Συμβαίνει εδώ στο διαδίκτυο, συχνά να γνωριζόμαστε όμορφα… Έτσι «γνώρισα» τη Βασιλική Κουβαρντά από τη Μυτιλήνη που έγινε αφορμή για τη σημερινή βιογραφία, καθώς την αδελφή Μακρή την είχε γνωρίσει προσωπικά, έτσι γνώρισα και την αδελφή Μαρία Δελή και το σύζυγό της, Σταμάτη. Εδώ τους βλέπουμε να κάνουν έργο σταντ στο ΜΕΤΡΟ της Ανθούπολης στο Περιστέρι… Υπέροχοι άνθρωποι… Απλή και αυθόρμητη η Μαρία, είδε το χθεσινό δημοσίευμα μου εδώ, κατάλαβε την αγάπη μου για τα σύκα και μου τα πρόσφερε… Ένα εσωτερικό μήνυμα ήταν αρκετό: «Σύκα έχουμε μπόλικα». Πήγαμε το ίδιο απόγευμα. Μένουμε κοντά, άλλωστε… Και απολαύσαμε δυο ώρες όμορφης κοινωνικής συναναστροφής… Εδώ, στην τελευταία Συνέλευση Περιφερείας 2015 στη Μαλακάσα, με την κόρη τους… ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ ΓΙΑ ΤΗ ΣΚΟΠΙΑ Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΜΑΚΡΗ Η μητέρα μου με εκλιπαρούσε: «Άφησε τον άντρα σου· τα αδέλφια σου θα σου βρουν καλύτερο». Γιατί ήθελε η αγαπημένη μου μητέρα να διαλύσω το γάμο μου; Τι την είχε αναστατώσει τόσο πολύ;
Γεννήθηκα το 1897 στο μικρό χωριό Άμπελος της Σάμου. Τα μέλη της οικογένειάς μου ήταν αφοσιωμένα στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο πατέρας μου πέθανε λίγο προτού γεννηθώ, και η μητέρα μου, τα τρία αδέλφια μου και εγώ έπρεπε να εργαζόμαστε σκληρά για να επιβιώσουμε μέσα στην εξαθλιωτική φτώχεια εκείνης της εποχής.
Ο Α΄Παγκόσμιος Πόλεμος ξέσπασε το 1914, και λίγο αργότερα τα δυο μεγαλύτερα αδέλφια μου κλήθηκαν να καταταγούν στο στρατό. Ωστόσο, για να αποφύγουν τη στράτευση, μετανάστευσαν στην Αμερική, αφήνοντας εμένα και τον άλλο μου αδελφό στο σπίτι με τη μητέρα. Έπειτα από μερικά χρόνια, το 1920, παντρεύτηκα τον Δημήτρη, ένα νεαρό δάσκαλο στο χωριό μας.
Μια Σημαντική Επίσκεψη Λίγο καιρό μετά το γάμο μας, ήρθε ο αδελφός της μητέρας μου από την Αμερική για να μας επισκεφτεί. Είχε φέρει μαζί του έναν από τους τόμους των Γραφικών Μελετών, που τον είχε γράψει ο Κάρολος Τέηζ Ρώσσελ. Ήταν ένα έντυπο των Σπουδαστών της Γραφής, οι οποίοι είναι τώρα γνωστοί ως Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Όταν ο Δημήτρης άνοιξε το βιβλίο, πρόσεξε ένα θέμα για το οποίο διερωτιόταν από μικρό παιδί: «Τι συμβαίνει στον άνθρωπο όταν πεθαίνει;» Στο γυμνάσιο είχε ρωτήσει κάποιον θεολόγο για αυτό ακριβώς το θέμα αλλά δεν είχε λάβει ικανοποιητική απάντηση. Οι ξεκάθαρες και λογικές απαντήσεις που υπήρχαν σε αυτό το έντυπο ευχαρίστησαν τόσο πολύ τον Δημήτρη ώστε πήγε κατευθείαν στο καφενείο του χωριού. Εκεί τους μίλησε για τα πράγματα που είχε μάθει από την Αγία Γραφή.
Τασσόμαστε Υπέρ της Αλήθειας της Αγίας Γραφής Εκείνη περίπου την εποχή—στις αρχές της δεκαετίας του 1920—η Ελλάδα βρισκόταν στο μέσο ενός ακόμα πολέμου. Ο Δημήτρης στρατολογήθηκε και στάλθηκε στην ηπειρωτική Τουρκία, στη Μικρά Ασία. Τραυματίστηκε και τον έστειλαν πίσω. Μετά την ανάρρωσή του, πήγα και εγώ μαζί του στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Όταν ο πόλεμος τελείωσε ξαφνικά το 1922, έπρεπε να φύγουμε επειγόντως. Μάλιστα, διαφύγαμε με δυσκολία μέσα σε ένα σαπιοκάραβο που πήγαινε στη Σάμο. Μόλις φτάσαμε σπίτι, γονατίσαμε και ευχαριστήσαμε τον Θεό—έναν Θεό τον οποίο ακόμα γνωρίζαμε ελάχιστα.
Σύντομα ο Δημήτρης διορίστηκε δάσκαλος σε ένα σχολείο στο Βαθύ, την πρωτεύουσα του νησιού. Συνέχισε να διαβάζει τα έντυπα των Σπουδαστών της Γραφής και, μια βροχερή νύχτα, μας επισκέφτηκαν δύο από αυτούς οι οποίοι είχαν έρθει από τη Χίο. Είχαν επιστρέψει από την Αμερική για να υπηρετήσουν ως βιβλιοπώλες διάκονοι, όπως αποκαλούνταν οι ολοχρόνιοι ευαγγελιστές. Τους φιλοξενήσαμε τη νύχτα, και μας είπαν πολλά γύρω από τους σκοπούς του Θεού.
Αργότερα ο Δημήτρης μού είπε: «Πηνελόπη, καταλαβαίνω ότι αυτή είναι η αλήθεια και πρέπει να την ακολουθήσω. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να πάψω να ψέλνω στην εκκλησία και ότι δεν μπορώ να εκκλησιάζομαι με τα παιδιά του σχολείου». Μολονότι η γνώση μας για τον Ιεχωβά ήταν περιορισμένη, είχαμε ισχυρή επιθυμία να τον υπηρετήσουμε. Έτσι, απάντησα: «Εγώ δεν θα σου γίνω εμπόδιο. Προχώρα».
Στη συνέχεια μου είπε κάπως διστακτικά: «Ναι, αλλά αν εκδηλωθούμε, θα χάσω την εργασία μου».
«Δεν πειράζει», είπα, «μήπως όλοι οι άνθρωποι ζουν με το διδασκαλικό επάγγελμα; Είμαστε νέοι και δυνατοί και, με τη βοήθεια του Θεού, θα καταφέρουμε να βρούμε άλλη εργασία».
Εκείνον περίπου τον καιρό, μάθαμε ότι ένας άλλος Σπουδαστής της Γραφής—βιβλιοπώλης διάκονος και αυτός—είχε έρθει στη Σάμο. Όταν ακούσαμε ότι η αστυνομία δεν του έδωσε άδεια να εκφωνήσει μια δημόσια Γραφική ομιλία, πήγαμε να τον βρούμε. Τον είδαμε σε ένα κατάστημα να συζητάει με δυο θεολόγους. Ντροπιασμένοι εξαιτίας τού ότι δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν τις πεποιθήσεις τους από την Αγία Γραφή, οι θεολόγοι σε λίγο έφυγαν. Ο σύζυγός μου, ο οποίος είχε εντυπωσιαστεί από τις γνώσεις του βιβλιοπώλη διακόνου, ρώτησε: «Πώς μπορείτε να χειρίζεστε την Αγία Γραφή με τόση ευχέρεια;»
«Εμείς μελετάμε την Αγία Γραφή με σύστημα», απάντησε εκείνος. Άνοιξε την τσάντα του, έβγαλε το βιβλίο μελέτης Η Κιθάρα του Θεού και μας έδειξε πώς να χρησιμοποιούμε αυτό το βιβλίο για να κάνουμε τέτοιου είδους μελέτη. Θέλαμε τόσο πολύ να μάθουμε, ώστε ο σύζυγός μου, εγώ, ο βιβλιοπώλης διάκονος και δυο άλλοι άντρες πήγαμε αμέσως μαζί με τον καταστηματάρχη στο σπίτι του. Ο βιβλιοπώλης έδωσε στον καθένα μας ένα αντίτυπο του βιβλίου Η Κιθάρα του Θεού και ευθύς αρχίσαμε να μελετάμε. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και εμείς ακόμα μελετούσαμε, και κατόπιν, ενώ κόντευε να χαράξει, αρχίσαμε να μαθαίνουμε τους ύμνους που έψελναν οι Σπουδαστές της Γραφής.
Έκτοτε, άρχισα να μελετώ την Αγία Γραφή πολλές ώρες την ημέρα. Σπουδαστές της Γραφής από το εξωτερικό μάς έστελναν βοηθήματα μελέτης της Αγίας Γραφής. Τον Ιανουάριο του 1926, αφιερώθηκα στον Θεό με προσευχή, κάνοντας ευχή να εκτελώ το θέλημά του ανεπιφύλακτα. Αργότερα εκείνο το καλοκαίρι, ο σύζυγός μου και εγώ συμβολίσαμε την αφιέρωσή μας με το βάφτισμα. Είχαμε την ισχυρή επιθυμία να μιλάμε σε άλλους για τα πράγματα που μαθαίναμε, και έτσι αρχίσαμε να βγαίνουμε στο έργο από πόρτα σε πόρτα, προσφέροντας το φυλλάδιο Άγγελμα Ελπίδος.
Υπομένουμε Σφοδρή Εναντίωση Μια ημέρα, κάποια νεαρή κυρία με προσκάλεσε να πάμε σε ένα εκκλησάκι για να παρακολουθήσουμε τη λειτουργία. «Εγώ έπαψα να λατρεύω τον Θεό με αυτόν τον τρόπο», της εξήγησα. «Τώρα τον λατρεύω με πνεύμα και αλήθεια, όπως διδάσκει η Γραφή». (Ιωάννης 4:23, 24) Έμεινε κατάπληκτη και διέδωσε παντού τα νέα, αναμειγνύοντας και το σύζυγό μου.
Σχεδόν όλοι άρχισαν να εναντιώνονται. Πουθενά δεν μπορούσαμε να βρούμε ησυχία—ούτε στο σπίτι μας ούτε στις συναθροίσεις που διεξήγαμε με τα λίγα ενδιαφερόμενα άτομα που υπήρχαν στο νησί. Με την υποκίνηση των Ορθόδοξων ιερέων, συγκεντρώνονταν όχλοι έξω από το μέρος όπου συναθροιζόμασταν, οι οποίοι πετούσαν πέτρες και εκστόμιζαν προσβλητικά λόγια.
Όταν διανέμαμε το φυλλάδιο Άγγελμα Ελπίδος, μαζεύονταν γύρω μας παιδιά και φώναζαν «Χιλιαστές» και άλλα δυσφημιστικά ονόματα. Οι συνάδελφοι του συζύγου μου άρχισαν και αυτοί να του δημιουργούν προβλήματα. Στα τέλη του 1926, παραπέμφθηκε σε δίκη, κατηγορήθηκε ως ακατάλληλος να υπηρετεί ως δάσκαλος σε δημόσιο σχολείο και καταδικάστηκε σε 15 ημέρες φυλάκιση.
Όταν το έμαθε αυτό η μητέρα μου, με συμβούλεψε να εγκαταλείψω το σύζυγό μου. «Άκουσε, αγαπημένη μου μητέρα», απάντησα, «εσύ ξέρεις, όπως και εγώ, πόσο σε αγαπώ και σε εκτιμώ. Αλλά δεν μπορώ να σε αφήσω να κλείσεις το δρόμο ώστε να μη λατρεύουμε τον αληθινό Θεό, τον Ιεχωβά». Έφυγε πικραμένη για το χωριό της.
Το 1927 έγινε στην Αθήνα μια συνέλευση των Σπουδαστών της Γραφής, και ο Ιεχωβά μάς άνοιξε το δρόμο για να παρευρεθούμε. Νιώσαμε συγκίνηση και ενισχυθήκαμε πνευματικά καθώς συγκεντρωθήκαμε με τόσο πολλούς ομοπίστους. Επιστρέφοντας στη Σάμο, διανείμαμε 5.000 αντίτυπα του φυλλαδίου Μια Μαρτυρία στους Κυβερνήτες του Κόσμου σε πόλεις και χωριά του νησιού μας.
Εκείνη περίπου την εποχή, έπαυσαν τον Δημήτρη από τη θέση του ως δασκάλου και, εξαιτίας της προκατάληψης που υπήρχε εναντίον μας, ήταν σχεδόν αδύνατον να βρει εργασία. Αλλά εφόσον ήξερα ράψιμο και ο Δημήτρης ήταν καλός ζωγράφος, καταφέρναμε να εξοικονομούμε τα απαραίτητα της ζωής. Το 1928, ο σύζυγός μου και οι τέσσερις άλλοι Χριστιανοί αδελφοί στη Σάμο καταδικάστηκαν σε δίμηνη φυλάκιση επειδή κήρυτταν τα καλά νέα. Εγώ ήμουν η μόνη από τους Σπουδαστές της Γραφής που απέμεινα ελεύθερη και έτσι μπορούσα να τους πηγαίνω φαγητό στη φυλακή.
Παλεύω με Σοβαρές Αρρώστιες Κάποια εποχή αρρώστησα από φυματώδη σπονδυλίτιδα, μια χρόνια ασθένεια που τότε ήταν άγνωστη. Είχα ανορεξία και συνεχή, υψηλό πυρετό. Για να γίνω καλά, με έβαλαν σε γύψο από το λαιμό ως τους μηρούς. Προκειμένου να τα βγάλουμε πέρα, ο σύζυγός μου πούλησε ένα κτήμα ώστε να συνεχίσω τη θεραπεία. Καταθλιμμένη, προσευχόμουν καθημερινά στον Θεό να μου δίνει δύναμη.
Οι συγγενείς που με επισκέπτονταν έριχναν συνεχώς λάδι στη φωτιά της εναντίωσης. Η μητέρα μου έλεγε ότι όλες αυτές τις στενοχώριες τις περνούσαμε επειδή είχαμε αλλάξει τη θρησκεία μας. Μη μπορώντας να κινηθώ, μούσκευα το μαξιλάρι μου από τα δάκρυα καθώς ικέτευα τον ουράνιο Πατέρα μας να μου δίνει υπομονή και θάρρος για να αντέξω.
Στο κομοδίνο, είχα την Αγία Γραφή μου και μια ποσότητα βιβλιαρίων και φυλλαδίων για τους επισκέπτες. Οι συναθροίσεις της μικρής εκκλησίας μας διεξάγονταν στο σπίτι μας, και αυτό ήταν μια ευλογία· μπορούσα να λαβαίνω τακτικά πνευματική ενθάρρυνση. Αναγκαστήκαμε να πουλήσουμε άλλο ένα κτήμα ώστε να πληρώσουμε για τη θεραπεία που μας συνέστησε κάποιος γιατρός στην Αθήνα.
Λίγο αργότερα, μας επισκέφτηκε ο περιοδεύων επίσκοπος. Λυπήθηκε πολύ που είδε εμένα σε αυτή την κατάσταση και τον Δημήτρη άνεργο. Με καλοσύνη, μας βοήθησε να κάνουμε διευθετήσεις ώστε να εγκατασταθούμε στη Μυτιλήνη. Μετακομίσαμε εκεί το 1934, και ο Δημήτρης κατάφερε να βρει εργασία. Εκεί βρήκαμε επίσης θαυμάσιους Χριστιανούς αδελφούς και αδελφές που με περιποιήθηκαν στην αρρώστια μου. Με τον καιρό, έπειτα από πέντε χρόνια θεραπείας, έγινα τελείως καλά.
Εντούτοις, το 1946, λίγο μετά το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, αρρώστησα ξανά σοβαρά, αυτή τη φορά από φυματώδη περιτονίτιδα. Ήμουν κατάκοιτη πέντε μήνες με υψηλό πυρετό και πολλούς πόνους. Αλλά, όπως και την πρώτη φορά, δεν έπαψα ποτέ να μιλώ για τον Ιεχωβά στους επισκέπτες μου. Σιγά σιγά, έγινα και πάλι καλά.
Σκαπανικό Παρά την Εναντίωση Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ελλάδα δέχτηκαν σκληρή εναντίωση τα μεταπολεμικά χρόνια. Μας συνέλαβαν πολλές φορές ενώ βρισκόμασταν στη διακονία από σπίτι σε σπίτι. Ο σύζυγός μου πέρασε συνολικά στη φυλακή σχεδόν ένα χρόνο. Όταν ξεκινούσαμε για τη διακονία, συνήθως είχαμε υπόψη ότι θα μας συνελάμβαναν και ότι θα περνούσαμε τη νύχτα στο αστυνομικό τμήμα. Ωστόσο, ο Ιεχωβά ποτέ δεν μας εγκατέλειψε. Πάντοτε παρείχε το απαιτούμενο θάρρος και τη δύναμη για να υπομένουμε.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, διάβασα στον Πληροφορητή (τώρα Η Διακονία Μας της Βασιλείας) σχετικά με τη διευθέτηση για σκαπανικό διακοπών. Αποφάσισα να προσπαθήσω να συμμετάσχω σε αυτή τη μορφή υπηρεσίας, για την οποία απαιτούνταν να αφιερώσει κάποιος 75 ώρες το μήνα στη διακονία. Ως αποτέλεσμα, οι επανεπισκέψεις και οι Γραφικές μελέτες μου αυξήθηκαν—κάποια περίοδο, διεξήγα 17 μελέτες κάθε εβδομάδα. Επίσης, δημιούργησα ένα δρομολόγιο επίδοσης περιοδικών στον εμπορικό τομέα της Μυτιλήνης, όπου έδινα τακτικά περίπου 300 αντίτυπα της Σκοπιάς και του Ξύπνα! σε καταστήματα, γραφεία και τράπεζες.
Κάποιος περιοδεύων επίσκοπος, όταν υπηρετούσε την εκκλησία μας το 1964, είπε: «Αδελφή Πηνελόπη, είδα τα θαυμάσια αποτελέσματα του έργου σου στο αρχείο σου. Γιατί δεν υποβάλλεις αίτηση να κάνεις τακτικό σκαπανικό;» Θα είμαι πάντοτε ευγνώμων για την προτροπή του· η ολοχρόνια διακονία έχει αποτελέσει αιτία χαράς για εμένα επί τρεις και πλέον δεκαετίες.
Μια Ανταμειφτική Εμπειρία Στη Μυτιλήνη, υπάρχει μια πυκνοκατοικημένη συνοικία που ονομάζεται Λαγκάδα, όπου έμεναν πρόσφυγες. Αποφεύγαμε να πηγαίνουμε από πόρτα σε πόρτα εκεί εξαιτίας του φανατισμού και της εναντίωσης που είχαμε αντιμετωπίσει. Ωστόσο, όταν ο σύζυγός μου ήταν στη φυλακή, έπρεπε να περνάω από εκείνη την περιοχή για να τον επισκέπτομαι. Μια βροχερή ημέρα, κάποια γυναίκα με προσκάλεσε στο σπίτι της για να ρωτήσει για ποιο λόγο ήταν ο σύζυγός μου στη φυλακή. Εξήγησα ότι είχε φυλακιστεί επειδή κήρυττε τα καλά νέα της Βασιλείας του Θεού και ότι υπέφερε όπως ακριβώς είχε υποφέρει ο Χριστός.
Αργότερα, μια άλλη γυναίκα με φώναξε στο σπίτι της. Όταν πήγα, είδα ότι είχε προσκαλέσει 12 γυναίκες συνολικά. Πίστευα ότι θα συναντούσα εναντίωση, και γι’ αυτό προσευχήθηκα στον Θεό να μου δώσει σοφία και θάρρος να αντιμετωπίσω οτιδήποτε συμβεί. Οι γυναίκες έκαναν πολλές ερωτήσεις και μερικές είχαν αντιρρήσεις, αλλά μπόρεσα να δώσω Γραφικές απαντήσεις. Όταν σηκώθηκα να φύγω, η οικοδέσποινα μου ζήτησε να ξαναπάω την επομένη. Δέχτηκα ευχαρίστως την πρόσκληση. Όταν πήγα μαζί με κάποια άλλη αδελφή την επόμενη ημέρα, βρήκαμε τις γυναίκες να μας περιμένουν.
Έκτοτε, οι Γραφικές μας συζητήσεις συνεχίστηκαν σε τακτική βάση, και άρχισαν πολλές Γραφικές μελέτες. Ορισμένες από αυτές τις γυναίκες, καθώς και οι οικογένειές τους, προόδευσαν σε ακριβή γνώση. Αυτή η ομάδα αποτέλεσε αργότερα τον πυρήνα μιας νέας εκκλησίας των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Μυτιλήνη.
Ο Ιεχωβά Είναι Καλός Απέναντί Μου Στο διάβα των ετών, ο Ιεχωβά αντάμειψε τις προσπάθειες που καταβάλλαμε ο σύζυγός μου και εγώ για να Τον υπηρετούμε. Οι ελάχιστοι Μάρτυρες που υπήρχαν στη Σάμο στη δεκαετία του 1920 αυξήθηκαν και έγιναν δύο εκκλησίες και ένας όμιλος, με σχεδόν 130 ευαγγελιζομένους. Στο νησί της Λέσβου, υπάρχουν τέσσερις εκκλησίες και πέντε όμιλοι που περιλαμβάνουν περίπου 430 διαγγελείς της Βασιλείας. Ο σύζυγός μου κήρυττε ενεργά για τη Βασιλεία του Θεού μέχρι το θάνατό του το 1977. Τι προνόμιο είναι να βλέπω εκείνους που βοηθήσαμε να συνεχίζουν να είναι ζηλωτές στη διακονία! Πράγματι, μαζί με τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους και τα δισέγγονά τους, αποτελούν ένα μεγάλο πλήθος που λατρεύει ενωμένα τον Ιεχωβά!
Η πορεία της Χριστιανικής μου υπηρεσίας, η οποία εκτείνεται σε πάνω από 70 χρόνια τώρα, δεν ήταν εύκολη. Ωστόσο, ο Ιεχωβά υπήρξε ένα ασύγκριτο φρούριο. Λόγω της προχωρημένης ηλικίας και της υγείας μου που χειροτερεύει, είμαι καθηλωμένη στο κρεβάτι και μπορώ να κάνω πολύ λίγα στο κήρυγμα. Αλλά όπως και ο ψαλμωδός, μπορώ να λέω στον Ιεχωβά: «Συ είσαι καταφυγή μου και φρούριόν μου· Θεός μου· επ’ αυτόν θέλω ελπίζει».—Ψαλμός 91:2.
(Η αδελφή Μακρή πέθανε ενώ προετοιμαζόταν αυτό το άρθρο. Είχε ουράνια ελπίδα.)