«Περνώντας» σε καινούριους τομείς επί 50 και πλέον χρόνια. Μια διδακτική βιογραφία…
Θαλασσινό τοπίο… Υπέροχο έναν τέτοιον καιρό… Πολλοί το ζουν ήδη… Εμείς, λίγο αργότερα… Να μην αφήσουμε μόνη και την Αθήνα, τώρα που έχει αδειάσει από κόσμο…
Περπατούσα χθες το απόγευμα τη Λένορμαν… Άδεια από αυτοκίνητα… Πού πήγαν όλοι; Κάπου ίσως κοντά, σε πατρικά ή σε φίλους… Κι όμως κι εδώ θα ήταν υπέροχα… Σε μια ήσυχη λιμνούλα…
Δεν ξέρω καν από πού είναι η φωτογραφία… Είναι όμως φανταστική, δεν βρίσκετε; Φανταστείτε τον εαυτό σας στον ίσκιο των βράχων δίπλα από τον καταρράκτη να διαβάζετε την παρακάτω βιογραφία…
ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΤΕΡΑΚΗΣ
Πριν από δεκαεννιά αιώνες, ο απόστολος Παύλος έλαβε μια ασυνήθιστη πρόσκληση: «Πέρασε στη Μακεδονία και βοήθησέ μας». Ο Παύλος δέχτηκε πρόθυμα αυτή την καινούρια ευκαιρία που του δινόταν προκειμένου να ‘διακηρύξει τα καλά νέα’. (Πράξεις 16:9, 10) Μολονότι η πρόσκληση που έλαβα εγώ δεν έγινε πριν από τόσο πολλά χρόνια, ωστόσο έχουν περάσει πάνω από 50 χρόνια από τότε που δέχτηκα να ‘περάσω’ σε καινούριους τομείς, σύμφωνα με το πνεύμα του εδαφίου Ησαΐας 6:8: «Ιδού, εγώ, απόστειλόν με». Λόγω των πολλών ταξιδιών που έκανα, μου έβγαλαν το παρατσούκλι «Ο Αιώνιος Τουρίστας», αλλά οι δραστηριότητές μου δεν είχαν και μεγάλη σχέση με τον τουρισμό. Αρκετές φορές, φτάνοντας στο δωμάτιό μου στο ξενοδοχείο, έπεφτα στα γόνατα και ευχαριστούσα τον Ιεχωβά για την προστασία του.
Γεννήθηκα στις 16 Ιανουαρίου 1916 στην Ιεράπετρα της Κρήτης, σε μια πολύ θρησκευόμενη οικογένεια Ορθοδόξων. Από τότε που ήμουν βρέφος, η μαμά έπαιρνε εμένα και τις τρεις αδελφές μου στην εκκλησία την Κυριακή. Όσο για τον πατέρα μου, αυτός προτιμούσε να μένει στο σπίτι και να διαβάζει την Αγία Γραφή. Αγαπούσα υπερβολικά τον πατέρα μου —έναν τίμιο, καλό και συγχωρητικό άνθρωπο— και ο θάνατός του, όταν ήμουν εννιά χρονών, με σημάδεψε βαθιά.
Σε ηλικία πέντε χρονών, διάβασα στο σχολείο ένα κείμενο που έλεγε: «Όλα όσα μας περιβάλλουν διαλαλούν την ύπαρξη του Θεού». Καθώς μεγάλωνα, ήμουν πλήρως πεπεισμένος για αυτό. Έτσι, σε ηλικία 11 χρονών, διάλεξα να γράψω μια έκθεση που είχε ως θέμα το εδάφιο Ψαλμός 104:24: ‘Πόσον μεγάλα είναι τα έργα σου, Ιεχωβά. Τα πάντα εν σοφία εποίησας· η γη είναι πλήρης των ποιημάτων σου’. Με γοήτευαν τα θαύματα της φύσης, ακόμη και πράγματα τόσο απλά όσο είναι οι σπόροι που έχουν μικρά πτερύγια ώστε να μεταφέρονται από τον άνεμο μακριά από τη σκιά του δέντρου από το οποίο προέρχονται. Μια εβδομάδα αφότου παρέδωσα την έκθεσή μου, ο δάσκαλός μου τη διάβασε σε όλη την τάξη, και κατόπιν σε όλο το σχολείο. Εκείνη την εποχή, οι δάσκαλοι μάχονταν τις κομμουνιστικές ιδέες και χάρηκαν που υπερασπίστηκα την ύπαρξη του Θεού. Όσο για εμένα, χαιρόμουν που μπόρεσα να εκφράσω την πίστη μου στον Δημιουργό.
Απαντήσεις στα ερωτήματά μου
Θυμάμαι έντονα ακόμη και τώρα την πρώτη μου συνάντηση με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Ο Εμμανουήλ Λιονουδάκης κήρυττε σε όλες τις πόλεις και τα χωριά της Κρήτης. Δέχτηκα πολλά βιβλιάρια από αυτόν, αλλά εκείνο που τράβηξε πραγματικά την προσοχή μου ήταν το βιβλιάριο με τίτλο Πού Είναι οι Νεκροί; Είχα τόσο νοσηρό φόβο για το θάνατο ώστε ούτε καν έμπαινα στο δωμάτιο όπου είχε πεθάνει ο πατέρας μου. Καθώς διάβαζα και ξαναδιάβαζα αυτό το βιβλιάριο, και μάθαινα τα όσα διδάσκει η Αγία Γραφή σχετικά με την κατάσταση των νεκρών, ένιωθα να χάνεται ο δεισιδαιμονικός φόβος μου.
Μια φορά το χρόνο, το καλοκαίρι, οι Μάρτυρες επισκέπτονταν την πόλη μας και μου έφερναν και άλλα έντυπα για να διαβάσω. Σιγά σιγά, η κατανόησή μου γύρω από τις Γραφές αυξήθηκε, αλλά συνέχισα να πηγαίνω στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ωστόσο, το βιβλίο Απελευθέρωσις αποτέλεσε σημείο στροφής. Έδειχνε καθαρά τη διαφορά ανάμεσα στην οργάνωση του Ιεχωβά και στην οργάνωση του Σατανά. Έκτοτε, άρχισα να μελετάω πιο τακτικά τη Γραφή καθώς και οποιοδήποτε έντυπο της Εταιρίας Σκοπιά μπορούσα να βρω. Επειδή οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν υπό απαγόρευση στην Ελλάδα, μελετούσα κρυφά τη νύχτα. Ωστόσο, είχα ενθουσιαστεί τόσο πολύ από όσα μάθαινα, ώστε δεν μπορούσα να σταματήσω να μιλάω σε όλους για αυτά. Σύντομα, η αστυνομία άρχισε να ασχολείται μαζί μου και να με επισκέπτεται τακτικά, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας, ψάχνοντας για έντυπα.
Το 1936, παρακολούθησα για πρώτη φορά συνάθροιση, 120 χιλιόμετρα μακριά, στο Ηράκλειο. Ήμουν πολύ χαρούμενος που συνάντησα τους Μάρτυρες. Οι περισσότεροι ήταν απλοί άνθρωποι, κυρίως αγρότες, αλλά με βοήθησαν να βεβαιωθώ ότι αυτή είναι η αλήθεια. Αφιερώθηκα στον Ιεχωβά εκείνη ακριβώς τη στιγμή.
Το βάφτισμά μου είναι ένα γεγονός που θα μου μείνει αξέχαστο. Μια νύχτα το 1938, μέσα στο μαύρο σκοτάδι, ο αδελφός Λιονουδάκης πήρε δύο από τα άτομα με τα οποία μελετούσα την Αγία Γραφή καθώς και εμένα και μας πήγε στην παραλία. Έκανε μια προσευχή και στη συνέχεια μας βούτηξε στο νερό.
Συλλαμβάνομαι
Η πρώτη φορά που πήγα να κηρύξω ήταν, χωρίς υπερβολές, περιπετειώδης. Συνάντησα έναν παλιό φίλο από το σχολείο ο οποίος είχε γίνει ιερέας, και είχαμε μια εξαιρετική συζήτηση. Κατόπιν όμως εξήγησε ότι, σύμφωνα με την εντολή του μητροπολίτη, έπρεπε να ειδοποιήσει να με συλλάβουν. Ενώ περιμέναμε στο γραφείο του δημάρχου να έρθει η αστυνομία από το διπλανό χωριό, συγκεντρώθηκε έξω ένα πλήθος. Έτσι, πήρα μια Καινή Διαθήκη που υπήρχε στο γραφείο και άρχισα να τους εκφωνώ μια ομιλία με βάση το 24ο κεφάλαιο του Ματθαίου. Στην αρχή οι άνθρωποι δεν ήθελαν να ακούσουν, αλλά παρενέβη ο ιερέας. «Αφήστε τον να μιλήσει», είπε. «Αυτή είναι η δική μας Αγία Γραφή». Κατάφερα να μιλήσω επί μιάμιση ώρα. Έτσι, την πρώτη ημέρα που βγήκα στη διακονία αγρού έκανα και την πρώτη μου δημόσια ομιλία. Εφόσον η αστυνομία δεν είχε φτάσει όταν τελείωσα, ο δήμαρχος και ο ιερέας αποφάσισαν να αναθέσουν σε μια ομάδα αντρών να με οδηγήσουν έξω από την πόλη. Στην πρώτη στροφή του δρόμου, άρχισα να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορούσα για να αποφύγω τις πέτρες που έριχναν.
Την επομένη, δυο αστυνομικοί, συνοδευόμενοι από το μητροπολίτη, με συνέλαβαν στην εργασία. Στο αστυνομικό τμήμα, μπόρεσα να τους δώσω μαρτυρία από την Αγία Γραφή αλλά, εφόσον τα Γραφικά μου έντυπα δεν είχαν τη σφραγίδα του μητροπολίτη, όπως απαιτούσε ο νόμος, κατηγορήθηκα για προσηλυτισμό και για διανομή εντύπων χωρίς άδεια. Με άφησαν ελεύθερο αλλά παραπέμφθηκα σε δίκη.
Η δίκη μου έγινε έπειτα από ένα μήνα. Στην απολογία μου επισήμανα ότι το μόνο που έκανα ήταν να υπακούσω στην εντολή την οποία έδωσε ο Χριστός να κηρύττουμε. (Ματθαίος 28:19, 20) Ο δικαστής απάντησε με σαρκασμό: «Παιδί μου, Εκείνος που έδωσε αυτή την εντολή σταυρώθηκε. Δυστυχώς, εγώ δεν έχω την εξουσία να σου επιβάλω παρόμοια τιμωρία». Ωστόσο, ένας νεαρός δικηγόρος, τον οποίο δεν γνώριζα, με υπερασπίστηκε λέγοντας ότι, με όλη αυτή την επιρροή του κομμουνισμού και του αθεϊσμού, το δικαστήριο θα έπρεπε να είναι υπερήφανο που υπήρχαν νεαροί άντρες οι οποίοι ήταν έτοιμοι να υπερασπιστούν το Λόγο του Θεού. Κατόπιν ήρθε και με συγχάρηκε θερμά για τη γραπτή απολογία μου, η οποία υπήρχε στο φάκελό μου. Εντυπωσιασμένος από το γεγονός πως ήμουν τόσο νέος, προσφέρθηκε να με υπερασπιστεί δωρεάν. Αντί για την κατώτατη ποινή των τριών μηνών, καταδικάστηκα σε δέκα μόνο ημέρες φυλάκιση και σε πρόστιμο 300 δραχμών. Αυτή η εναντίωση απλώς ενίσχυσε την αποφασιστικότητα που είχα να υπηρετώ τον Ιεχωβά και να υπερασπίζομαι την αλήθεια.
Μια άλλη φορά που με συνέλαβαν, ο δικαστής παρατήρησε την άνεση με την οποία παρέθετα από τη Γραφή. Ζήτησε από το μητροπολίτη να βγει από το γραφείο του, λέγοντας: «Εσύ έκανες το μέρος σου. Θα τον αναλάβω εγώ τώρα». Κατόπιν πήρε τη Γραφή του, και μιλήσαμε σχετικά με τη Βασιλεία του Θεού ολόκληρο το απόγευμα. Τέτοια περιστατικά με ενθάρρυναν να συνεχίζω παρά τις δυσκολίες.
Η θανατική ποινή
Το 1940 κλήθηκα για στρατιωτική υπηρεσία και έγραψα μια επιστολή στην οποία εξηγούσα γιατί δεν μπορούσα να καταταγώ. Έπειτα από δύο ημέρες, η αστυνομία με συνέλαβε και με ξυλοκόπησε άσχημα. Κατόπιν, με έστειλαν στο μέτωπο στην Αλβανία, όπου πέρασα από στρατοδικείο επειδή αρνήθηκα να πολεμήσω. Οι στρατιωτικές αρχές μού είπαν ότι εκείνο που τους ενδιέφερε δεν ήταν το να μάθουν αν είχα δίκιο ή άδικο αλλά η επίδραση που θα είχε το παράδειγμά μου στους στρατιώτες. Καταδικάστηκα σε θάνατο, αλλά λόγω κάποιας νομικής παράλειψης, προς μεγάλη μου ανακούφιση η ποινή αυτή μετατράπηκε σε δέκα χρόνια καταναγκαστικά έργα. Στη συνέχεια, πέρασα λίγους μήνες σε μια στρατιωτική φυλακή στην Ελλάδα κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, πράγμα που έχει ακόμη και τώρα επιπτώσεις στην υγεία μου.
Εντούτοις, η φυλακή δεν με έκανε να σταματήσω να κηρύττω. Κάθε άλλο! Ήταν εύκολο να αρχίζω συζητήσεις, καθώς πολλοί αναρωτιόνταν γιατί βρισκόταν σε στρατιωτική φυλακή ένας πολίτης. Μια από αυτές τις συζητήσεις που είχα με κάποιον ειλικρινή νεαρό κατέληξε σε Γραφική μελέτη στην αυλή της φυλακής. Έπειτα από τριάντα οχτώ χρόνια συνάντησα και πάλι αυτόν τον άντρα σε κάποια συνέλευση. Είχε δεχτεί την αλήθεια και υπηρετούσε ως επίσκοπος εκκλησίας στο νησί της Λευκάδας.
Όταν τα στρατεύματα του Χίτλερ εισέβαλαν στη Γιουγκοσλαβία το 1941, μεταφερθήκαμε νοτιότερα σε μια φυλακή στην Πρέβεζα. Στη διάρκεια του ταξιδιού, γερμανικά βομβαρδιστικά επιτέθηκαν στη φάλαγγά μας, και εμείς οι κρατούμενοι μείναμε χωρίς τροφή. Όταν τελείωσε το λίγο ψωμί που είχα, προσευχήθηκα στον Θεό: «Αν είναι θέλημά σου να πεθάνω από την πείνα τη στιγμή που με έχεις σώσει από τη θανατική ποινή, τότε ας γίνει το θέλημά σου».
Την επομένη, με φώναξε παράμερα ένας αξιωματικός την ώρα του προσκλητηρίου και, όταν έμαθε από πού ήμουν, ποιοι ήταν οι γονείς μου και γιατί βρισκόμουν στη φυλακή, μου είπε να τον ακολουθήσω. Με πήγε στη λέσχη των αξιωματικών στην πόλη, με οδήγησε σε ένα τραπέζι όπου υπήρχε ψωμί, τυρί και ψητό αρνί, και μου είπε να πάρω ό,τι ήθελα. Εγώ όμως εξήγησα ότι, εφόσον οι υπόλοιποι 60 φυλακισμένοι δεν είχαν καθόλου τροφή, η συνείδησή μου δεν μου επέτρεπε να φάω. Ο αξιωματικός απάντησε: «Δεν μπορώ να τους ταΐσω όλους! Ο πατέρας σου ήταν πολύ γενναιόδωρος απέναντι στο δικό μου πατέρα. Έχω ηθική υποχρέωση απέναντι σε εσένα αλλά όχι και στους άλλους». «Τότε και εγώ θα γυρίσω πίσω», απάντησα. Σκέφτηκε για λίγο και κατόπιν μου έδωσε μια μεγάλη τσάντα για να βάλω όσα τρόφιμα χωρούσαν.
Επιστρέφοντας στη φυλακή, άφησα την τσάντα και είπα: «Κύριοι, αυτό είναι για εσάς». Κατά σύμπτωση, το προηγούμενο βράδυ, με είχαν κατηγορήσει ότι ήμουν υπεύθυνος για τη δυστυχία των άλλων φυλακισμένων, επειδή δεν συμμετείχα μαζί τους στις προσευχές που έκαναν προς την Παρθένο Μαρία. Ωστόσο, ένας κομμουνιστής με είχε υπερασπιστεί. Τώρα, βλέποντας τα τρόφιμα, είπε στους άλλους: «Πού είναι η ‘Παρθένος Μαρία’ σας; Είπατε ότι θα πεθαίναμε εξαιτίας αυτού του ανθρώπου, αλλά εκείνος είναι που μας φέρνει φαγητό». Κατόπιν στράφηκε σε εμένα και είπε: «Μανώλη! Έλα να κάνεις προσευχή».
Σύντομα, η προέλαση του γερμανικού στρατού ανάγκασε τους δεσμοφύλακες να φύγουν, ανοίγοντας έτσι τις πόρτες της φυλακής. Έφυγα για την Πάτρα προκειμένου να βρω άλλους Μάρτυρες προτού κατευθυνθώ προς την Αθήνα στα τέλη Μαΐου του 1941. Εκεί μπόρεσα να βρω ρούχα και παπούτσια, καθώς επίσης να κάνω μπάνιο για πρώτη φορά έπειτα από έναν και πλέον χρόνο. Μέχρι το τέλος της κατοχής, πολλές φορές με σταμάτησαν οι Γερμανοί την ώρα που κήρυττα, αλλά δεν με συνέλαβαν ποτέ. Ένας από αυτούς είπε: «Στη Γερμανία πυροβολούσαμε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Αλλά εδώ, μακάρι να ήταν όλοι οι εχθροί μας Μάρτυρες!»
Μεταπολεμικές δραστηριότητες
Σαν να μην έφτανε ο πόλεμος, στη συνέχεια, από το 1946 ως το 1949, στην Ελλάδα ξέσπασε εμφύλιος σπαραγμός προκαλώντας χιλιάδες θανάτους. Οι αδελφοί χρειάζονταν μεγάλη ενθάρρυνση για να παραμείνουν ισχυροί σε μια εποχή κατά την οποία απλώς και μόνο η παρακολούθηση συναθροίσεων μπορούσε να οδηγήσει σε σύλληψη. Αρκετοί αδελφοί καταδικάστηκαν σε θάνατο λόγω της ουδέτερης στάσης τους. Αλλά παρά το γεγονός αυτό, πολλοί άνθρωποι ανταποκρίνονταν στο άγγελμα της Βασιλείας, και κάθε εβδομάδα βαφτίζονταν ένα ή δύο άτομα. Από το 1947, άρχισα να υπηρετώ στο γραφείο της Εταιρίας στην Αθήνα την ημέρα και να επισκέπτομαι τις εκκλησίες ως περιοδεύων επίσκοπος τη νύχτα.
Το 1948, είχα τη χαρά να προσκληθώ να παρακολουθήσω τη Βιβλική Σχολή Γαλαάδ της Σκοπιάς, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα. Οι προηγούμενες καταδίκες μου είχαν ως αποτέλεσμα να μην μπορώ να βγάλω διαβατήριο. Εντούτοις, ένα από τα άτομα με τα οποία μελετούσα τη Γραφή είχε φιλικές σχέσεις με κάποιο στρατηγό. Χάρη σε αυτόν τον ενδιαφερόμενο, μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες έβγαλα διαβατήριο. Ανησύχησα όμως όταν, λίγο καιρό προτού φύγω, με συνέλαβαν επειδή διένεμα τη Σκοπιά. Ένας αστυνομικός με πήγε στο διευθυντή της Κρατικής Ασφάλειας στην Αθήνα. Προς μεγάλη μου έκπληξη, ο διευθυντής ήταν γείτονάς μου! Ο αστυνομικός εξήγησε γιατί είχα συλληφθεί και του έδωσε τα περιοδικά. Ο γείτονάς μου έβγαλε από το γραφείο του μια στοίβα με περιοδικά Σκοπιά και μου είπε: «Δεν έχω το τελευταίο τεύχος. Μπορώ να κρατήσω ένα αντίτυπο;» Πόση ανακούφιση ένιωθα βλέποντας το χέρι του Ιεχωβά σε τέτοια ζητήματα!
Η 16η τάξη της Γαλαάδ, το 1950, ήταν μια εποικοδομητική εμπειρία. Όταν τελείωσαν τα μαθήματα, διορίστηκα στην Κύπρο, όπου διαπίστωσα σύντομα ότι η εναντίωση του κλήρου ήταν τόσο σφοδρή όσο και στην Ελλάδα. Συχνά χρειαζόταν να αντιμετωπίζουμε μανιασμένα πλήθη φανατικών θρησκευόμενων τους οποίους ξεσήκωναν οι Ορθόδοξοι ιερείς. Το 1953 δεν ανανεώθηκε η βίζα μου για την Κύπρο, και έλαβα νέο διορισμό για την Κωνσταντινούπολη της Τουρκίας. Και εδώ επίσης, η παραμονή μου ήταν σύντομη. Η πολιτική ένταση η οποία υπήρχε ανάμεσα στην Τουρκία και στην Ελλάδα σήμαινε ότι, παρά τα καλά αποτελέσματα που υπήρχαν στο έργο κηρύγματος, θα έπρεπε να φύγω για άλλο διορισμό—την Αίγυπτο.
Ενόσω βρισκόμουν στη φυλακή, έρχονταν στο νου μου τα εδάφια Ψαλμός 55:6, 7. Στα εδάφια αυτά, ο Δαβίδ εξέφρασε την επιθυμία να διαφύγει στην έρημο. Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι κάποια ημέρα θα βρισκόμουν ακριβώς σε ένα τέτοιο μέρος. Το 1954, έπειτα από ένα κουραστικό πολυήμερο ταξίδι με τρένο και με ποταμόπλοιο στο Νείλο, τελικά έφτασα στον προορισμό μου—το Χαρτούμ, στο Σουδάν. Το μόνο που ήθελα ήταν να κάνω ένα ντους και να πέσω στο κρεβάτι. Αλλά ξέχασα πως ήταν καταμεσήμερο. Το νερό, αποθηκευμένο σε μια δεξαμενή στη στέγη, με ζεμάτισε, και έτσι ήμουν αναγκασμένος να φοράω ένα καπέλο από φελλό επί αρκετούς μήνες μέχρι να θεραπευτεί το κεφάλι μου.
Συχνά ένιωθα απομονωμένος εκεί, μόνος καταμεσής στη Σαχάρα, περίπου 1.600 χιλιόμετρα μακριά από την πλησιέστερη εκκλησία, αλλά ο Ιεχωβά με υποστήριξε και μου έδωσε τη δύναμη για να συνεχίσω. Μερικές φορές η ενθάρρυνση ερχόταν από τις πιο απρόσμενες πηγές. Μια ημέρα, συνάντησα το διευθυντή του Μουσείου του Χαρτούμ. Ήταν ανοιχτόμυαλος άνθρωπος, και κάναμε μια θαυμάσια συζήτηση. Μόλις άκουσε ότι ήμουν ελληνικής καταγωγής, με ρώτησε αν θα μπορούσα να του κάνω τη χάρη να πάω στο μουσείο για να μεταφράσω κάποιες επιγραφές που υπήρχαν πάνω σε μερικά τεχνουργήματα τα οποία βρέθηκαν σε μια εκκλησία του έκτου αιώνα. Έπειτα από πέντε ώρες σε ένα αποπνικτικό υπόγειο, βρήκα ένα πιατάκι που είχε το όνομα του Ιεχωβά, το Τετραγράμματο. Φανταστείτε τη χαρά μου! Στην Ευρώπη δεν είναι σπάνιο να βλέπει κανείς το θεϊκό όνομα στους ναούς, αλλά καταμεσής στη Σαχάρα είναι πολύ ασυνήθιστο!
Μετά τη διεθνή συνέλευση το 1958, διορίστηκα επίσκοπος ζώνης για να επισκέπτομαι τους αδελφούς σε 26 χώρες και περιοχές της Μέσης και της Εγγύς Ανατολής καθώς και γύρω από τη Μεσόγειο. Πολλές φορές δεν ήξερα πώς να ξεφύγω από μια δυσάρεστη κατάσταση, αλλά ο Ιεχωβά πάντα μου προμήθευε διέξοδο.
Πάντοτε με εντυπωσίαζε η φροντίδα που δείχνει η οργάνωση του Ιεχωβά για τους Μάρτυρες οι οποίοι είναι απομονωμένοι σε ορισμένες χώρες. Κάποτε, συνάντησα έναν Ινδό αδελφό που εργαζόταν σε πετρελαιοπηγές. Προφανώς ήταν ο μόνος Μάρτυρας στη χώρα. Στο ντουλαπάκι του είχε έντυπα σε 18 διαφορετικές γλώσσες, τα οποία έδινε στους συνεργάτες του. Ακόμη και εδώ, όπου απαγορεύονταν αυστηρά όλες οι ξένες θρησκείες, ο αδελφός μας δεν ξέχασε την ευθύνη που είχε να κηρύξει τα καλά νέα. Οι συνάδελφοί του εντυπωσιάστηκαν όταν είδαν ότι είχε σταλεί να τον επισκεφτεί κάποιος εκπρόσωπος της θρησκείας του.
Το 1959 επισκέφτηκα την Ισπανία και την Πορτογαλία. Εκείνη την εποχή, και οι δύο χώρες βρίσκονταν υπό στρατιωτική δικτατορία, και το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά ήταν αυστηρά απαγορευμένο. Μέσα σε ένα μήνα, μπόρεσα να διεξαγάγω πάνω από εκατό συναθροίσεις, ενθαρρύνοντας τους αδελφούς να μην παραιτηθούν παρ’ όλες τις δυσκολίες.
Όχι πια μόνος
Επί 20 και πλέον χρόνια, είχα υπηρετήσει τον Ιεχωβά ολοχρόνια ως άγαμος, αλλά ξαφνικά κουράστηκα από τα συνεχή ταξίδια που έκανα χωρίς να έχω ένα μόνιμο τόπο διαμονής. Εκείνον περίπου τον καιρό γνώρισα την Άνι Μπιανούτσι, μια ειδική σκαπάνισσα στην Τυνησία. Παντρευτήκαμε το 1963. Η αγάπη της για τον Ιεχωβά και για την αλήθεια, η αφοσίωσή της στη διακονία σε συνδυασμό με την τέχνη της όσον αφορά τη διδασκαλία, καθώς και το γεγονός ότι μιλούσε διάφορες γλώσσες, αποδείχτηκαν πραγματική ευλογία στο ιεραποστολικό έργο μας καθώς και στο έργο περιοχής στη βόρεια και στη δυτική Αφρική και στην Ιταλία.
Τον Αύγουστο του 1965, η σύζυγός μου και εγώ διοριστήκαμε στο Ντακάρ της Σενεγάλης, όπου είχα το προνόμιο να οργανώσω το τοπικό γραφείο τμήματος. Η Σενεγάλη ήταν μια χώρα που ξεχώριζε για την ανεξιθρησκεία της, η οποία αναμφίβολα οφειλόταν στον πρόεδρό της Λεοπόλ Σενγκόρ, έναν από τους ελάχιστους Αφρικανούς αρχηγούς κρατών οι οποίοι έγραψαν στον Πρόεδρο Μπάντα της Μαλάουι για να υποστηρίξουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στη διάρκεια του στυγερού διωγμού που έλαβε χώρα στη Μαλάουι τη δεκαετία του 1970.
Η πλούσια ευλογία του Ιεχωβά
Το 1950, όταν έφυγα από τη Γαλαάδ για την Κύπρο, ταξίδεψα με εφτά βαλίτσες. Όταν έφυγα για την Τουρκία, τις μείωσα στις πέντε. Αλλά με τόσο πολλά ταξίδια που έκανα, έπρεπε να προσαρμοστώ στο όριο βάρους των αποσκευών, το οποίο ήταν 20 κιλά, και στο οποίο συμπεριλαμβάνονταν τα χαρτιά μου και η «μίνι» γραφομηχανή μου. Μια ημέρα είπα στον αδελφό Νορ, τον τότε πρόεδρο της Εταιρίας Σκοπιά: «Με προστατεύετε από τον υλισμό. Με κάνετε να ζω με 20 κιλά, και τα καταφέρνω μια χαρά». Ποτέ δεν ένιωσα ότι στερούμουν κάτι επειδή δεν είχα πολλά πράγματα.
Το κύριο πρόβλημά μου στη διάρκεια των ταξιδιών μου ήταν η είσοδος και η έξοδος από τις διάφορες χώρες. Μια ημέρα, σε κάποια χώρα όπου το έργο ήταν απαγορευμένο, ένας τελωνειακός άρχισε να ανακατεύει τα χαρτιά μου. Αυτό δημιουργούσε κίνδυνο για τους Μάρτυρες που ζούσαν σε εκείνη τη χώρα· έτσι, έβγαλα από το σακάκι μου ένα γράμμα από τη γυναίκα μου και είπα στον τελωνειακό: «Βλέπω ότι σας αρέσει να διαβάζετε αλληλογραφία. Θα θέλατε να διαβάσετε και αυτό το γράμμα της γυναίκας μου, που δεν είναι μαζί με τα υπόλοιπα χαρτιά;» Αναστατωμένος, ζήτησε συγνώμη και με άφησε να περάσω.
Από το 1982 και έπειτα η σύζυγός μου και εγώ υπηρετούμε ως ιεραπόστολοι στη Νίκαια, στα νότια της Γαλλίας. Εξαιτίας της επιδεινούμενης υγείας μου, δεν μπορώ πια να κάνω τόσα όσα έκανα παλιότερα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχει μειωθεί η χαρά μας. Έχουμε δει ότι ‘ο κόπος μας δεν είναι μάταιος’. (1 Κορινθίους 15:58) Έχω τη χαρά να βλέπω πολλούς ανθρώπους με τους οποίους είχα το προνόμιο να μελετήσω στο διάβα των ετών, καθώς και πάνω από 40 μέλη της οικογένειάς μου, να υπηρετούν πιστά τον Ιεχωβά.
Δεν μετανιώνω καθόλου για τις θυσίες που χρειάστηκε να κάνω καθώς ‘περνούσα’ σε καινούριους τομείς. Στο κάτω κάτω, καμιά από τις θυσίες μας δεν μπορεί να συγκριθεί με όσα έχουν κάνει για εμάς ο Ιεχωβά και ο Γιος του, ο Χριστός Ιησούς. Όταν αναπολώ τα περασμένα 60 χρόνια που γνωρίζω την αλήθεια, μπορώ να πω ότι ο Ιεχωβά με έχει ευλογήσει πλούσια. Όπως αναφέρει το εδάφιο Παροιμίαι 10:22: ‘Η ευλογία του Ιεχωβά πλουτίζει’.
Αναμφίβολα, το ‘έλεος του Ιεχωβά είναι καλήτερον παρά την ζωήν’. (Ψαλμός 63:3) Καθώς οι ενοχλήσεις που συνοδεύουν τα γηρατειά αυξάνονται, συχνά αναφέρω στην προσευχή μου τα λόγια του θεόπνευστου ψαλμωδού: ‘Επί σε, Ιεχωβά, ήλπισα· ας μη καταισχυνθώ ποτέ. Διότι συ είσαι η ελπίς μου, Ιεχωβά Θεέ· το θάρρος μου εκ νεότητός μου. Θεέ, συ με εδίδαξας εκ νεότητός μου· και μέχρι του νυν εκήρυττον τα θαυμάσιά σου. Μη με εγκαταλίπης μηδέ μέχρι του γήρατος και πολιάς, Θεέ’.—Ψαλμός 71:1, 5, 17, 18.
- Από τη ΣΚΟΠΙΑ 1/9/1999