Για τον καθένα αβάσταχτος καημός ειν’ ο δικός του Θ.Ρ
ΣΤΟ GOODBYE
Όταν φτάνεις στο «goodbye» της ζωής,
φρόντισε να έχεις χαρούμενη όψη.
Είναι το τελευταίο, ίσως και το μόνο,.
που θα αφήσεις σ’ εκείνους
που θα σου κουνήσουν μαντήλι αποχαιρετισμού.
ΣΤΑΣΙΜΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
Τα ληξιαρχικά μου στοιχεία,
η όψη μου, οι δυνάμεις μου
και τα μεσήλικα παιδιά μου,
μαρτυρούν πως έφυγε ο χρόνος.
Μόνο εγώ δεν το μαρτυρώ,
ούτε το αποδέχομαι ,γιατί, χρόνια τώρα,
μένω καρφωμένος σε μια στιγμή.
Σ’ εκείνη τη στιγμή.
σ’ εκείνο το δευτερόλεπτο,
που είναι όλος ο χρόνος μου
και μένει στάσιμος, όπως κι εγώ!.
ΣΑΝ ΜΑΔΗΜΕΝΟ ΤΣΑΜΠΙ
Κάποτε τον έλεγαν σπουδαίο.
Μέσα του το πίστευε κι ο ίδιος
Και κάπου, κάπου. το ’λεγε «εμπιστευτικά»
στο περιβάλλον του, που ήταν ευρύ.
Τώρα νιώθει μόνος και εντελώς άδειος,
σαν μαδημένο τσαμπί, με λίγες σάπιες ρόγες,
περιφρονημένες ακόμα κι από σφήκες και σπουργίτια
Έτσι μόνος, αζήτητος και ξεχασμένος,
περιμένει καρτερικά τον Δεκέμβρη,
να τον σπρώξει, με τον παγωμένο βοριά του,
και αστήριχτος, καθώς είναι, να πέσει στο χώμα.
Να μπερδευτεί μ’ εκείνο, όπως ήταν πριν. γεννηθεί.
ΑΛΛΕ ΜΟΥ ΕΑΥΤΕ
Άλλε μου εαυτέ,
πόσες φορές ξεκίνησα να σε βρω,
αλλά δεν έφτασα ποτέ.
Χρόνια τώρα, μένω μόνος και ίδιος.
Ώρες – ώρες θαρρώ πως δεν υπάρχεις.
Πως ποτέ δεν υπήρξες.
Πως ήμουν πάντα μόνος.
Πως εγώ ήμουν εγώ, εγώ ήμουν κι ο άλλος.
ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΣΚΙΕΣ
Μέρα τη μέρα λιγοστεύουν οι γνωστοί μου
και πληθαίνουν οι σκιές των φευγάτων.
Κι εγώ στη μέση, σκεφτικός κι αναποφάσιστος,
κοιτάζω μια τους ζωντανούς και μια τις σκιές.
Τελικά προχωρώ προς τις σκιές,
Είναι, βλέπεις, περισσότερες και μου μοιάζουν.
Η ΑΛΛΗ ΟΨΗ
Μη σε θαμπώνει αυτός ο κόσμος,
με τα κάθε λογής νομίσματά του,
που αστράφτουν και λαμποκοπάν μπροστά σου.
Πρόσεχε γιατί σου δείχνει μόνο τη μια του όψη.
Την άλλη, τη σκοτεινή, θα σου τη δείξει στο τέλος.
Τότε που θα έχει θολώσει η όρασή σου.
και δεν θα μπορείς να ξεχωρίζεις το φως απ’ το σκοτάδι.
ΜΝΗΜΕΣ
Δεν έλαβα ποτέ γράμμα σου,
κι ας μου είχες πολλές φορές υποσχεθεί
πως θα μου γράφεις ταχτικά.
Μου στέλνεις όμως συνέχεια μνήμες.
Μνήμες πολλές, που με πνίγουν
Μνήμες που με κάνουν να νιώθω παρελθόν.
Αξίζουν όμως, γιατί με βοηθούν
να ξεχνώ το παρόν
και να μη φοβάμαι το μέλλον.
ΑΓΓΕΛΤΗΡΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ
Αλήθεια, ποιος δεν διαβάζει,
κάθε αγγελτήριο θανάτου που βλέπει,
ιδιαίτερα στη γειτονιά του;
Όλοι τα διαβάζουμε.
Και δεν είναι από περιέργεια,.
αλλά για να σιγουρευτούμε
πως εκείνο το αγγελτήριο
δεν είναι του δικού μας θανάτου..
Να παρηγορηθούμε με τη σκέψη
πως το δικό μας δεν θα το διαβάσουμε ποτέ,
αφού ποτέ κανείς δεν είδε και δεν διάβασε
την αγγελία του θανάτου του.
Αλλά και με την κρυφή ελπίδα,
πως μπορεί να μην το διαβάσει κανείς!
ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ
Ήθελα να σου κάνω δώρο ένα σύννεφο.
Μόλις το είδα στον ουρανό,
σε φώναξα να σου το δείξω.
Όμως, όταν ήρθες, εκείνο συγκινήθηκε
και άρχισε να κλαίει με βρόχινα δάκρυα.
Από τα κλάμα στέγνωσε και διαλύθηκε.
Πίσω του άφησε ένα ουράνιο τόξο.
Στάσου μια στιγμή να σου το βάλω για στεφάνι..
Θα σου πηγαίνει πολύ και θα σε κάνει πιο όμορφη,
ΔΕΝ ΚΡΥΦΤΗΚΑ
Κύριε, άκουσα τη φωνή Σου και φοβήθηκα.
Δεν κρύφτηκα όμως, κι ας ήμουν γυμνός.
Έτρεξα κοντά Σου
Γύρεψα φωλιά στο έλεός Σου.
Εσύ κάλυψες τη γύμνια μου,
με τον μακρύ χιτώνα της αγάπης Σου.
Έδιωξες το φόβο μου
και φύτεψες ελπίδα στην καρδιά μου.
ΕΣΥ ΗΣΟΥΝ
Ένιωθα κάτι να με ακολουθεί,
και νόμισα πως ήταν η σκιά μου,
γιατί είχα μπροστά μου τον Ήλιο.
Όταν όμως πρόσεξα τα βήματα,
κατάλαβα πως ήσουν εσύ!
Εσύ που με ακολουθείς σε κάθε μου βήμα
και με προσέχεις να μην πέσω, όπως τότε....
Κι αν δεν είσαι εσύ, αφού έχεις πεθάνει,
είναι η σκέψη μου που σε φέρνει κοντά μου,
να παίρνω φως απ’ τη ματιά σου
και να κρατιέμαι από το χέρι σου,
για να μην πέφτω, όταν γλιστρώ
κι όταν με σπρώχνουν.
Ναι, μάνα, εσύ ήσουν,
Εσύ που είσαι κάθε φορά δίπλα μου
στην ανάγκη, στη λύπη και στη χαρά μου, όπως τότε...
ΓΙΑ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ
Κάθε βράδυ, μόλις γυρίζει σπίτι του,
διαβάζει στον πίνακα με τα κουδούνια
τα ονόματα των ενοίκων.
Όταν φτάνει στο δικό του,
το διαβάζει δυνατά για να το ακούσει.
Θέλει να βεβαιωθεί πως γύρισε.
Πως για μια ακόμα μέρα δεν χάθηκε,
μέσα σ’ αυτό το χάος που το λένε «Κόσμο»
ΟΙ ΘΕΡΜΟΠΥΛΟΜΑΧΟΙ
Μπροστά τους οι Πέρσες.
Πίσω τους : «ή ταν ή επί τας»!
Κι εκείνοι στητοί στις Θερμοπύλες,
έβλεπαν πως χάνουν το «ταν»,
Το μόνο που τους έμενε: το «επί τας»!
Το αποδέχτηκαν, χωρίς σκέψη,
αφού ήταν μοναδική επιλογή τους.
Αργότερα τους έγραψαν μια επιγραφή,
που έλεγε πως έπεσαν «πειθόμενοι...»
και την ταχυδρόμησαν
σαν ανοιχτή επιστολή στην Ιστορία
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΜΟΥ
Ήθελα πολύ να μιλήσω σε κάποιον
Δεν είχα κανέναν κοντά μου.
Κατέφυγα στο τηλέφωνο.
Οι απαντήσεις ίδιες:«Η κλήση σας προωθείται»,
ή «αναμείνατε στο ακουστικό σας...».
Αποφάσισα να γράψω ένα γράμμα,
να καλύψω έτσι την ανάγκη να μιλήσω.
Πήρα μολύβι και χαρτί
Αλλά δεν εύρισκα σε ποιόν να γράψω.
Οι γονείς μου έχουν πεθάνει.
Ο αδελφός μου, λείπει χρόνια στην Αμερική
και όταν κάποτε προσπάθησα να του μιλήσω,
αποτολμώντας ένα τηλεφώνημα,
μου είπε βιαστικά, πώς ήταν «veribizy”
Μια θεία μου στο χωριό δεν ξέρει να διαβάζει.
Οι φίλοι μου, πού είναι αλήθεια;
Τελικά βρήκα τη λύση: έγραψα σ’ εμένα.
Έγραψα ένα γράμμα πολυσέλιδο
Μού είπα τόσα που δεν είχα ακούσει ποτέ.
Τα διάβασα όλα και πολλές φορές,
Ενθουσιάστηκα πολύ και τώρα βιάζομαι.
Θέλω να απαντήσω στο γράμμα
Και τρέχω να το κάνω αμέσως,
Τέτοιες επιστολές δεν πρέπει να μένουν αναπάντητες.
ΟΙ ΑΙΩΝΕΣ
Άλλοι μιλάνε για αιώνες
και άλλοι για αιωνιότητα.
Εκείνος σκέφτεται τον αιώνα που πέρασε
και δεν του ’φερε όσα περίμενε.
Απόθεσε την ελπίδα του στον καινούργιο,
αλλά του φαίνεται μεγάλος, ατέλειωτος...
και η ζωή του; στο σώσμα της..
ΘΑΜΠΟ ΜΕΛΛΟΝ
Μπήκε δειλά στο κατάστημα οπτικών.
Δοκίμασε όλα τα γυαλιά.
Δεν έβλεπε με κανένα.
Έβαλε κοντινά, μακρινά, μυωπίας,
πρεσβυωπίας, αστιγματισμού, τίποτα!
Ανήσυχος και απελπισμένος,
απευθύνθηκε ικετευτικά στον οπτικό:
«Δεν έχετε κάτι που να δείχνει το μέλλον λίγο φωτεινό»;
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΛΙΜΑΝΙ
Κάποτε, στα παιδικά μας χρόνια,
αρματώναμε με το νου μας καράβια.
Φτιάχναμε γερά και μεγάλα σκαριά.
Τα στολίζαμε με δαντέλλες,
από τα παραμύθια της γιαγιάς,
σίγουροι πως θα τα φορτώναμε
με ευτυχισμένα χρόνια,
που θα μαζεύαμε από τη ζωή,
σαν θα μεγαλώναμε.
Τώρα, που μεγαλώσαμε,
περιφέρουμε τα κουφάρια μας,
άδεια και σαπισμένα σκαριά,
αναζητώντας λιμάνι,
να ρίξουμε εκεί, για πάντα,
τις σκουριασμένες άγκυρές μας.
ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΣΕΛΙΔΑ
Φιλοδοξούσαμε και ελπίζαμε.
Είχαμε την ψευδαίσθηση
πως θα γεμίζαμε σελίδες πολλές στην Ιστορία.
Κι όμως δεν συμπληρώσαμε ούτε μία,
αφού τα στοιχεία μας,
στη ληξιαρχική πράξη θανάτου,
θα καλύψουν μόνο ένα μικρό μέρος της,
μαζί με την επίσημη σφραγίδα
και τη δυσανάγνωστη υπογραφή του ληξίαρχου
ΧΩΡΙΣ ΡΟΛΟ
Ξέρει πως δεν έχει πια ρόλο,
αλλά δεν κατεβαίνει από τη σκηνή της ζωής.
Περιμένει την αυλαία του χρόνου,
με την ελπίδα μήπως ακούσει κάποιο,
έστω και δειλό, χειροκρότημα,
για κάτι που έπαιξε κι εκείνος
στο πέρασμά του από τη ζωή.
Έστω και σαν κομπάρσος!