"Ένα ταξίδι φως"
"Ποιο μπορεί να είναι το όνομά μου;" ρώτησε η γυναίκα και το αγόρι με το φεγγαρένιο πρόσωπο και τα μικρά σκιστά βλέφαρα, κοιτάζοντάς την καταμεσής στα μάτια χαμογέλασε αινιγματικά. "Ποιο μπορεί να είναι το όνομά μου, Γιάννη" ξαναρώτησε η γυναίκα κρατώντας μέσα στα χέρια της τα δικά του.
Το παιδί δεν αποκρίθηκε. Κόλλησε τη μύτη του στο φινιστρίνι και θαύμαζε τη θαλασσογραμμή που άφηνε πίσω του το πλοίο.
"Γιάννη σ' αρέσει η θάλασσα;" το ρώτησε χαμηλόφωνα. "Ναι" της έδωσε να καταλάβει με την κίνηση του κεφαλιού του.
"Έχεις δει ποτέ Γοργόνα να χτενίζεται κάτω απ' το ασήμι του φεγγαριού;"
Ο Γιάννης έδειξε ένα σημείο αόριστα κάπου μακριά στο πέλαγος σαν να ήθελε να πει "να εκεί" και η γυναίκα συμφώνησε πως, ναι εκεί, εκεί είναι.
Το παιδί έδειχνε γοητευμένο, θαρρείς και παρακολουθούσε την εξέλιξη ενός θαύματος που εκείνη δεν μπορούσε να δει αλλά δεν αμφισβητούσε, γιατί πίστευε στην αθωότητα. Αν και δεν έβλεπε τη Γοργόνα, μάθαινε όμως απ' την αρχή τον ήχο και το χρώμα της φαντασίας παρατηρώντας τα κύματα, το μακρινό ορίζοντα και το φεγγάρι, δίπλα σ' ένα τόσο διαφορετικό αγόρι. "Ειδικές ανάγκες ή ειδικά ψυχικά χαρίσματα" αναρωτήθηκε μέσα της.
Κοίταξε άλλη μια φορά το σημείο που της είχε νωρίτερα δείξει. Τα μάτια της θόλωσαν, επέστρεφε στη δική της παιδική ηλικία και συγκινήθηκε. Σε λίγο, λαμπερά και μεγάλα κρέμονταν στα ματοτσίνορα τα δάκρυα. Χαμογελούσε όμως, χαμογελούσε πολύ.
Ο Γιάννης την κοιτούσε μ' ευγνωμοσύνη και θαυμασμό. Ύστερα την άγγιξε τρυφερά στο κεφάλι χαϊδεύοντας τα μαλλιά της και γελούσε, γελούσε, γελούσε ευτυχισμένος απ' την καρδιά του.
"Πατρίδα της χαράς είναι η καρδιά μας" του ψιθύρισε.
"Ναι" είπε το παιδί δίχως να προσθέσει τίποτα. "Ξέρεις τι είναι πατρίδα;" το ρώτησε.
"Ναι η Ελλάδα" απάντησε κι ύστερα από λίγο "και η καρδιά" συμπλήρωσε, δείχνοντας αριστερά στο στήθος του.
Ένα άστρο έγραψε μια μεγάλη τροχιά στον ουρανό και μετά καταποντίστηκε στα βάθη της θάλασσας πέρα μακριά. Τώρα πια, αγκαλιασμένοι παρατηρούσαν όσα συνέβαιναν έξω από το φινιστρίνι στη μαγεία της νύχτας, αγκαλιασμένοι σφιχτά σαν να γνωρίζονταν από χρόνια.
"Εκεί μακριά υπάρχει η μυστική νερένια πολιτεία. Εκεί συμβαίνουν μόνο θαύματα και όλα είναι αλλιώτικα. Εκεί γεννιέται κάθε μέρα μια αχτίδα φως για την αγάπη" έλεγε η γυναίκα.
Αλλοπαρμένος ο Γιάννης κοίταξε ίσαμε πέρα μακριά εκεί που σε λίγο θα ξημέρωναν τα θαύματα. "Τώρα πες μου" την παρακάλεσε.
Πέρασε απ' το νου της το βουητό του κόσμου που έπνιγε τις αδύναμες φωνές και σιωπούσαν κι ύστερα, σαν να είχε φτάσει η δική της στιγμή ετοιμάστηκε, όπως ο πολεμιστής για τη μάχη. Δεν ήξερε τίποτα, ούτε είχε ακούσει ποτέ ιστορίες για τη νερένια πολιτεία. Τούτη η πόλη γεννήθηκε εκείνη τη στιγμή στη φαντασία της κι έπρεπε τώρα να τη χτίσει νερό - νερό, σταγόνα - σταγόνα, δάκρυ - δάκρυ αν ήταν απαραίτητο. Άκουσε προσεκτικά τις μυστικές φωνές μέσα της κι ακόμη πιο καθαρό τον ήχο της αθωότητας στην καρδιά του παιδιού. Ύστερα, αποφασισμένη να μοιραστεί ένα όνειρο μαζί του, το έσφιξε πιο πολύ στην αγκαλιά της και ψιθυριστά άρχισε να του διηγείται.
"Είναι η νερένια πολιτεία, μια απέραντη μεγάλη ωραία πόλη".
"Αρχίζει στη θάλασσα και τελειώνει στον ουρανό" τη διευκόλυνε ο Γιάννης προσθέτοντας τη σκέψη του καθαρή.
"Πώς το ξέρεις;" τον ρώτησε.
"Την βλέπω" είπε απλά το αγόρι κι εκείνη συνέχισε.
"Όπως βλέπεις, είναι φτιαγμένη από όλα τα μπλε κι όλα τα μπλε δεν είναι τίποτα άλλο από χρωματισμένο νερό. Το νερό το βάφουν οι άγγελοι ζωγραφίζοντας πάνω του την αγάπη. Αυτή η πόλη είναι βυθισμένη στη σιωπή. Πρέπει να την πιστεύεις και να αγαπάς με την καρδιά και με το νου για να μάθεις τα μυστικά της. Στους αγαπημένους λύνει τη σιωπή της. Τότε η σιωπή γίνεται μελωδία , χαρούμενες φωνές και φως. Τότε, τίποτα δεν χωρίζει τον ουρανό από τη θάλασσα μα ούτε και τους αγαπημένους". (Συνεχίζεται)
Εκεί σταμάτησε για λίγο. Ήθελε να βεβαιωθεί πως καταλάβαινε το παιδί. Ερευνητικά έψαχνε κάτι στο βλέμμα του, μιαν απόδειξη, ένα σημάδι τόσο δα κάπου εκεί στο σκίσιμο των ματιών.
Οι ματιές τους συναντήθηκαν και ξανασυναντήθηκαν με νόημα. Είναι κάποιες τέτοιες στιγμές που τα μάτια λένε πολλά περισσότερα από τα χείλη. Μάτια πέλαγα και μέσα τους τα φώτα της νερένιας πολιτείας, ακοίμητοι φρουροί των ονείρων.
"Κάποτε, θα σε ταξιδέψω μακριά" είπε το αγόρι.
"Πόσο μακριά θα με ταξιδέψεις καπετάνιε;" ρώτησε η γυναίκα.
"Μακριά και κοντά δηλαδή, να μέχρι τη νερένια πολιτεία. Θέλω να σου ζωγραφίσω την αγάπη".
Σχεδόν ταυτόχρονα έδειξαν κάτι λαμπερό μακριά που αναβόσβηνε
"Είναι ο φάρος , εκείνης της πόλης" του τόνισε επιμένοντας να δείχνει τη λάμψη που μια φώτιζε και μια έσβηνε το στερέωμα".
Ο Γιάννης ξανακοίταξε χαμογελώντας πλατιά. Έξω απ' το φινιστρίνι κάποιες σκιές πήγαν κι ήρθαν κοιτάζοντας προς τα μέσα. Έτριψε τα χέρια του αμήχανα κι ύστερα σαν όλη του η ζωή να είχε μαζευτεί στα μάτια της γυναίκας κρεμάστηκε απ' αυτά και περίμενε, ψιθυρίζοντας κάτι σαν τραγούδι δικό του, αργά - αργά στην αρχή κι έπειτα ένα τόνο θριαμβευτικό στη φωνή του, σαν να είχε κερδίσει μια μάχη.
Φάνηκε πάλι πλατύγυρο ασημένιο το φεγγάρι και ξύπνησε τη λαχτάρα της ν' ανακαλύψει το κρυμμένο φως στην ψυχή του αγοριού.
"Είμαι ευτυχισμένη που είμαστε απόψε μαζί" του είπε "μαζί σου γίνομαι κι εγώ παιδί , σαν εσένα".
"Ναι" συμφώνησε.
"Γιάννη, περίμενε" του ζήτησε "θα γυρίσω αμέσως, έρχομαι". Στον γυρισμό έφερε δυο λεμονάδες μέσα σε δυο στολισμένα ποτήρια. Σαν να είχε μαντέψει τις σκέψεις της, ύψωσε το ποτήρι του και φώναξε: "για την αγάπη!".
"Και για τη νερένια πολιτεία και για τα θαύματα" συμπλήρωσε.
Από το διπλανό τραπέζι γύρισαν και κοίταζαν. Μπορεί και να έδειχναν ενοχλημένοι. Μόνον ένας γέρος τους παρατηρούσε ατάραχος, χαϊδεύοντας τ' άσπρα του γένια.
Ο μικρός γύρεψε να μάθει τη συνέχεια της ιστορίας που είχαν αφήσει λίγο πριν, στο φάρο. Έγειρε τρυφερά στο στήθος της.
"Πάμε λοιπόν, ένα ταξίδι στο φως" έκανε η γυναίκα με τον ίδιο θριαμβευτικό τόνο που είχε χρωματίσει το τραγούδι του παιδιού.
"Μαζεύτηκαν όλες οι Γοργόνες απ' όλα τα πέλαγα μια νύχτα με πανσέληνο, όπως αυτή τη νύχτα έτσι και τότε, σεργιάνισαν τα κύματά τους από γιαλό σε γιαλό κι από νησί σε νησί, ψάχνοντας να βρουν τον ωραιότερο τόπο της θάλασσας. Γύρεψαν όλες τις θάλασσες του κόσμου κι όλες τις στεριές. Άλλοτε τα κύματα θέριευαν και γίνονταν ψηλά σαν τα βουνά κι άλλοτε μέρευαν και χαμήλωναν κι ήταν μόνο άσπρος αφρός γεμάτος μυρωδιές και τραγούδια. Ψάχνοντας λοιπόν έφτασαν σε τούτο το πέλαγος ύστερα από πολύ μεγάλο και μακρινό ταξίδι".
"Το λένε, Κρητικόν Πέλαγος" είπε ο Γιάννης ξαφνιάζοντάς την, ακόμα μια φορά "Κρητικόν Πέλαγος".
"Μπράβο καπετάνιε" τον επάινεσε "μπράβο, είσαι φοβερός".
"Φοβερός, καπετάνιος, φοβερός" επανέλαβε το παιδί και χτύπησε παλαμάκια ενθουσιασμένο.
"Και τώρα, πώς πάμε παρακάτω, τι λέμε στη συνέχεια" συλλογίστηκε η γυναίκα.
Το αγόρι την έβγαλε και πάλι από τη δύσκολη θέση.
"Όταν τα κύματα ήρθαν εδώ, ναι, κατάλαβαν πως ήταν όλα ίδια, πως έμοιαζαν και οι Γοργόνες ήταν όλες μανούλες".
"Έτσι…" πήρε το λόγο εκείνη "άρχισαν να φτιάχνουν τη νερένια πολιτεία και ορκίστηκαν να μην την εγκαταλείψουν ποτέ. Ήθελαν να μείνουν παντοτινά μαζί. Εκεί κάτω στο βυθό κοντά στα σπλάχνα της γης έφτιαξαν μεγάλες σπηλιές , απέραντους κήπους με μυστικά περάσματα και ασημένια ποτάμια από φως. Τις νύχτες, όταν χαμήλωνε ο ουρανός, η νερένια πολιτεία γέμιζε θαύματα. Τότε ουρανός και θάλασσα έσμιγαν, σ' ένα ατέλειωτο χρωματιστό μπλε. Τ' αστέρια αφήνονταν στην αγκαλιά των κυμάτων και ταξίδευαν ακολουθώντας πότε την ρότα των καραβιών και πότε τις καρδιές των αγαπημένων. Τα φεγγάρια τραγουδούσαν για την αγάπη κι επειδή τα φεγγάρια τα βλέπουν όλα ασημένια το τραγούδι τους..."
"Το ξέρω, το ξέρω" φώναξε χαρούμενος ο Γιάννης "σου το τραγούδησα πριν, ε;"
"Θέλω να το ξανακούσω τον παρακάλεσε.
Κι εκείνος: "η καρδιά ασημένια / φωτίζει τη νύχτα φεγγάρι παιδί / η αγάπη στα δίχτυα κλωστή μεταξένια / και χρυσό της χαράς το κλειδί".
"Θέλεις να σου το ξανατραγουδήσω;" τη ρώτησε και πριν του αποκριθεί ξανάρχισε πιο ζωηρά, πιο δυνατά, πιο καθαρά.
Και μετά, "θέλεις να σου το μάθω;".
Και της το έμαθε. Κι όλο αγκαλιάζονταν σφιχτά, κι όλο χτυπούσαν παλαμάκια και γέμισε ασήμι και φως το φινιστρίνι και τα γένια του γέρου που ατάραχος παρακολουθούσε. Οι άλλοι, είχαν φύγει νωρίς. Κοιτάχτηκαν στα μάτια με θαυμασμό. Είχαν ανακαλύψει ο καθένας το μυστικό βυθό της καρδιάς του άλλου.
"Είμαστε γεννημένοι για να γνωρίσουμε τη νερένια πολιτεία. Κάποτε, Αύριο, οι ευχές και τα όνειρά μας, με κάποιο κύμα θα φτάσουν εκεί και θα σμίξουν με χιλιάδες άλλα. Θα γίνουν παράθυρα στο φως και θα έχουν γαλάζιες γιρλάντες απ' το χρώμα της αθωότητας. Κάποτε" συνέχιζε να μιλάει η γυναίκα "κάποτε, ένα δάκρυ κύλησε σ' ένα ροζ μαγουλάκι κι ύστερα έπεσε αθόρυβα στη θάλασσα. Το κοριτσάκι που ήταν δικό του το δάκρυ, ευχήθηκε να γίνει διαμάντι , να ταξιδέψει σ' όλους τους ωκεανούς κι ύστερα να επιστρέψει πάλι σ' εκείνο και να του χαρίσει την ευτυχία. Και ταξίδεψε το δάκρυ πότε με το ένα και πότε με τ' άλλο κύμα, ώσπου γνώρισε όλον τον κόσμο. Σαν πέρασε από τη νερένια πολιτεία στέριωσε η ευχή και μετά γύρισε πίσω ψάχνοντας για το κοριτσάκι που ήταν πια μια ωραία κοπέλα".
-Και τι έγινε τότε; ρώτησε το αγόρι.
-Τότε ο αγαπημένος της, της χάρισε ένα δαχτυλίδι και ήθελε και της ζήτησε να μοιραστούν τη Ζωή και τα όνειρα.
-Και το διαμάντι έλαμπε πάνω στο χέρι της, όπως τότε το δάκρυ.
-Μα γιατί τότε έκλαψε; απόρρησε ο μικρός.
-Γιατί πρώτη φορά, συνάντησε τη θλίψη, στα μάτια των ανθρώπων. Το χρώμα της μοναξιάς είναι πένθιμο. Το καταλάβαινε στο μαύρο ρούχο της γιαγιάς της και στα κλειστά παραθυρόφυλλα.
-Όμως έγινε η ευχή.
-Ήταν από την καρδιά της. Οι ευχές και τα θαύματα είναι στην καρδιά.
-Ήταν θαύμα;
"Ήταν θαύμα" είπε η γυναίκα "μια αχτίδα φως απ' τον ήλιο της νερένιας πολιτείας φώτισε την ψυχή της κοπέλας και τώρα μιαν άλλη αχτίδα έρχεται να φωτίσει τις δικές μας ψυχές". "Εγώ" πήρε το λόγο το παιδί "πηγαίνω την ευχή μου στον ήλιο , με τα μαγικά μου φτερά. Μετά βλέπω όλα τα παιδιά και όλους τους ανθρώπους να χαμογελούν. Τα παιδιά φορούν τον ήλιο στα μαλλιά και γίνονται κυβερνήτες".
"Κυβερνήτες της αγάπης στην αυτοκρατορία του φωτός". Σκέφτηκε εκείνη και μια μεγαλόπρεπη φωτεινή δέσμη διαπέρασε το νου της.
"Αστράφτει , κοίτα" είπε το αγόρι γελώντας και γέλασαν δυνατά.
Η νύχτα είχε προχωρήσει πολύ μα δε νύσταζαν. Ένιωθαν την αγάπη να ξεχειλίζει στις καρδιές. Όταν η αγάπη γίνεται απέραντη δεν υπάρχουν λόγια να την περιγράψουμε. Τότε η αγάπη λάμπει ανείπωτο φως·ένα ποτάμι φως που τρέχει στην υδρόγειο.
"Εγώ, θα πάω στη νερένια πολιτεία. Θέλω ν' αφήσω τον ήλιο της ευχής μου εκεί. Αυτό τον ήλιο που φορώ στα μαλλιά μου. Με πιστεύεις;" γύρεψε απόκριση το παιδί.
"Πιστεύω στα παιδιά και τα θαύματα. Εσύ είσαι και τα δύο" του απάντησε.
Καμιά φορά η σιωπή, η βαθιά σιωπή αποτελεί από μόνη της ένα σπουδαίο, ένα μεγάλο ταξίδι. Κράτησε πολύ ανάμεσά τους η σιωπή, ίσως τόσο όσο και μια φευγαλέα αιωνιότητα. Διάβασαν στα μάτια την ομολογία της αθωότητας κι άκουσαν τα φτερουγίσματα των αγγέλων που κατέβαιναν και ξανακατέβαιναν στη γη ακούραστοι κάθε παραμονή Χριστουγέννων. Με τη φαντασία τους καλπάζουσα είχαν φτάσει στη νερένια πολιτεία. Καταδύθηκαν στα μπλε ακούγοντας το μουρμουρητό του νερού. Ξεδίπλωσαν τα όνειρα και τις ευχές κι ο υγρός κόσμος πλημμύρισε μελωδίες και θαύματα. Ήταν δυο πρόσωπα που έγραφαν με ξεχωριστή δύναμη την ιστορία της αγάπης, σκηνοθετώντας την ευτυχία πάνω στην απεραντοσύνη του γαλάζιου.
"Αύριο Γιάννη, αύριο" έκανε ψιθυρίζοντας η γυναίκα "η θάλασσα θα 'χει ξεχάσει τη ρότα του καραβιού μας·ναι, τούτη η ολόλευκη θαλασσογραμμή θα 'χει σβήσει, μα τα όνειρά μας, τα δικά σου και τα δικά μου, θα 'χουν γίνει κύματα στη μπλε φορεσιά της. Η Γοργόνα που είδες πριν θα τα σεργιανίσει κάτω απ' το φως του φεγγαριού , μέχρι να τα φτάσει εκεί, στο φάρο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τούτη τη νύχτα Γιάννη. Χίλιες φορές θα 'ρχεται να με βρίσκει και χίλιες φορές θα την περιμένω, από πανσέληνο σε πανσέληνο και από ταξίδι σε ταξίδι".
"Τώρα ξέρω την καρδιά σου. Είναι ένα ρόδι" είπε το αγόρι και κάτι ψαχούλεψε στη βαθιά τσέπη του πανωφοριού του.
"Κι η δική σου καρδιά ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, τρι-α-ντά-φυλ-λο κοκ-κι-νο" συλλάβισε εκείνη.
Ξεχύθηκε απ' το κλειστό φινιστρίνι ένα ποτάμι φως ουρανοθάλασσα και τους αγκάλιασε και τους πήγε μακριά εκεί που είχαν ονειρευτεί. Στα χέρια τους έπλεκαν κομποσκοίνι τ' άστρα και τα βότσαλα. Πίστεψαν πως το φεγγάρι ήταν δικό τους , πίστεψαν κι άλλα πολλά. Πίστεψαν στο μεγαλείο της αγάπης. Οι ανάσες τους έσμιξαν ζεστές στο παγωμένο τζάμι. Ζωγράφισαν μια μεγάλη καρδιά σημαδεμένη από ένα βέλος και μέσα έγραψαν "ΖΩΗ", έτσι με κεφαλαία γράμματα. Τραγούδησαν ξανά το ασημένιο τραγούδι του φεγγαριού για την αγάπη.
"Έχεις μεγάλα ολόλευκα φτερά και μπορείς να πετάξεις, να πετάξεις μακριά" είπε η γυναίκα.
"Θέλω να 'ρθεις μαζί μου κι εσύ" την παρακάλεσε "είσαι δυνατή".
Έκλεισαν τα μάτια κι οι δυο. Πίσω απ' τα κλειστά ματοτσίνορα όλα τα θαύματα ήταν δικά τους. Χιλιάδες χέρια πιασμένα στον ίδιο κυκλικό χορό γύρω από το υγρό φως της νερένιας πολιτείας. Μυριάδες μυριάδων κύματα έφταναν φορτωμένα ευχές και όνειρα απ' τα πέρατα του κόσμου. Είδαν τα έργα της αγάπης στεφανωμένα με δαφνόφυλλα κι ελιά. Άκουσαν τον ύμνο στη φιλία. Άγγιξαν τη μαρμάρινη κληματαριά στην είσοδο της μυστικής σπηλιάς στο βυθό της ελπίδας και βρήκαν την αλαργοκοιμισμένη νεράιδα. Έμαθαν πως η ελπίδα μπορεί να κοιμάται, όμως μένει παντοτινά αθάνατη. Ξύπνησαν τον πέτρινο θεό του χρόνου κι είδαν τις ψυχές να λαμπυρίζουν, αστρολούλουδα στην αιωνιότητα. Άκουσαν τις προσευχές των λαών κι αντίκρισαν τα λόγια , τα λόγια της κάθε προσευχής να κατευθύνονται προς τα πάνω , αναζητώντας την πατρίδα τους, τον ουρανό με νοσταλγία. Και να που η πανσέληνος είχε αγκαλιάσει όλο το πέλαγος απ' άκρη σ' άκρη. Κοντυλογραμμένη η Γοργόνα χτένιζε τα μαλλιά της και τ' αποχτενίδια δαχτυλίδια χάνονταν στον αφρό. Ένιωσαν στην καρδιά τους, τη μελωδία των αγγέλων ν' απλώνεται στον αιθέρα. Κατάργησαν τους φραγμούς και τα σύνορα, όλος ο κόσμος, όλη η πλάση ξημέρωνε παράδεισος·κι όλοι, όλοι είχαν μεγάλες φτερούγες και μπορούσαν να πετάξουν. Μίλησαν με τους ποιητές, ήταν όλοι ποιητές οραμάτων αγίων. Η νερένια πολιτεία είχε γιορτή.
Ξημέρωνε, στην αγκαλιά τους. Πόσο απλά. Μια ηλιαχτίδα τρεμόπαιζε στα μισόκλειστα ακόμη βλέφαρα του αγοριού. Πόσα όνειρα ταξίδεψαν μέσα στα μάτια του, πόσα μπλε, πόσα δάκρυα. Δεν ήξερε. Ήξερε μόνο πως με κλειστά ή ανοιχτά μάτια, τα όνειρα είναι πάντα ωραία. Καμιά φορά γίνονται μεγάλα πανιά στο καράβι της ζωής μας και την ταξιδεύουν, πάντα μακριά και πιο μακριά, ως το άπειρο. Της πέρασε από το μυαλό να ξαναρωτήσει το παιδί για το όνομά της κι όχι από περιέργεια, όχι, μα για έναν άλλο λόγο που ούτε η ίδια μπορούσε να ερμηνεύσει. Πρόσεχε τον τρόπο που ανοιγόκλεινε τα μάτια του ευτυχισμένο στο φως και της φάνηκε πως αυτό ήταν το πρωτοξύπνημα στην αιωνιότητα. Αβίαστα του χαμογέλασε πλατιά.
Απολάμβαναν πια τον πρωινό φωτεινό ορίζοντα παρακολουθώντας το πέταγμα των γλάρων μακριά κατά τ' ακρωτήρι που φαίνονταν. Σε λίγο οι δρόμοι τους θα χώριζαν. Το 'ξεραν και οι δύο. Έδειχναν ευχαριστημένοι, σαν ο καθένας τους χωριστά, αλλά και οι δύο μαζί να είχαν ανακαλύψει κάτι διαφορετικό σ' αυτό το ταξίδι.
Η γυναίκα μαγεμένη θαύμαζε τη θάλασσα.
"Τι αδιαίρετο μεγαλείο" σκέφτηκε "σαν την αγάπη"
Απροσδόκητα γύρισε το παιδί και ρώτησε "μήπως είσαι δασκάλα;"
Κι εκείνη "ας πούμε πως ναι, πως είμαι δασκάλα Γιάννη" του απάντησε.
"Το είχα καταλάβει, από την αρχή το είχα καταλάβει" είπε το παιδί "αλλά δεν είναι αυτό, άλλο θέλω να ξέρω".
"Ναι Γιάννη, τι, τι θέλεις να ξέρεις" το ενθάρρυνε.
"Να, σκέφτομαι τι ωραίο, τι πιο ωραίο, σου λένε τα παιδιά ε;" ψιθύρισε ντροπαλά.
Ο νους της ταξίδεψε σε δεκάδες παιδιά, όλα όσα είχαν περάσει από τη ζωή της σ' εκείνο το σχολείο. Θυμήθηκε πολλές ωραίες στιγμές μαζί τους, μα στάθηκε σε μία, συγκινημένη βαθιά.
"Ό,τι ωραιότερο μου λένε Γιάννη τα παιδιά" είπε "είναι η καληνύχτα τους κάθε βράδυ. Είναι μια ευχή απ' την καρδιά τους, γι' αυτό, ως τώρα όλες οι νύχτες μου είναι καλές, απέραντα καλές, σαν την καρδιά τους".
Κοιτάχτηκαν στα μάτια, μια ακόμη φορά. Το πλοίο ανακοίνωνε θριαμβευτικά την είσοδό του στο λιμάνι. Έβλεπαν τα βενετσιάνικα κάστρα και τα πρώτα σπίτια και πιο πίσω τις κορφές των βουνών περήφανες κι αγέραστες όπως πάντα. Τώρα πια πηγαινοέρχονταν πολλοί άνθρωποι γύρω τους φορτωμένοι αποσκευές. Αδιάφοροι, παγερά αδιάφοροι άνθρωποι.
"Φτάνουμε Γιάννη" του θύμισε "θέλω να σε αποχαιρετήσω".
"Ναι" έκανε το παιδί σκύβοντας το κεφάλι.
Ο γέρος πλησίασε κοντά τους σαν κάτι να περίμενε. Η σιωπή του αποκάλυπτε περισσότερα, πολλά περισσότερα. Της έσφιξε το χέρι κι ύστερα χτύπησε απαλά στην πλάτη το αγόρι.
"Αντίο" είπε "αντίο κι ευχαριστώ".
"Καλημέρα!" φώναξε ο Γιάννης ζωηρά και την αγκάλιασε πιο ζεστά, πιο σφιχτά, σαν να ήθελε να την κρατήσει για πάντα.
"Καλημέρα !" ξαναφώναξε "σε λένε Καλημέρα και Καληνύχτα και Ζωή, σε λένε και Ζωή".
Συνταξιδέψαμε με το Γιάννη πέρισυ τα Χριστούγεννα από τον Πειραιά για την Κρήτη. Ήμουν τότε πολύ ευτυχισμένη μα και πολύ ανήσυχη. Ο περσινός Γενάρης μου έδωσε ένα μεγάλο χαστούκι. Η καλημέρα και η καληνύχτα , όταν είναι από καρδιάς χωράει στη Ζωή και σώζει. Δεν κατέθεσα ευτυχώς ακόμη , τη σφεντόνα μου. Σημαδεύω κάτι αδέσποτα όνειρα μεθυσμένα μπλε.
Ζωή Φτέρη
Σχόλια (0)