Αυτό είναι το ΞΥΠΝΑ που μοιράζεται αυτό τον μήνα, Ιούνιο 2017. Αφιερωμένο στην Αγία Γραφή, αξίζει να το αναζητήσετε και να το διαβάσετε. Αν δεν έχετε εύκαιρο το τυπωμένο, αναζητήστε το ΕΔΩ και διαβάστε το διαδικτυακά… Όταν ο Μωυσής, ένας προφήτης του Θεού, άρχισε να γράφει την Αγία Γραφή πριν από 3.500 και πλέον χρόνια, μόνο ένα μικρό έθνος μπορούσε να τη διαβάσει. (Δευτερονόμιο 7:7) Αυτό συνέβαινε επειδή οι Γραφές ήταν διαθέσιμες μόνο στη γλώσσα εκείνου του έθνους, την πρωτότυπη εβραϊκή. Εντούτοις, αυτό θα άλλαζε αργότερα.
Η ΔΙΑΔΟΣΗ του αγγέλματος της Αγίας Γραφής και η θετική επίδραση που άσκησε ανά τους αιώνες οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην πρώτη της μετάφραση —τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα. Γιατί έγινε αυτή; Και μπορεί ορθά να λεχθεί ότι επρόκειτο για μια Αγία Γραφή που άλλαξε τον κόσμο;
Θεόπνευστη Μετάφραση; Έπειτα από την εξορία τους στη Βαβυλώνα στη διάρκεια του έβδομου και του έκτου αιώνα Π.Κ.Χ., πολλοί Ιουδαίοι παρέμειναν έξω από τη γη του αρχαίου Ισραήλ και του Ιούδα. Για τους Ιουδαίους που γεννήθηκαν στην εξορία, η εβραϊκή έγινε δεύτερη γλώσσα. Τον τρίτο αιώνα Π.Κ.Χ., υπήρχε ήδη μια Ιουδαϊκή κοινότητα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου—ένα μεγάλο πολιτιστικό κέντρο της Ελληνικής Αυτοκρατορίας. Εκείνοι οι Ιουδαίοι διέκριναν την ανάγκη που υπήρχε να μεταφραστούν οι Ιερές Γραφές στην ελληνική, η οποία ήταν τότε η μητρική τους γλώσσα.
Μέχρι εκείνον τον καιρό, το θεόπνευστο άγγελμα της Αγίας Γραφής είχε καταγραφεί στην εβραϊκή, ενώ κάποια μικρά τμήματά της είχαν γραφτεί στην παρεμφερή αραμαϊκή. Μήπως η απόδοση του Λόγου του Θεού σε μια διαφορετική γλώσσα θα εξασθένιζε τη δυναμική επιρροή που ασκούσε η θεοπνευστία, ίσως μάλιστα οδηγώντας σε παρερμηνείες; Θα μπορούσαν οι Ιουδαίοι, στους οποίους ήταν εμπιστευμένος ο θεόπνευστος Λόγος, να επιτρέψουν μια ενδεχόμενη διαστρέβλωση εκείνου του αγγέλματος μέσω μετάφρασης;—Ψαλμός 147:19, 20· Ρωμαίους 3:1, 2.
Αυτά τα λεπτά ζητήματα δημιουργούσαν φόβους. Ωστόσο, η ανησυχία ότι οι Ιουδαίοι δεν θα καταλάβαιναν πλέον το Λόγο του Θεού τελικά εκτόπισε όλες τις άλλες σκέψεις. Αποφασίστηκε να γίνει μια ελληνική μετάφραση της Τορά—των πρώτων πέντε βιβλίων της Αγίας Γραφής, τα οποία έγραψε ο Μωυσής. Η αληθινή ιστορία της μετάφρασης χάνεται μέσα στους θρύλους. Σύμφωνα με την Επιστολή του Αριστέα, ο ηγεμόνας της Αιγύπτου Πτολεμαίος Β΄ (285-246 Π.Κ.Χ.) ήθελε ένα αντίγραφο της Πεντατεύχου (δηλαδή της Τορά) μεταφρασμένο στην ελληνική για τη βασιλική του βιβλιοθήκη. Ανέθεσε αυτό το έργο σε 72 Ιουδαίους λογίους, οι οποίοι ήρθαν στην Αίγυπτο από το Ισραήλ και ολοκλήρωσαν τη μετάφραση μέσα σε 72 ημέρες. Αυτή η μετάφραση διαβάστηκε κατόπιν στα μέλη της Ιουδαϊκής κοινότητας, τα οποία είπαν πως ήταν υπέροχη και ακριβής. Αργότερα, η ιστορία αυτή διανθίστηκε με τον ισχυρισμό πως μολονότι ο κάθε μεταφραστής βρισκόταν σε χωριστό δωμάτιο, οι μεταφράσεις τους συνέπιπταν, γράμμα προς γράμμα. Λόγω της παράδοσης για τους 72 μεταφραστές, αυτή η ελληνική μετάφραση της Αγίας Γραφής έγινε γνωστή ως Μετάφραση των Εβδομήκοντα.
Οι περισσότεροι από τους σύγχρονους λογίους συμφωνούν ότι η Επιστολή του Αριστέα είναι ψευδεπίγραφο σύγγραμμα. Πιστεύουν επίσης ότι το έναυσμα για τη μετάφραση δόθηκε, όχι από τον Πτολεμαίο Β΄, αλλά από τους ηγέτες της Ιουδαϊκής κοινότητας της Αλεξάνδρειας. Τα συγγράμματα όμως του Ιουδαίου φιλοσόφου της Αλεξάνδρειας Φίλωνα και του Ιουδαίου ιστορικού Ιώσηπου, καθώς και το Ταλμούδ, αποκαλύπτουν τη γενική πεποίθηση που επικρατούσε ανάμεσα στους Ιουδαίους του πρώτου αιώνα ότι η Μετάφραση των Εβδομήκοντα ήταν τόσο θεόπνευστη όσο ήταν και οι πρωτότυπες Γραφές. Τέτοιες παραδόσεις ήταν αναμφίβολα αποτέλεσμα της προσπάθειας που καταβαλλόταν για να γίνει η Μετάφραση των Εβδομήκοντα αποδεκτή από την Ιουδαϊκή κοινότητα παγκόσμια.
Αν και η αρχική μετάφραση περιλάμβανε μόνο τα πέντε βιβλία του Μωυσή, η ονομασία Μετάφραση των Εβδομήκοντα έφτασε στο σημείο να αναφέρεται σε ολόκληρες τις Εβραϊκές Γραφές που μεταφράστηκαν στην ελληνική. Τα υπόλοιπα βιβλία μεταφράστηκαν μέσα στα επόμενα εκατό χρόνια περίπου. Αντί να είναι μια συντονισμένη προσπάθεια, η πραγματοποίηση ολόκληρης της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα ήταν ένα αποσπασματικό επίτευγμα. Οι μεταφραστές διέφεραν ως προς τις ικανότητες και τη γνώση της εβραϊκής. Τα περισσότερα βιβλία είχαν μεταφραστεί κατά λέξη, μερικές φορές σε υπερβολικό βαθμό, ενώ άλλες μεταφράσεις ήταν αρκετά ελεύθερες. Μερικά υπάρχουν τόσο σε μακροσκελή όσο και σε συντομευμένη μορφή. Ως το τέλος του δεύτερου αιώνα Π.Κ.Χ., όλα τα βιβλία των Εβραϊκών Γραφών μπορούσαν να διαβαστούν στην ελληνική. Παρά την ασυνέπεια που προέκυψε, η επίδραση την οποία άσκησε η μετάφραση των Εβραϊκών Γραφών στην ελληνική ξεπέρασε κατά πολύ τις προσδοκίες των μεταφραστών.
Ο Ιάφεθ στις Σκηνές του Σημ; Αναφερόμενο στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα, το Ταλμούδ παραθέτει το εδάφιο Γένεση 9:27: “Ας κατοικεί ο Ιάφεθ στις σκηνές του Σημ”. (Μεγκιλά 9β, Βαβυλωνιακό Ταλμούδ) Το Ταλμούδ υπονοεί συμβολικά ότι, μέσω της ομορφιάς της ελληνικής γλώσσας της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα, ο Ιάφεθ (ο πατέρας του Ιαυάν, από τον οποίο κατάγονταν οι Έλληνες) κατοίκησε στις σκηνές του Σημ (του προπάτορα του έθνους Ισραήλ). Εντούτοις, μπορούσε επίσης να λεχθεί ότι, μέσω της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα, ο Σημ κατοίκησε στις σκηνές του Ιάφεθ. Πώς συνέβη αυτό;
Έπειτα από τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, στο τελευταίο μέρος του τέταρτου αιώνα Π.Κ.Χ. καταβλήθηκε τεράστια προσπάθεια για την εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού σε όλες τις κατακτημένες χώρες. Αυτή η τακτική ονομάστηκε εξελληνισμός. Οι Ιουδαίοι ένιωθαν ότι υφίσταντο συνεχή πολιτιστική επίθεση. Αν επικρατούσε ο ελληνικός πολιτισμός και η ελληνική φιλοσοφία, η ίδια η θρησκεία των Ιουδαίων μπορούσε να υπονομευτεί. Τι θα μπορούσε να ανακόψει την ορμή αυτής της επίθεσης;
Αναφερόμενος σε ένα πιθανό κίνητρο που έκανε τους Ιουδαίους να ετοιμάσουν τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα, ο Εβραίος Βιβλικός μεταφραστής Μαξ Μαργκόλις σχολιάζει: «Αν αποδώσουμε την ευθύνη για το έργο εξ ολοκλήρου στην Ιουδαϊκή κοινότητα, θα πρέπει να περιλαμβανόταν και ένα άλλο κίνητρο, δηλαδή, το να γίνει ο Ιουδαϊκός Νόμος προσιτός στον πληθυσμό των Εθνικών και να πειστεί ο κόσμος ότι οι Ιουδαίοι κατείχαν έναν πολιτισμό ο οποίος συναγωνιζόταν τη σοφία της Ελλάδας». Έτσι, το να κατασταθούν οι Εβραϊκές Γραφές διαθέσιμες στον ελληνόφωνο κόσμο μπορεί να ήταν μια μορφή αυτοάμυνας και αντεπίθεσης συγχρόνως.
Η τακτική του εξελληνισμού που ακολούθησε ο Αλέξανδρος είχε καταστήσει την ελληνική γλώσσα διεθνή. Ακόμη και όταν το βασίλειό του καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους, η κοινή ελληνική παρέμεινε η γλώσσα του εμπορίου και της επικοινωνίας ανάμεσα στα έθνη. Είτε αυτό ήταν αποτέλεσμα σκόπιμης προσπάθειας είτε αποτελούσε φυσική εξέλιξη, η Μετάφραση των Εβδομήκοντα των Εβραϊκών Γραφών βρήκε γρήγορα μια θέση στα σπίτια και στις καρδιές πολλών μη Ιουδαίων οι οποίοι δεν γνώριζαν προηγουμένως τον Θεό και το Νόμο των Ιουδαίων. Τα αποτελέσματα ήταν εκπληκτικά.
Προσήλυτοι και Θεοφοβούμενοι Τον πρώτο αιώνα Κ.Χ., ο Φίλων μπορούσε να γράψει ότι η «ομορφιά και η αξιοπρέπεια της νομοθεσίας του Μωυσή τιμώνται, όχι μόνο από τους Ιουδαίους, αλλά και από όλα τα άλλα έθνη». Σχετικά με τους Ιουδαίους που ζούσαν εκτός της Παλαιστίνης τον πρώτο αιώνα, ο Εβραίος ιστορικός Ιωσήφ Κλάουσνερ λέει: «Είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι όλα αυτά τα εκατομμύρια των Ιουδαίων είχαν συγκεντρωθεί ως αποτέλεσμα της μετανάστευσης από τη μικρή Παλαιστίνη και μόνο. Καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι αυτή η μεγάλη αύξηση προήλθε επίσης από την αθρόα εισροή αντρών και γυναικών προσηλύτων».
Εντούτοις, αυτά τα εντυπωσιακά σημεία δεν καλύπτουν όλες τις πτυχές του ζητήματος. Ο συγγραφέας Σέι Τζ. Ντ. Κοέν, καθηγητής της Ιουδαϊκής ιστορίας, δηλώνει: «Πολλοί εθνικοί, τόσο άντρες όσο και γυναίκες, μεταστράφηκαν στον Ιουδαϊσμό στη διάρκεια των τελευταίων αιώνων Π.Κ.Χ. και των πρώτων δύο αιώνων Κ.Χ. Ακόμη πιο πολυάριθμοι, ωστόσο, ήταν εκείνοι οι εθνικοί που δέχτηκαν ορισμένες πλευρές του Ιουδαϊσμού αλλά δεν μεταστράφηκαν σε αυτόν». Τόσο ο Κλάουσνερ όσο και ο Κοέν αποκαλούν αυτά τα άτομα που δεν μεταστράφηκαν “θεοφοβούμενους”, μια έκφραση που εμφανίζεται συχνά στην ελληνική λογοτεχνία εκείνης της περιόδου.
Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σε έναν προσήλυτο και σε έναν θεοφοβούμενο; Οι προσήλυτοι είχαν μεταστραφεί πλήρως και θεωρούνταν Ιουδαίοι από κάθε άποψη επειδή δέχονταν τον Θεό του Ισραήλ (απορρίπτοντας όλους τους άλλους θεούς), περιτέμνονταν και προσκολλούνταν στο έθνος του Ισραήλ. Σε αντίθεση, ο Κοέν λέει σχετικά με τους θεοφοβούμενους: «Μολονότι αυτοί οι εθνικοί τηρούσαν αρκετές από τις Ιουδαϊκές συνήθειες και έδειχναν ευλάβεια με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο στον Θεό των Ιουδαίων, δεν θεωρούσαν τον εαυτό τους Ιουδαίο ούτε θεωρούνταν από τους άλλους Ιουδαίοι». Ο Κλάουσνερ τους περιγράφει ως άτομα «που βρίσκονταν σε μια ενδιάμεση κατάσταση», διότι δέχονταν τον Ιουδαϊσμό και «τηρούσαν ένα μέρος από τα έθιμά του, αλλά . . . δεν έγιναν Ιουδαίοι με την πλήρη έννοια».
Μερικοί ίσως άρχισαν να ενδιαφέρονται για τον Θεό με αφορμή συζητήσεις που διεξήγαν με Ιουδαίους οι οποίοι ενασχολούνταν σε ιεραποστολικό έργο ή επειδή παρατηρούσαν πόσο διαφορετικοί ήταν αυτοί στη διαγωγή, στα έθιμα και στη συμπεριφορά. Εντούτοις, η Μετάφραση των Εβδομήκοντα ήταν το κύριο μέσο που βοήθησε αυτούς τους θεοφοβούμενους να μάθουν για τον Ιεχωβά Θεό. Ενώ δεν υπάρχει τρόπος να γνωρίζουμε τον ακριβή αριθμό των θεοφοβούμενων του πρώτου αιώνα, η Μετάφραση των Εβδομήκοντα διέδωσε αναμφίβολα ένα μέρος της γνώσης σχετικά με τον Θεό στα πέρατα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Μέσω της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα, τέθηκε επίσης ένα σπουδαίο θεμέλιο.
Η Μετάφραση των Εβδομήκοντα Προλείανε την Οδό Η Μετάφραση των Εβδομήκοντα έπαιξε εξέχοντα ρόλο στη διάδοση του αγγέλματος της Χριστιανοσύνης. Πολλοί ελληνόφωνοι Ιουδαίοι περιλαμβάνονταν σε εκείνους που ήταν παρόντες κατά την ίδρυση της Χριστιανικής εκκλησίας την Πεντηκοστή του 33 Κ.Χ. Επίσης, περιλαμβάνονταν και προσήλυτοι σε εκείνους που έγιναν μαθητές του Χριστού σε αυτό το αρχικό στάδιο. (Πράξεις 2:5-11· 6:1-6· 8:26-38) Εφόσον τα θεόπνευστα συγγράμματα των αποστόλων του Ιησού και άλλων μαθητών του πρώτου αιώνα απευθύνονταν σε ένα όσο το δυνατόν ευρύτερο κοινό, καταγράφτηκαν στην ελληνική. Γι’ αυτό, πολλές παραθέσεις από τις Εβραϊκές Γραφές οι οποίες εμφανίζονται στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές βασίστηκαν στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα.
Και άλλοι εκτός από τους φυσικούς Ιουδαίους και τους προσήλυτους ήταν έτοιμοι να δεχτούν το άγγελμα της Βασιλείας. Ο Εθνικός Κορνήλιος ήταν «ευλαβής και φοβόταν τον Θεό μαζί με όλο το σπιτικό του, και έκανε πολλά δώρα ελέους στο λαό και ανέπεμπε συνεχώς δεήσεις στον Θεό». Το 36 Κ.Χ., ο Κορνήλιος, η οικογένειά του και άλλοι οι οποίοι είχαν συγκεντρωθεί στο σπίτι του ήταν οι πρώτοι Εθνικοί που βαφτίστηκαν ως ακόλουθοι του Χριστού. (Πράξεις 10:1, 2, 24, 44-48· παράβαλε Λουκάς 7:2-10.) Όταν ο απόστολος Παύλος ταξίδεψε σε όλη τη Μικρά Ασία και την Ελλάδα, κήρυξε σε πολλούς Εθνικούς οι οποίοι ήταν ήδη άτομα που φοβούνταν τον Θεό καθώς και σε «Έλληνες που λάτρευαν τον Θεό». (Πράξεις 13:16, 26· 17:4) Γιατί ήταν έτοιμοι να δεχτούν τα καλά νέα ο Κορνήλιος και εκείνοι οι άλλοι Εθνικοί; Η Μετάφραση των Εβδομήκοντα είχε προλειάνει την οδό. Κάποιος λόγιος εκτιμά ότι η Μετάφραση των Εβδομήκοντα «είναι ένα βιβλίο τέτοιας καθοριστικής σημασίας ώστε χωρίς αυτό τόσο ο Χριστιανικός κόσμος όσο και ο δυτικός πολιτισμός θα ήταν κάτι το αδιανόητο».
Η Μετάφραση των Εβδομήκοντα Παύει να Θεωρείται «Θεόπνευστη» Η εκτεταμένη χρήση της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα τελικά προκάλεσε αντιδράσεις ανάμεσα στους Ιουδαίους. Στις συζητήσεις με Χριστιανούς, λόγου χάρη, οι Ιουδαίοι ισχυρίζονταν ότι η Μετάφραση των Εβδομήκοντα ήταν ελλιπής μετάφραση. Το δεύτερο αιώνα Κ.Χ., η Ιουδαϊκή κοινότητα είχε ήδη στρέψει πλήρως τα νώτα στη μετάφραση την οποία κάποτε εγκωμίαζε ως θεόπνευστη. Οι ραβίνοι απέρριψαν το θρύλο των 72 μεταφραστών, λέγοντας: «Κάποτε, πέντε πρεσβύτεροι έγραψαν την Τορά για τον Βασιλιά Πτολεμαίο στην ελληνική, και εκείνη η ημέρα ήταν τόσο δυσοίωνη για τον Ισραήλ όσο και η ημέρα κατά την οποία έγινε το χρυσό μοσχάρι, εφόσον η Τορά δεν ήταν δυνατόν να μεταφραστεί με ακρίβεια». Για να επιτύχουν μεγαλύτερη συμφωνία με τις ραβινικές απόψεις, οι ραβίνοι ενέκριναν μια καινούρια μετάφραση στην ελληνική. Αυτή ολοκληρώθηκε το δεύτερο αιώνα Κ.Χ. από κάποιον Ιουδαίο προσήλυτο ονόματι Ακύλα, ένα μαθητή του ραβίνου Ακίμπα.
Η Μετάφραση των Εβδομήκοντα έπαψε να χρησιμοποιείται από τους Ιουδαίους, αλλά έγινε η πρότυπη «Παλαιά Διαθήκη» της νεοεμφανιζόμενης Καθολικής Εκκλησίας μέχρις ότου αντικαταστάθηκε από τη λατινική Βουλγάτα του Ιερώνυμου. Μολονότι μια μετάφραση δεν μπορεί ποτέ να πάρει τη θέση του πρωτότυπου, η Μετάφραση των Εβδομήκοντα έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διάδοση της γνώσης σχετικά με τον Ιεχωβά Θεό και τη Βασιλεία του μέσω του Ιησού Χριστού. Πραγματικά, η Μετάφραση των Εβδομήκοντα είναι μια Βιβλική μετάφραση που άλλαξε τον κόσμο.
[Υποσημειώσεις] Το Ευαγγέλιο του Ματθαίου μπορεί να γράφτηκε αρχικά στην εβραϊκή, και κατόπιν ακολούθησε η έκδοση στην ελληνική.
- Αναδημοσίευση από τη ΣΚΟΠΙΑ 15/9/1998