"Η ευτυχία έρχεται μετά τα 80"... Ένα διήγημα του Λεωνίδα Μπόνη, γεμάτο ευαισθησία...
Κάθε πρωί θυμάμαι η μητέρα με σήκωνε άρον άρον για να προλάβω το σχολείο. Βλέπετε για να ετοιμαστώ έπρεπε να ντυθώ την περίτεχνη σχολική ενδυμασία και να χτενιστώ κατάλληλα και με αξιοπρέπεια. Αλλά που χρόνος για τέτοια; Ίσα ίσα που προλάβαινα να πιω το γάλα μου και να καταπιώ μια φέτα ψωμί με μέλι. Ταυτόχρονα άκουγα τη φωνή του παππού που καθόταν στο τζάκι. Ήταν ένας αρχοντικός άνθρωπος με γερή κορμοστασιά και γκρι μουστάκι. Θα τον έβλεπες ή δίπλα στο τζάκι του σπιτιού ή στο καφενείο να παίζει τάβλι με τον κύριο Κώστα. Όταν κάποια πρωινά με έβλεπε να τρέχω αλαφιασμένο σιγομουρμούριζε: "η ευτυχία έρχεται μετά τα 80". Με το λίγο μυαλό που είχα τότε, πίστευα πως ο παππούς ήταν ευτυχισμένος απλά χαζεύοντας τις φλόγες της φωτιάς και κουβεντιάζοντας ένα σωρό ασυναρτησίες στο καφενείο. Τουλάχιστον μου φαινόταν πιο ευτυχισμένο αυτό από το να μου παίρνει το κεφάλι ο δάσκαλος με αριθμητικές πράξεις και φιλολογικές θεωρίες. Μέχρι να κάνουν τον κύκλο του κεφαλιού μου όλες αυτές οι σκέψεις είχα φτάσει ήδη στο σχολείο με τα πόδια. Τότε άρχιζε το βασανιστήριο. Δεν έλεγε να τελειώσει η ώρα. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν ποτέ θα πάω 80 χρόνων για να γίνω ευτυχισμένος. Δεν ήξερα ακριβώς πώς, αλλά ο παππούς έλεγε πως μετά τα 80 έρχεται η ευτυχία. Πέρασα τα σχολικά χρόνια με την ίδια ανησυχία. Πότε θα γίνω ευτυχισμένος. Καμμιά φορά έβλεπα τον παππού όταν είχε καλό καιρό το χειμώνα, να βγαίνει και να βοηθάει στο κλάδεμα του αμπελιού τον γείτονα, τον κύριο Γιώργο. Άλλες φορές κουβαλούσε από τον μπαξέ μας πορτοκάλια για τον κύριο Θόδωρο που ήταν ανάπηρος πολέμου. Άμαχος ο κυρ Θόδωρος, αλλά τον βρήκε ένα βλήμα στο πόδι. Και άλλες φορές τον έβρισκες να μαζεύει χόρτα απ’ το βουνό για την κυρά του. Αναρωτιόμουν μήπως έχασε την ευτυχία του καφενείου και την ψάχνει στις δουλειές.
Ξέχασα να σας πω πως μεγάλωσα σε μονογονεϊκή οικογένεια. Ο πατέρας χάθηκε νωρίς. Έφυγε για ένα από τα πολλά ταξίδια του ως ναυτικός και δεν ξαναγύρισε. Τον θυμάμαι ως τώρα να με φιλάει στο μέτωπο την τελευταία φορά που έφυγε. Είχε υποσχεθεί να μου φέρει ένα ποδήλατο από αυτό το ταξίδι του. Για να πω την αλήθεια όταν μου είπαν ότι δεν θα γυρίσει ο μπαμπάς στεναχωρήθηκα για το ποδήλατο. Το περίμενα πως και πως. Εξάλλου 5 χρόνων που ήμουν, δεν κατάλαβα ότι εννοούσαν πως δεν θα γύριζε ποτέ. Είχε ξαναργήσει και σε άλλα ταξίδια εξάλλου. Μία ο καιρός μία η δουλειά η έκτακτη. Παραξενευόμουν που η μητέρα έκλαιγε. Άλλες φορές δεν έκανε έτσι. Μετά από 2 μήνες κατάλαβα τι έγινε. Έφτασαν οι αποσκευές του πατέρα με τον κυρ Γιάννη. Ήταν ο μεταφορέας του χωριού. Τις έστειλαν από το βαπόρι πίσω στο σπίτι. Τότε κατάλαβα τί είχε συμβεί. Κι εγώ που νόμιζα πως η μητέρα ήταν απλά ευαίσθητη.
Από τότε και έπειτα πίστεψα ακράδαντα πως η ευτυχία είναι κάτι μακρινό. Ίσως να είχε δίκιο ο παππούς τελικά. Προσπάθησα μεγαλώνοντας να σπουδάσω. Με έστειλε η μητέρα να σπουδάσω στην Αθήνα. Είχαμε χρήματα από τη μεγάλη αποζημίωση του πατέρα. Η μητέρα ήθελε να σπουδάσω, ώστε να μην έχω την τύχη του πατέρα μου. Έφυγα για σπουδές στα 18 μου. Στεναχωριόμουν που θα τους αφήσω όλους πίσω. Τη γιαγιά και τη μητέρα φυσικά. Μα πιο πολύ θα μου έλλειπε η φιγούρα του παππού. Ενέπνεε μια σιγουριά μέσα στο σπίτι. Πήρα μια φωτογραφία τους μαζί. Να έχω να τους κοιτώ τις άδειες μέρες που θα περνούσα μέσα στη αδυσώπητη απομόνωση της πόλης. Πίστευα πως με τις σπουδές θα μάθαινα πολλά και θα γινόμουν ευτυχισμένος.
Είχα το δικό μου επάγγελμα πλέον. Ήξερα καλά τη δουλειά μου. Μπορούσα να αισθάνομαι χρήσιμος για την κοινωνία πλέον. Μπορούσα να στηρίζω οικονομικά τον εαυτό μου και τους δικούς μου. Έβγαλα λεφτά στη πόλη αλλά αποφάσισα να γυρίσω στο χωριό. Αγόρασα μερικά χωράφια που είχε βάλει στόχο ο πατέρας να πάρει αλλά δεν πρόκαμε. Συνέχισα να εξασκώ το επάγγελμα μου στην επαρχία. Εκεί ένιωθα ακόμα πιο χρήσιμος. Σαν γιατρός που είμαι, ήξερα πως οι κάτοικοι στην επαρχία νιώθουν πως θα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη τον γιατρό απ' ότι οι κάτοικοι της πόλης. Δυστυχώς όμως το κενό που ένιωθα, καθώς μεγάλωνα μεγάλωνε και αυτό. Όσο πιο πολλά αποκτούσα τόσο πιο πολύ μεγάλωνε το κενό μου για να τα χωρέσει. Η μητέρα καμάρωνε για μένα. Ειδικά τα καλοκαίρια που είχα πιο πολύ χρόνο ελεύθερο (αν και σαν γιατρός πάντα είμαι διαθέσιμος), πέρναγα χρόνο μαζί της. Τώρα πια είχε κουραστεί. Τα μάτια της είχαν βαρύνει. Αλλά εκείνη κινούσε τα νήματα στο σπίτι. Ήταν καλή νοικοκυρά. Χαιρόταν όταν μπορούσαμε και συζητούσαμε. Συζητούσαμε για πολλά. Για τη δουλειά μου για τον πατέρα, για την ίδια. Αυτές οι αυτοβιογραφικές συζητήσεις μας ήταν σαν άγκυρα. Μου έδειχναν πως αφού η μάνα ήταν ακόμα εκεί υπήρχε ελπίδα. Ελπίδα γιατί; Για ποιο πράγμα; Για την ευτυχία. Παρότι ο παππούς έλεγε πως έρχεται μετά τα 80, εγώ ήθελα να την κατακτήσω πιο νωρίς. Φοβόμουν μήπως δεν προλάβω να φτάσω εκεί. Σαν τον πατέρα...τον καημένο τον πατέρα. Δεν πρόλαβε να γίνει ευτυχισμένος! Πόσο ουτοπικό τρόπο σκέψης είχα. Το κατάλαβα μερικά χρόνια αργότερα.
Μόλις είχα ανοίξει και δεύτερο ιατρείο στην διπλανή πόλη. Τα τελευταία χρόνια ο παππούς δεν ήταν καλά. Είχε κάποια προβλήματα με την καρδιά του. Τον παρακολουθούσα και τον φρόντιζα. Αλλά τον τελευταίο μήνα δεν τον έβλεπα τόσο καλά. Προσπαθούσα να μην το δείχνω στους υπόλοιπους. Αλλά η μητέρα είχε καταλάβει πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Εξάλλου ποτέ δεν μπορούσα να της κρύψω κάτι. Πάντα με καταλάβαινε. Από παιδί. Με είχε γεννήσει βλέπεις. Η μάνα πάντα καταλαβαίνει όταν της κρύβεις κάτι. Ή μάλλον όταν προσπαθείς να της κρύψεις κάτι. Και παρότι το ήξερα αυτό, έπεσα σε αυτή την παγίδα. Να της το κρύψω. Ένα πρωί με έπιασε πριν φύγω για το ιατρείο και με ρώτησε στα ίσια. Τι να της πω; Της είπα πως ο παππούς δεν θα άντεχε πολύ ακόμα. Ήταν κουρασμένη η καρδιά του. Αλλά δεν σήκωνε και τρίτο χειρουργείο. Τον περιμέναμε λοιπόν. Στεναχωρήθηκε η μητέρα αλλά έπρεπε να το αντέξει. Εξάλλου είχε αντέξει και τον χαμό του άντρα της πριν 30 χρόνια. Την επομένη δεν πήγα στη δουλειά. Το πρωί που ξύπνησα δεν τον είδα καλά τον παππού και είπα να μείνω σπίτι. Ακύρωσα όλα τα ραντεβού του ιατρείου. Κάθισα στο σαλόνι και τον περίμενα. Όπως πάντα μετά το πρωινό του ερχόταν και καθόταν δίπλα στο τζάκι. Του χαμογέλασα. Μου χαμογέλασε και εκείνος.
- "Μη σε ξεγελάει το χαμόγελο μου" μου είπε, "μέχρι εδώ ήταν. Αφού το βλέπεις κι εσύ".
- "Τι βλέπω εγώ; Εγώ μια χαρά σε βλέπω."
- "Λευτέρη", μου είπε και ακουμπώντας το χέρι του στον ώμο μου με κοίταξε λέγοντας: "Μέχρι εδώ ήταν".
Έπεσαν οι μάσκες. Και εκείνος και εγώ ξέραμε την αλήθεια. Μέχρι εδώ ήταν λοιπόν.
-"Είσαι 98, που την είδες την ευτυχία; Έχεις πολλά άλλα δεν θα μπορείς να τα απολαύσεις σε λίγο. Δεν θα μπορείς να τα χαρείς. Δεν θα μπορείς να δεις τους αγαπημένους σου. Που είναι η ευτυχία;"
Πήγε να με διακόψει αλλά δεν τον άφησα και συνέχισα λέγοντας:
- "Ούτε εγώ είμαι ευτυχισμένος. Έχω όσα δεν είχε ο πατέρας. Αλλά δεν έχω χρόνο να τα χαρώ. Έχω καλή δουλειά αλλά δεν έχω κάνει ακόμα οικογένεια. Και κρίνοντας από εσένα, ούτε μετά τα 80 θα γίνω ευτυχισμένος. Γιατί μας έλεγες πως η ευτυχία έρχεται μετά τα 80;"
Σταμάτησα και τον κοιτούσα απορημένος απαιτώντας με το βλέμμα μια ικανοποιητική απάντηση. Ξεκίνησε να μιλάει και ήξερα πως δεν θα μου άφηνε περιθώριο να τον διακόψω τώρα. Ακούμπησα την πλάτη πίσω και κάθισα να τον ακούσω. Ίσως είχε κάτι τελευταίο να πει που χρειαζόμουν να μάθω.
- "Άκουσε παιδί μου, η ευτυχία δεν είναι αποτέλεσμα όσων έχεις ή όσων ξέρεις. Είσαι γιατρός και έχεις αραδιάσει καμμιά κατοσταριά βιβλία μέσα στο κεφάλι σου αλλά ποτέ δεν με ρώτησες ως τώρα τι σήμαινε αυτό που έλεγα τόσα χρόνια. Η ευτυχία κρύβεται όχι στο πόσα έχεις ή στο πόσα ξέρεις, αλλά στο πόσα έχεις δώσει και πόσους έχεις βοηθήσει. Αυτό μπορείς να το υπολογίσεις πιο καλά μετά τα 80."
Έμεινα να τον κοιτάω σαν χαμένος. Το ανελέητο κυνήγι της ευτυχίας μου, με είχε οδήγηση στην αντίθετη κατεύθυνση. Αν είχα αφιερώσει ένα λεπτό χρόνο να κάνω αυτό το ερώτημα πιο νωρίς. Τότε άρχισα να θυμάμαι το πόσο καλός ήταν ο παππούς με τους συγχωριανούς. Το πώς τους βοηθούσε. Το τι πρόσφερε στο χωριό. Πράγματα που μικρός μου πέρναγαν απαρατήρητα, ορθώθηκαν με μιας σαν σημαία μέσα στο νου μου. Τις σκέψεις μου διέκοψε η σιγανή φωνή του παππού: "Πάω στο δωμάτιο να ξεκουραστώ λίγο." Δεν πρόλαβε. Η καρδιά του σταμάτησε να χτυπάει εκείνη τη στιγμή. Παρότι γιατρός, σάστισα. Έκανα προσπάθειες αλλά δεν μπόρεσα να καταφέρω κάτι. Έκλαιγα απαρηγόρητος για όλη την υπόλοιπη ημέρα. Έκλαιγα και για τον χαμό του παππού και για το ότι άργησα να πάρω το μάθημα μου.
Βυθισμένος καθώς ήμουν στις σκέψεις μου, με σκούντηξε ο Δημήτρης.
- "Ε Λευτέρη. Πάμε! Μας περιμένουν. Τι κοιτάς εδώ σαν χαμένος; Κοιτάς το χαρτί 20 ολόκληρα λεπτά."
Ο Δημήτρης. Παιδικός φίλος. Καλός φίλος. Με πήρε και φύγαμε από το κοιμητήριο. Είχα μείνει να κοιτάω το χαρτί της αναγγελίας της κηδείας, βουτηγμένος στις σκέψεις μου. Κηδεύουμε τον αξιαγάπητο πατέρα, αδελφό, θείο, παππού, Ελευθέριο Παπαϊωάννου. Ετών 98. "Κάτι λείπει" σκέφτηκα. Έψαξα μέσα στο σακάκι και βρήκα το στυλό του ιατρείου. Δεν γίνεται να μην το προσθέσω. Μετά τη λέξη "παππού" και πριν το όνομα, πρόσθεσα με καμάρι τη λέξη "ευτυχισμένο". Τώρα είναι σωστό! "Κηδεύουμε τον αξιαγάπητο πατέρα, αδελφό, θείο, παππού, ευτυχισμένο, Ελευθέριο Παπαϊωάννου. Ετών 98." Έβαλα το στυλό στην τσέπη και έφυγα σκυφτός. Ναι, αυτό ήταν επιτέλους αλήθεια. Ήταν ευτυχισμένος στη ζωή του. Γιατί η ευτυχία έρχεται μετά τα 80.
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΜΠΟΝΗΣ
Σχόλια (6)