Γράμματα… στην αθωότητα
Πρωινό Σαββάτο. Με κρύο καιρό και απαλή βροχή. Αλλοιώτικη άνοιξη ετούτη. Ας κάτσουμε σπίτι και ας διαβάσουμε ένα υπέροχο, γεμάτο ευαισθησία διήγημα της Χαρούλας Βερίγου:
Θυμάμαι τα λόγια της γιαγιάς μου, σαν να ήταν χτες…
Ένα μεγάλο παραμύθι είναι η ζήση μας, παραμύθι και πρέπει απ' την αρχή ως το τέλος καθένας να το διαφεντέψει μόνος του. Δεν γίνεται και δεν έχει αξία αλλιώς. Συνοδοιπόρους μπορείς να 'χεις πολλούς στο ταξίδι της ζωής, μα το ταξίδι θα το κάνεις πάντα για σένα και ο φτασμός θα 'ναι δικός σου, ξεχωριστός και μοναχικός. Ύστερα από εκείνον το φτασμό μου φαίνεται πως σταματούν τα έργα του ανθρώπου κι αρχίζουν τ' άλλα , τα μεγάλα Του Θεού".
Το δικό μου ταξίδι έχει αλήθειες και ωραιότητες πολλές. Τώρα που ακόμα κουμαντάρω τη μνήμη, δίχως πρόθεση να παραλλάξω ιστορίες και γεγονότα , δίχως υπερβολές, πάω πίσω, πολύ πίσω, εκεί που ανταμώνω παιδιά, τότε, σαν εμένα κι εμένα, εκεί που οι αθωότητες ξεχειλίζουν στα μάτια και γίνονται στάλες φθινοπωρινής βροχής ή δάκρυα στ' άγρια ροδομάγουλα. Εκεί με ταπεινοσύνη επιστρέφω και λατρεύω , ναι λατρεύω την αμόλευτη αγιοσύνη μας.
Γυρίζω πίσω απ' τον καιρό, πίσω απ' το χρόνο και ψάχνω να ξεχωρίσω τις πατημασιές της ψυχής μου στο λασιθιώτικο κάμπο και τις αγγελοπατημασιές στον άνεμο. Σκαλίζω τις μνήμες, τις θύμησες. Γυρίζει ο νους ανεμόμυλος. Κάτι γίνεται. Όλα απείραχτα μένουν εκεί στο μυρογυάλι της καρδιάς.
Ανοίγω το παραθυράκι της ψυχής. Ξετυλίγεται σαν όνειρο και μ' αρέσει. Ανταμώνουμε όλοι , όλοι σ' εκείνη την αυλή κάτω απ' τον πλάτανο. Πέφτει ψιλόβροχο η ευτυχία στα χέρια μας. Τρέχουμε. Να προλάβουμε να την κρατήσουμε, να την φυλακίσουμε, ως αύριο που ίσως δεν θα βρέξει, ως αύριο. Μπροστά η ζωή κι εμείς ένα τσούρμο "κοπέλια" στο κατόπιν της·να την κατακτήσουμε, νικητές ως το τέλος.
Μ' αρέσουν τα μενεξεδένια δειλινά, τότε που μεθούσαμε με χρώματα ανέγγιχτοι από φόβους, κι αδιέξοδα. Ανασταίνονται άγιες οι ώρες κι οι μέρες κι οι νύχτες, όλα, όλα όσα έζησα παιδί. Γελάω και κλαίω, δηλαδή γεύομαι τη ζωή. Χαρά και δάκρυ, ανθούν όλα γύρω μου και τα θέλω όλα δικά μου. Φύση πλεονέχτρα, όχι μη βιαστείς να με κρίνεις, η πλάση είναι περιουσία ολονών κι όσα γοητεύουν τα μάτια μου θέλω να τα αγαπώ. Εξάλλου, ποιος μπορεί να μου πει "απαγορεύεται η όρασις". Δεν υπάρχει απαγορεύεται.
Στο θαμποχάρακα του νου, εκείνος ο περίβολος του σχολείου ξαναζωντανεύει, σαν πολιτεία που ξυπνά χαρούμενη μετά από γιορτή. Κλείνω τα μάτια και συλλογίζομαι. Κατεβαίνω απ' το χωματόδρομο, αντικρίζω τον Άγιο Χαράλαμπο και τον άγιο Τρύφωνα, ανασαίνω βαθιά τον πρωινό δροσερό αέρα, σμίγω μ' άλλες ανάσες, της Μαρίας του Κωστή, της Ναυσικάς, της Ρηνούλας, της Γεωργίας, του Μανόλη κι άλλες, κι άλλες πολλές, νιώθω κι εκείνη, γλυκιά κι απαλή της δασκάλας μου, της κυρίας Αντιγόνης και δραπετεύω απ' την πραγματικότητα και ταξιδεύω, στην ονειροφαντασία της καρδιάς μου και του σύμπαντος.
Θυμάμαι όλα αυτά με νοσταλγία. Θυμάμαι λεπτομέρειες πολλές, σημάδια και χνάρια της ζωής μου στο χρόνο. Θυμάμαι κάτι κόκκινα τριαντάφυλλα μέσα στον κισσό, μια ατμόσφαιρα υγρή, μελαγχολική, θυμάμαι τα μάτια σου αινιγματικά και μεγάλα στραμμένα στο πουθενά ή στο Θεό, δεν ξέρω, θυμάμαι, θυμάμαι, θυμάμαι και μια χαρμολύπη αναδύεται μέσα μου. Εικόνες όμορφες. Στην άκρη τους δεμένη ακόμα η αθωότητα και η αγάπη. Τα όνειρά μας ήταν όλα άστρα χρυσά και τα ταξιδεύαμε από καρδιά σε καρδιά και από θρανίο σε θρανίο.
-Έλα, μου είχες πει, απλώνοντας το χέρι να με κρατήσεις.
Ήσουν πάντα λιγομίλητος. Ίσως επειδή είχες χάσει τον πατέρα σου. Ποτέ δεν σε ρώτησα Καταλάβαινα πως δεν θα μου απαντούσες. Καταλάβαινα όμως και την πίκρα σου. (συνεχίζεται)
Σ' ακολούθω, ως τις μηλιές στην άλλη άκρη της αυλής μα σαν φτάσαμε εκεί έσκυψες χαμηλώνοντας τα μάτια στο χώμα, μπορεί και να δάκρυσες κι ύστερα μια παράξενη σιωπή και το καρδιοχτύπι σου, ώσπου χτύπησε το κουδούνι για μάθημα και φύγαμε σαν πουλιά που τρόμαξαν ξαφνικά αφήνοντας το τραγούδι τους στη μέση. Δεν έμαθα ποτέ τι ήθελες να μου πεις, ποτέ.
Ο Κωστής ήταν σιωπηλός και λυπημένος για πολύ καιρό. Στα μάτια μου έμοιαζε με μικρό άγιο χωρίς φωτοστέφανο. Όλο ήθελα να τον ρωτήσω, κι όλο δεν ρώταγα. Παρακαλούσα μόνο στην προσευχή μου, να μην πάει κι η μαμά του στον άλλο κόσμο. Στις γειτονιές οι μεγάλοι μιλούσαν με οίκτο, "το κακόμοιρο, το ορφανό, το απροστάτευτο" κι άλλα παρόμοια. Εμένα μου κακοφαινότανε πολύ και θύμωνα, δεν έλεγα όμως και τίποτα. Ο Κωστής ήταν συμμαθητής μου και με συγκινούσε. Βαθιά μέσα μου πίστευα πως ο Θεός τον αγαπούσε και τον ξεχώριζε, γι' αυτό και στην εκκλησία έμπαινε στο ιερό και ακουμπούσε τα χέρια του στην αγία τράπεζα, όταν δεν κρατούσε το αναμμένο κερί του παπά. Ίσως να είχε δει και τους αγγέλους, αληθινούς αγγέλους και όχι εκείνους που βλέπαμε εμείς ζωγραφισμένους στις ξύλινες πόρτες αριστερά και δεξιά. Καμιά φορά, έτσι όπως τον έβλεπα ντυμένο στ' άσπρα, ψιλοχάμενα, του 'βαζα τότε δύο πολύ μεγάλα φτερά και τον έκανα δικό μου, ναι, δικό μου άγγελο. Κι ήταν ωραίος ο Κωστής.
Όσα δεν μας επιτρέπουν οι περιστάσεις να τα ζούμε, τα βιώνουμε αλλιώς. Γι' αυτό υπάρχει η φαντασία. Μπορεί ο Κωστής να έμοιαζε αλάλητο πουλί μα στα όνειρά μου δεν ήταν το ίδιο. Εκεί, στον κήπο των ονείρων μου γελούσε, τραγουδούσε, έπαιζε, χόρευε, γινόταν αυτός που πίστευα πως είναι στην πραγματικότητα. Εκεί ο χρόνος δεν με πίεζε, ούτε το κουδούνι πίεζε τις σκέψεις μας μα ούτε και λύπη υπήρχε, όχι. Μόνον μια απέραντη χαρά. Η απεραντοσύνη τούτης της χαράς ανέβαινε σαν καπνός πάνω απ' τις χιονισμένες κορφές του κλειστού τόπου μας και ύστερα χάνονταν πίσω απ' τα βουνά , σμίγοντας με μιαν άλλη βαθυμπλέ απεραντοσύνη, εκείνη της θάλασσας. Ήμουν ευτυχισμένη.
Τώρα καταλαβαίνω πως η ευτυχία είναι γύρω μας, κοντά μας, μας πολιορκεί από παντού θέλοντας να φτάσει στην καρδιά μας με τον αέρα που αναπνέουμε. Φταίμε εμείς , που ξεχάσαμε πως ήμασταν παιδιά γι' αυτό δεν μπορούμε να την αναγνωρίσουμε. Εκείνη, δεν έπαψε να κτυπά την πόρτα της καρδιάς μας, δεν έπαψε·εμείς διπλοκλειδώσαμε από φόβο και δεν την αφήνουμε να μπει, δεν την αφήνουμε. Κι όμως, αν της ανοίξουμε μια τόση δα χαραμάδα, αν από την αρχή κτίσουμε πέτρα - πέτρα καινούρια όνειρα, αν επιστρέψουμε εκεί στο παιδί που υπήρξαμε κάποτε και ζωγραφίσουμε τη ζωή μας ανάμεσα σε ήλιους και φεγγάρια όπως τότε, αν πιστέψουμε πως η ζωή είναι ένα ταξίδι και την ταξιδέψουμε, τότε δεν μπορεί κάτι άλλο· αρμενάκι μας την ευτυχία, ναι την ευτυχία θ' αναγνωρίσουμε.
Ταξίδια πίσω απ' τον καιρό αμέτρητα και ημέρες αθωότητος πολλές. Στα όνειρά μου, ένιωθα πάντοτε θαλασσοπόρος κι είχα σαν καπετάνισσα ένα αίσθημα ανωτερότητας και υπεροχής. Ταξίδευα λοιπόν εσένα, Κωστή εννοείται, με τους ανέμους στους ανέμους πέρα μακριά, σε ωκεανούς και ουρανούς, στα πέρατα του κόσμου, για να συναντήσεις τη δική σου ευτυχία και τον πατέρα σου. Κατάφερνα να σε φέρνω πίσω, στον κήπο με τις μνήμες, τον κισσό και τα κόκκινα τριαντάφυλλα ευτυχισμένο και με μια υπόσχεση, "αύριο πάλι, αύριο".
Το πρωί, έδενα το καράβι μου το ξύλινο στο λιμάνι μου κι έσβηνα τ' άστρα που το φώτιζαν τη νύκτα. Μόνο το φεγγάρι , το 'παιρνα μαζί μου , στην τσάντα μου κι εκείνο μάλωνε με τα γράμματα , όλο μπροστά τους έμπαινε και γινότανε τ' αναγνωστικό μου και το μυαλό μου , ένα μεγάλο φωτισμένο αλώνι κι όσο γοήτευε εμένα αυτός ο λαμπερός χαμός , τόσο δεν άρεσε στη δασκάλα μου , αλλά πάλι δεν με μάλωνε , θαρρείς και συνηγορούσε με το χαμόγελό της στο ατέρμονο της αφηρημάδας μου. Ήθελα να σου δείξω το φεγγάρι που κουβαλούσα μαζί μου , όμως εσύ , δεν ήσουν αφηρημένος και έτσι έκρινα πως δεν μπορούσες να το δεις , το ασήμι μου.
Ταξίδευα. Μονίμως ταξίδευα. Ήμουν όπου ήθελα εγώ, όπως ήθελα, ήμουν παιδί. Ταξίδευα τη ζωή μου και στα μάτια σου, τότε, όποτε τα 'βλεπα, μεγάλα αμυγδαλωτά και σκουρόχρωμα, βαθιά μέσα στις κόγχες με μια παράξενη υγρασία που δεν έμοιαζε δάκρυ, αλλά κάτι άλλο ανεξήγητο. Αυτό το ανεξήγητο, τα έκανε να ξεχωρίζουν ή μήπως ξεχώριζαν μόνο για εμένα; Δεν έχει σημασία καμιά ο λόγος, σημασία έχει πως μέσα τους τα ταξίδια μου ήταν επίσης ξεχωριστά. Οι δρόμοι γέμιζαν ανθισμένες μηλιές και κόκκινα τριαντάφυλλα, όλοι οι δρόμοι κι αντηχούσαν τραγούδια όλες οι αυλές κι όλοι οι άνθρωποι ήταν παιδιά , μικρά και μεγάλα, μα παιδιά. Ακόμα και η δασκάλα έπαιζε με τις πεταλούδες κι έτρεχε, με μιαν αγκαλιά λουλούδια να σμίξει με τις χαρές, τις φωνές, τα πουλιά, με τα χρώματα και τ' αρώματα. Σε κρατούσα σφιχτά απ' το χέρι. Είχαμε φτερά. Άγγελοι.
Καμιά φορά μου περνούσε απ' το μυαλό πως μπορούσες να ξέρεις όσα εγώ μυστικά σκεφτόμουν, πως ίσως ο πατέρας σου παρακαλούσε Το Θεό και σου έστελνε ένα γράμμα απ' τον ουρανό και τότε… Τότε άνθιζαν πιο κόκκινα τριαντάφυλλα τα μάγουλά μου, από ντροπή, ή μάλλον όχι, δεν είναι ντροπή εκείνο το αίσθημα και δεν ήταν, κάπως αλλιώς πρέπει να το πούμε.
Να κοίτα! Όταν φοράς την αθωότητα από την ανάποδη, τότε καταλαβαίνεις πως η ραφή της είναι η αγάπη, ο έρωτας κι όπως συμβαίνει μ' ένα ρούχο, που αν το φορέσεις ανάποδα μπορεί και να γελάσουν μαζί σου, έτσι είναι και με την αγάπη·κι από φόβο κι από δέος, συνεχίζεις να φοράς την αθωότητα, ψηλαφίζοντας πότε - πότε την κεντημένη της ραφή. Τώρα πες το όπως σ' αρέσει. Άαχ να κοκκίνιζαν και τώρα τα μάγουλά μου κι ας ήταν μόνο για μιας αχτίδας φως στο καταχείμωνο.
Όσα λοιπόν ήθελα να μου λες σ' εκείνα τα μυστικά ταξίδια, προσπαθούσα να τα στερεώσω στον ξύπνιο μου, να μην τα χάσω, να μην χαθώ. Φευγαλέα έκλεβα τον ήλιο στο βλέμμα σου και φώτιζα τη ζωή και χαιρόμουν. Σε ζωγράφιζα καπετάνιο. Το πλοίο, είχε πάντα τ' όνομά μου, τι άλλο βέβαια, πώς αλλιώς να το έλεγαν. Δίπλα ζωγράφιζα κι άλλα πλοία, όμως πιο μικρά για να ξεχωρίζει το δικό σου. Κι η θάλασσα βαθιά, μα ατρικύμιστη, γαληνεμένη σαν αγκαλιά, δεν ήθελα να δέρνεσαι εσύ σε άγριες θάλασσες. Εκείνες τις είχα μόνο για πάρτι μου, μόνον εγώ ήθελα ν' αρμενίζω μ' άγριους καιρούς, πιθανόν για να μ' εκτιμάς, στον ύπνο μου πάντοτε, στα όνειρά μου, εγώ καπετάνισσα. Και τώρα, η τρικυμισμένη θάλασσα με συναρπάζει και νιώθω δέος για το μεγαλείο της.
Ακούω το παιδί που μιλάει μέσα μου και μ' οδηγεί. Έχω αποξεχαστεί στο χτες. Είναι όμορφα, πολύ όμορφα. Πάνω που σβήνει το 'να χαμόγελο ανθίζει τ' άλλο, πάνω που στεγνώνει το 'να δάκρυ να κάποιο δεύτερο κρέμεται στα ματοτσίνορα λαμπερό - λαμπερό κι ακριβό, σαν διαμάντι. Η ευτυχία μου πετάει βλαστούς απ' τις μνήμες κι από τούτη τη μνήμη σκάει ένα ρόδο, ρόδο δικό μου. Ρόδο αμύριστο, σαν αυτά που βάζουνε στην εικόνα της Παναγίας. Γέμισαν πάλι τα μάτια μου ροδοπέταλα και δάκρυα. Άφησέ τα να κυλήσουν, λέω μέσα μου, άφησέ τα να ακολουθήσουν τις ίδιες διαδρομές με τις ρυτίδες σου, τούτα τα δάκρυα που φέρνουν οι μνήμες είναι ευλογία μεγάλη, δέξου την.
Κοιτάζω απέναντί μου, ξένοι, τα ξένα χιονισμένα βουνά και θυμάμαι εκείνα, τα λασιθιώτικα και τρέχει ο νους ν' αγγίξει ξανά τις αγαπημένες κορφές και πιο ψηλά από τις κορφές εσένα. Σαν εξομολόγηση μοιάζουν ετούτες οι στιγμές και θέλω να τα πω όλα. Σε ποιον; στον άνεμο. Μόνη μου ρωτώ, μόνη μου απαντώ. Μόνη μου είμαι. Την αγαπώ, πολύ την αγαπώ τη μοναξιά μου. Μοναξιά κι εξομολόγηση λοιπόν και… άαχ σαν το παιδί, βάζει το χέρι στην καρδιά και ξομολογιέται, γιατί όλα αυτά, εκείνο, το παιδί που υπήρξα κάποτε, ξεφυλλίζει την ψυχή του και μαθαίνει από την αρχή, ανάγνωση. Κι είναι αλήθεια πως το παιδί δεν διαφέρει μέσα στην αθωότητά του, από εκείνον το φτωχό άγιο που ταπεινώνεται και περιμένει ταπεινωμένος, ο Θεός να κάμει το χρέος Του και να του ανοίξει μια πόρτα ή έστω μια σκισμάδα, μια χαραμάδα φως, στον Παράδεισο. Το φως γυρεύω κι εγώ, το φως που με κλειστά μάτια ανακαλύπτει ο καθένας μέσα του, το φως εκείνο, τη φλογίτσα, τη σπίθα, την πυρκαγιά της αγάπης.
Κάποτε θυμάμαι, σε είδα σκυμμένο να κλαις. Νόμιζα πως ήταν η ψυχή σου αποκόμματα στα χέρια μου και πως έφταιγα γι' αυτό. Ίσως τελειώναμε το δημοτικό τότε. Σημασία έχει πως, από εκείνη τη στιγμή σταμάτησα να είμαι μαζί σου στη χώρα της ονειροφαντασίας. Με βασάνιζε κάτι σαν ενοχή, γιατί εσύ δεν ήξερες. Και δεν ήξερες τι ένιωθα.
Ήταν δειλινό, ξεχωριστό δειλινό. Άνοιξα την πόρτα στη μικρή εκκλησία στον άγιο Τρύφωνα και μπήκα θαρρετά. Πρώτα είχα αγαπήσει τούτο τον άγιο και μετά εσένα κι αυτό παρότι πάρα πολύ νέος και όμορφος, παρότι πέρασα ατέλειωτες ώρες στην αυλή του παίζοντας ανάμεσα στα δέντρα και τα λουλούδια, παρότι τον κοίταζα ίσια στα μάτια και σκεφτόμουν τ' αμπέλια, χωράφια, το χρυσό του δρεπάνι και το χρώμα της αγάπης μου, παρ' όλα αυτά, Εκείνος, δεν ήθελε να ξαναγίνει μάλλον, όπως ήταν πριν αγιάσει και κάποτε, όταν θα μεγάλωνα, να με παντρευτεί. Δεν ήθελε, δεν γινόταν κιόλας, αυτό το κατάλαβα αργότερα, δεν πείραζε. Στην καρδιά μου, ήταν ο καλύτερος φίλος μου και ο μόνος που διάβαζε τα μυστικά μου. Έτσι κι εκείνο το δειλινό. Και ήταν σαν να με περίμενε. Μύριζε λιβάνι και είχε αναμμένα τα καντήλια του όλα κι εγώ , σ' εκείνη τη γεμάτη μυστήριο ατμόσφαιρα ξανασκέφτηκα όλα όσα σκεφτόμουν για εσένα. Οι τελευταίες ηλιαχτίδες χρωματιστές κι ανάλαφρες τρεμόπαιζαν πάνω στο ασημένιο φωτοστέφανο, φωτίζοντας και το πρόσωπό Του μ' ένα γλυκό, πολύ γλυκό χαμόγελο. Η καρδιά μου φτερούγισε δυνατά, σαν χελιδόνι που σπαθίζει με τα φτερά του τον αέρα. Κατάλαβα πως μόνον εκεί, στο μυρογυάλι της καρδιάς μου μπορούσα να κλείσω την αγάπη μου.
Έτσι έγινε, εν ονόματι της αθωότητας και της κόκκινης κεντημένης ραφής της. Στο χορό της ψυχής μου στροβιλίζονται χιλιάδες αγαπημένες στιγμές και θύμησες και είμαι ευτυχισμένη που είναι και δικές μου και μπορούν να μου ανήκουν. Κι είμαι ευτυχισμένη που μεγάλωσα στο λασιθιώτικο κάμπο που δεν βαριέται να ντύνεται από φεγγάρι σε φεγγάρι, κάθε φορά και μιαν άλλη ωραιότητα. Κι είμαι ευτυχισμένη, γιατί μια ανέγγιχτη κι αβεβήλωτη ωραιότητα μέσα σ' εκείνο το τοπίο που αγάπησα με την ψυχή μου υπήρξες κι εσύ, Κωστή.
Απόψε η νύχτα δεν βιάζεται ν' αλλάξει τη διάταξη των άστρων στο στερέωμα και το ίδιο το στερέωμα μου φαίνεται πως χαμήλωσε πολύ πάνω από τη χορταριασμένη κεραμιδοσκεπή, θαρρείς για να μη μπορέσω ν' αντισταθώ στην πρόκληση και σε τούτο το πλατύγυρο ασήμι, ν' απλώσω το χέρι μου και ν' αγγίξω το φως , να σ' αγκαλιάσω φεγγάρι μου. Απόψε ο νους δεν συμμαζεύεται, ταξιδεύει, ταξιδεύει πίσω απ' τον καιρό κι οι λογισμοί κι οι μνήμες γίνονται κάτασπρα πανιά και γυρίζουν πλάι σ' εκείνους τους ψηλούς φτερωτούς ανεμόμυλους ακολουθώντας όλους τους αγέρηδες κι όλα τ' αρώματα. Τέτοιες νύκτες, βλέπω βαθιά μέσα στην ψυχή μου κάνοντας πάντα την ίδια ευχή. Λέω: "Θεέ μου, να μην ξεχάσω να θυμάμαι, να θυμάμαι να μην ξεχάσω ν' αγαπώ". Κι όσο πιο συχνά εύχομαι μέσα μου, τόσο πιο μεγάλη σιγουριά αισθάνομαι και περνώ από πανσέληνο σε πανσέληνο ντυμένη κατάσαρκα το παρελθόν μου κι από πάνω, την αθωότητα απ' την ανάποδη και δεν ντρέπομαι, πίστεψέ με, καθόλου δεν ντρέπομαι που φαίνονται οι κόκκινες, αιματόχρωμες θαρρείς ραφές της. Κι όλο νιώθω πως, η ζωή με διδάσκει να χαίρομαι κάθε στιγμή σαν παιδί, γι' αυτό αφήνομαι, να με οδηγεί το παιδί, που υπάρχει ευτυχώς ακόμα μέσα μου όπου αρχίζει όνειρο κι όπου ξημερώνει η αγάπη και ξημερώνει νιολουσμένη κι ανάλαφρη στο κρητικό πέλαγος και κοιμάται στα μπλε των ουρανών και στις βαθιές μυστικές νερένιες πολιτείες του λιβυκού και ξεδιψά στην καρδιά μου κι εγώ, πάντα διψώ, την αγιοσύνη της, κοινωνώντας την στάλα - στάλα και φως εσπερινό του σύμπαντος.
Δεν είναι υπερβολές όλα τούτα που προσπαθώ να σου γράψω, δεν είναι. Όχι, είναι τ' απόσταγμα της ψυχής μου και προσπαθώ να το μεταλλάξω σε γράμματα, να το ταιριάξω σε λέξεις, είναι ό,τι αισθάνομαι, κάτι σαν φωτογραφίες απ' τη σκέψη μου. Λαχταρώ εκείνη την ξεγνοιασιά, τότε που δρούσα όπως ήθελα χωρίς συνέπειες. Το παρελθόν με τραβά σαν μαγνήτης πάνω του και με γοητεύει, με γοητεύει αφάνταστα πολύ. Το παρελθόν μου είναι καμωμένο απ' οτιδήποτε όμορφο. Ξεδιπλώνεται και μου προσφέρεται ως ευλογία.
Θυμάμαι προσπαθούσα να επινοήσω διάφορες τακτικές και πόζες, παιδιάστικα καμώματα, για να κερδίσω την προσοχή σου. Τώρα γελώ, μου φαίνονται αστεία, τότε όμως έκλαιγα, κρυφά πάντα, γιατί δεν με πρόσεχες , παρότι έκανα τέτοια σχέδια μεγάλα. Εσύ χαμογελούσες καραμελένια και εντελώς αμέριμνος για τα καμώματά μου. Τα μάγουλά σου έκαναν λακκάκια κι σ' εκείνα τα λακκάκια φώλιαζε η ελπίδα μου με μια κρυφή χαρά πως ίσως… αύριο… Τρελή από αγωνία, αλλά δεν ήθελα και ν' αποκαλυφθώ, ούτε σ' εσένα. Σε είχα αγαπήσει απεριόριστα, με τη γνησιότητα και την αλήθεια της αθωότητας. Ευχόμουν και προσευχόμουν κάθε βράδυ για εσένα και παρακαλούσα να είσαι πάντοτε καλά. Παρακαλούσα να σου στείλει ο ουρανός την αγάπη με μια βροχή ή μ' ένα άστρο μακρινό, παρακαλούσα να μη σε ξανατρομάξει ο θάνατος , ποτέ. Δεν με κυρίευσε ποτέ πανικός μην τυχόν αγαπούσες ένα άλλο κορίτσι. Αν ήταν θα το καταλάβαινα. Έβλεπα να είσαι μόνος σου, εντελώς μόνος.
Ζυγίζομαι ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν έχοντας διαρκώς την ίδια προσδοκία και για το μέλλον. Θέλω να μπορώ να σκέφτομαι τη ζωή σαν παιδί και ν' αποφασίζω πάλι σαν παιδί. Θαρρώ πως τα παιδιά ξέρουν καλύτερα κάθε τι και αντιλαμβάνονται τα πάντα με την καθαρότητα της σοφίας και της απλότητας, αποκρυπτογραφώντας τα μυστήρια του κόσμου με σημάδια γύρω τους. Τα όνειρα, τα παιδικά όνειρα είναι φυσικές προεκτάσεις των τοπίων του σύμπαντος κι εσύ η ασημένια αύρα του φεγγαριού και πηγαινοέρχεσαι στο χρόνο και στις εσχατιές της μνήμης μου, με μια μοναδική αίσθηση ελευθερίας.
Ο πιο δικός μου τόπος είναι εκείνα τα χρόνια. Ο ήχος της καμπάνας ηχεί ακόμα στ' αυτιά μου λες κι είναι τώρα. Δεν ήταν ήχος απλός, δεν ήταν. Κάλεσμα ακριβό, κάλεσμα ζωής, κάλεσμα ερωτικό φτάνει εντός, στα μύχια της καρδιάς και με καλεί ξανά και ξανά σε ταξίδια άλλα και διαδρομές μεγάλες, ατελείωτες. Προσπαθώ να ανιχνεύσω τη σημασία κάθε θύμησης μέσα μου σε πείσμα της λογικής και της μετριότητας όσων τώρα σχεδόν "παράλογα" συμβαίνουν γύρω μου.
Έχω την πολυτέλεια του ονειροπολήματος ακόμα και μου φαίνεται πως δεν θα την εγκαταλείψω και δεν θα μ' εγκαταλείψει ποτέ. Είναι στιγμές που σε βλέπω να κάθεσαι στη δική μου πλέον μηλιά στον ίσκιο της και φοράς το σκούρο μπλε πουλόβερ κι από μέσα τ' άσπρο πουκάμισο κι ύστερα χάνεσαι μαζί με την τελευταία δειλινή ηλιαχτίδα πριν προλάβεις να μου πεις τι σκέφτεσαι. Ξεγλιστράς στο φως. Τα κατάφερα, μια πνοή φωτιάς κοκκίνισε το πρόσωπό μου. Σε λίγο θα βρέξει. Θα ξεχυθούν οι μυρωδιές από τη μουσκεμένη γη και ο άνεμος θα με τυλίξει και θα με φέρει εκεί και θα μπω πάλι στο δικό μου παραμύθι ψηλαφώντας τα θαύματα.
Τα σύννεφα διασταυρώνονται πάνω απ' το σπίτι μου και πάνω απ' τα ψηλά κυπαρίσσια αλλάζοντας συνεχώς χρώματα και σχήματα. Σκοτείνιασε κι άλλο ο ορίζοντας εκεί μακριά πέρα στο πέλαγος. Το παιδί της φωτογραφίας ακόμα μου γελάει μυστήρια. Ήρθαν κι οι πρώτες χοντρές στάλες βροχής… τα μάτια. Άφησέ τα να γίνουν θάλασσες να ταξιδέψεις και τούτη τη νύκτα συλλογίζομαι.
Και τ' αφήνω τα δάκρυα, κάνα δυο έπεσαν κιόλας πάνω στο χαρτί που σου γράφω. Αναπολώ τον καιρό. Γυρίζω πίσω με μια γλυκιά μελαγχολία να μ' αγκαλιάσει σαν φθινοπωρινή εργασία. Είσαι στην καρδιά μου μνήμη χαραγμένη βαθιά. Εκεί πρέπει, εκεί τίποτα δεν καταστρέφεται. Ίσως από 'κει ν' αρχίζει η αιωνιότητα. Όπως και να 'χει είναι σπουδαίο. Η καρδιά σηματοδοτεί σταθμούς και ορόσημα ζωής. Η καρδιά δεν έχει περιθώριο, ό,τι της συμβαίνει είναι πέρα για πέρα αληθινό. Την ακούω να χτυπά δυνατά και μ' αρέσει. Στοιχηματίζω πως έχει τη δική της γλώσσα. Ήθελα να μπορείς να την ακούσεις. Ήθελα να ξέρω να διαβάζω όλες τις καρδιές, μα δε γίνεται. Κάποιες στέλνουν δυσανάγνωστα μηνύματα.
Νιώθω πως έχω φτάσει κάπου μέσα από μια προσωπική εσωτερική διαδρομή. Μιλώ με την ψυχή μου. Συνειδητοποιώ πως υπηρετώ τη ζωή μ' ένα τρόπο ασυνήθιστο, πηγαίνοντας προς τα πίσω. Δεν αμφιβάλλω πια για τίποτα. Σου εξομολογούμαι κάτι μεγάλο. Η λάμψη της παιδικής μου ηλικίας καθρεφτίζεται και τώρα κρυστάλλινη στα μάτια μου και διαφέρει απ' όλες τις άλλες γιατί τούτη περικλείει όσα είχα ονειρευτεί κι εσένα. Η αγάπη μας επιβάλλει την ελευθερία. Η ελευθερία μας επιβάλλει με τη σειρά της το ριψοκίνδυνο. Ε και τι μ' αυτό, το ριψοκίνδυνο είναι η άλλη όψη της ωραιότητος, επιμένει εκείνη η εσωτερική φωνή στην οποία πάντα υπακούω.
Οι μνήμες γέρνουν στην καρδιά μα δεν γερνούν. Σημαδεύουν τα όρια κι αυτό με συναρπάζει. Η μνήμη ως ξαναζωντάνεμα των εικόνων, αποτελεί μέρος της καθημερινότητάς μου. Δεν θυμάμαι απλά, αλλά από την αρχή ξαναζώ. Μ' αρέσει τούτη η διαφορετική αίσθηση στο μέτρημα της ζωής. Παλαιώνεται μέσα μου κι ύστερα σαν ακριβό παλιό κρασί έρχεται να με μεθύσει, κάθε γλυκιά μου θύμηση. Μη γελάσεις μ' αυτό, όμως εγώ το πιστεύω, η μνήμη κυοφορεί την αναγέννηση. Στις διαδρομές της σε συναντώ κι ας έχουμε επιλέξει δρόμους χωριστούς. Σε συναντώ περιμένοντας ν' αναγνωρίσω στο βλέμμα σου αυτό που υπάρχει και στο δικό μου βλέμμα, όταν πίσω απ' τον καιρό όλα συνωμοτούν για να κερδίσω το παιχνίδι της ευτυχίας. Ακουμπούν οι στιγμές η μια την άλλη, στιγμές όμορφες και ξεδιπλώνονται στα πέρατα του νου με την απλότητα του σεντονιού που ολόλευκο ανεμίζει στο σχοινί της μπουγάδας κάνοντας θόρυβο. Σε θυμάμαι ή καλύτερα θυμάμαι εμένα μετά από σένα.
Με τη φλόγα της νοσταλγίας καίω το σκοτάδι. Το σκοτάδι είναι χάρτινο, τελικά καίγεται εύκολα. Πίσω του, ανακαλύπτω ένα άλλο τοπίο ζωής με μια μοναδική γραφικότητα και μια μεγαλοπρέπεια ασημόχρυση. Αναπαράγεται τούτο το τοπίο κάθε φορά που η ψυχή μου αναζητά τα φτερά της και γεμίζει μουσική, τραγούδια, ξόμπλια, μεστές ώχρες από τις καλαμιές, φωνές, αγάπη, αγάπη, αγάπη. Μαζί σου, σκοντάφτω πάντοτε σ' ένα κατώφλι από φως. Δείχνεις εξοικειωμένος με το φως, σε περιέχει και το περιέχεις. Έτσι εξηγώ και το πώς έγινες αγιογράφος. Είναι το φως, η έλξις. Συνειδητά μένω στο κατώφλι, μόνον στο κατώφλι ενώ εσύ περνάς απέναντι και βλέπω να αναδεύονται ασημένιες και γαλάζιες γιρλάντες φωτός γύρω σου σαν να αποτελούν κομμάτι αναπόσπαστο της ύλης σου, της σύνθεσής σου. Μια αγκαλιά ρόδα κυριαρχούν ανάμεσά μας με την ταπεινοσύνη της αθωότητας. Μια αγκαλιά αθωότητες.
Μακρινή κι όμως πάντα τρυφερή παρουσία είσαι τώρα για εμένα, Κωστή. Η αγάπη μου, παραμένει απολύτως αγνή όπως τότε. Τούτο το αίσθημα με γεμίζει χαρά κι ως μόνο ζητούμενο έχει μια καλημέρα, την καλημέρα στο φως. Μ' αρέσει που μπορώ και θυμάμαι, οι μνήμες με συγκινούν. Σε κρατώ θύμηση ξεχωριστή αφοσιωμένη κι αφιερωμένη στην αθωότητα. Κάθε φορά, όταν στη φύση γιορτάζουν τα κυκλάμινα συνδυάζω τα πάντα μ' εσένα. Έτσι και τώρα, τα κυκλάμινα, εκείνα φταίνε.
Με το ηλιοβασίλεμα οι ορίζοντες αλλάζουν. Τότε δένει μοναδικά σ' ένα ξεχωριστό σμίξιμο το χώμα, το φως, ο αέρας, οι φωνές. Τότε, η παλιά φυσαρμόνικα ακούγεται στην ίδια πάντα αυλή, κάτω απ' τον πλάτανο, η ίδια μελωδία. Τότε απ' την αρχή πρωτομαθαίνω· "σε λένε Κωστή" έτσι νιώθω πως, ποτέ ο καιρός δεν χαλάει αυτό που θυμόμαστε.
Η ζωή μου ακολουθεί τη φορά των δειχτών του ρολογιού. Τέλειες κυκλικές διαδρομές που περνούν και ξαναπερνούν με απόλυτη ακρίβεια και απόλυτη συνέπεια από τα ίδια σημεία. Δεν επιστρέφουν σ' αυτά, όχι, μόλις τ' αγγίζουν, εφάπτονται των ωραιοτήτων τους και συνεχίζουν αναζητώντας στο χρόνο να γνωρίσουν τα μυστικά περάσματα της αιωνιότητος. Διαδρομές κυκλικές. Ξανασυναντώ το παρελθόν και γοητεύομαι με νέες μαρτυρίες ζωής. Η ζωή είναι ωραία. Είμαι σίγουρη πως ξέρεις ν' αποσπάς τα χαμόγελά της με εκείνη την τρυφερότητα και την απλότητα που δεν ξαφνιάζει γιατί πηγάζει από μέσα σου. Στον αγέννητο ακόμη χρόνο εγώ σε θέλω νικητή της ζωής, οδοιπόρο της χαράς και της αγάπης. Αν ήξερα πως είμαι μνήμη κάπου στη μνήμη σου ή ακόμα μια στιγμή, μια στιγμή στην καθημερινότητά σου, κάπου, σε μια ασημοδαχτυλιά της καρδιάς σου , θα έκλεβα ευτυχισμένα τ' άστρα, εκείνα που φωτίζουν τις νύκτες τη Δίκτη και θα έφτιαχνα ένα κομποσκοίνι φως, για εσένα, για εσένα Κωστή.
Έξω απ' το παράθυρο φωτίζεται αμυδρά το πλακόστρωτο της δικής μου αυλής. Γυαλίζουν πάνω του οι σταγόνες της βροχής που όλο πολλαπλασιάζονται χορεύοντας με θόρυβο. Μου φαίνεται πως ο καπνός που ψηλώνει στον ουρανό απ' την καμινάδα μυρίζει αθωότητα. Δεν υπάρχει αμφισβήτηση σε όσα συμβαίνουν εντός, και εντός είμαστε ακόμα παιδιά. Μαζεύτηκαν σπουργίτια στην αυλή. Τρυπώνουν στις φυλλωσιές, στα θαμνόδεντρα λες και γίνονται ένα μ' αυτά. Γυρεύουν την αγκαλιά και τη σιωπή της νύκτας. Επιστρέφουν και οι θύμησες στην καρδιά μου , σιωπώντας. Αύριο… ναι αύριο, θα ξαναβρούν τη φυσικότητά τους οι φωνές και θα 'ρθουν να με ξυπνήσουν, αύριο θα είναι και πάλι όλα δικά μου, όλα δικά μας, όπως τα αφήσαμε, απείραχτα στο χρόνο.
Ο χώρος μεταξύ του χτες και του αύριο δεν είναι κενός. Ακούω τα βήματα, χιλιάδες βήματα παιδιών να τρέχουν ξυπόλητα πίσω από την αιωνιότητα. Ακούω τα βήματα τα δικά σου αγγελοπατημασιές στην αθωότητα. Τα παιδιά ξέρουν να μιλούν για τους αιώνες με τους αιώνες. Τα παιδιά δεν φοβούνται, στα σπλάχνα τους κρύβουν μια γενναιότητα άλλη απ' αυτήν των μεγάλων. Τα παιδιά καθρεφτίζουν τα όνειρά τους στο φρύδι του φεγγαριού με χαμόγελα απ' ασήμι, κι αστράφτει ο ύπνος τους στ' άσπρα σεντόνια και το κεντημένο προσκέφαλο. Τα παιδιά κατέχουν την αθανασία. Η συγκομιδή των καρπών της φαντασίας τους είναι τέχνη, τέχνη που κουβαλούν από τη γέννησή τους και τούτη η τέχνη είναι διδακτική της ευτυχίας. Θέλω να πιστεύω πως υπάρχουμε ακόμη παιδιά, αφού υπάρχουν οι πράξεις μας , αφού μπορούμε ν' αγκαλιαζόμαστε μ' απλότητα, αφού μπορεί η αγκαλιά μας να γίνεται απέραντη όπως το σύμπαν και να φεγγοβολά μ' όλα τ' άστρα της κι όλα τα όνειρα κεριά αναμμένα, ελπίδες πύρινες, σημεία και σημάδια ζωής. Υπάρχουμε Κωστή, υπάρχουμε επειδή μπορούμε και συνομιλούμε μ' έναν άλλο έρωτα αθώρητο απ' τον κόσμο των μεγάλων, έναν έρωτα μέγα. Μέγα κι απλό.
Το πρώτο άστρο κρεμάστηκε κιόλας πάνω απ' τη μηλιά. Αντιφεγγίζουν στο φως του γυαλίζοντας τα κόκκινα μήλα. Απλώνεται απαλό το βελούδο της νύκτας. Είναι κι αυτή η υγρή ομίχλη και το κερί που κοντεύει να σωθεί. Στη μέση της καρδιάς μου μυρίζει νοσταλγία. Φταίει το φθινόπωρο. Δυνάμωσε κι άλλο ο άνεμος. Λέω να μαζέψω τα χαρτιά μου πριν τα σκορπίσει, να κλείσω και τον κοντυλοφόρο στο συρτάρι. Πίσω απ' την πλάτη μου τινάζεται ένας ψίθυρος σαν σπίθα απ' αναμμένο τζάκι· "μαμά νυστάζω.".
Καληνύχτα και σ' εσένα Κωστή καληνύχτα.
Ζωή Φτέρη
Σχόλια (0)