«Οι Καθολικοί Αποστερήθηκαν της Χιλιετούς Ελπίδας». Μαθήματα και για μας, σήμερα…
Δεν εκπλήσσει συνεπώς το γεγονός ότι ο Γάλλος θρησκευτικός συγγραφέας Ζακ Ντυκέσν μπόρεσε να καταγράψει τις ακόλουθες συνομιλίες με δύο θρησκευόμενους Καθολικούς: (Με ένα άνδρα) «Πιστεύεις στην κόλαση;—Όχι καθόλου, καθόλου! . . .—Και σε ένα ουράνιο παράδεισο;—Δεν νομίζω να υπάρχει, όπως δεν νομίζω να υπάρχει κι η κόλαση.» (Με μια γυναίκα) «Κατά τη γνώμη σας, πού πηγαίνουμε όταν πεθαίνουμε;—Όταν πεθαίνουμε; Μα, εγώ πολλά χρόνια τώρα έπαυσα να πιστεύω ότι υπάρχει κάτι μετά το θάνατο.—Τι εννοείτε;—Πως τίποτε δεν επιζεί. Φυσικά, όλοι μπορούν να δουν ότι το σώμα είναι νεκρό. Μα, το ίδιο συμβαίνει και με την ψυχή. Δεν ξέρω. Στ’ αλήθεια δεν ξέρω. . . .—Όμως πιστεύετε ακόμη σταθερά στον Θεό;—Ναι, βέβαια.—Τι σας υποκινεί να πιστεύετε;—Το ότι έτσι έχω ελπίδα.»—Ο Θεός για τους Ανθρώπους Σήμερα (στη Γαλλική).
Είναι πολύ φανερό ότι η Καθολική Εκκλησία δεν έχει δώσει στα μέλη της μια ελπίδα που να γεννά σταθερή πίστη. Μάλιστα, μερικοί απ’ τους σάπιους καρπούς, που τώρα θερίζουν όλες οι παραδοσιακές θρησκείες του λεγόμενου Χριστιανικού κόσμου, είναι οι αμφιβολίες κι ακόμη η απιστία. Σε πολλές χώρες όπου επικρατεί ο Καθολικισμός η ασαφής και ομιχλώδης ελπίδα της «ουράνιας μακαριότητας» δεν μπόρεσε να εμποδίσει εκατομμύρια εκατομμυρίων ανθρώπους να χάσουν την πίστη τους και να στραφούν στον Κομμουνισμό για την εκπλήρωση της φυσιολογικής και δίκαιης επιθυμίας τους για μια ευπρεπή ζωή στη γη. Σαν αντάλλαγμα μιας αβέβαιης ελπίδας για «αιώνια ευτυχία» στον ουρανό, πολλοί φαίνεται να είναι πρόθυμοι να ζήσουν, όπως ελπίζουν, «λίγα χρόνια και καλά» μ’ ευτυχία πάνω στη γη. Αλλά κι αυτή η ελπίδα ακόμη αποδεικνύεται αυταπάτη.
Περιφρόνηση για τον «Χιλιασμό»
Πολλοί σήμερα έχουν γίνει χλιαροί «Χριστιανοί,» και ενδιαφέρονται περισσότερο για το εδώ και το τώρα παρά για την εκπλήρωση της Χριστιανικής ελπίδας. Ένας λόγος είναι ότι οι εκκλησίες του Χριστιανικού κόσμου έχουν διαστρεβλώσει αυτή την ελπίδα. Μιλάνε με περιφρόνηση για τους ειλικρινείς Χριστιανούς που τοποθετούν την ελπίδα τους στη χιλιετία, τη 1.000-ετή δηλαδή βασιλεία του Χριστού. Επί παραδείγματι, το υψηλής εκτιμήσεως και πολύτομο «Γαλλικό Ντιξιοννέρ ντε Τεολοζί Κατολίκ» ορίζει «τον χιλιασμό» ως εξής: «Η εσφαλμένη δοξασία την οποία επαγγέλλονται όσοι περιμένουν μια εγκόσμια βασιλεία του Μεσσία, το μήκος της οποίας μερικές φορές θεωρήθηκε απ’ αυτούς ως χίλια χρόνια. . . . Από τον πέμπτο αιώνα έπαψαν πια να μιλάνε για τον χιλιασμό, ή μιλούσαν πολύ σπάνια, κι αυτό γινόταν μόνο από μερικές ιδιόρρυθμες αιρέσεις.»
Κι όμως, ενώ μιλά περιφρονητικά για όσους πιστεύουν στη 1.000-ετή βασιλεία του Μεσσία, αυτό το έγκυρο Καθολικό λεξικό παραδέχεται ότι για τον χιλιασμό πραγματικά μιλούσαν πριν από τον πέμπτο αιώνα. Μ’ άλλα λόγια, η δράση της χιλιετούς ελπίδας χάθηκε στη διάρκεια του πέμπτου αιώνα. Γιατί; Επιβεβαιώνει η ιστορία αυτό που λέει η ίδια η Γραφή, δηλαδή, ότι οι πρώτοι Χριστιανοί πίστευαν στη 1.000-ετή βασιλεία του Χριστού; Και αν ναι, γιατί έκλεψαν τη χιλιετή ελπίδα απ’ τούς Καθολικούς και τους Προτεστάντες; Ας δούμε τι αποκαλύπτουν αξιόπιστα συγγράμματα και ιστορικά έργα που δίνουν, απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα.
Η μαρτυρία των «εκκλησιαστικών πατέρων»
Καθολικά βοηθήματα αναγνωρίζουν ότι πολλοί από τους πρώτους «Εκκλησιαστικούς πατέρες» και πίστευαν και δίδασκαν τη 1.000-ετή βασιλεία του Χριστού. Η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια δηλώνει: «Αργότερα ανάμεσα στους Καθολικούς ο Επίσκοπος Παπίας της Ιεραπόλεως, μαθητής του Αγ. Ιωάννου [του αποστόλου], εμφανίσθηκε σαν υποστηρικτής του ‘χιλιασμού.’ Ισχυρίστηκε ότι είχε παραλάβει το δόγμα του από Χριστιανούς σύγχρονους των Αποστόλων, και ο Ειρηναίος αναφέρει ότι άλλοι ‘Πρεσβύτεροι’ που είχαν δει και ακούσει τον απόστολο Ιωάννη, έμαθαν από αυτόν την πίστη στον χιλιασμό σαν μέρος του δόγματος του Κυρίου. . . .
«Ιδέες για τη χιλιετία βρίσκονται από τους περισσότερους σχολιαστές στην Επιστολή του Αγ. Βαρνάβα [αρχές του δεύτερου αιώνα] . . . Ο Αγ. Ειρηναίος της Λυών, που προερχόταν απ’ τη Μικρά Ασία, επηρεασμένος απ’ τους συντρόφους του Αγ. Πολύκαρπου, υιοθέτησε χιλιαστικές ιδέες, τις οποίες συζητούσε και τις υπερασπιζόταν στο έργο του κατά των Γνωστικιστών. . . Ο Αγ. Ιουστίνος της Ρώμης, ο μάρτυς, αντιπαραθέτει στους Ιουδαίους, στον Διάλογο με τον Τρύφωνα (κεφ. 80-81), το δόγμα μιας χιλιετίας. . . . Ένας μάρτυρας της συνεχιζόμενης πίστεως στη χιλιετία, στην περιοχή της Ασίας, είναι ο Αγ. Μελίτων, Επίσκοπος Σάρδεων τον δεύτερο αιώνα. . . .
« . . . Ο Τερτυλλιανός, ο πρωτοπόρος του Μοντανισμού, ερμηνεύει το δόγμα . . . ότι στις έσχατες μέρες θα εγκαθιδρυόταν η μεγάλη βασιλεία της υποσχέσεως, η νέα Ιερουσαλήμ, και θα διαρκούσε χίλια χρόνια. Όλοι αυτοί οι συγγραφείς, οπαδοί της χιλιετίας παραθέτουν από διάφορα μέρη των προφητικών βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης, σε μερικά εδάφια των Επιστολών του Αγ. Παύλου και στην Αποκάλυψι του Αγ. Ιωάννου».
Ποιοι είναι αληθινά «Αποστολικοί»
Τώρα, ένα απ’ τα κύρια επιχειρήματα της Ρωμαιο-Καθολικής Εκκλησίας ότι δήθεν υπερέχει, από τις Προτεσταντικές εκκλησίες, και επίσης από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, είναι ο ισχυρισμός της ότι είναι ο μοναδικός φύλακας της Χριστιανικής παραδόσεως όπως παραδόθηκε από την εποχή των αποστόλων. Όπως το θέτει Ένα Καθολικό Λεξικό: «Η Ρωμαιο-Καθολική Εκκλησία είναι Αποστολική, διότι το δόγμα της είναι η πίστη που μια για πάντα αποκαλύφτηκε στους Αποστόλους, και την οποία πίστη αυτή διαφυλάττει και εξηγεί, χωρίς να προσθέτει ή να αφαιρεί απ’ αυτήν.
Και όμως τα άτομα που αναφέρει «Η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια» ότι διδάσκουν τη χιλιετή ελπίδα αναγνωρίζονται απ’ την ίδια την Καθολική Εκκλησία ότι ανήκουν στους πρώτους «Εκκλησιαστικούς πατέρες.» Δύο απ’ αυτούς (ο Πολύκαρπος κι ο Παπίας) λέγεται ότι είχαν δει και ακούσει τον απόστολο Ιωάννη και ότι συνάντησαν μαθητές που γνώριζαν τον ίδιο τον Χριστό και άλλους αποστόλους. Όλοι οι άλλοι που αναφέρονται είναι «Πατέρες» ή «Δόκτορες» του δεύτερου αιώνα ή των αρχών του τρίτου, και όλοι τους πίστευαν στη 1.000-ετή βασιλεία του Χριστού.
Το πολύ έγκυρο «Λεξικό της Καθολικής Θεολογίας» φθάνει μάλιστα στο σημείο να πει ότι σύγχρονοι του Παπία, που ήταν πιο «διανοούμενοι» και «ευφυείς» απ’ αυτόν, «πίστευαν όπως και αυτός στη χιλιετή βασιλεία και θεωρούσαν αυτή την πίστη σαν ένα από τα θεμελιώδη δόγματα της Χριστιανικής πίστεως.» Αυτό το ίδιο Καθολικό βοήθημα λέει για τον Ιουστίνο τον Μάρτυρα ότι, αν και γνώριζε ότι μερικοί απ’ τους συγχρόνους του δεν συμμερίζονταν τις ιδέες του για τη χιλιετία, θεωρούσε ότι σ’ αυτό το θέμα αυτός ήταν ο «φύλακας του πιο πλήρους ορθόδοξου δόγματος.» Αναφερόμενο αυτό το λεξικό στον Ειρηναίο δηλώνει: «Γι’ αυτόν, ο χιλιασμός αποτελεί μέρος παραδοσιακών διδασκαλιών. . . . Ο Αγ. Ειρηναίος φαίνεται να πιστεύει ότι δεν μπορεί κανείς να δώσει μια σωστή εξήγηση των Γραφών χωρίς τον χιλιασμό.»—Τόμος Χ, στήλες 1761, 1762 (Τα πλάγια γράμματα δικά μας).
Συνεπώς ποιος είναι πιο κοντά στην αληθινή αποστολική διδασκαλία και παράδοση, η Ρωμαιο-Καθολική Εκκλησία που με ελαφρότητα αποκαλεί ‘ιδιόρρυθμη αίρεσι’ όσους πιστεύουν ακόμη στη 1.000-ετή βασιλεία του Χριστού ή οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, που εγκολπώνονται την ελπίδα της χιλιετίας; Πώς έφθασε να απορριφθεί αυτή η ελπίδα απ’ το Καθολικό δόγμα;
Η αποστασία διαστρέφει τη χριστιανική ελπίδα
Γνωρίζουμε ότι, μέσω της αποστασίας που παρουσιάστηκε τους τελευταίους αιώνες προ Χριστού, οι Ιουδαίοι αντικατέστησαν την ελπίδα τους στην ανάσταση με την ειδωλολατρική πίστη στην έμφυτη αθανασία της ψυχής και παραποίησαν την αρχική Μεσσιανική τους ελπίδα σε πολιτική ελπίδα. Ομοίως, η αποστασία που προλέχτηκε ότι θα συνέβαινε ανάμεσα στους Χριστιανούς (Πράξ. 20:29, 30· 2 Θεσ. 2:3· 1 Ιωάν. 2:18, 19) είχε σαν αποτέλεσμα τη διαστροφή της χιλιετούς ελπίδας.
Ο Ιουδαίος λόγιος Χιουζ Τζ. Σκόνφηλντ δηλώνει: «Η απομάκρυνση των Χριστιανών απ’ την ελπίδα της επίγειας βασιλείας του Θεού επικράτησε το δεύτερο αιώνα.» «Παρά τις παρακλήσεις για σταθερότητα, πιστότητα και υπομονή, πολύ περισσότεροι Χριστιανοί απογοητεύτηκαν και είτε εγκατάλειψαν την Εκκλησία είτε ακολούθησαν εκείνους τους δασκάλους που πρόσφεραν λιγότερο γήινες ερμηνείες για τη φύση της Χριστιανοσύνης.»
Όσον αφορά αυτή την «απομάκρυνση» από την ελπίδα ενός παραδείσου που θα αποκατασταθεί στη γη μέσω της ουράνιας Μεσσιανικής βασιλείας ή κυβερνήσεως, Το «Νέο Διεθνές Λεξικό της Θεολογίας της Καινής Διαθήκης» δηλώνει (Τόμ. 2, στο θέμα «Παράδεισος»): «Στην περαιτέρω πορεία της εκκλησιαστικής ιστορίας πολλές μη βιβλικές σκέψεις, εικόνες και ιδέες απορροφήθηκαν μέσα στην έννοια του παραδείσου. . . . Οι υποθέσεις της εκκλησίας σχετικά με τον παράδεισο και την έννοια της δημοφιλούς ευσέβειας συνδέονται επίσης με το γεγονός ότι το δόγμα της αθανασίας της ψυχής ήλθε και αντικατέστησε στην εσχατολογία της ΚΔ [Καινής Διαθήκης], την ελπίδα της αναστάσεως των νεκρών και της νέας κτίσεως (Αποκ. 21), έτσι που η ψυχή κρίνεται μετά θάνατον και κερδίζει τον παράδεισο που τώρα θεωρείται σαν κάτι που βρίσκεται στον ουρανό.».
Έτσι με τη διάβρωση που έφερε το Ελληνικό δόγμα της αθανασίας της ψυχής, οι αποστατημένοι Χριστιανοί μετέφεραν τον παράδεισο απ’ τη γη στον ουρανό και εγκατέλειψαν την αρχική ελπίδα της χιλιετίας. Επιβεβαιώνοντας το αυτό η «Βρεταννική Εγκυκλοπαίδεια» (1977) παραδέχεται: «Η επιρροή της Ελληνικής σκέψεως στη Χριστιανική θεολογία υπονόμευσε την άποψη για τον κόσμο της χιλιετίας.»
Ο Νεοπλατωνισμός αντικαθιστά την ελπίδα της χιλιετίας
Η ελπίδα της χιλιετίας, λοιπόν, υπήρξε θύμα της αποστασίας. Οι εχθροί της δεν σταμάτησαν μπροστά σε τίποτε για να την καταπολεμήσουν. Αναφέροντας τους εχθρούς της χιλιετίας, το «Λεξικό της Καθολικής Θεολογίας» λέει για ένα Ρωμαίο ιερέα τον Κάιο (τέλος δεύτερου, αρχές τρίτου αιώνα) ότι «για να κατανικήσει τον χιλιασμό αρνήθηκε χωρίς περιστροφές την αυθεντικότητα της Αποκαλύψεως και του Ευαγγελίου του Αγ. Ιωάννου.» Το ίδιο αυτό έγκυρο Καθολικό βοήθημα αποκαλύπτει επίσης ότι ο «Άγιος» Διονύσιος, επίσκοπος Αλεξανδρείας τον τρίτο αιώνα, έγραψε μια πραγματεία κατά του χιλιασμού και «για να εμποδίσει, όσους υποστήριζαν αυτή τη γνώμη, να βασίσουν την πίστη τους στην Αποκάλυψη του Αγίου Ιωάννου, δεν δίστασε να αρνηθεί την αυθεντικότητα της.»
Επιπλέον μαθαίνουμε σ’ αυτό το 15-τομο Καθολικό Λεξικό ότι ο «Εκκλησιαστικός Πατέρας» του τρίτου αιώνα Ωριγένης κατηγορούσε όσους πίστευαν στις επίγειες ευλογίες της χιλιετίας, διότι «ερμήνευαν τις Γραφές σαν τους Ιουδαίους.» Και για ποιον άλλο λόγο εναντιωνόταν ο Ωριγένης τόσο πολύ στο χιλιασμό; Η «Καθολική Εγκυκλοπαίδεια» μάς πληροφορεί: «Επειδή ο Ωριγένης βάσιζε τις δοξασίες του στο Νεο-Πλατωνισμό. . . , δεν μπορούσε να υποστηρίξει τους χιλιαστές.» Συμμεριζόμενος την πίστη του Πλάτωνα στην έμφυτη αθανασία της ψυχής ο Ωριγένης υποχρεώθηκε να μεταφέρει τις επίγειες ευλογίες της 1.000-ετούς Μεσσιανικής βασιλείας στην πνευματική σφαίρα.
Ο Αυγουστίνος αποφασίζει πως «δεν θα υπάρξει χιλιετία»
Αλλά ο άνθρωπος που έδωσε τη χαριστική βολή στην ελπίδα της χιλιετίας για τους Καθολικούς και τους Προτεστάντες ακόμη, ήταν αναμφίβολα ο «Άγιος» Αυγουστίνος που περιγράφεται απ’ τη «Βρεταννική Εγκυκλοπαίδεια» σαν «ο μεγαλύτερος στοχαστής της Χριστιανικής αρχαιότητας» και «το χωνευτήρι μέσα στο οποίο η θρησκεία της Καινής Διαθήκης συγχωνεύτηκε τέλεια με την Πλατωνική παράδοση της Ελληνικής φιλοσοφίας.» Ο Αυγουστίνος αγωνίστηκε δραστήρια κατά της αρχικής ελπίδας ενός παραδείσου που θα αποκαθιστόταν πάνω στη γη στη διάρκεια της 1.000-ετούς βασιλείας του Χριστού: Να τι λέει Η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια: «Ο Αγ. Αυγουστίνος τελικά καταστάλαξε στην πεποίθηση ότι δεν θα υπάρξει καμιά χιλιετία. . . . ο μεγάλος Δόκτωρ. . . μάς δίνει μια αλληγορική εξήγηση του Κέφ. 20 της Αποκαλύψεως. Όπως λέει, η πρώτη ανάσταση, για την οποία μιλά αυτό το κεφάλαιο, αναφέρεται στην πνευματική αναγέννηση που γίνεται στο βάπτισμα· το σάββατο των χιλίων ετών μετά από έξη χιλιάδες χρόνια ιστορίας, είναι όλη η αιώνια ζωή . . . Αυτή η εξήγηση του επιφανούς Δόκτορα υιοθετήθηκε από τους μετέπειτα Δυτικούς θεολόγους και δεν ξαναϋποστηρίχτηκε πια η ιδέα της χιλιετίας με την αρχική της μορφή.»
Μ’ αυτό τον τρόπο αποστερήθηκαν από την αρχική Γραφική ελπίδα της χιλιετίας, όχι μόνο οι Καθολικοί αλλά και οι Προτεστάντες. Η «Μακροπαιδεία Μπριτάννικα» του 1977 αποκαλύπτει: «Η αλληγορική εξήγηση του Αυγουστίνου για τη χιλιετία έγινε το επίσημο δόγμα της εκκλησίας, και ο αποκαλυπτικισμός [προσδοκία της τελικής καταστροφής του κακού και θρίαμβος του καλού] καταπνίγηκε. . . . Οι Προτεστάντες ανακαινιστές των Λουθηρανικών, Καλβινιστικών και Αγγλικανικών παραδόσεων δεν ήταν αποκαλυπτικιστές, αλλά έμειναν σταθερά προσκολλημένοι στις απόψεις του Αυγουστίνου.»
Οι Καθολικοί και οι Προτεστάντες θεολόγοι εσφαλμένα εφαρμόζουν σ’ όλους τους δίκαιους την ουράνια ελπίδα που η Γραφή προσφέρει μόνο σ’ έναν περιορισμένο αριθμό Χριστιανών που καλούνται να κυβερνήσουν με τον Χριστό σαν βασιλείς, ιερείς και κριτές. (Αποκ. 20:4-6· Λουκ. 22:28-30) Αυτοί οι θεολόγοι προσφέρουν στους «πιστούς» τους μια ασαφή ελπίδα «αιώνιας μακαριότητας» στους ουρανούς. Ο σκοπός του Θεού να φροντίσει ώστε να γίνει το θέλημά του στη γη, όπως στον ουρανό βρίσκεται τελείως έξω απ’ τις προσδοκίες τους. (Ματθ. 6:10) Κι όμως η Γραφή παρέχει τη θαυμάσια ελπίδα της αιώνιας ζωής, όχι μόνο στον ουρανό για λίγους εκλεκτούς αλλά επίσης πάνω στη γη για αναρίθμητα άλλα άτομα.
- Αναδημοσίευση από τη ΣΚΟΠΙΑ 15/8/1981, σ. 9-12