Στο έργο… Ο αδελφός, Κωνσταντίνος… Η φωτογραφία, μας έρχεται από τη Θεσσαλονίκη… Και είναι ενθαρρυντική για όλους μας…
Όπως κι αυτή, της 80χρονης αδελφής μας, Μαρίνας, επίσης από της Θεσσαλονίκη. Στοχαστείτε: Αν εκείνη μπορεί να δίνει μαρτυρίες, εμείς;
ΡΗΝΙΩ
Κάθε φορά που θέλω ν’ ακουμπήσω στο παρελθόν, άλλοτε σπρωγμένος από τη λαχτάρα της νοσταλγίας, άλλοτε για ξαπόσταμα κι άλλοτε χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω το γιατί, δεν δυσκολεύομαι καθόλου να βρω την πρώτη στάση.
Η μνήμη μου, λες και είναι προγραμματισμένη σαν ηλεκτρονικός υπολογιστής, αγκυροβολεί χωρίς δυσκολία στη Ρηνιώ.
Η Ρηνιώ, η κατά τρία χρόνια μικρότερη αδερφή μου, γεννήθηκε το 1941, μέσα στην καρδιά της κατοχής και της φτώχειας, πράγματα που εγώ τα γνώρισα αργότερα, όπως αργότερα έμαθα και για τη μεγάλη χαρά που έφερε στους γονείς μου η γέννησή της, καθώς ήρθε λίγο καιρό ύστερα από το θάνατο μιας άλλης κόρης τους, της Τριανταφυλλιάς, που πέθανε ενώ ο πατέρας μου ήταν επίστρατος στην Αλβανία.
Τα χρόνια περνούσαν και η Ρηνιώ μεγάλωνε. Μεγαλώναμε βέβαια και εγώ και ο μεγα-λύτερος αδερφός μου, αλλά το μεγάλωμα της Ρηνιώς ήταν το γεγονός στην οικογένειά μας και το κέντρο του ενδιαφέροντος για όλους, ακόμα και για τη γειτονιά και για όλο το χωριό.
΄Οσοι την ήξεραν λένε πως ήταν πολύ όμορφη. Εγώ πίστευα πως ήταν το ομορφό-τερο πλάσμα που πέρασε στη Γη. Και σήμερα το πιστεύω ακόμα, έτσι που, άμα τύχει και συναντήσω κάνα παιδάκι που εντυπωσιάζει με την ομορφιά του, λέω μέσα μου: «Πολύ όμορφο παιδάκι, σαν τη Ρηνιώ μας είναι». Πάντα όμως το λέω από μέσα μου.
Οι γονείς μου χαίρονταν για την όμορφη μικρή τους κόρη, αλλά πάντοτε είχαν μέσα τους και έναν ανέκφραστο φόβο. Φόβο για «το κακό το μάτι», για το μάτιασμα, που το θεωρούσαν πιθανό, αφού όποιος τους συναντούσε δεν παρέλειπε να εκφράσει το θαυμασμό του για την ομορφιά της Ρηνιώς
΄Ετσι, κάθε φορά που η μικρή τύχαινε να αδιαθετήσει, έριχναν τα κάρβουνα,[1] για να δουν αν είναι ματιασμένη, κι έτρεχαν στις ξεματιάστρες.
Είχε έρθει η άνοιξη του 1946 με όλες τις χαρές και τις σκοτούρες της. Στο δικό μας σπιτικό όμως η σκοτούρα ήταν μία: είχε αρ-ρωστήσει ξαφνικά η Ρηνιώ και δεν μπορούσαμε να μάθουμε την αιτία. Οι ξεματιάστρες του χωριού μας και των γειτονικών χωριών έβαλαν σε ενέργεια όλη τους την τέχνη, αλλά άδικος κόπος. Η υγεία του κοριτσιού δεν βελτιωνόταν. Ο γιατρός στη Χώρα, άριστος επιστήμονας, που είχε φήμη για τις πετυχημένες διαγνώσεις του, την εξέτασε πολλές φορές στο ιατρείο του και στο σπίτι, αλλά το αποτέλεσμα μηδέν. Η κατάσταση χειροτέρευε και η Ρηνιώ, εκτός από τον ψηλό πυρετό, είχε και σπασμούς. Στην αρχή ελαφρούς, αργότερα όμως πιο έντονους.
΄Ενα μεσημέρι έπαιζα στο χαγιάτι του σπιτιού μας, δεν ξέρω με τι, μπορεί και με τα δάχτυλά μου, αφού τα παιχνίδια ήταν πράγ-ματα άγνωστα για μας. Ξαφνικά άκουσα φωνές απελπισίας. Η νόνα μου η Τριανταφυλλιά φώναζε ζητώντας βοήθεια, γιατί η Ρηνιώ είχε πάλι σπασμούς, αλλά τούτη τη φορά πολύ έντο-νους. Φώναξα κι εγώ μαζί της και αμέσως έφτασε η μάνα μου, με την αγωνία ζωγρα-φισμένη στο πρόσωπό της. ΄Ηταν στον κήπο και φύτευε όταν άκουσε τις φωνές μας, και σε δευτερόλεπτα, κυνηγημένη απ’ το φόβο, είχε μπει στο σπίτι. Η νόνα μου συνέχιζε να φωνάζει. Μπήκα κι εγώ μέσα και είδα τη Ρηνιώ ξαπλωμένη στο κρεβάτι αναίσθητη. Οι δύο γυναίκες δεν ήξεραν τι να κάμουν. Της έριχναν νερό, την έτριβαν, τη σκαμπίλιζαν, αλλά το αποτέλεσμα μηδέν.
Σε εμένα δεν έλεγαν τίποτα. Μου τα μαρτυρούσαν όμως όλα τα πρόσωπά τους, τα βουρκωμένα μάτια τους και τα βλέμματά τους, που γύρευαν κάτι να ακουμπήσουν, από κάπου να πιαστούν. Ίσως ακόμα κι από ‘μένα, το οχτάχρονο φοβισμένο αγόρι. Το κατάλαβα και ξαναβγήκα στο χαγιάτι φωνάζοντας.
Κάποια ελπίδα φτέρωσε στην καρδιά μου, καθώς είδα τη νόνα Πετρού, θεία της μάνας μου, που έμενε στην ίδια γειτονιά, να τρέχει κρατώντας στα χέρια της μια βούρτσα και ένα μπουκάλι ξίδι.
Μπήκε στο σπίτι σα σίφουνας και, πιο ψύχραιμη από τις άλλες, άρχισε να τρίβει με τη βούρτσα τα χέρια της μικρής και είπε στη μάνα μου να την βρέχει με ξίδι.
Οι προσπάθειες μεγάλωναν, το ίδιο και η αγωνία που δεν έφυγε ούτε και όταν σε λίγα λεπτά έφτασε και η θεία η Κωσταντίνα, αδερφή του πατέρα μου, και άλλες γειτόνισσες και γείτονες που είχαν ακούσει τις φωνές μας. ΄Ολοι ήθελαν πολύ να βοηθήσουν, αλλά κανείς δεν μπορούσε. Κι εγώ μπαινόβγαινα, από το σπίτι στο χαγιάτι, με τα μάτια και τα αυτιά μου έτοιμα και λαχταρισμένα να αρπάξουν κάποιο σημάδι παρηγοριάς, που όμως δεν φαινόταν.
Ξαφνικά, καθώς ήμουν στο χαγιάτι και φώναζα, βλέπω τον πατέρα μου να κατηφορίζει τρέχοντας κατά το ποτάμι από την Πέρα Μεριά. Είχε πάει στο γιατρό να ρωτήσει για τη Ρηνιώ και γύριζε. Μόλις τον είδα, άρμεξα από τα σωθικά μου όση φωνή είχα και την άφησα να χυθεί κατά το μέρος του, σπρωγμένη από το φόβο και την αγωνία μου. Θυμάμαι ακόμα εκείνες τις φράσεις της παιδικής μου οδύνης:
«Έλα γρήγορα, καλέ πατέρα! Η Ρηνιώ μας πέθανε».
Κι εκείνος μ’ άκουσε και το ‘κανε. Ήρθε όχι γρήγορα, αλλά σαν αστραπή. Δεν θυμάμαι να ’χω δει μεγαλύτερη ταχύτητα στη ζωή μου.
΄Οταν καμιά φορά ακούω στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση ή διαβάζω να περιγρά-φουν δρομείς και να τους λένε σίφουνες, ανέμους, ζαρκάδια και άλλα παρόμοια, η μνήμη μου τρέχει σ’ εκείνη τη σκηνή. Και τότε, όλους αυτούς τους σίφουνες και τα ζαρκάδια, τους βλέπω πίσω, πολύ πίσω και τον πατέρα μου μπροστά: να πηδά τις μάντρες του κήπου και να φτάνει στο χαγιάτι μ’ ένα μπουκάλι οινόπνευμα στο χέρι του, μοναδικό όπλο ν’ αντιμετωπίσει το θάνατο, που του είχα αναγγείλει με τις κραυγές μου.
Μπήκε αμέσως μέσα, αφήνοντας σε μένα το θλιμμένο βλέμμα του αλλά και την ελπίδα ότι όλα θα πάνε καλά.
Ναι, δεν αμφέβαλλα πια πως η Ρηνιώ μας θα σηκωθεί. Ο ερχομός και η παρουσία του πατέρα με διαβεβαίωναν γι’ αυτό. Και σε λίγο η ελπίδα μου επαληθεύτηκε. Η Ρηνιώ συνήλθε και οι γείτονες άρχισαν σιγά-σιγά να φεύγουν, ανακουφισμένοι αλλά και ανήσυχοι. Μπήκα κι εγώ στο δωμάτιο και, παραμε-ρίζοντας τους άλλους, φώλιασα στην αγκαλιά του πατέρα μου, που μου χάιδεψε τα μαλλιά, χωρίς να διώξει το βλέμμα του από το κρεβάτι της Ρηνιώς.
«Τι είπε ο γιατρός;» ρώτησε δισταχτικά η νόνα μου η Τριανταφυλλιά.
«Τα ίδια», τις είπε εκείνος με φωνή σβη- σμένη και στεγνή από την απελπισία.
«Εγώ σας το λέου πάλι: το κορίτσι έναι ματιασμένο», παρεμβαίνει η νόνα Πετρού και αμέσως συμφωνεί μαζί της η θεία Κωσταντίνα αλλά και οι άλλες γυναίκες που ήσαν εκεί.
Ο πατέρας δεν μιλούσε. ΄Ολα τα δεχόταν και όλα τα έκανε, φτάνει να του έδιναν κάποια ελπίδα, ακόμα και κάποια ιδέα ελπίδας για τη Ρηνιώ.
Μια μέρα, ύστερα από άλλη μια κρίση της Ρηνιώς, τον θυμάμαι που καθόταν στο παραγώνι. Έπινε κρασί και κάπνιζε. Ήταν πολύ στενοχωρημένος κι εγώ τον καταλάβαινα, ας πάσχιζε να κρύψει τη στενοχώρια του. Ήθελα να τον παρηγορήσω και του είπα πως είχα κάμει τάμα στην Παναγιά, άμα γίνει καλά η αδερφή μου, να της πάω τη Ρούσα, μια μικρή κατσικάδα που μου είχαν χαρίσει. Με κοίταξε βουρκωμένος. Ήξερε πόσο αγάπαγα την κατσικάδα και στο άκουσμα πως την έταξα στην Παναγιά για την αδερφή μου, δεν μπόρεσε να κρύψει τη συγκίνησή του.
Παράλληλα, σαν να ήθελε να απολογηθεί σε μένα, μου είπε:
«Κι εγώ έταξα το Σκουλίδι».
Ο Σκουλίδης ήταν ένα βόδι που είχαμε για να οργώνουμε τα χωράφια και, παρά την ηλικία μου, ήξερα πόσο ανάγκη το είχε ο πατέρας.
Γι’ αυτό, μόλις άκουσα πως τον έταξε στην Παναγιά, τον κοίταξα με θαυμασμό. Δεν πρόλαβα όμως να του πω τίποτα κι εκείνος συνέχισε
«Και το Ξάμπελο το ‘ταξα».
Το Ξάμπελο ήταν το καλύτερο χτήμα μας και από τα καλύτερα του χωριού. Κληρονομιά του παππού μου, που είχε πεθάνει δύο χρόνια πριν.
Δεν είχε προλάβει να τελειώσει τη φράση του ο πατέρας μου και έτρεξα στην αυλή να παίξω, σίγουρος για το αποτέλεσμα.
Μέσα στο παιδικό μυαλό μου είχαν στριμωχτεί τα τάματα: η Ρούσα, ο Σκουλίδης, το Ξάμπελο, εκτός από εκείνα που θα είχαν κάνει σίγουρα η μάνα μου και άλλοι συγγενείς.
Καθώς τα λογάριαζα έβγανα εύκολα το αποτέλεσμα και φανταζόμουνα μια μέρα εμένα, με την αγαπημένη μου κατσικάδα, τον πατέρα τραβώντας το Σκουλίδι και τη μάνα μου, κρατώντας από το χέρι τη Ρηνιώ, να πηγαίνουμε στην Παναγιά τα τάματά μας για την υγεία της. Δεν χώραγε στο μυαλό μου άλλη σκέψη.
΄Ομως σε λίγες μέρες η Ρηνιώ πέθανε. Τα τάματά μας δεν μπόρεσαν να διώξουν τη συμφορά κι εγώ, στα οχτώ μου χρόνια, γνώριζα τι σημαίνει θάνατος, αν και όχι σε όλη του την έκταση.
Αυτό το συνειδητοποιούσα σιγά-σιγά, καθώς περνούσαν τα χρόνια.
Η ημέρα του θανάτου της αδελφής μου με συγκλόνισε, αλλά στη μνήμη μου παραμένει εντονότερα η σκηνή που, από το χαγιάτι, έβλε-πα τον πατέρα μου να τρέχει προς το σπίτι με το μπουκάλι το οινόπνευμα στο χέρι. ΄Ηταν κάτι που δεν θα το ξεχάσω ποτέ, όπως ποτέ δεν θα ξεχάσω και τη Ρηνιώ μας, που είναι για μένα η προσωποποίηση της ομορφιάς. Και μέσα μου, στο υποσυνείδητό μου, ελπίζω και καρτερώ, πως κάποτε κάποιος θα τρέξει στο κρεβάτι της. Δεν ξέρω αν με οινόπνευμα ή με κάτι άλλο, θα τρέξει όμως κοντά της και θα την φέρει πίσω: όμορφη, γελαστή και χαρούμενη όπως ήταν τότε πριν αρρωστήσει.