέσα συγκοινωνίας, και έτσι πηγαίναμε παντού με τα πόδια. Το μεγαλύτερο πρόβλημά μας ήταν η εναντίωση του κλήρου, ο οποίος έκανε τα πάντα για να μας σταματήσει. Ως αποτέλεσμα, συναντούσαμε μεγάλη προκατάληψη. Εντούτοις, παρά τα εμπόδια, δινόταν μαρτυρία και το όνομα του Ιεχωβά διαφημιζόταν παντού.
Υπομένουμε Εναντίωση
Ένα πρωινό, ενώ κήρυττα στον ορεινό νομό της Αρκαδίας, έφτασα στο χωριό Μαγούλιανα. Είχα ήδη δώσει μαρτυρία επί μία ώρα όταν άκουσα τις καμπάνες της εκκλησίας, και αμέσως κατάλαβα ότι χτυπούσαν για εμένα! Συγκεντρώθηκε ένας όχλος, με επικεφαλής τον αρχιμανδρίτη. Έκλεισα αμέσως το χαρτοφύλακά μου και προσευχήθηκα σιωπηλά στον Ιεχωβά. Ο αρχιμανδρίτης, μαζί με πολλά παιδιά πίσω του, ήρθε κατευθείαν προς το μέρος μου. Άρχισε να κραυγάζει: «Αυτός είναι! Αυτός είναι!»
Τα παιδιά με περικύκλωσαν, και ο αρχιμανδρίτης προχώρησε μπροστά και άρχισε να με σπρώχνει με τη μεγάλη του κοιλιά που προεξείχε, λέγοντας ότι δεν ήθελε να βάλει τα χέρια του πάνω μου ‘μην τυχόν μολυνθεί’. Φώναζε: «Βαράτε τον! Βαράτε τον!» Αλλά ακριβώς εκείνη τη στιγμή παρουσιάστηκε ένας αστυνομικός και μας οδήγησε και τους δύο στο αστυνομικό τμήμα. Ο αρχιμανδρίτης δικάστηκε για υποκίνηση οχλοκρατίας και πλήρωσε πρόστιμο 300 δραχμών καθώς και τα έξοδα της δίκης. Εγώ αφέθηκα ελεύθερος.
Όταν πηγαίναμε σε μια καινούρια περιοχή, είχαμε ως κέντρο δράσης κάποια μεγάλη πόλη, και από εκεί καλύπταμε όλο τον τομέα σε απόσταση τεσσάρων ωρών με τα πόδια. Αυτό σήμαινε ότι φεύγαμε το πρωί πριν ακόμη φέξει και επιστρέφαμε το βράδυ όταν είχε σκοτεινιάσει· συνήθως επισκεπτόμασταν ένα ή δύο χωριά την ημέρα. Αφού καλύπταμε τα γύρω χωριά, κηρύτταμε στην πόλη που είχαμε ως κέντρο και κατόπιν φεύγαμε. Συχνά μας συνελάμβαναν, επειδή ο κλήρος ξεσήκωνε τους ανθρώπους εναντίον μας. Στην περιοχή του Παρνασσού, στην κεντρική Ελλάδα, η αστυνομία με καταζητούσε μήνες. Ποτέ όμως δεν με έπιασαν.
Κάποια ημέρα ο αδελφός Τριανταφυλλόπουλος και εγώ κηρύτταμε στο χωριό Μουρίκι, στο νομό Βοιωτίας. Χωρίσαμε το χωριό σε δύο τμήματα, και εγώ, ως νεότερος, άρχισα να καλύπτω τα σπίτια που ήταν στην πλαγιά. Ξαφνικά άκουσα κραυγές από κάτω. Ενώ έτρεχα, σκέφτηκα: ‘Θα δέρνουν τον αδελφό Τριανταφυλλόπουλο’. Οι χωρικοί είχαν συγκεντρωθεί στο τοπικό καφενείο, και ο παπάς πήγαινε πάνω κάτω σαν μαινόμενος ταύρος. «Αυτοί οι άνθρωποι μας ονομάζουν ‘σπέρμα του Όφεως’», φώναζε.
Ο παπάς είχε ήδη σπάσει ένα μπαστούνι στο κεφάλι του αδελφού Τριανταφυλλόπουλου, με αποτέλεσμα να τρέχουν αίματα στο πρόσωπό του. Καθάρισα τα αίματα και φύγαμε. Περπατήσαμε τρεις ώρες και φτάσαμε στη Θήβα. Εκεί, πήγαμε σε ένα ιατρείο για να φροντίσουμε το τραύμα. Αναφέραμε το επεισόδιο στην αστυνομία, και κατατέθηκε μήνυση. Εντούτοις, ο παπάς είχε διασυνδέσεις, και τελικά τον απάλλαξαν.
Ενώ κηρύτταμε στο χωριό Λευκάδα του νομού Φθιώτιδας, οι οπαδοί ενός από τους κομματάρχες της περιοχής μάς «συνέλαβαν» και μας οδήγησαν στο καφενείο του χωριού, όπου βρεθήκαμε κατηγορούμενοι σε ένα «αυτοσχέδιο» λαϊκό δικαστήριο. Ο κομματάρχης και η παρέα του πηγαινοέρχονταν με τη σειρά πάνω από τα κεφάλια μας και έβγαζαν λόγο —λέγοντας ό,τι ήθελαν— και μας απειλούσαν με σφιγμένες τις γροθιές τους. Ήταν όλοι μεθυσμένοι. «Μας έψαλλαν τον αναβαλλόμενο» από το μεσημέρι μέχρι το δειλινό, αλλά εμείς παραμέναμε ατάραχοι και χαμογελούσαμε αποδεικνύοντας την αθωότητά μας και προσευχόμενοι σιωπηλά στον Ιεχωβά Θεό για βοήθεια.
Το σούρουπο μας ελευθέρωσαν δυο αστυνομικοί. Μας οδήγησαν στο αστυνομικό τμήμα και μας φέρθηκαν καλά. Για να δικαιολογήσει τις πράξεις του, ο κομματάρχης ήρθε την επομένη και μας κατηγόρησε ότι προπαγανδίζαμε κατά του Βασιλιά της Ελλάδας. Έτσι, η αστυνομία μάς έστειλε, με συνοδεία δύο αντρών, στη Λαμία για περαιτέρω ανάκριση. Εκεί μείναμε υπό κράτηση εφτά ημέρες και κατόπιν οδηγηθήκαμε χειροδέσμιοι στη Λάρισα για ανάκριση από το στρατοδικείο.
Οι Χριστιανοί αδελφοί μας στη Λάρισα, οι οποίοι είχαν ειδοποιηθεί εκ των προτέρων, μας περίμεναν. Η μεγάλη στοργή που μας έδειξαν αποτέλεσε καλή μαρτυρία προς τους φύλακες. Το άτομο που ενεργούσε για λογαριασμό μας, ένας Μάρτυρας του Ιεχωβά και πρώην απόστρατος ταγματάρχης του πεζικού, ήταν πασίγνωστος στην πόλη. Όταν εμφανίστηκε στο δικαστήριο και μας υπερασπίστηκε, φάνηκε ότι οι κατηγορίες ήταν ψεύτικες, και αφεθήκαμε ελεύθεροι.
Η επιτυχία που είχαν γενικά στο κήρυγμα οι Μάρτυρες του Ιεχωβά οδήγησε στην κλιμάκωση της εναντίωσης. Το 1938 και το 1939 ψηφίστηκαν νόμοι κατά του προσηλυτισμού και, εξαιτίας αυτού, ο Μιχάλης και εγώ βρεθήκαμε αναμειγμένοι σε δεκάδες δίκες. Κατόπιν, το γραφείο τμήματος μας συμβούλεψε να κηρύττουμε χωριστά ώστε να μη γίνεται το έργο μας τόσο αντιληπτό. Μου ήταν δύσκολο να μην έχω συντροφιά. Εντούτοις, με εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά, κάλυψα με τα πόδια τους νομούς Αττικής, Βοιωτίας, Φθιώτιδας, Εύβοιας, Αιτωλοακαρνανίας, Ευρυτανίας, καθώς και την περιφέρεια της Πελοποννήσου.
Αυτό που με βοήθησε εκείνη την περίοδο ήταν τα όμορφα λόγια του ψαλμωδού τα οποία φανέρωναν την εμπιστοσύνη που είχε στον Ιεχωβά: «Δια σου θέλω διασπάσει στράτευμα, και δια του Θεού μου θέλω υπερπηδήσει τείχος. Ο Θεός είναι ο περιζωννύων με δύναμιν, και καθιστών άμωμον την οδόν μου. Κάμνει τους πόδας μου ως των ελάφων και με στήνει επί τους υψηλούς τόπους μου».—Ψαλμός 18:29, 32, 33.
Το 1940, η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα, και λίγο αργότερα εισέβαλε στη χώρα ο γερμανικός στρατός. Κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος, και τα βιβλία της Εταιρίας Σκοπιά απαγορεύτηκαν. Εκείνα τα χρόνια ήταν δύσκολα για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ελλάδα· εντούτοις, αυτοί αυξήθηκαν θεαματικά σε αριθμό—ενώ το 1940 υπήρχαν 178 Μάρτυρες, το 1945, στο τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, οι Μάρτυρες ήταν 1.770!
Υπηρεσία στο Μπέθελ
Το 1945, προσκλήθηκα να υπηρετήσω στο γραφείο τμήματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Αθήνα. Το Μπέθελ, λέξη η οποία σημαίνει «Οίκος Θεού», βρισκόταν τότε σε ένα νοικιασμένο σπίτι στην οδό Λομβάρδου. Τα γραφεία ήταν στον πρώτο όροφο και το τυπογραφείο στο υπόγειο. Σε αυτό υπήρχε ένα μικρό πιεστήριο και μια κοπτική μηχανή. Στην αρχή υπηρετούσαν μόνο δύο άτομα στο τυπογραφείο, αλλά σύντομα άρχισαν να έρχονται από το σπίτι τους και άλλοι εθελοντές για να βοηθούν στην εργασία.
Η επαφή με τα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας Σκοπιά στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης αποκαταστάθηκε το 1945, και εκείνο το έτος αρχίσαμε ξανά να τυπώνουμε τη Σκοπιά σε τακτική βάση στην Ελλάδα. Κατόπιν, το 1947, μεταφέραμε το γραφείο του τμήματός μας στην οδό Τενέδου 16, αλλά το τυπογραφείο παρέμεινε στην οδό Λομβάρδου. Αργότερα τα πιεστήρια μεταφέρθηκαν από την οδό Λομβάρδου σε ένα εργοστάσιο το οποίο ανήκε σε κάποιο Μάρτυρα και απείχε σχεδόν τέσσερα χιλιόμετρα. Έτσι, για κάποιο διάστημα πηγαινοερχόμασταν σε τρία διαφορετικά μέρη.
Θυμάμαι ότι έφευγα προτού χαράξει από την οδό Τενέδου, όπου κοιμόμασταν, και πήγαινα στο τυπογραφείο. Εκεί εργαζόμουν ως τη 1:00 μ.μ. και ύστερα πήγαινα στην οδό Λομβάρδου όπου είχαν μεταφερθεί τα τυπωμένα φύλλα. Εκεί τα διπλώναμε σε σχήμα περιοδικού, τα ράβαμε και τα κόβαμε με το χέρι. Κατόπιν πηγαίναμε τα έτοιμα περιοδικά στο ταχυδρομείο, τα μεταφέραμε στον τρίτο όροφο, βοηθούσαμε το προσωπικό να τα ταξινομήσει και βάζαμε γραμματόσημα στους φακέλους για να ταχυδρομηθούν.
Το 1954, οι Μάρτυρες στην Ελλάδα είχαν αυξηθεί σε πάνω από 4.000, και απαιτούνταν μεγαλύτερες εγκαταστάσεις. Έτσι, μετακομίσαμε σε ένα καινούριο τριώροφο Μπέθελ στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Καρτάλη. Το 1958 μου ζητήθηκε να αναλάβω την κουζίνα, και υπηρέτησα σε αυτόν το διορισμό μέχρι το 1983. Στο μεταξύ, το 1959, παντρεύτηκα την Ελευθερία, η οποία αποδείχτηκε όσια σύντροφος στην υπηρεσία του Ιεχωβά.
Υπομένω Ξανά Εναντίωση
Το 1967 κατέλαβε την εξουσία η χούντα, και επιβλήθηκαν πάλι περιορισμοί στο έργο μας κηρύγματος. Ωστόσο, λόγω της πείρας που είχαμε αποκτήσει από τις απαγορεύσεις του έργου μας, προσαρμοστήκαμε αμέσως και συνεχίσαμε με επιτυχία τη δραστηριότητά μας υπό την επιφάνεια.
Διεξήγαμε τις συναθροίσεις μας σε σπίτια και ήμασταν προσεκτικοί στη διακονία μας από πόρτα σε πόρτα. Εντούτοις, οι αδελφοί μας συλλαμβάνονταν τακτικά, και οι δικαστικές υποθέσεις πολλαπλασιάζονταν. Οι δικηγόροι μας δεν πρόφταιναν να πηγαίνουν σε δίκες που γίνονταν σε διάφορα μέρη της χώρας. Παρά την εναντίωση, η πλειονότητα των Μαρτύρων συμμετείχαν τακτικά στο έργο κηρύγματος, ιδιαίτερα τα σαββατοκύριακα.
Συνήθως, όταν ολοκληρώναμε το έργο το Σάββατο ή την Κυριακή, γινόταν έλεγχος για να δούμε ποιος έλειπε από τους ομίλους. Τις περισσότερες φορές εκείνοι που έλειπαν είχαν κρατηθεί στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα. Έτσι, τους πηγαίναμε κουβέρτες και τρόφιμα και τους ενθαρρύναμε. Επίσης, ειδοποιούσαμε τους δικηγόρους μας, οι οποίοι στη συνέχεια εμφανίζονταν τη Δευτέρα στον εισαγγελέα για να υπερασπιστούν όσους ήταν υπό κράτηση. Αντιμετωπίζαμε χαρούμενοι αυτή την κατάσταση, επειδή υποφέραμε για χάρη της αλήθειας!
Στη διάρκεια της απαγόρευσης οι αρχές έκλεισαν τις εκτυπωτικές μας εγκαταστάσεις στο Μπέθελ. Έτσι, το διαμέρισμα στο οποίο έμενα μαζί με την Ελευθερία, στα προάστια της Αθήνας, μετατράπηκε κατά κάποιον τρόπο σε τυπογραφείο. Η Ελευθερία δακτυλογραφούσε τα άρθρα της Σκοπιάς χρησιμοποιώντας μια βαριά γραφομηχανή. Έβαζε στη γραφομηχανή δέκα δέκα τα φύλλα, με καρμπόν ανάμεσα, και πατούσε τα πλήκτρα πολύ δυνατά για να φαίνονται τα γράμματα. Στη συνέχεια, εγώ έπαιρνα τις σελίδες και τις έραβα. Αυτό γινόταν κάθε βράδυ μέχρι τα μεσάνυχτα. Στον κάτω όροφο έμενε ένας αστυνομικός, και μέχρι σήμερα απορούμε πώς δεν μας υποπτεύθηκε ποτέ.
Η Συνεχής Επέκταση Φέρνει Χαρά
Η δημοκρατία αποκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1974, και το έργο μας κηρύγματος άρχισε και πάλι να γίνεται πιο ελεύθερα. Ωστόσο, στη διάρκεια του εφταετούς περιορισμού που είχε επιβληθεί στο έργο μας, απολαύσαμε μια θαυμάσια αύξηση 6.000 και πλέον καινούριων Μαρτύρων, ξεπερνώντας συνολικά τους 17.000 διαγγελείς της Βασιλείας.
Συνεχίσαμε επίσης κανονικά τις τυπογραφικές μας εργασίες στις εγκαταστάσεις του τμήματος. Ως αποτέλεσμα, σύντομα το Μπέθελ στην οδό Καρτάλη ήταν πλέον πολύ μικρό. Έτσι, αγοράσαμε ένα οικόπεδο 10 στρεμμάτων στο Μαρούσι, ένα προάστιο της Αθήνας. Οικοδομήθηκε καινούριο Μπέθελ, το οποίο περιλάμβανε 27 υπνοδωμάτια, εργοστάσιο, γραφεία και άλλες εγκαταστάσεις. Η αφιέρωσή τους έγινε τον Οκτώβριο του 1979.
Με τον καιρό, χρειαστήκαμε ακόμη περισσότερο χώρο. Γι’ αυτό, αγοράσαμε 220 στρέμματα, περίπου 70 χιλιόμετρα βόρεια της Αθήνας. Αυτό το κομμάτι γης βρίσκεται στον Ελεώνα, πάνω σε μια λοφοπλαγιά με θέα βουνά και καλοποτισμένες πεδιάδες. Σε αυτό το μέρος, τον Απρίλιο του 1991, έγινε η αφιέρωση των καινούριων εγκαταστάσεων, που είναι πολύ μεγαλύτερες και περιλαμβάνουν 22 σπίτια, καθένα από τα οποία μπορεί να φιλοξενήσει οχτώ άτομα.
Έχοντας δαπανήσει πάνω από 60 χρόνια στην ολοχρόνια διακονία, εξακολουθώ να απολαμβάνω καλή υγεία. Είμαι χαρούμενος διότι ‘καρποφορώ και εν αυτώ τω βαθεί γήρατι’. (Ψαλμός 92:14) Είμαι ιδιαίτερα ευγνώμων στον Ιεχωβά που έχω ζήσει για να δω με τα ίδια μου τα μάτια τη μεγαλειώδη αύξηση στον αριθμό των αληθινών του λάτρεων. Ο προφήτης Ησαΐας προείπε αυτή την αύξηση: «Αι πύλαι σου θέλουσιν είσθαι πάντοτε ανοικταί· δεν θέλουσι κλεισθή ημέραν και νύκτα, δια να εισάγωσιν εις σε τας δυνάμεις των εθνών».—Ησαΐας 60:11.
Πόσο υπέροχο είναι να βλέπουμε εκατομμύρια ανθρώπους από όλα τα έθνη να έρχονται στην οργάνωση του Ιεχωβά και να εκπαιδεύονται για να περάσουν ζωντανοί από τη μεγάλη θλίψη στο νέο κόσμο του Θεού! (2 Πέτρου 3:13) Μπορώ πράγματι να πω ότι η ολοχρόνια διακονία έχει αποδειχτεί για εμένα πιο πολύτιμη από οτιδήποτε έχει να προσφέρει αυτός ο κόσμος. Ναι, βρήκα, όχι θησαυρούς από χρυσάφι, αλλά πνευματικά διαμάντια που πλούτισαν αφάνταστα τη ζωή μου.
- Αναδημοσίευση από την ΣΚΟΠΙΑ 1 Μαρτίου 1997
Σχόλια (0)