Γράμματα… στην αθωότητα
Πρωινό Σαββάτο. Με κρύο καιρό και απαλή βροχή. Αλλοιώτικη άνοιξη ετούτη. Ας κάτσουμε σπίτι και ας διαβάσουμε ένα υπέροχο, γεμάτο ευαισθησία διήγημα της Χαρούλας Βερίγου:
Θυμάμαι τα λόγια της γιαγιάς μου, σαν να ήταν χτες…
Ένα μεγάλο παραμύθι είναι η ζήση μας, παραμύθι και πρέπει απ' την αρχή ως το τέλος καθένας να το διαφεντέψει μόνος του. Δεν γίνεται και δεν έχει αξία αλλιώς. Συνοδοιπόρους μπορείς να 'χεις πολλούς στο ταξίδι της ζωής, μα το ταξίδι θα το κάνεις πάντα για σένα και ο φτασμός θα 'ναι δικός σου, ξεχωριστός και μοναχικός. Ύστερα από εκείνον το φτασμό μου φαίνεται πως σταματούν τα έργα του ανθρώπου κι αρχίζουν τ' άλλα , τα μεγάλα Του Θεού".
Το δικό μου ταξίδι έχει αλήθειες και ωραιότητες πολλές. Τώρα που ακόμα κουμαντάρω τη μνήμη, δίχως πρόθεση να παραλλάξω ιστορίες και γεγονότα , δίχως υπερβολές, πάω πίσω, πολύ πίσω, εκεί που ανταμώνω παιδιά, τότε, σαν εμένα κι εμένα, εκεί που οι αθωότητες ξεχειλίζουν στα μάτια και γίνονται στάλες φθινοπωρινής βροχής ή δάκρυα στ' άγρια ροδομάγουλα. Εκεί με ταπεινοσύνη επιστρέφω και λατρεύω , ναι λατρεύω την αμόλευτη αγιοσύνη μας.
Γυρίζω πίσω απ' τον καιρό, πίσω απ' το χρόνο και ψάχνω να ξεχωρίσω τις πατημασιές της ψυχής μου στο λασιθιώτικο κάμπο και τις αγγελοπατημασιές στον άνεμο. Σκαλίζω τις μνήμες, τις θύμησες. Γυρίζει ο νους ανεμόμυλος. Κάτι γίνεται. Όλα απείραχτα μένουν εκεί στο μυρογυάλι της καρδιάς.
Ανοίγω το παραθυράκι της ψυχής. Ξετυλίγεται σαν όνειρο και μ' αρέσει. Ανταμώνουμε όλοι , όλοι σ' εκείνη την αυλή κάτω απ' τον πλάτανο. Πέφτει ψιλόβροχο η ευτυχία στα χέρια μας. Τρέχουμε. Να προλάβουμε να την κρατήσουμε, να την φυλακίσουμε, ως αύριο που ίσως δεν θα βρέξει, ως αύριο. Μπροστά η ζωή κι εμείς ένα τσούρμο "κοπέλια" στο κατόπιν της·να την κατακτήσουμε, νικητές ως το τέλος.
Μ' αρέσουν τα μενεξεδένια δειλινά, τότε που μεθούσαμε με χρώματα ανέγγιχτοι από φόβους, κι αδιέξοδα. Ανασταίνονται άγιες οι ώρες κι οι μέρες κι οι νύχτες, όλα, όλα όσα έζησα παιδί. Γελάω και κλαίω, δηλαδή γεύομαι τη ζωή. Χαρά και δάκρυ, ανθούν όλα γύρω μου και τα θέλω όλα δικά μου. Φύση πλεονέχτρα, όχι μη βιαστείς να με κρίνεις, η πλάση είναι περιουσία ολονών κι όσα γοητεύουν τα μάτια μου θέλω να τα αγαπώ. Εξάλλου, ποιος μπορεί να μου πει "απαγορεύεται η όρασις". Δεν υπάρχει απαγορεύεται.
Στο θαμποχάρακα του νου, εκείνος ο περίβολος του σχολείου ξαναζωντανεύει, σαν πολιτεία που ξυπνά χαρούμενη μετά από γιορτή. Κλείνω τα μάτια και συλλογίζομαι. Κατεβαίνω απ' το χωματόδρομο, αντικρίζω τον Άγιο Χαράλαμπο και τον άγιο Τρύφωνα, ανασαίνω βαθιά τον πρωινό δροσερό αέρα, σμίγω μ' άλλες ανάσες, της Μαρίας του Κωστή, της Ναυσικάς, της Ρηνούλας, της Γεωργίας, του Μανόλη κι άλλες, κι άλλες πολλές, νιώθω κι εκείνη, γλυκιά κι απαλή της δασκάλας μου, της κυρίας Αντιγόνης και δραπετεύω απ' την πραγματικότητα και ταξιδεύω, στην ονειροφαντασία της καρδιάς μου και του σύμπαντος.
Θυμάμαι όλα αυτά με νοσταλγία. Θυμάμαι λεπτομέρειες πολλές, σημάδια και χνάρια της ζωής μου στο χρόνο. Θυμάμαι κάτι κόκκινα τριαντάφυλλα μέσα στον κισσό, μια ατμόσφαιρα υγρή, μελαγχολική, θυμάμαι τα μάτια σου αινιγματικά και μεγάλα στραμμένα στο πουθενά ή στο Θεό, δεν ξέρω, θυμάμαι, θυμάμαι, θυμάμαι και μια χαρμολύπη αναδύεται μέσα μου. Εικόνες όμορφες. Στην άκρη τους δεμένη ακόμα η αθωότητα και η αγάπη. Τα όνειρά μας ήταν όλα άστρα χρυσά και τα ταξιδεύαμε από καρδιά σε καρδιά και από θρανίο σε θρανίο.
-Έλα, μου είχες πει, απλώνοντας το χέρι να με κρατήσεις.
Ήσουν πάντα λιγομίλητος. Ίσως επειδή είχες χάσει τον πατέρα σου. Ποτέ δεν σε ρώτησα Καταλάβαινα πως δεν θα μου απαντούσες. Καταλάβαινα όμως και την πίκρα σου. (συνεχίζεται)