Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και η ελληνική νομοθεσία. Τι ισχύει σήμερα...
Πολλές φορές στο έργο από πόρτα σε πόρτα ή στα σταντ, συναντάμε ανθρώπους που δεν γνωρίζουν τι είναι και τι πρεσβεύουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και έχουν μείνει κολλημένοι σε όσα κατά καιρούς έχουν «μάθει» ή έχουν «ακούσει» από όχι και τόσο καλόπιστους ανθρώπους…
Κι όμως αυτοί οι άνθρωποι δεν ήρθαν στην πόρτα να μιλήσουν για τον αληθινό Θεό, επειδή δεν είχαν κάτι καλύτερο να κάνουν, αλλά από αγάπη γι’ αυτούς. Κι ας μη γνωρίζονται, ας βλέπονται για πρώτη φορά. Είναι εκεί για να τους μεταφέρουν ένα άγγελμα που έχει σχέση με την ίδια τη ζωή τους.
Το κύριο πρόβλημα που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σήμερα οι Μάρτυρες του Ιεχωβά σε σχέση με την ελληνική νομοθεσία είναι μόνο η ποινικοποίηση του αθέμιτου προσηλυτισμού (και η εφαρμογή της διάταξης αυτής από τα δικαστήρια). Τα δύο παλαιότερα, η νομοθεσία περί ιδρύσεως ευκτηρίων οίκων και η ποινικοποίηση της άρνησης στράτευσης, έχουν αντιμετωπισθεί.
Η νομοθεσία του 2006 που αφορούσε βελτιώσεις στο ζήτημα των θρησκευτικών ελευθεριών κατάργησε την (εν πολλοίς ανενεργή από καιρό) απαιτούμενη διαβούλευση και συναίνεση µε τον οικείο ορθόδοξο μητροπολίτη ως προϋπόθεση για την έκδοση άδειας, ενώ η άρνηση στράτευσης των Μαρτύρων του Ιεχωβά καλύπτεται ως "ευμενής διάκριση" από την αναγνώριση του δικαιώματος εναλλακτικής θητείας του Ν. 2510/97 που απαλλάσσει από την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία λόγω κωλύματος απορρέοντος από τις θρησκευτικές και ιδεολογικές πεποιθήσεις.
Στην Ελλάδα ο νόμος περί του προσηλυτισμού που ισχύει έως σήμερα έχει δημιουργήσει αρκετά προβλήματα σε όλους τους ετερόδοξους Έλληνες και κυρίως στους Μάρτυρες του Ιεχωβά οι οποίοι κάνουν έντονο ευαγγελιστικό έργο. Ο νόμος αυτός κρίνεται από έγκριτους νομικούς ως ξεπερασμένος και υπάρχει μια έντονη προτροπή από μέρους τους ώστε να καταργηθεί. Σε δίκες που διεξήχθησαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο, καταδείχθηκε ότι υπάρχει πρόβλημα στον συγκεκριμένο νόμο.
Αρχικά το Δικαστήριο απεφάνθη ότι τα κράτη έχουν το δικαίωμα να ποινικοποιούν τον αθέμιτο προσηλυτισμό. Θεώρησε επίσης ότι, μολονότι ο σχετικός ελληνικός νόμος είναι μάλλον ασαφής και έχει γίνει προσπάθεια να συμπληρωθεί από τη νομολογία που απορρέει από τις δικαστικές αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων, παραμένει ανοιχτό το ζήτημα του κατά πόσο αυτός ο νόμος περί προσηλυτισμού συμβιβάζεται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, ο εν λόγω νόμος θα μπορούσε να είναι συμβατός με το άρθρο 9 της Σύμβασης εφόσον καταδειχτεί ότι αποσκοπεί στην ποινικοποίηση του αθέμιτου και μόνο προσηλυτισμού. Οι χαρακτηριστικότερες υποθέσεις που έφτασαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και κατέδειξαν την ασάφεια του συγκεκριμένου νόμου αλλά και παρόμοιων νόμων που πλήττουν την θρησκευτική ελευθερία του ατόμου στην Ελλάδα είναι οι υποθέσεις Κοκκινάκης κατά Ελλάδας (1993), Μανουσάκης και λοιποί κατά Ελλάδας (1996), Βαλσαμής κατά Ελλάδας (1996), Ευστρατίου κατά Ελλάδας (1996), Τσιρλής και Κουλούμπας κατά Ελλάδας (1997), Γεωργιάδης κατά Ελλάδας (1997), Τσαβαχίδης κατά Ελλάδας (1999) και Θλιμμένος κατά Ελλάδας (2000).
Υπόθεση Κοκκινάκη κατά Ελλάδας
Ο κρητικός Μίνως Κοκκινάκης επί πενήντα χρόνια, από το 1938 έως το 1988, συνελήφθη 22 φορές από τις οποίες καταδικάστηκε στις 19 και αθωώθηκε στις 3 για το αδίκημα του προσηλυτισμού (καθώς κήρυττε τις διδασκαλίες των Μαρτύρων του Ιεχωβά) και ως αντιρρησίας συνείδησης (καθώς παρέμενε στρατιωτικά ουδέτερος σε αρμονία με τις πεποιθήσεις του ως Μάρτυρας του Ιεχωβά). Ωστόσο -και χωρίς να περάσει από δίκη- τα έτη 1938, 1940, 1949 και 1954 εξορίστηκε για αυτές τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του.
Ο Κοκκινάκης (μαζί με τη γυναίκα του) καταδικάστηκε από το ποινικό δικαστήριο του Λασιθίου για απόπειρα προσηλυτισμού της συζύγου ενός ιεροψάλτη, και στο εφετείο αθωώθηκε η γυναίκα του αλλά επικυρώθηκε κατά πλειοψηφία η καταδίκη του Κοκκινάκη αφού θεωρήθηκε ότι "εκμεταλλεύτηκε την απειρία και πνευματική αδυναμία της κ. Κ".
Ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αναίρεση και ο Κοκκινάκης προσέφυγε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όπου εγκάλεσε τα ελληνικά δικαστήρια που τον καταδίκασαν χωρίς όμως να διευκρινίσουν τα αθέμιτα μέσα που υποτίθεται ότι είχε χρησιμοποιήσει στην προσπάθειά του να αλλάξει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της Χριστιανής Ορθοδόξου γειτόνισσάς του. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάσισε υπέρ του Κοκκινάκη ότι η καταδίκη του δεν ήταν δικαιολογημένη αφού τα ελληνικά δικαστήρια δεν προσδιόρισαν με ποιον τρόπο οι κατηγορούμενοι προσπάθησαν να μεταπείσουν ετερόδοξους με καταχρηστικά μέσα αλλά περιορίζονταν στην αναπαραγωγή των όρων των νόμων περί προσηλυτισμού. Το δικαστήριο όρισε στο ελληνικό κράτος να τον αποζημιώσει με το συμβολικό ποσό των 15.240 ευρώ.
Υπόθεση Μανουσάκη κατά Ελλάδας
Η νομοθεσία για την ίδρυση και λειτουργία ναών και ευκτηρίων οίκων (που δεν ανήκουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος) δεν προβλέπει προθεσμία στην οποία πρέπει να απαντήσει για την έκδοση της σχετικής άδειας ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Στην συγκεκριμένη περίπτωση μιας ομάδας Μαρτύρων του Ιεχωβά ο υπουργός μετά από τρία χρόνια δεν είχε ακόμη απαντήσει, κι έτσι ο οίκος τέθηκε σε λειτουργία χωρίς άδεια, και οι Μάρτυρες εδιώχθησαν και καταδικάσθηκαν. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έλαβε υπ' όψιν τη μακρόχρονη παράλειψη του υπουργού ν' απαντήσει στο αίτημα της ομάδας των Μαρτύρων του Ιεχωβά και έκρινε δε ότι η κυβέρνηση δεν μπορούσε να προβάλει ως δικαιολογία για την καταδίκη των προσφευγόντων την παράλειψή τους να συμμορφωθούν με μια τυπική μάλλον προϋπόθεση του νόμου και παράλληλα κατέληξε στο ότι οι διοικητικές αρχές χρησιμοποιούν την εν λόγω νομοθεσία για να επιβάλουν στην πράξη απαγορευτικούς περιορισμούς στην άσκηση ορισμένων τύπων λατρείας, όπως αυτής των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Με άλλα λόγια το Δικαστήριο προβαίνει στη διάγνωση μιας πρακτικής διακριτικής μεταχείρισης κατά ορισμένων θρησκευτικών μειονοτήτων.
Η σημερινή κατάσταση
Μετά την υπόθεση Κοκκινάκη, το θέμα του προσηλυτισμού ήρθε στην Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης η οποία δεν απαίτησε από την Ελλάδα να καταργήσει το νόμο περί προσηλυτισμού. Η Επιτροπή εξέτασε τον τρόπο με τον οποίο ο νόμος εφαρμόσθηκε μετά την απόφαση Κοκκινάκης και διαπίστωσε ότι μετά από αυτήν είχαν υπάρξει δύο μόνο καταδικαστικές αποφάσεις που αφορούσαν προσηλυτισμό ανηλίκων, περιπτώσεις δηλαδή χρήσης αθέμιτων μέσων. Αυτό οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα είχε συμμορφωθεί με την απόφαση Κοκκινάκης. Σε συνδυασμό με τις αποφάσεις και για άλλες υποθέσεις (υπόθεση Λαρίσσης, υπόθεση Μανουσάκης, υποθέσεις Βαλσαμής και Ευστρατίου) σε ορισμένες από τις οποίες το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απεφάνθη ότι οι καταδίκες ήταν ορθές, νομικοί που έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα βγάζουν το συμπέρασμα ότι ο νόμος περί προσηλυτισμού δεν αντιβαίνει στο άρθρο 9 της ευρωπαϊκής σύμβασης αλλά δεν αποκλείουν να υπάρξουν νέες υποθέσεις οι οποίες να καταδείξουν ότι ο νόμος είναι πλατύτερος απ' ό,τι χρειάζεται και να χρειασθεί η μεταρρύθμισή του. Σε κάθε περίπτωση, η έμπρακτη εφαρμογή των αποφάσεων που έχουν εκδικασθεί εις βάρος του ελληνικού κράτους έχει ιδιαίτερη σημασία αναφορικά με την πρόοδο του σεβασμού των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα.