Θύμισες από το παρελθόν...
Η φωτογραφία αυτή πρέπει να έχει παρθεί μια Κυριακή από τις βόλτες μας στο όρος του Αιγάλεω. Δείτε, παιδί ακόμα, με μακρύ μαλλί και φαβορίτες, κασκόλ, και καμπάνα παντελόνι. Δεκαετία του εβδομήντα. Αυτά ήταν στη μόδα τότε, όπως και το στρατιωτικό μπουφάν...
Η βουτιά στο παρελθόν έχει το χάζι της... Λειτουργεί σαν αγχολυτικό μερικές φορές. Και υπάρχουν στιγμές που το έχουμε τόσο ανάγκη... Θυμάμαι με τι όνειρα, με τι ελπίδες, με τι κουράγια και δύναμη έκανα αυτό το ταξίδι από το μικρό επαρχιακό χωριό στο χάος της μεγαλούπολης...
Εκεί ήμουν μια μονάδα, δακτυλοδεικτούμενη, εδώ χαμένος μέσα στην ανωνυμία της πολύβουης Αθήνας... Άσε που υπήρχε πάντα η δυνατότητα να το παλέψω, να γίνω κάποιος και να ξεφύγω από τη μετριότητα και τη μιζέρια... Έτσι νομίζαμε τότε... Και ήμουν μόλις 15 χρονών... Και θαρρούσα πως ήμουν σε θέση να παίρνω αποφάσεις για το μέλλον μου.
Όταν αντιλήφθηκα το λάθος ήταν αδύνατον να κάνω πίσω. Για τα δεδομένα της εποχής, η μόνη επιστροφή που θα δικαιολογούνταν ήταν η επιτυχημένη επιστροφή...
Το πάλεψα όσο μπορούσα... Μέσα σε δύσκολες συνθήκες. Χωρίς καν να γνωρίζω τη γλώσσα. Ξεκίνησα απ' αυτό. Να μάθω ελληνικά. Και σωστά ελληνικά. Όχι γιατί είχα κανένα κόμπλεξ σε σχέση με τη μητρική μου γλώσσα, τα κρητικά, αλλά η ανάγκη επιβίωσης επέβαλε τα... ελληνικά.
Τα πρώτα χρόνια έμεινα στο οικοτροφείο του ΟΑΕΔ στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά. Δύσκολα χρόνια... Ήταν η κοινή συμβίωση με παιδιά από όλη την Ελλάδα που γνώριζα για πρώτη φορά. Δώδεκα άτομα σε ένα θάλαμο, φαγητό, δουλειά, μελέτη. Και η ανάγκη να προσθέσω γνώσεις. Το ένοιωθα ότι τις χρειαζόμουν...
Ο πρώτος χρόνος πήγε στην προσαρμογή, στη γνωριμία με τα παιδιά εκεί. Ακόμα θυμάμαι πολλά από τα ονόματά τους... Δεν θα ξεχάσω μια χειρόγραφη αθλητική εφημερίδα που έβγαλα εκεί, μου τη θύμισε ο Παναγιώτης που βρήκε στο χωριό και έφερε, μερικά αντίγραφά της... Κυκλοφορούσε κάθε εβδομάδα και αναρτούνταν στον πίνακα ανακοινώσεων από όπου και τη διάβαζαν οι ενδιαφερόμενοι.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις βόλτες μου, τις Κυριακές στο όρος του Αιγάλεω (απ' όπου και η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο...) στο Αιγάλεω, στο Παγκράτι, στην Αθήνα... Μικρά οδοιπορικά που καταγράφονταν... Συχνά μου άρεσε να είμαι μόνος και με συντροφιά χαρτί και μολύβι να γράφω. Γράμματα που έστελνα στους γονείς μου, πρωτόλεια κομμάτια, ότι μπορούσε να φανταστεί κανείς... Πολύ προχωρημένα πράγματα για την εποχή.
Ύστερα διαπίστωσα πως δεν αρκούσε μόνο η όρεξη. Χρειάζονταν και κάποια τυπικά εφόδια. Κι έτσι αποφάσισα να γραφτώ στο νυχτερινό γυμνάσιο, να βγάλω την τάξη που είχα χάσει στο Καστέλλι. Το έκανα. Με μεγάλη δυσκολία, αλλά το έκανα... Το πρωί στα ναυπηγεία, το απόγευμα σχολή και το βράδυ γυμνάσιο στο κέντρο της Αθήνας...
Τελειώναμε, θυμάμαι, γύρω στις 10 το βράδυ από το σχολείο στην πλατεία Βάθη και μέχρι να γυρίσω πίσω στο οικοτροφείο, με τη συγκοινωνία της εποχής, πήγαινε 11.30. Γκρίνια και απειλές από τους αρμόδιους που... αργούσα. Έπρεπε να είμαι εκεί από τις 10 που ήταν το σιωπητήριο...
Άφησα πίσω μου τη σχολή, δεν πήρα ποτέ το χαρτί της κι ας “έμαθα” όλες τις ειδικότητες και πήρα το χαρτί από το γυμνάσιο. Αυτό ήθελα, αυτό ήταν η επιλογή μου.
Στο μεταξύ άρχισε να ξεκαθαρίζει μέσα μου τι θέλω να κάνω επαγγελματικά στη ζωή μου και πάλεψα με ξεχωριστή υπομονή και επιμονή. Το πέτυχα, όχι με δυσκολίες, αλλά τα κατάφερα... Μπήκα σε ένα επαγγελματικό χώρο, ξένο σε μένα αλλά αγαπημένο, για να δουλέψω 30 χρόνια και να αρχίσω να βλέπω, αν δεν με προλάβει η συντέλεια του κόσμου με όσα ζούμε γύρω μας, φως στο τούνελ της συνταξιοδότησής μου.
Τα... τσούλησα γρήγορα, γιατί ο χώρος είναι μικρός και τα γεγονότα πολλά, αλλά ώρες – ώρες σκέφτομαι πως ένα βιβλίο με τη ζωή μου θα βοηθούσε πολλά νέα παιδιά να αποφύγουν σκοπέλους. Μπορεί και να το κάνω κάποια στιγμή...
Σχόλια (2)