"Ποιο μπορεί να είναι το όνομά μου;" ρώτησε η γυναίκα και το αγόρι με το φεγγαρένιο πρόσωπο και τα μικρά σκιστά βλέφαρα, κοιτάζοντάς την καταμεσής στα μάτια χαμογέλασε αινιγματικά. "Ποιο μπορεί να είναι το όνομά μου, Γιάννη" ξαναρώτησε η γυναίκα κρατώντας μέσα στα χέρια της τα δικά του.
Το παιδί δεν αποκρίθηκε. Κόλλησε τη μύτη του στο φινιστρίνι και θαύμαζε τη θαλασσογραμμή που άφηνε πίσω του το πλοίο.
"Γιάννη σ' αρέσει η θάλασσα;" το ρώτησε χαμηλόφωνα. "Ναι" της έδωσε να καταλάβει με την κίνηση του κεφαλιού του.
"Έχεις δει ποτέ Γοργόνα να χτενίζεται κάτω απ' το ασήμι του φεγγαριού;"
Ο Γιάννης έδειξε ένα σημείο αόριστα κάπου μακριά στο πέλαγος σαν να ήθελε να πει "να εκεί" και η γυναίκα συμφώνησε πως, ναι εκεί, εκεί είναι.
Το παιδί έδειχνε γοητευμένο, θαρρείς και παρακολουθούσε την εξέλιξη ενός θαύματος που εκείνη δεν μπορούσε να δει αλλά δεν αμφισβητούσε, γιατί πίστευε στην αθωότητα. Αν και δεν έβλεπε τη Γοργόνα, μάθαινε όμως απ' την αρχή τον ήχο και το χρώμα της φαντασίας παρατηρώντας τα κύματα, το μακρινό ορίζοντα και το φεγγάρι, δίπλα σ' ένα τόσο διαφορετικό αγόρι. "Ειδικές ανάγκες ή ειδικά ψυχικά χαρίσματα" αναρωτήθηκε μέσα της.
Κοίταξε άλλη μια φορά το σημείο που της είχε νωρίτερα δείξει. Τα μάτια της θόλωσαν, επέστρεφε στη δική της παιδική ηλικία και συγκινήθηκε. Σε λίγο, λαμπερά και μεγάλα κρέμονταν στα ματοτσίνορα τα δάκρυα. Χαμογελούσε όμως, χαμογελούσε πολύ.
Ο Γιάννης την κοιτούσε μ' ευγνωμοσύνη και θαυμασμό. Ύστερα την άγγιξε τρυφερά στο κεφάλι χαϊδεύοντας τα μαλλιά της και γελούσε, γελούσε, γελούσε ευτυχισμένος απ' την καρδιά του.
"Πατρίδα της χαράς είναι η καρδιά μας" του ψιθύρισε.
"Ναι" είπε το παιδί δίχως να προσθέσει τίποτα. "Ξέρεις τι είναι πατρίδα;" το ρώτησε.
"Ναι η Ελλάδα" απάντησε κι ύστερα από λίγο "και η καρδιά" συμπλήρωσε, δείχνοντας αριστερά στο στήθος του.
Ένα άστρο έγραψε μια μεγάλη τροχιά στον ουρανό και μετά καταποντίστηκε στα βάθη της θάλασσας πέρα μακριά. Τώρα πια, αγκαλιασμένοι παρατηρούσαν όσα συνέβαιναν έξω από το φινιστρίνι στη μαγεία της νύχτας, αγκαλιασμένοι σφιχτά σαν να γνωρίζονταν από χρόνια.
"Εκεί μακριά υπάρχει η μυστική νερένια πολιτεία. Εκεί συμβαίνουν μόνο θαύματα και όλα είναι αλλιώτικα. Εκεί γεννιέται κάθε μέρα μια αχτίδα φως για την αγάπη" έλεγε η γυναίκα.
Αλλοπαρμένος ο Γιάννης κοίταξε ίσαμε πέρα μακριά εκεί που σε λίγο θα ξημέρωναν τα θαύματα. "Τώρα πες μου" την παρακάλεσε.
Πέρασε απ' το νου της το βουητό του κόσμου που έπνιγε τις αδύναμες φωνές και σιωπούσαν κι ύστερα, σαν να είχε φτάσει η δική της στιγμή ετοιμάστηκε, όπως ο πολεμιστής για τη μάχη. Δεν ήξερε τίποτα, ούτε είχε ακούσει ποτέ ιστορίες για τη νερένια πολιτεία. Τούτη η πόλη γεννήθηκε εκείνη τη στιγμή στη φαντασία της κι έπρεπε τώρα να τη χτίσει νερό - νερό, σταγόνα - σταγόνα, δάκρυ - δάκρυ αν ήταν απαραίτητο. Άκουσε προσεκτικά τις μυστικές φωνές μέσα της κι ακόμη πιο καθαρό τον ήχο της αθωότητας στην καρδιά του παιδιού. Ύστερα, αποφασισμένη να μοιραστεί ένα όνειρο μαζί του, το έσφιξε πιο πολύ στην αγκαλιά της και ψιθυριστά άρχισε να του διηγείται.
"Είναι η νερένια πολιτεία, μια απέραντη μεγάλη ωραία πόλη".
"Αρχίζει στη θάλασσα και τελειώνει στον ουρανό" τη διευκόλυνε ο Γιάννης προσθέτοντας τη σκέψη του καθαρή.
"Πώς το ξέρεις;" τον ρώτησε.
"Την βλέπω" είπε απλά το αγόρι κι εκείνη συνέχισε.
"Όπως βλέπεις, είναι φτιαγμένη από όλα τα μπλε κι όλα τα μπλε δεν είναι τίποτα άλλο από χρωματισμένο νερό. Το νερό το βάφουν οι άγγελοι ζωγραφίζοντας πάνω του την αγάπη. Αυτή η πόλη είναι βυθισμένη στη σιωπή. Πρέπει να την πιστεύεις και να αγαπάς με την καρδιά και με το νου για να μάθεις τα μυστικά της. Στους αγαπημένους λύνει τη σιωπή της. Τότε η σιωπή γίνεται μελωδία , χαρούμενες φωνές και φως. Τότε, τίποτα δεν χωρίζει τον ουρανό από τη θάλασσα μα ούτε και τους αγαπημένους". (Συνεχίζεται)