Ολοκληρώνεται σήμερα «Η Ρηνιώ» και άλλα διηγήματα του Θανάση Ρέππα, δεύτερο μέρος
Ώρα για… διάβασμα παιδιά… Κι αν δεν το ξεκινήσατε χθες κάντε το σήμερα. Έστω κι έτσι δεν είναι πρόβλημα. Εξάλλου τα διηγήματα είναι ανεξάρτητες μικρές ιστορίες…
Συνεχίζουμε σήμερα το δεύτερο μέρος από το βιβλίο του Θανάση Ρέππα που ξεκινήσαμε χθες «Η Ρηνιώ» και άλλα διηγήματα», έκδοση 2004… Πρόκειται για το ολόκληρο το περιεχόμενο του βιβλίου που σημαίνει πως πρέπει να διαθέσετε λίγο χρόνο για να το διαβάσετε…
Και σίγουρα δεν είναι μόνο το διήγημα που βλέπετε στην πρώτη σελίδα του ΘΡΑΨΑΝΙΩΤΗ. Ακολουθούν κι άλλα που θα τα δείτε, αν πατήσετε πάνω στις λέξεις Read More στο τέλος αυτού του δημοσιεύματος, δεξιά, δίπλα από τα Comment. Δοκιμάστε το…
Ο ΤΑΒΛΑΣ
Από κοινωνική υποχρέωση βρέθηκε χθες το βράδυ ο Αλέξης Κοσμίδης σε πολυτελές κέντρο της Κηφισιάς. Ήταν καλεσμένος στη γαμήλια δεξίωση μιας ξαδέλφης του και πήγε, όχι για τους τύπους, αλλά γιατί το ήθελε πραγματικά. Πήγε γιατί πίστευε πως με την παρουσία του θα αύξανε κατά τι τη χαρά των νεόνυμφων, αλλά προπαντός της αγαπημένης του θείας, μητέρας της νύφης.Όπως συμβαίνει με τους περισσότερους σε τέτοιες περιπτώσεις, τον απασχολούσε έντονα ποιοι θα είναι οι ομοτράπεζοί του, αφού για κανένα δεν είναι ό,τι το καλύτερο να υποχρεωθεί να συντρώγει και να κουβεντιάζει για ώρες με άτομα που δεν γνωρίζει ή δεν ταιριάζει και να αγωνίζεται να βρει θέμα συζήτησης, για να περάσει η ώρα, μέχρι να αρχίσει ο χορός οπότε θα έχει πρόφαση να σηκωθεί από το τραπέζι.
«Στο τριάντα οχτώ», του είπε ευγενικά ο υπεύθυνος του κέντρου και του έδειξε ένα τραπέζι απέναντι από το τραπέζι των νεόνυμφων, μια οπωσδήποτε τιμητική θέση.
Ο Αλέξης όμως δεν στάθηκε σ’ αυτό αλλά το βλέμμα του και η προσοχή του έπεσαν στις δύο κυρίες που κάθονταν ήδη εκεί.
Στην αρχή τού φάνηκαν άγνωστες. Καθώς όμως πλησίαζε αυθόρμητα αναφώνησε: «Η Τατούλα και η Μπέμπα!»
Με έκδηλη τη χαρά προχώρησε και τις χαιρέτησε εγκάρδια. Και εκείνες αρχικά δυσκολεύτηκαν αλλά δεν άργησαν να τον αναγνωρίσουν, και οι αυθόρμητοι ασπασμοί ήρθαν για επιβεβαίωση της έκπληξης και της χαράς, από τη μια γιατί συναντήθηκαν ύστερα από πολλά χρόνια και από την άλλη επειδή θα περνούσαν μερικές ευχάριστες ώρες, αφού σίγουρα θα είχαν πολλά να πούνε. Η χαρά τους συμπληρώθηκε και από το ότι το τραπέζι ήταν έξι θέσεων και δεν θα κάθονταν άλλοι, εκτός από τον Αλέξη με τη γυναίκα του και την κόρη τους και τις δυο γυναίκες με τον γιο της Τατούλας.
Είχαν περάσει πολλές δεκαετίες από τότε που ο Αλέξης και οι δυο γυναίκες συναν τήθηκαν για πρώτη φορά, μικρά παιδιά, στο σπίτι ενός θείου τού Αλέξη με τον οποίο οι γονείς των κοριτσιών είχανε φιλικές σχέσεις.
Αφού πέρασε η ευχάριστη έκπληξη, τακτοποιήθηκαν στο τραπέζι, σίγουροι πως θα περνούσαν μια ευχάριστη βραδιά.
Ο Αλέξης κάθισε δίπλα στην Τατούλα και η συζήτηση άρχισε χωρίς προσπάθεια με τα κλασικά: «Πώς περνάτε; Χαθήκαμε… ».
Κάποια στιγμή ο Αλέξης τη ρώτησε αν ζει ο πατέρας της, ο κυρ-Μιχάλης
«Όχι, έχει πεθάνει δέκα χρόνια τώρα»,.
«Ήταν καλός άνθρωπος και, ξέρεις, τον θυμάμαι πάντα».
«Όλοι όσοι τον ήξεραν τον θυμούνται, ιδιαίτερα εκείνοι που τους είχε κάνει έπιπλα». «Κι εμένα μου είχε κάνει ένα έπιπλο», είπε, και η σκέψη του χάθηκε, ταξίδεψε στο παρελθόν και σ’ εκείνο το έπιπλο.
Ήταν ένας ταβλάς κουλουρτζή περίπου 40Χ60 εκατοστά. Του τον είχε φτιάξει ο κυρ-Μιχάλης, όταν βγήκε για πρώτη φορά στη δουλειά στα δεκατέσσερα χρόνια του. Ήταν το πρώτο του περιουσιακό στοιχείο, το δικό του έπιπλο, ο ταβλάς που πάνω του έβαζε τα κουλούρια που πουλούσε στις γειτονιές και στα σχολεία της Αθήνας εκείνα τα δύσκολα χρόνια.
Μ’ εκείνο τον ταβλά για εργαλείο κέρδισε το ψωμί και τη ζωή του και με κείνο το εφόδιο κατάφερε να τελειώσει το νυχτερινό Γυμνάσιο. Και εκείνο το εργαλείο τού το είχε κάνει δώρο ο κυρ-Μιχάλης.
Έτσι η κουβέντα για τον κυρ-Μιχάλη έφερε στη σκέψη του Αλέξη εκείνα τα παλιά, που, άσχετα αν ήσαν χαρούμενα ή όχι, ήσαν όλα σημαντικά.
Είχε όμως μια στενοχώρια και την είπε στην Τατούλα. Στενοχωριόταν που, όταν σταμάτησε να πουλά κουλούρια, δεν φύλαξε τον ταβλά, εκείνο το σπουδαίο εργαλείο, το πρώτο του περιουσιακό στοιχείο, το δώρο του κυρ-Μιχάλη. Δεν τον φύλαξε γιατί τότε δεν εκτιμούσε την αξία του όπως την εκτιμά τώρα, ύστερα από δεκάδες χρόνια.
Με αυτές τις συζητήσεις περνούσε η ώρα και ο Αλέξης από φόβο μήπως γίνει βαρετός, προσπαθούσε να αλλάξει θέμα αλλά δεν του έβγαινε τίποτε άλλο. Όλο το ενδιαφέρον του είχε συγκεντρωθεί στον ταβλά και στον κυρ-Μιχάλη. Μάλιστα συνειδητοποίησε πως εκείνος ο ταβλάς ήταν το σπουδαιότερο δώρο που δέχτηκε, και δυστυχώς δεν τον έχει πια. Τον ικανοποιεί όμως το γεγονός ότι τον έχει στη μνήμη του ολοζώντανο και το θυμάται πάντα, όπως θυμάται και τον ευγενικό και γενναιόδωρο κυρ-Μιχάλη.
Γύρω στις δύο έφυγαν. Χωρίστηκαν με ένα εγκάρδιο χαιρετισμό, όπως όταν συναντήθηκαν και με την υπόσχεση «Να μη χαθούμε», που δίνουμε πάντα χωρίς να την τηρούμε.
Στην επιστροφή ο Αλέξης καθόταν στη θέση του συνοδηγού και οδηγούσε η γυναίκα του. Κατά τη διαδρομή δεν είπαν τίποτε, ούτε το γάμο σχολίασαν. Η γυναίκα του το απέδωσε στο περασμένο της ώρας και στο λίγο παραπάνω κρασί που είχε πιει. Ο Αλέξης όμως δεν μιλούσε γιατί σκεφτόταν τον ταβλά.
Έπεσε στο κρεβάτι του αλλά δυσκολευόταν να κοιμηθεί. Όταν όμως τον πήρε ο ύπνος, αποζημιώθηκε καλά αφού στο όνειρό του, σαν σε ταινία σινεμασκόπ, ξανάζησε όλη την ιστορία του ταβλά.
Θυμήθηκε πόσο χάρηκε εκείνο το βράδυ που τού τον έφερε ο θείος του.
Ήταν ένας όμορφος ταβλάς, μύριζε ξύλο και λούστρο και η περιποίηση είχε τη σφραγίδα της αγάπης του κυρ-Μιχάλη.
Δεν ήθελε να τον αποχωριστεί και πριν κοιμηθεί τον έβαλε δίπλα στο κρεβάτι του, για
να μπορεί να τον ακουμπά με το χέρι του. Έτσι τον πήρε ο ύπνος εκείνο το βράδυ.
Το πρωί, μόλις ξύπνησε, τον κρέμασε στο λαιμό του και κοιταζόταν στον καθρέφτη της ντουλάπας.
Όταν αργότερα τον γέμισε με ζεστά κουλούρια και βγήκε στην οδό Σόλωνος φωνάζοντας: «Φρέσκα και ζεστά κουλούρια… Ο κουλουράς… Κουλούρια και τυρί καλό…», όπως τον είχε συμβουλέψει ο φούρναρης, νόμιζε πως όλοι οι περαστικοί κοίταζαν και ζήλευαν τον ταβλά του. Τα μεσημέρια, όταν ξεπουλούσε, μάζευε το σουσάμι που είχε τιναχτεί μέσα και το έτρωγε με ικανοποίηση γιατί ήταν από τον ταβλά του.
Τέσσερα χρόνια έζησε με τον ταβλά κρεμασμένο στο λαιμό του και έφτασε να τον θεωρεί εξάρτημά του, όπως ο ανάπηρος την πατερίτσα.
Όταν τέλειωσε το Γυμνάσιο, συνειδητοποίησε πως θα άλλαζε και επάγγελμα. Κατά βάθος δεν το ήθελε αλλά έπρεπε.
Είχε νοσταλγήσει το χωριό του και πριν πιάσει άλλη δουλειά θέλησε να περάσει εκεί το καλοκαίρι.
Φεύγοντας για το χωριό, άφησε στο δωμάτιο που έμενε με τον αδελφό του τα λίγα υπάρχοντά του, ανάμεσά τους και τον ταβλά.
Τον Σεπτέμβρη που γύρισε, δεν πήγε στο ίδιο δωμάτιο, γιατί ο αδελφός του είχε βρει άλλο, αλλά όταν μετακόμισε δεν πήρε μαζί τον ταβλά. Και έτσι τον έχασε.
«Τι έχεις και παραμιλάς;» τον ρώτησε η γυναίκα του και τον χτύπησε στον ώμο.
«Εξακόσιες και με τυρί ένα χιλιάρικο», απάντησε και καθώς ξύπνησε είδε ότι ήταν στο κρεβάτι. Διαπίστωσε ότι η φωνή της κυρίας που άκουσε και του ζητούσε κουλούρι ήταν όνειρο.
«Όνειρο έβλεπες;»
«Ναι!»
«Τι όνειρο;»
«Τον ταβλά!»
«Ποιόν ταβλά;»
«Όχι, λάθος. Τη ζωή μου έβλεπα. ΄Ολη μου τη ζωή. Μάλλον το καλύτερο και νοστιμότερο κομμάτι της».
Η γυναίκα του κατάλαβε, γιατί ήξερε για τον ταβλά και είχε ακούσει τη συζήτηση με την Τατούλα. Έκλεισε την κουβέντα και σηκώθηκε να ετοιμάσει τον καφέ.
Εκείνος γύρισε στο πλάι, πήρε νοερά στην αγκαλιά του τον ταβλά, γέμισε τη σκέψη του με την παρουσία του κυρ-Μιχάλη, του ευγενικού επιπλοποιού με το λεπτό μουστάκι και ξανανοστάλγησε το πρώτο του δώρο, τον πρώτο δωρητή και εκείνη τη σκληρή αλλά όμορφη και προπαντός νόστιμη ζωή.
Ο ΔΙΑΔΟΧΟΣ
Το ρετιρέ τον Βαγγέλη Ψυχογιού είναι φωταγωγημένο από νωρίς. Κόσμος πολύς μπαινοβγαίνει και η χαρά απλώνεται περίσσια, στα πρόσωπα όλων. Το γεγονός άλλωστε το επιβάλλει. Το ζευγάρι του Βαγγέλη και της Ερμιόνης Ψυχογιού απόχτησε το πρώτο του παιδί και μάλιστα αγόρι. Τώρα όλο το συγγενολόι περιμένει την άφιξη τον νέου μέλους της οικογένειας.Είναι εκεί πολλοί: θείοι, θείες, κουμπάροι, γείτονες, ανίψια, αλλά οι παππούδες και οι γιαγιάδες έχουν την τιμητική τους. Είναι και για τους τέσσερις το πρώτο τους εγγόνι και δικαιολογείται η συγκίνησή τους.
Τα πρωτεία όμως τα έχουν παραχωρήσει στον Ανδρέα Ψυχογιό, πατέρα του Βαγγέλη και κατά το έθιμο πρώτο παππού του νεογέννητου.
Αφού οι γονείς δεν έχουν έρθει ακόμα από την κλινική, ο παππούς Ανδρέας δέχεται πρώτος τις ευχές και τα συγχαρητήρια. Οι περισσότεροι μάλιστα δίνουν έμφαση στο όνομα του νεογέννητου που είναι Ανδρέας, δηλαδή το δικό του.
«Συγχαρητήρια, κυρ-Ανδρέα. Να σας ζήσει ο νέος Ανδρέας. Να τον δείτε όπως ποθείτε, συμβολαιογράφο σαν κι εσάς», του ευχήθηκε εγκάρδια η κυρά-Αμαλία χήρα στρατηγού από την απέναντι πολυκατοικία, που τον γνώριζε από τότε που ζούσε ο στρατηγός και έπαιζαν κάπου-κάπου και κανά κουμκάν.
«Ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ», απαντούσε συγκινημένος εκείνος, αλλά στο άκου-σμα της λέξης συμβολαιογράφος, χάθηκε.
Το μυαλό του ταξίδεψε σαν αστραπή και τα μάτια του περπάταγαν πάνω σε κίτρινες κόλλες χαρτί με γραμμές και διάβαζαν:
«Ενώπιον εμού του συμβολαιογράφου και κατοίκου Αθηνών Ανδρέου Ευαγγέλου Ψυχογιού...». Ναι, «Ανδρέου Ευαγγέλου Ψυχογιού», έτσι θα γράφουν και τα συμβόλαια που θα γράφει ο νεογέννητος Ανδρέας, όταν θα γίνει κι εκείνος συμβολαιογράφος, σύμφωνα με την ευχή της κυρίας Αμαλίας.
«Και γιατί να μη γίνει συμβολαιογράφος;» αναρωτήθηκε με ικανοποίηση αλλά και ανα-κούφιση από τη θλίψη που ένιωσε όταν, πριν από δύο χρόνια, συμπλήρωσε το όριο ηλικίας και βγήκε στη σύνταξη.
Οι ευχές συνεχίζονταν εγκάρδιες και ποικίλες, αλλά ο κυρ-Ανδρέας δεν είχε ξαναγυρίσει στην πραγματικότητα. Είχε μετακομίσει στο συμβολαιογραφείο. Μηχανικά απαντούσε σε όσους του εύχονταν για τον εγγονό με ένα τυπικό «Ευχαριστώ» ενώ μέσα του επαναλάμβανε φωνογραφικά το τυπικό των συμβολαίων: «Ενώπιον εμού του συμβολαιογράφου Αθηνών Ανδρέου Ευαγγέλου Ψυχογιού, κατοικοεδρεύοντος εν Αθήναις… »
Ετσι έγραφαν όλα τα συμβόλαια που είχε συντάξει, και ήταν χιλιάδες. ΄Ετσι θα γράφουν και τα καινούργια συμβόλαια του εγγονού του, αφού τα στοιχεία τους συμπίπτουν απόλυτα: «Ανδρέας Ευαγγέλου Ψυχογιός».
Εκεί είχε κολλήσει ο κυρ-Ανδρέας και δεν άκουγε ούτε έβλεπε τίποτε άλλο. Ούτε το λίγο ζηλιάρικο βλέμμα του συμπέθερού του τού Αριστείδη που ζήλευε την ευτυχία του για τη διαδοχή στο όνομα και είχε μπει σε θέση αναμονής για το δεύτερο εγγόνι οπότε, κατά το έθιμο και την επιθυμία του, θα δεχόταν κι εκείνος ευχές για τον καινούργιο Αριστείδη και ας μη συμφωνούσαν τα υπόλοιπα στοιχεία, το πατρώνυμο και το επώνυμο όπως συμβαίνει με τον συμπέθερό του.
Μόλις το ζευγάρι με τον νεογέννητο Ανδρέα πάτησε το πλατύσκαλο, το σπίτι σείστηκε από τα χειροκροτήματα και τις ομαδικές ευχές: «Να σας ζήσει».
Ύστερα άρχισαν τα τελετουργικά. Πρώτα οι γιαγιάδες με τα φυλαχτά, τις χάντρες για το μάτι, το τίμιο ξύλο και τα άλλα σχετικά, και μετά οι παππούδες.
Όλοι έκαναν τόπο να περάσει ο κυρ- Ανδρέας και εκείνος δεν είχε αντίρρηση. Συγκινημένος στάθηκε μπροστά στο κρεβατάκι του εγγονού του και, με θρησκευτική ευλάβεια, έβγαλε από την τσέπη του ένα λεπτό μασούρι που δεν άργησαν να διαπιστώσουν ότι μέσα είχε λίρες. Πόσες δεν είδαν, ήταν πάντως αρκετές αφού, καθώς έσκισε το μασούρι και τις σκόρπισε πάνω στο κρεβάτι, τα σεντόνια κιτρίνισαν ενώ ο ήχος που χύθηκε στο μικρό δωμάτιο ήταν η καλύτερη επιβεβαίωση για τη γνησιότητά τους.
«Πάντα χρυσωμένος», ευχήθηκε και παραμέρισε για να πλησιάσει και ο άλλος παππούς ο Αριστείδης.
Το ίδιο κι εκείνος συγκινημένος κατάθεσε τη δική του συνεισφορά που ήταν ένα βιβλιάριο ταμιευτηρίου.
Στη συνέχεια οι επισκέπτες πέρασαν στο σαλόνι για να απολαύσουν τα σπιτικά γλυκά που οι δυο γιαγιάδες είχαν ετοιμάσει με ξεχωριστό μεράκι για την περίσταση. Οι ευχές ήσαν εγκάρδιες. Ιδιαίτερα έντονα ακουγόταν η ευχή: «Να σας ζήσει ο καινούργιος Ανδρέας», που οι επισκέπτες την τόνιζαν σαν συνεισφορά εκτίμησης στον παππού Ανδρέα Ψυχογιό.
Εκείνος τις άκουγε με ευχαρίστηση αλλά ξαφνικά μελαγχόλησε.
Καθώς άκουγε και ξανάκουγε το «καινούργιος Ανδρέας», κάτι δεν του πήγαινε καλά.
Αμίλητος βγήκε στη βεράντα. Οι άλλοι τον παρακολουθούσαν διακριτικά αλλά δεν έδωσαν σημασία γιατί νόμιζαν ότι ήταν συγκινημένος από το χαρούμενο γεγονός.
Έτσι κατάφερε και απομονώθηκε στην άκρη της μεγάλης βεράντας δίπλα από ένα πλατύφυλλο φίκο. Το ξύλινο παγκάκι που ήταν εκεί του πρόσφερε φιλοξενία και έτσι μπορούσε καλύτερα να επεξεργάζεται και να αναλύει τη φράση: «καινούργιος Ανδρέας».
«Για να υπάρχει καινούργιος πρέπει να υπάρχει και παλιός», συλλογίστηκε, «και αυτός είμαι εγώ! Εγώ παλιός; Και δεν το είχα φανταστεί! Και ο καινούργιος, ο Ανδρέας Ευαγγέλου Ψυχογιός, ο συμβολαιογράφος ο κατοικοεδρεύων εν Αθήναις;»
Κάτι πήγε να πει σαν απάντηση στο μονόλογό του αλλά δεν πρόφτασε. Η σκέψη του, σαν αστραπή, πέταξε γρήγορα προς τα πίσω και τον έφερε στο χωριό του, ένα χωριουδάκι της Αρκαδίας. Θυμήθηκε τότε που είχε πάει για πρώτη φορά με τον δεκάχρονο γιο του, τον Βαγγέλη. Τον είχε πάει να δει το σπίτι του παππού του τού Βαγγέλη Ψυχογιού. Ήταν και τότε συγκινημένος και θυμήθηκε ξανά εκείνη τη συγκίνηση. Ανατρίχιασε όμως μόλις στο βάθος της μνήμης του σάλεψε ηχητικά σαν σε φωνογράφο η φωνή της θείας του της Κανέλλας που, μόλις είδε το Βαγγέλη, τον έφτυσε για να μη τον ματιάσει και, γυρνώντας σε εκείνον, του είπε θριαμβευτικά:
«Ίδιος ο μακαρίτης ο παππούλης του».
« Ναι ίδιος. Ίδιος ο παππούλης του ήταν ο Βαγγέλης», σκέφτηκε. «Ίδιος θα είναι και ο καινούργιος Ανδρέας. Ίδιος “ο μακαρίτης ο παππούλης του”, κατά την έκφραση της Κανέλλας. «Ο μακαρίτης συμβολαιογράφος και κάτοικος Αθηνών Ανδρέας Ευαγγέλου Ψυχογιός.Ίδιος αλλά όχι ο ίδιος. Γιατί;» μονολόγησε αφήνοντας ένα βαθύ αναστεναγμό.
Η ΑΝΥΦΑΝΤΡΑ
Χαρά αλλά και κατήφεια στο σπίτι του Λεωνίδα Μπαρακίτη. Φαγητό το εκλεκτότερο, κόκορας κοκκινιστός με χυλοπίτες, μαγειρεμένο από τη γιαγιά Τρισεύγενη, τη μάνα του Λεωνίδα. Στο τραπέζι όλη η οικογένεια: Ο Λεωνίδας, η γυναίκα του η Ασήμω, τα πέντε παιδιά τους, η γιαγιά και ο Τέλης ο αδελφός της Ασήμως.
Η χαρά οφειλόταν στο ότι η Ακριβή, η πρωτοκόρη του Λεωνίδα, την άλλη βδομάδα έπιανε δουλειά στην Αθήνα. Τέσσερα χρόνια πάλευε ο Λεωνίδας και ο θείος της ο Τέλης, «να την ροκόσουνε[1] κάπου να φάει ένα κομμάτι ψωμί ξείδρωτη», όπως έλεγαν. Οι βουλευτές τούς υπόσχονταν αλλά τίποτα. Τελικά τη δουλειά την έφτιασε η κουνιάδα του Τέλη που δούλευε υπηρέτρια σε έναν πλούσιο βιομήχανο. Τον παρακάλεσε και εκείνος δέχτηκε να την πάρει στο υφαντουργείο του.
Μόλις το άκουσαν στο χωριό μερικοί χάρηκαν για το τυχερό της Ακριβής, που ήταν καλό και εργατικό κορίτσι. Δεν ήσαν όμως λίγοι και εκείνοι που ζήλεψαν, όπως συμβαίνει πάντα, ιδιαίτερα στις μικρές κοινωνίες των χωριών.
΄Ετσι όλοι μαζί έτρωγαν το αποχαιρετιστήριο δείπνο χαρούμενοι αλλά και στενοχωρημένοι, που για πρώτη φορά, στα είκοσι-τέσσερα χρόνια της, η Ακριβή θα έφευγε από κοντά τους και από το χωριό. Ήταν το πρώτο παιδί και το πρώτο στήριγμα στην οικογένεια. Οι γονείς της πάνω της ακουμπούσαν σε κάθε ανάγκη τους και τα μικρότερα αδέρφια της σε εκείνη έτρεχαν να παίξουν αλλά και να κλάψουν όταν κάποιος τα μάλωνε. Τώρα θα τους έφευγε και αυτό δεν ήταν λίγο. Γι’ αυτό είχε έρθει ο Τέλης, για να την πάρει στην Αθήνα, γιατί οι γονείς της δεν ήθελαν να ταξιδέψει το κορίτσι μόνο του για πρώτη φορά. «Τόσα και τόσα γίνονται», έλεγαν.
΄Ολη τη βδομάδα η μάνα της την ετοίμαζε. Τής έπλυνε τα ρούχα, τα σεντόνια, τις κουβέρτες, τής ετοίμασε μαγειρέματα: τραχανά, χυλοπίτες, φασόλια, ρεβίθια, μια μπουκάλα λάδι, ένα μπετονάκι ελιές, τυρί, τσιγαρίδες και ό,τι άλλο αναγκαίο και χρειαζούμενο.
Η Ακριβή χαιρετούσε. συγγενείς, γείτονες γνωστούς. Πήγε και στα χειμαδιά να απόχαιρετήσει τα γρέκια, τα βοσκοτόπια, τα γιδοπρόβατα, τα σκυλιά.
Εικοσιτέσσερα χρόνια είχε περάσει σε εκείνους τους τόπους. Ολόκληρη ζωή και τα καλύτερα χρόνια της.
Το βράδυ, πριν κοιμηθεί, πήγε και ακούμπησε συγκινημένη πάνω στον αργαλειό της. Τον χάιδεψε και δάκρυσε κοιτάζοντας το βιλάρι[2] που είχε επάνω μισοτελειωμένο.
«Μη στενοχωριέσαι για τον αργαλειό», την παρηγόρησε ο θείος της. «Θα βρεις εκεί που πας αργαλειούς κι αργαλειούς. Ανυφάντρα θα είσαι! Εκεί θα δεις πώς υφαίνουν. Ένα βιλάρι σαν τούτο βγαίνει σ’ ένα τέταρτο της ώρας. Μη στενοχωριέσαι».
Εκείνη όμως στενοχωριόταν και δεν μπορούσε να το κρύψει. Εικοσιτέσσερα χρόνια σε κείνο τον τόπο την ήξεραν και οι πέτρες.
Μέχρι να ξημερώσει της φάνηκε χρόνος. Αλλά και οι άλλοι δεν πήγαν πίσω. Πολύ πριν την ώρα τους ήταν όλοι στο πόδι. Φόρτωσαν τα πράγματα στο μουλάρι και νύχτα ακόμα ξεκίνησαν για τα Δίστρατα για να πάρουν το λεωφορείο. Ήταν η Ακριβή, ο πατέρας της και ο θείος της ο Τέλης.
Στη διαδρομή μόνο ο Τέλης με τον Λεωνίδα άλλαζαν πού και πού καμιά κουβέντα όταν μιλούσαν για τα χωράφια, τη σοδειά και τον καιρό, έτσι για να έχουν να λένε κάτι και να μην περπατάνε στα μουγκά.
Στα Δίστρατα έφτασαν νωρίτερα. Περίμεναν λίγη ώρα και, όταν είδαν τα φώτα του λεωφορείου, «Ερχεται» είπαν μονοφωνίς.
Όση ώρα ο Λεωνίδας και ο Τέλης έδιναν τις αποσκευές στον εισπράκτορα, η Ακριβή κράταγε από το καπίστρι τον Μπίλιο, το μουλάρι τους, και τον χάιδευε. Του μιλούσε κιόλας. Τον ευχαριστούσε για τις υπηρεσίες του τόσα χρόνια και του είπε ότι θα της λείπει. Και όταν ο Τέλης της είπε «Πάμε», του αγκάλιασε το κεφάλι και τον φίλησε στο κούτελο. Χαιρέτησε και τον πατέρα της και μπήκε στο λεωφορείο συγκινημένη.
Από τη στιγμή που μπήκε στο λεωφορείο η Ακριβή ήταν αμίλητη. Καθόταν στη θέση της με το κεφάλι σκυφτό. Δεν ήθελε να βλέπει γιατί στενοχωριόταν. Ο Τέλης πού και πού της μιλούσε και της εξηγούσε τα μέρη που περνούσαν.
Στη Μεγαλόπολη σταμάτησαν για καφέ. Εκείνη δεν ήθελε τίποτα αλλά ο θείος της την πίεσε και τελικά την έπεισε να πάρει ένα κωκ.
Δέχτηκε όχι γιατί το ήθελε αλλά για να δει τι είναι το κωκ, που μόνο ακουστά το ήξερε, αφού τέτοια γλυκά δεν υπήρχαν στο χωριό ούτε στη Χώρα που πήγαινε καμιά φορά. Τα γλυκά που ήξερε ήταν μόνο τα σπιτικά: κουραμπιέδες, δίπλες, βύσσινο, κυδώνι. Και από τα αγοραστά: λουκούμια, καραμέλες, παστέλια και βανίλια. Απόρησε μάλιστα όταν κάποτε άκουσε στο ζαχαροπλαστείο να λένε τη βανίλα «υποβρύχιο».
Η στάση τής έκανε καλό. Πήρε τη σκέψη της από το χωριό και άρχισε να σκέφτεται την Αθήνα.
Ήταν Πέμπτη και τη Δευτέρα θα πήγαινε στη δουλειά, στο υφαντουργείο. Είχε τρεις μέρες λεύτερες να δει την Αθήνα και η περιέργειά της μεγάλωνε.
Μόλις το λεωφορείο μπήκε στην άσφαλτο και άρχισε να τρέχει, στην αρχή φοβήθηκε αλλά στη συνέχεια της άρεσε. Πρώτη φορά έβλεπε άσφαλτο.
Η θάλασσα, που αντίκρισε από την κορυφή του Αχλαδόκαμπου, ήταν αυτό που την εντυπωσίασε περισσότερο και από το κωκ και την άσφαλτο. Τα μάτια της την αγκάλισαν με λαιμαργία και θυμήθηκε τον ξάδελφό της τον Αντώνη που είχε μπαρκάρει πριν τρία χρόνια.
«Τυχερός που ζει μέσα στη θάλασσα», συλλογίστηκε.
Καθώς προχωρούσαν, δεν ήξερε τι να πρωτοθαυμάσει και άφησε αμήχανο το βλέμμα της να απολαμβάνει ό,τι έβλεπε.
Όταν έφτασαν στο Μεταξουργείο, στο σπίτι του Τέλη, κόντευε να νυχτώσει. Εκεί την περίμεναν οι θεία της και τα ξαδέλφια της. Μικρό το σπίτι, δυο δωμάτια όλο κι όλο με κοινόχρηστη κουζίνα και καμπινέ, αλλά μεγάλη η καρδιά τους. Κοιμήθηκε στο ίδιο κρεβάτι με την ξαδέλφη της την Τασία, την κόρη του Τέλη.
Η κούραση του ταξιδιού την βοήθησε να κοιμηθεί αλλά γύρω στα μεσάνυχτα ξύπνησε. Άρχισε να σκέφτεται το υφαντουργείο.
Φανταζόταν τα βιλάρια, τις σαίτες τα αντιά, τις μασουρίστρες και όλα τα εξαρτήματα του αργαλειού, και ανυπομονούσε να έρθει η Δευτέρα.
Η Δευτέρα ήρθε και μαζί με το θείο της τον Τέλη παρουσιάστηκε στον προσωπάρχη του εργοστασίου. Εκείνος την παρέδωσε αμέσως σε μια κυρία, υπεύθυνη στο τμήμα που θα εργαζόταν. Ύστερα από μια σύντομη ενημέρωση, άρχισε αμέσως δουλειά. Μαζί με μια άλλη κοπέλα, μικρότερή της, μετέφεραν τόπια υφάσματα στην αποθήκη.
Όταν στις δώδεκα ακούστηκε η σειρήνα, τρόμαξε, την καθησύχασε όμως η Τέτη, η άλλη κοπέλα, και της είπε ότι είναι ο πιο ωραίος ήχος που ακούγεται εκεί: είναι η ώρα του φαγητού.
Πήρε το κατσαρολάκι με το φαγητό της και κάθισε στην πρόχειρη τραπεζαρία μαζί με την Τέτη. Έτρωγε ανόρεχτα και η όρεξή της κόπηκε ακόμα περισσότερο, όταν η Τέτη της εξήγησε πόσο δύσκολες είναι οι συνθήκες της δουλειάς. Δεν χρειάστηκε πολύ να την πιστέψει. Ο θόρυβος των αργαλειών, οι φωνές των προϊσταμένων και των εργατών, τα χνούδια και οι κάπνες και γενικά το περιβάλλον επιβεβαίωναν με το παραπάνω την Τέτη.
Όταν το βράδυ γύρισε στο σπίτι, φάνηκε σε όλους η απογοήτευσή της αλλά δεν τη σχολίασε κανείς. Πίστευαν πως με τον καιρό θα συνηθίσει.
Ο καιρός περνούσε, έμπαινε στον τρίτο μήνα και όχι μόνο δεν συνήθισε αλλά αντίθετα έβλεπε τις δυσκολίες περισσότερες και τη νοσταλγία της για το χωριό να θεριεύει.
Την ώρα της δουλειάς το μυαλό της ήταν στο χωριό. Μια στους δικούς της, μια στα χωράφια, μια στα ζωντανά και κάπου-κάπου πήγαινε κλεφτά και στον Αγγελή, ένα νεαρό τσοπάνη από την Μεσιανόργα που έπαιζε φλογέρα και είχε ωραία φωνή. Όταν έβοσκε το κοπάδι της στο απέναντι βουνό, τον άκουγε με τις ώρες να παίζει και να τραγουδά. Δεν ήταν ημέρα να μην τραγουδήσει το «Για σένανε Ρουσούλα μου με βάλανε στο Κάστρο». Η Ακριβή πίστευε πως το έλεγε για κείνη, αφού ήταν και ξανθιά αλλά και γιατί αρκετές φορές την είχε γλυκοκοιτάξει. Και όταν πότιζαν τα ζωντανά στο ποτάμι και της μιλούσε, κοκκίνιζε και η φωνή του έτρεμε.
«Σ’ αγαπάει», της είπε μια μέρα η ξαδέλφη της η Ζωή. Το κράτησε στο μυαλό της και, καθώς το σκεφτόταν, έβλεπε ότι κι εκείνη τον αγάπαγε. Τώρα μάλιστα που ήταν μακριά ήταν πιο σίγουρη.
Μια μέρα την ώρα του φαγητού καθόταν στην τραπεζαρία σκεφτική. Καθώς έβλεπε τον ήλιο από το παράθυρο λογάριασε πως είναι ώρα του στάλου.[3]
«Τώρα ο Αγγελής θα έχει τα πράματα στις Αγκορτσιές, θα έχει φάει και θα τραγουδάει τη Ρουσούλα».
Αμέσως μελαγχόλησε: «Γιατί να λέει τη Ρουσούλα;» συλλογίστηκε. «Αφού η Ρουσού-λα έφυγε και ούτε που τον χαιρέτησε, γιατί να την τραγουδάει; Άλλο τραγούδι θα λέει τώρα.
Μπορεί να λέει για μελαχρινή. Ποιος ξέρει; Ας λέει ότι θέλει. Μπορεί όμως να λέει και το “Αμάν θ’ αφήσω γένια και μαλλιά για να με λένε γέρο…”. Αυτό θα λέει. Το έλεγε όταν ήτανε στενοχωρημένος και το έλεγε καλά. Αχ, και να τον άκουγα!»
Έτσι όπως συλλογιζόταν, έφερνε στη μνήμη της τον ήχο της φλογέρας του Αγγελή και ένα χαμόγελο ευτυχίας απλώθηκε στο πρόσωπό της.
Ξαφνικά ο ήχος της σειρήνας που σήμαινε το τέλος της διακοπής την έφερε στην πραγματικότητα.
Πήρε το κατσαρολάκι με το φαγητό, που δεν το είχε ανοίξει καν, και πήγε στην αποθήκη με τα τόπια. Ο προϊστάμενος την παρατήρησε γιατί άργησε τρία λεπτά και με αυστηρό ύφος της τόνισε να μην το επαναλάβει γιατί θα χάσει τη δουλειά της.
Εκείνη δεν μίλησε και άρχισε αμέσως δουλειά. Μέχρι να έρθει το απόγευμα να σχολάσει της φάνηκε αιώνας. Το βράδυ έπεσε νηστική και όλη νύχτα δεν έκλεισε μάτι. Σκεφτόταν, σκεφτόταν πολύ. Μια το εργοστάσιο και μια το χωριό. Κάθε φορά που το μυαλό της πήγαινε στο εργοστάσιο, αγρίευε, αλλά ότανσκεφτόταν το χωριό της, μια γαλήνη και μια ηρεμία την επισκίαζαν και έδειχνε ευτυχισμένη σαν μικρό παιδί.
Αλήθεια τι να πρωτοθυμηθεί; Τους γονείς της, τα αδέρφια της, τον παππού, τη γιαγιά, τα χωράφια, τους κήπους, το κοπάδι με τα γιδοπρόβατα, τον Μπίλιο, τα σκυλιά τους. Το καθένα είχε τη δική του χάρη και όλα μαζί ένα μεγαλείο που καθώς το αναπολούσε την έκανε να βλέπει τη ζωή του εργοστασίου σκέτη μαυρίλα. Και πάνω σε όλα αυτά συλλογιόταν και τη φλογέρα του Αγγελή και τη σύγκρινε με τη σειρήνα του εργοστασίου.
«Θα φύγω», μονολόγησε. «Θα πάω στο χωριό μου, στο σπίτι μου, στους κήπους μου, στα χωράφια μου, στα γιδοπρόβατά μου. Θα πάω να ξανακούσω τα νερά να τρέχουν, τον κούκο, τα κοτσύφια και τ’ αηδόνια. Τα βελάσματα και προπαντός να ξανακούσω τη φλογέρα του Αγγελή και το γλυκό τραγούδι του. Θα φύγω! Δεν τη μπορώ τη σειρήνα, ούτε τα τόπια ούτε τα χνούδια. Ούτε αυτούς τους αργαλειούς μπορώ. Θα πάω στον δικό μου ν’ αποτελειώσω το βιλάρι που με περιμένει».
Το πρωί όταν είδε για λίγο το θείο της σκέφτηκε να του το πει, αλλά τον είδε βιαστικό και δίστασε. Του το είπε όμως το βράδυ και τον αιφνιδίασε όπως και όλους στο σπίτι.
Μάταια προσπάθησαν να την πείσουν να αλλάξει γνώμη και η μόνη παραχώρηση που έκανε ήταν να δουλέψει τρεις μέρες ακόμα, αφού ήταν Τετάρτη, για να πάρει το Σάββατο ολόκληρο το βδομαδιάτικο.
Εκείνο το Σάββατο ήταν το ωραιότερο της ζωής της. Ένιωθε όπως ο κατάδικος όταν τελειώνει την ποινή του. Το μεσημέρι το είπε στην Τέτη που επικρότησε την απόφασή της. Της είπε μάλιστα πως, αν είχε πού να πάει, θα έφευγε και εκείνη.
Το ταξίδι τής επιστροφής στο χωριό τής φάνηκε δέκα φορές μεγαλύτερο από όταν έφευγε. Δεν έβλεπε την ώρα να αγκαλιάσει με τα μάτια της τα αγαπημένα της βουνά, τους κάμπους, τους ανθρώπους που αγαπούσε και την αγαπούσαν. Ήθελε να ξανατραγουδήσει στα βουνά και στους κάμπους. Να ξαναχορέψει σε γάμους και σε πανηγύρια. Να παίξει με τα νερά, με τα άχυρα, με τα χώματα. Να κάνει όλα όσα τις έλειψαν και προπαντός να ξαναδεί και να ξανακούσει τον Αγγελή.
Σ’ αυτή τη σκέψη ένα κόμπος έκατσε στο λαιμό της. ΄Ηξερε πως τον Αγγελή τον ήθελαν πολλές στο χωριό και μπορεί κάποια άλλη να πήρε τη θέση της στην καρδιά του.
Αυτή η σκέψη την μελαγχόλησε. Ξαναβρήκε όμως το κέφι της όταν από μακριά είδε το Τζαχοβούνι να προβάλλει στη θέση του και σε λίγο το πουρνάρι στο Φρύο τ’ Αλώνι να κουνιέται σαν να την καλωσόριζε.
Ο πατέρας της την περίμενε στα Δίστρατα. Στην αρχή ήταν ανήσυχος γιατί φοβόταν μήπως είχε συμβεί τίποτα στην κόρη του. Όταν όμως βεβαιώθηκε ότι η νοσταλγία ήταν που την έφερε πίσω, ξαναβρήκε το κέφι του. Κατά βάθος συμφωνούσε κι αυτός μαζί της, όπως και όλοι στο σπίτι που τους είχε λείψει όλο αυτόν τον καιρό.
«Καλύτερα, Ακριβή μου, που γύρισες», της είπε με ανακούφιση ο πατέρας της. «Δόξα τω Θεώ έχουμε να φάμε. Καλά θα περάσεις και εδώ. Καλύτερα στον τόπο σου».
Καθώς προχωρούσαν, η Ακριβή τον ρωτούσε για όλους και για όλα. Ήθελε να τον ρωτήσει και για τον Αγγελή αλλά ντρεπόταν.
Ξαφνικά, μόλις περνούσαν το Γιαννέικο Ρέμα, βλέπουν μπροστά τους τον Αγγελή με το κοπάδι του. Η καρδιά της σφίχτηκε και όταν εκείνος την καλωσόρισε, έχασε τη φωνή της. Δεν μπόρεσε να του πει ούτε ευχαριστώ.
«Θα μείνεις πολλές μέρες στο χωριό;» τη ρώτησε φοβισμένα.
«Για πάντα!» του απάντησε θαρρετά και με σημασία.
Το πρόσωπο του Αγγελή φωτίστηκε. Ένα πλατύ χαμόγελο απλώθηκε πάνω του και δείχνοντας τον ενθουσιασμό του, πέρασε το φράχτη με ένα πήδημα.
Σε λίγο καθώς ανηφόριζαν κατά το χωριό, άκουγαν από τη φλογέρα του Αγγελή την πιο όμορφη μελωδία στο ρυθμό του «Για σένανε Ρουσσούλα μου…».
Η Ακριβή δάκρυσε. Κατάλαβε πως στην καρδιά του Αγγελή είχε ακόμα τη θέση της, όπως κι εκείνος στη δική της.
Το άλλο βράδυ ο Αλέξης Ντόγκας χτύπησε την πόρτα του Λεωνίδα. Ο Λεωνίδας και οι άλλοι σάστισαν γιατί δεν τον περίμεναν και ούτε είχαν ιδιαίτερες σχέσεις. Η καρδιά της Ακριβής άρχισε να χτυπάει γρήγορα γιατί ο Αλέξης ήταν θείος του Αγγελή και, μια και ήταν ορφανός από πατέρα, ήταν και προστάτης και σύμβουλός του.
Κάτι υποψιάστηκαν όλοι και οι υποψίες τους δεν άργησαν να επαληθευτούν όταν τους είπε ότι ζητάει την Ακριβή για τον ανιψιό του τον Αγγελή.
Ο Λεωνίδας κοίταξε την κόρη του στα μάτια και χωρίς να την ρωτήσει είπε:
«Με την ευχή μου συμπέθερε!».
«Και τη δική μου!» συμπλήρωσε η μάνα της και ακολούθησαν ο παππούς και η γιαγιά, που πρόσθεσαν κι εκείνοι τις δικές τους ευχές.
Η Ακριβή δεν μιλούσε. Μόνο έκλαιγε, έκλαιγε από χαρά, μια χαρά απέραντη που την εκδήλωσε σε όλο της το μεγαλείο όταν μια βδομάδα αργότερα, στους αρραβώνες τους, τραγουδούσε μαζί με τον Αγγελή: «Για σένανε Ρουσούλα μου με βάλανε στο Κάστρο…».
TΟ ΕΝΕΧΥΡΟ
Με σφιγμένη καρδιά και κομμένα γόνατα στάθηκε η Ισμήνη έξω από τη μικρή πόρτα του παλιού μαγαζιού στην οδό Αιόλου. Κάτι μέσα της τής έλεγε να φύγει, να μην περάσει το κατώφλι. Μόλις όμως το αποφάσιζε, τα πόδια δεν ξεκίναγαν για το σπίτι. Έμεναν εκεί κολλημένα στις πλάκες του πεζοδρομίου.Περισσότερα από δέκα λεπτά στεκόταν εκεί καρφωμένη και το μόνο που μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ήταν η προσπάθειά της να διαβάσει την ταμπέλα, που ήταν στην πρόσοψη και έγραφε:
ΕΝΕΧΥΡΟΔΑΝΕΙΣΤΗΡΙΟΝ. ΑΓΟΡΑΖΟΝΤΑΙ- ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ ΧΡΥΣΑ ΚΑΙ ΑΣΗΜΕΝΙΑ
Τα γράμματα ήταν καθαρά και μεγάλα αλλά η ανύπαρκτη ή μάλλον αρνητική διάθεση της Ισμήνης έκανε την ανάγνωση δύσκολη.
Σε λίγο πήρε την απόφαση. Έκανε ένα βήμα μπροστά και ανέβηκε το πρώτο σκαλοπάτι. Ταυτόχρονα σχεδόν έβαλε το χέρι στην τσάντα της και έσφιξε δυνατά ένα μικρό τετράγωνο κουτί που είχε μέσα.
Με το άγγιγμα του κουτιού, η σκέψη της έφυγε στο παρελθόν και το χαμόγελο που απλώθηκε στο πρόσωπό της έσβησε για λίγο τις πρώιμες ρυτίδες που είχαν αρχίσει να το αυλακώνουν ανελέητα.
Πέταξε κάπου οχτώ χρόνια πριν, τότε που, στα είκοσι δύο της, χάιδεψε για πρώτη φορά τούτο το κουτί μέσα στα χέρια του Κοσμά. Ήταν το βράδυ που τη ζήτησε επίσημα σε γάμο από τη μητέρα της και, αφού πήραν την ευχή της, το έβγαλε από την τσέπη του και της το πρόσφερε.
Εκείνη το πήρε συγκινημένη, το χάιδεψε και το άνοιξε με ευλάβεια.
Τα μάτια της βούρκωσαν μόλις αντίκρισε μέσα ένα χρυσό μονόπετρο δαχτυλίδι.
«Σου αρέσει;» τη ρώτησε με την πιο γλυκιά φωνή που είχε ακούσει ποτέ της.
Δεν απάντησε. Δε μπορούσε να απαντήσει. Η συγκίνηση της έπνιγε τη φωνή. Μόνο άπλωσε τα χέρια της και τα τύλιξε γύρω στο λαιμό του, αφήνοντας τα μάτια της να πουν με το βλέμμα τους όσα ήθελε και δεν μπορούσε να εκφράσει με λόγια.
«Βλέπεις εδώ;» της είπε, «γράφει είκοσι τέσσερα. Είναι τα καράτια του, όσα και της αγάπης μας».
«Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ πολύ», του ψιθύρισε και έσφιξε μέσα στο αδύναμο χέρι της το κουτί με το μονόπετρο.
Ήταν το πρώτο δώρο αξίας που έπαιρνε αφού, φτωχή και ορφανή καθώς ήταν, δεν είχε ευκαιρίες για τέτοιου είδους δώρα.
Τον Κοσμά τον γνώρισε μέσω μιας εξαδέλφης της, της Τασίας, που είχε αδελφό ναυτικό και δουλεύανε στο ίδιο καράβι.
Από την πρώτη στιγμή που την είδε, του άρεσε και, στη δεύτερη συνάντηση τους, τής έκανε πρόταση γάμου.
Και της Ισμήνης της άρεσε ο Κοσμάς. Δεν ήταν πολύ όμορφος αλλά είχε χάρες, όπως έλεγε. Ακόμα τη συνάρπαζε η σκέψη πως μπορούσε, σα γυναίκα ναυτικού, να ταξιδέψει κι εκείνη, να γνωρίσει τον κόσμο.
Έτσι είπε εύκολα το «Ναι» και σε λίγες μέρες στο μικρό υπόγειο της κυρά-Βασιλικής, της μάνας της, έδιναν επίσημα λόγο.
Παρόντες η Τασία με τον άντρα της και τον αδελφό της τον Γιώργο και ένας θείος τής Ισμήνης, αδελφός της κυρά-Βασιλικής. Τα πράγματα έγιναν βιαστικά, γιατί ο Κοσμάς και ο Γιώργος θα έφευγαν την άλλη μέρα για το καράβι. ΄Ετσι το μονόπετρο ήταν και ο αρραβώνας.
Από τη δεύτερη κιόλας μέρα η Ισμήνη άρχισε να καρτερεί τον ταχυδρόμο. Οι μέρες τής φαίνονταν χρόνια και, άγρυπνη σχεδόν, περίμενε τη στιγμή που θα πάρει το πρώτο γράμμα από τον αγαπημένο της.
Όταν το πήρε, ύστερα από μια βδομάδα περίπου, δεν χόρταινε να το διαβάζει. Το διάβαζε δυνατά για να το ακούει και η μάνα της, που δεν ήξερε γράμματα. Μόλις έφτανε προς το τέλος έβαζε πιο δυνατή φωνή και η κυρά-Βασιλική κρυφογέλαγε καθώς άκουγε την κόρη της να διαβάζει ευτυχισμένη:
«Ισμήνη μου, να αρχίσεις να ετοιμάζεις τα χαρτιά. Τράβα στον παπά να σου πει τι χρειάζεται, γιατί μόλις έρθω, την επόμενη κιόλας, θα παντρευτούμε. Δε μου αρέσουνε εμένα οι αρραβώνες της υπομονής».
Όπως το έγραφε έτσι κι έγινε. Σε έξι μήνες ο Κοσμάς γύρισε και παντρεύτηκαν σε στενό οικογενειακό κύκλο. Νοικοκυριό δεν έστησαν δικό τους. Έμειναν εκεί στο υπόγειο προσωρινά, μέχρι να ξεμπαρκάρει ο Κοσμάς και τότε θα πήγαιναν σε δικό τους σπίτι, γιατί σκοπός του ήταν να ξεμπαρκάρει σύντομα και να ζήσει στη στεριά με την οικογένειά του.
Οι μήνες και τα χρόνια περνούσαν. Ο Κοσμάς, παρά την επιθυμία του να ξεμπαρκάρει σύντομα, συνέχιζε να ταξιδεύει. Φρόντιζε όμως να έρχεται στο σπίτι του μια φορά το χρόνο για λίγες μέρες.
Όσο έλειπε τα γράμματά του, θερμά και τρυφερά, αλάφρωναν την πλήξη και τη μοναξιά της Ισμήνης, που με λαχτάρα περίμενε την ημέρα που θα ξεμπαρκάριζε για να στήσουν το δικό τους νοικοκυριό. Τη μοναξιά την αλάφρωναν ακόμα και τα τρία παιδιά που είχαν έρθει στο μεταξύ, αλλά το υπόγειο είχε γίνει πολύ στενό και ας είχε αδειάσει μια θέση μετά το θάνατο της κυρά-Βασιλικής.
Πριν από ένα χρόνο, στο τελευταίο του ταξίδι, ο Κοσμάς τής είπε:
«Δεν έχει άλλο ταξίδι. Το πολύ σε ένα χρόνο γίνομαι στεριανός. Οι οικονομίες που έχω στην τράπεζα στην Αμερική φτάνουν να πάρουμε ένα σπιτάκι και να ξεκινήσουμε».
Όταν σε λίγες μέρες τον αποχαιρετούσε, ένιωθε μια ξεχωριστή ευτυχία καθώς θυμόταν πως της είχε πει ότι αυτό θα ήταν το τελευταίο του ταξίδι, παράλληλα όμως είχε και ένα αίσθημα φόβου και ανησυχίας χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει την αιτία.
Σε δέκα μέρες πήρε γράμμα του. Το πρώτο πράγμα που της έγραφε ήταν ότι, όταν θα ’ρθει την άλλη φορά, θα ρίξει άγκυρα στην Ελλάδα, δίπλα σ’ εκείνη και τα παιδιά τους.
Αυτό της άρεσε. Το διάβαζε πολλές φορές δυνατά να το ακούνε και τα παιδιά και περίμενε με λαχτάρα το επόμενο γράμμα να το ξαναδιαβάσει, γιατί ήταν σίγουρη ότι θα της το επαναλάμβανε.
Έτσι και έγινε. Στα δύο επόμενα γράμματα, αυτό ήταν το πρώτο που της έγραφε και τώρα περίμενε το τέταρτο αλλά αργούσε.
Ανησύχησε αλλά δικαιολόγησε την καθυστέρηση, ρίχνοντας την ευθύνη στις ταχυδρομικές υπηρεσίες.
Οι μέρες όμως περνούσαν και γράμμα δεν έπαιρνε. Πέρασαν βδομάδες, μήνες, και γράμμα δεν φαινόταν πουθενά, ούτε χρήματα. Και καθώς όσα της είχε αφήσει μόλις έφυγε τέλειωσαν, αντιμετώπιζε πρόβλημα.
Στην αρχή ο μπακάλης και τα άλλα μαγαζιά της γειτονιάς τής έκαναν πίστωση, με τον καιρό όμως άρχισαν να μουτρώνουν και τελικά της την έκοψαν.
Η ξαδέλφη της η Τασία έκανε ό,τι μπορούσε, αλλά δεν μπορούσε πολλά. Η ίδια η Ισμήνη δεν μπορούσε τίποτε άλλο από το να κλαίει. Και αν ήταν για τον εαυτό της δεν την ένοιαζε. Είχε όμως τα παιδιά και πάνω απ’ όλα την αγωνία για τον Κοσμά.
«Τόσους μήνες χωρίς γράμμα;» μονολογούσε κι αναστέναζε. «Δεν μπορεί! Κάτι του συμβαίνει».
Η αγωνία της μεγάλωνε πιο πολύ καθώς δεν είχε πού να ρωτήσει αφού, όπως της έγραψε στο τελευταίο του γράμμα, είχε μπαρκάρει με παναμέζικο καράβι επειδή ήταν ευκαιρία να πάρει κάποια χρήματα παραπάνω.
Έγραφε γράμματα σε κάποια διεύθυνση που της είχε στείλει αλλά τίποτα.
«Γιατί, Θεέ μου;» μονολογούσε κάθε βράδυ, καθώς έκανε προσπάθεια να κοιμηθεί.
Σήμερα όμως είχε πάρει τη μεγάλη απόφαση. Θα έκανε αυτό που της είχε πει η Τασία: θα έβαζε το μονόπετρο ενέχυρο μέχρι να έρθει ο Κοσμάς. Βέβαια μόλις της το πρότεινε μόνο που δεν τη χτύπησε.
«Τι είπες; Ενέχυρο το δώρο του άντρα μου; Όχι ποτέ! Καλύτερα να πεθάνω».
Τώρα όμως άλλαξε γνώμη, αφού οι ανάγκες είχαν φτάσει στο απροχώρητο. Χθες ο φούρναρης δεν της έδωσε ψωμί και τα παιδιά την πέρασαν με ξεροκόμματα. Σήμερα δεν είχε ούτε απ’ αυτά.
«Θα το δώσω για λίγες μέρες», δικαιολογήθηκε στον εαυτό της, «Μέχρι να ’ρθει ο Κοσμάς κι ύστερα θα το ξαναπάρουμε. Εξάλλου δεν το δίνω για λούσα. Για το ψωμί των παιδιών μου το δίνω», σκέφτηκε και έβγαλε το κουτί από την τσάντα της.
«Καλημέρα σας! Περάστε», ακούστηκε μια καλοσυνάτη φωνή από το βάθος του μαγαζιού.
Προσπάθησε κι εκείνη να ανταποδώσει την «Καλημέρα», αλλά η φωνή της δεν ακούστηκε.
Προχώρησε σαν χαμένη. Ένιωθε όπως το ψάρι έξω απ’ το νερό. Στιγμές-στιγμές της ερχόταν να γυρίσει πίσω και να φύγει.
Ο καταστηματάρχης την έβλεπε και την κοίταζε χαμογελαστός.
Τόσα χρόνια σ΄ αυτή τη δουλειά ήταν συνηθισμένος σε τέτοιες καταστάσεις.
Μπορούσε να πειθαρχεί τα συν-αισθήματά του, μάλλον είχε καταφέρει να τα νεκρώσει και ό,τι έπιανε στα χέρια του το έβλεπε σαν επένδυση, σαν περιουσία, άσχετα με το πώς το έβλεπε ο πελάτης.
«Έχω αυτό για ενέχυρο. Τι πιάνει;» ρώτησε σαστισμένη και, με το χέρι της ασυγκράτητο από την τρεμούλα, του πρόσφερε το μονόπετρο για να εκτιμήσει την αξία του.
Αλήθεια τι να εκτιμήσει; Πώς εκτιμιέται ένα κομμάτι ζωής; Γιατί έτσι ένιωθε το μονόπετρο: κομμάτι από τη ζωή της, κομμάτι από τον ίδιο τον εαυτό της. Μάλλον κάτι παραπάνω από τον εαυτό της, αφού ήταν δώρο του Κοσμά. Ετσι το ένιωθε και γι’ αυτό έτρεμε. Ο ενεχυροδανειστής όμως δεν έτρεμε. Δεν έπρεπε να τρέμει. Δεν το επέτρεπε η δουλειά του να τρέμει, γιατί μπορεί να έκανε λάθος.
«Ξέρετε, είναι αφρικάνικο. Μου το χάρισε ο άντρας μου στους αρρεβώνες μας, είναι ναυτικός. Είναι είκοσι τέσσερα καράτια. Να! Το γράφει εδώ. Έχει και ακριβή πέτρα, πολύ γυαλιστερή. Για ενέχυρο θέλω να το βάλω για λίγες μέρες μέχρι να ’ρθει. Τι πιάνει;»
Ο ενεχυροδανειστής κοιτούσε το μονόπετρο αμίλητος. Τα λόγια της Ισμήνης δεν άγγιζαν την ακοή του.
Ύστερα από λίγα λεπτά αποφάνθηκε:
«Ψεύτικο, αλλά καλό ψεύτικο. Δεν μαυρίζει», της είπε και της το ξανάδωσε. Από την πείρα όμως που είχε στη δουλειά, δεν δυσκολεύτηκε να διακρίνει πόσο της μαύρισε την ψυχή μ’ αυτό που της είπε.
«Δεν είναι δυνατό!ν» διαμαρτυρήθηκε εκείνη. «Σας είπα είναι δώρο του άντρα μου στους αρρεβώνες μας Είναι το πρώτο του δώρο, το μοναδικό του δώρο. Είναι είκοσι τέσσερα καράτια, όσα και η αγάπη μας», φώναξε και, πριν να τελειώσει τη φράση, βρέθηκε λιπόθυμη στο πάτωμα.
Μόλις έφυγε το ασθενοφόρο με την Ισμήνη, ο ενεχυροδανειστής ξαναγύρισε στον πάγκο του. Πήρε πάλι στα χέρια του το μονόπετρο και άρχισε να το εξετάζει.
«Κρίμα που ‘ναι ψεύτικο!» μονολόγησε, και άνοιξε το μικρό κουτί να το βάλει μέσα. Εκεί μέσα στο κουτί είδε διπλωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί, Το ξεδίπλωσε και διάβασε:
«Είναι ο αρρεβώνας μου. Σήμερα στις 24-9-1966 αρρεβωνιάστηκα. Είναι 24 καράτια, όσα και η αγάπη μας».
Διάβασε το σημείωμα πολλές φορές και, κάθε φορά που το διάβαζε, άκουγε τη γεμάτη έκπληξη φωνή της Ισμήνης:
«Μα δεν είναι δυνατόν! Είναι δώρο του άντρα μου. Είναι το πρώτο του δώρο. Είναι είκοσι τέσσερα καράτια, όσα και η αγάπη μας».
«Όσα και η αγάπη τους», μονολόγησε, και έβαλε τα κουτί στην τσέπη του.
Αφού έμεινε για λίγο σκεπτικός, πήρε από το χρηματοκιβώτιο μια δεσμίδα των δέκα χιλιάδων, έκλεισε το μαγαζί και με ένα ταξί βρέθηκε στο Λαϊκό Νοσοκομείο που εφημέρευε. Με τα χαρακτηριστικά που ανέφερε στον υπάλληλο κατάφερε να βρει την Ισμήνη σε ένα διάδρομο του νοσοκομείου.
Είχε συνέλθει αλλά τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα. Στο ράντζο που την είχαν βάλει δεν καθόταν κανείς δίπλα, μόνο πάνω της κρεμόταν ένα πλαστικό μπουκάλι με ορό.
Τη χάιδεψε ελαφρά στο μπράτσο κι εκείνη ταράχτηκε, γιατί δεν περίμενε κανέναν.
Μόλις τον είδε, τον αναγνώρισε και ανασηκώθηκε σαν κάτι να περίμενε.
«Ξέρετε», της είπε κάπως δισταχτικά, «σας έφερα το δαχτυλίδι».
«Δεν χρειαζόταν να μπείτε στον κόπο», του απάντησε με πίκρα, σκουπίζοντας με το δεξί της χέρι τα μάτια της.
«Χρειαζόταν, γιατί έγινε κάποιο λάθος. Το δαχτυλίδι δεν είναι ψεύτικο».
«Αλήθεια;» αναφώνησε και σηκώθηκε καθιστή στο ράντζο. «Το ’ξερα εγώ! Δεν ήταν δυνατόν! Είναι είκοσι τέσσερα καράτια, όσα και η αγάπη μας. Ο Κοσμάς μου το ’χει πει. Και δεν λέει ψέματα ο Κοσμάς! Λέει;»
«΄Οχι», της απάντησε με σιγουριά και τη χτύπησε φιλικά στο χέρι.
«Όχι! Ποτέ! Γι’ αυτό σου έφερα κι εγώ μερικά χρήματα. Είναι δέκα χιλιάδες. Κράτησέ τα μέχρι να ‘ρθει ο άντρας σου και τότε μου τα δίνεις».
Άφησε τα χρήματα στο μαξιλάρι και έφυγε, χωρίς να τη χαιρετήσει.
Στο ταξί σκεφτόταν συνέχεια την Ισμήνη και το δαχτυλίδι.
«Άκου είκοσι τέσσερα καράτια!» μονολόγησε σε μια στιγμή. «Όση και η αγάπη του, λέει. Αν έχει και η αγάπη του τα ίδια καράτια .... Εκείνης πάντως η αγάπη είναι πολλά καράτια. Πολλές φορές τα είκοσι τέσσερα. Πού να βρει κανείς τέτοια αγάπη σήμερα!»
Την άλλη μέρα η Ισμήνη βγήκε από το νοσοκομείο. Οι γιατροί τής είπαν να μείνει αλλά εκείνη ήθελε να γυρίσει το γρηγορότερο στα παιδιά της. Στο δρόμο τούς ψώνισε κάτι για φαγητό, Μόλις μπήκε στην αυλή εκείνα την άκουσαν και, άρχισαν να φωνάζουν:
«Μαμά, μαμά, τηλεγράφημα! Είναι από τον μπαμπά!»
Στο άκουσμα αυτού του νέου πέταξε από τη χαρά της. Παράτησε την τσάντα και γρήγορα-γρήγορα άρχισε να διαβάζει το τηλεγράφημα που έλεγε:
«Είμαι καλά. Ξεμπαρκάρισα για πάντα και φτάνω στην Αθήνα την Πέμπτη 14 Ιουνίου με την πτήση 514 της Ολυμπιακής».
«Την Πέμπτη 14 Ιουνίου!» φώναξε. «Σήμερα, σήμερα είναι Πέμπτη!»
Αμέσως έτρεξε στο ψιλικατζίδικο της γειτονιάς και τηλεφώνησε στην Ολυμπιακή. Την πληροφόρησαν πως η πτήση 514 θα ερχόταν στις εννέα το βράδυ.
«Εννέα το βράδυ», επανέλαβε για να το επιβεβαιώσει, πριν κλείσει το τηλέφωνο.
«Εννέα το βράδυ και ακόμα είναι δώδεκα το μεσημέρι. Πώς θα περάσουν τόσες ώρες; Κι αν έχει καθυστέρηση; Θεέ μου, κάνε να μην έχει καθυστέρηση!»
Γύρισε στο σπίτι. Τάισε τα παιδιά, ετοίμασε και φαγητό για το βράδυ να φάνε με τον Κοσμά και στις έξι το απόγευμα ήταν στο λεωφορείο για το αεροδρόμιο. Της φαινόταν πως δεν προχωράει και την αίθουσα αναμονής την ένιωθε σαν φυλακή.
Ευτυχώς στις εννέα ακριβώς ακούστηκε από τα μεγάφωνα η αναγγελία για την άφιξη της πτήσης 514 από Λονδίνο. Δεν είχε καθόλου καθυστέρηση.
Τα παιδιά πετούσαν από τη χαρά τους. Η Ισμήνη τούς είχε πει πως ο πατέρας τους θα τους έφερνε παιχνίδια, και τώρα συλλογιόταν μήπως δεν έπρεπε να το είχε πει, γιατί ο Κοσμάς, κάνοντας οικονομίες, δεν έφερνε συνήθως δώρα.
Καθώς περίμενε, θυμήθηκε το δαχτυλίδι. Κρύος ιδρώτας άρχισε να τη λούζει και ένα αίσθημα ενοχής ένιωθε να την πνίγει.
«Γιατί να το δώσω; μονολόγησε.
Το σκεφτόταν και έτρεμε από φόβο και ντροπή. Το ένιωθε σαν απιστία στο γάμο της και δεν ήξερε πώς να του το πει.
Για μια στιγμή σκέφτηκε να μην του το πει αλλά δεν κράτησε ούτε για λίγο την ιδέα.
«Άκου να μην του το πω! Να κρατήσω εγώ μυστικό από τον άντρα μου; Θα του τα πω όλα χαρτί και καλαμάρι!»
Το αεροπλάνο προσγειώθηκε και σε λίγο ο Κοσμάς έβγαινε από τον έλεγχο των διαβατηρίων, φορτωμένος βαλίτσες. Ήταν η πρώτη φορά που είχε βαλίτσες και πολλές. Στο σπίτι πήγαν με ταξί και τα παιδιά γέμισαν τη γειτονιά με φωνές μόλις τους έδωσε τα δώρα και τα παιχνίδια που τους είχε φέρει.
«Και τώρα η σειρά σου», είπε στην Ισμήνη και τη φίλησε.
«Η σειρά μου για ποιο πράγμα;» ρώτησε εκείνη έκπληκτη.
«Για το δώρο σου».
«Εμένα μου φτάνεις εσύ».
«Κι εμένα μου φτάνεις, αλλά σου χρωστάω κάτι και πρέπει να σε ξοφλήσω».
«Τι μου χρωστάς; Δεν καταλαβαίνω», ρώτησε με περισσότερη έκπληξη.
« Τώρα θα δεις», της είπε και σηκώθηκε πηγαίνοντας κατά τη βαλίτσα του. Σε λίγο γύρισε με ένα μικρό δεματάκι.
«Μου φέρνεις, σε παρακαλώ, το μονόπετρο;» της είπε χαμογελώντας.
«Ποιο;» ρώτησε και άρχισε να τρέμει.
«Το μονόπετρο, το δαχτυλίδι που σου χάρισα στους αρραβώνες μας».
Στο άκουσμα της φράσης η Ισμήνη έπεσε πάλι λιπόθυμη. Όταν συνήλθε, ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και δίπλα της ο Κοσμάς και τα παιδιά τη χάιδευαν.
Με φωνή που έτρεμε είπε στον Κοσμά τα καθέκαστα με το μονόπετρο και έπεσε στην αγκαλιά του κλαίγοντας με λυγμούς και ζητώντας του συγνώμη. Εκείνος την έσφιξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε στο μέτωπο.
Αφού την άφησε λίγο να συνέλθει, άρχισε να της λέει τη δική του ιστορία:
Ήταν γιος ενός πλούσιου εμπόρου. Ο πατέρας του ατύχησε και έπεσε έξω. Οι δανειστές του έβγαλαν σε πλειστηριασμό την περιουσία του και τελευταίο πουλήθηκε και το πατρικό τους σπίτι. Ο πατέρας από τον καημό του πέθανε και σε λίγο τον ακολούθησε και η μητέρα του. Ο Κοσμάς τραυματισμένος από αυτές τις εμπειρίες, παράτησε τις σπουδές του και έφυγε στην Αμερική. Τον έτρωγε όμως ένας πόθος: να ξαναπάρει το πατρικό του σπίτι.
Έτσι ρίχτηκε στη δουλειά. Μπάρκαρε σε καράβια και όλα αυτά τα χρόνια μάζευε τα χρήματα. Κατάφερε να συγκεντρώσει το ποσό, αλλά οι τωρινοί ιδιοκτήτες την τελευταία στιγμή τον εκβίασαν και αύξησαν την τιμή. Έτσι αναγκάστηκε να μπαρκάρει σε καράβια που πήγαιναν σε πολεμικές ζώνες, για να μπορέσει να μαζέψει γρήγορα το ποσό και να γυρίσει στην οικογένειά του. Γι’ αυτό δεν μπορούσε να έχει και αλληλογραφία τον τελευταίο καιρό.
Στο τέλος αποκάλυψε στην Ισμήνη ότι το μονόπετρο που της χάρισε τότε ήταν ψεύτικο και τώρα της είχε φέρει ένα ίδιο αληθινό.
«Τότε δεν είχα χρήματα. Είχα μόνο αγάπη», της είπε. «Τώρα έχω και από τα δύο».
«Και ο ενεχυροδανειστής πώς το βρήκε γνήσιο» ρώτησε η Ισμήνη.
«Φαίνεται γελάστηκε».
«Αδύνατον, του είπε και του εξιστόρησε τις λεπτομέρειες σχετικά με τη συμπεριφορά του ενεχυροδανειστή.
Την άλλη μέρα το πρωί ο Κοσμάς και η Ισμήνη έμπαιναν αγκαλιασμένοι στο ενεχυροδανειστήριο.
«Έχουμε να σας δώσουμε αυτό το δαχτυλίδι για ενέχυρο. Τι παίρνουμε»; ρώτησε ο Κοσμάς ενώ η Ισμήνη κοιτούσε αδιάφορη δήθεν προς το δρόμο, για να μη την προσέξει ο καταστηματάρχης και τη γνωρίσει.
Εκείνος το πήρε στα χέρια του και ψυχρά όπως συνήθιζε είπε μονολεκτικά:
«Πέντε χιλιάδες».
«Μόνο;» ρώτησε έκπληκτος δήθεν ο Κοσμάς. «Για κοιτάξτε το καλύτερα. Είναι είκοσι τέσσερα καράτια».
«Το βλέπω», είπε αλλά δεν συνέχισε, γιατί καθώς κοίταξε το μονόπετρο του θύμισε το ψεύτικο.
Χωρίς να πει άλλη κουβέντα, πήγε στο χρηματοκιβώτιο και έβγαλε το ψεύτικο δαχτυλίδι. Τα έβαλε δίπλα-δίπλα και τα κοιτούσε.
Η Ισμήνη πλησίασε γεμάτη περιέργεια. Τα κοιτούσε κι εκείνη. Δεν ξεχώριζαν. Ήτον ακριβώς ίδια.
Μόνο το έμπειρο μάτι του ενεχυροδανειστή μπορούσε να τα διακρίνει, όπως διέκρινε αμέσως και τη συγκίνηση στο πρόσωπο της Ισμήνης και τη χτύπησε στην πλάτη.
«Δεν λέει ψέματα ο Κοσμάς», της είπε ενθουσιασμένος, κοιτώντας μια εκείνη και μια τον άντρα της που την κρατούσε στην αγκαλιά του.
«Έχω μια απορία», ρώτησε ο Κοσμάς.
«Τι;» του είπε ο καταστηματάρχης δήθεν αδιάφορα.
«Πώς, ενώ προχθές για το ψεύτικο δαχτυλίδι δώσατε δέκα χιλιάδες, σήμερα δίνετε για το αληθινό μόνο πέντε;»
«Προχθές, αγαπητέ μου, είχα την ευκαιρία να κάνω μια άλλου είδους εκτίμηση, που δεν την είχα κάνει ποτέ. Μέχρι τότε εκτιμούσα αλάνθαστα πολύτιμα μέταλλα και άλλα αντικείμενα αξίας. Όταν όμως άκουσα την κυρία σας να μου λέει: «Κοσμάς δεν λέει ποτέ ψέματα» με μια αφοπλιστική αυτοπεποίθηση, που δεν είχα συναντήσει άλλοτε, βάλθηκα να εκτιμήσω αυτή την εμπιστοσύνη, και μετατρέποντάς την σε καράτια, όπως συνηθίζω στη δουλειά μου, τη βρήκα να έχει πολύ περισσότερα από είκοσι τέσσερα. Γι’ αυτό έδωσα διπλά».
Στη συνέχεια, δίνοντας στην Ισμήνη το γνήσιο μονόπετρο, της επανέλαβε σε θαυμαστικό τόνο.
«Έχεις δίκιο ο Κοσμάς δεν λέει ποτέ ψέματα!».
Η Ισμήνη άπλωσε το χέρι της και πήρε από τον πάγκο το ψεύτικο μονόπετρο. Το φίλησε και το φόρεσε στο δάχτυλό της.
«Είναι το ψεύτικο αυτό, τούτο πάρε», της είπε ο ενεχυροδανειστής, προσφέροντάς της και πάλι το αληθινό μονόπετρο.
«Προτιμώ αυτό», του απάντησε. «Έχει μεγαλύτερη αξία. Εσείς είπατε πως έχει πολύ περισσότερα από είκοσι τέσσερα καράτια. Και εκτός αυτού ο Κοσμάς δεν λέει ποτέ ψέματα. Λέει;».
«΄Οχι!» απάντησε ενθουσιασμένος και απευθυνόμενος προς τους δυο τους:
«Σας ευχαριστώ, γιατί με μάθατε, να εκτιμώ, εκτός από τα πολύτιμα μέταλλα, και άλλες αξίες πολύ μεγαλύτερες».
Η Ισμήνη τον άκουγε συγκινημένη, κοιτάζοντας τον Κοσμά στα μάτια ενώ μέσα της άκουγε μια φωνή να της λέει με σιγουριά:
«Ο Κοσμάς δεν λέει ποτέ ψέματα!»
«Ποτέ!» μονολόγησε. Και παίρνοντας τον Κοσμά από το χέρι, βγήκαν έξω ευτυχισμένοι όσο ποτέ.
ΤΑ ΠΑΡΑΣΗΜΑ
Είχε πολλούς λόγους να καυχιέται ο Αρίστος. Ήταν πετυχημένος στη ζωή του. Απόστρατος στρατηγός με δύο γιους αξιωματικούς, κόρη παντρεμένη με δάσκαλο, σπίτι στου Παπάγου, πέντε διαμερίσματα στην Αθήνα, μεγάλη σύνταξη και καλή υγεία, παρά τα εβδομήντα πέντε του.Για όλα αυτά καυχιόταν, αφού η καυχησιά ήταν η ζωή του, και όταν κάπου τα έβρισκε λίγα, δεν δυσκολευόταν να επιστρατεύει και τη φαντασία του να βάλει κι εκείνη τα δικά της.
Έλεγε για όλα όσα είχε πετύχει. Εκείνα όμως που δεν ξέχναγε ποτέ ήταν τα παράσημα. Κάθε φορά που το έφερνε η κουβέντα, άρχιζε να αραδιάζει παράσημα που τελειωμό δεν είχαν, άλλα αλήθεια άλλα ψέματα, ο Θεός και η ψυχή του. Μίλαγε συνέχεια για μεγαλόσταυρους του Γεωργίου, πολεμικούς σταυρούς, παράσημα ανδραγαθίας. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς! Ακόμα και ο ίδιος τα ξέχναγε και άλλα έλεγε τη μια μέρα, άλλα την άλλη. Πάντως έλεγε. Έλεγε και σταματημό δεν είχε. Χρειαζόταν ηρωισμός και ταλέντο να διακόψει κάποιος τον Αρίστο από τις αφηγήσεις του για τα παράσημα και να πει κάτι δικό του έστω και για παράσημο. Τα παράσημα του Αρίστου ήσαν πάνω από τα άλλα. Ήσαν ασυναγώνιστα.
Ο κουνιάδος του Φώτης Κατσίνης, συνταξιούχος εφοριακός, που είχε λογιστικό γραφείο στην οδό Αιόλου, περισσότερο για να περνά την ώρα του και λιγότερο για επάγγελμα, είχε βρει τον μπελά του. Ο Αρίστος είχε διαλέξει για στέκι το γραφείο του, γιατί τον βόλευε επειδή, εκτός του ότι έπινε καφέ και έκανε τα τηλεφωνήματά του τσάμπα, έβρισκε και κάποιον να μιλήσει για τα παράσημά του.
Αυτό ήταν σημαντικό, γιατί στο καφενείο, μόλις άνοιγε το στόμα του να πει για παράσημα, όλοι έφευγαν από κοντά του σαν κυνηγημένοι. Ο Φώτης όμως, λόγω συγγένειας, ανεχόταν καρτερικά τις αφηγήσεις του που, ένας Θεός ξέρει, πόσες φορές τις είχε ακούσει.
Πολλές φορές τις είχε ακούσει και ο δικηγόρος Αργύρης Αντωνίου που είχε το γραφείο του ακριβώς απέναντι από του Φώτη.
Μάλιστα είχε κολλήσει και παρατσούκλι στον Αρίστο, τον έλεγε «ο Παράσημος» και εκείνος όχι μόνο δεν πειραζότανε αλλά αντίθετα έδειχνε να του αρέσει κιόλας. Του άρεσε τόσο πολύ που, όταν καμιά φορά ο Αργύρης ξέχναγε να τον προσφωνήσει «Παράσημο», του το θύμιζε εκείνος διακριτικά και δήθεν αστειευόμενος λέγοντας: «Αφήστε τώρα να μιλήσει κι ο στρατηγός ή μάλλον «ο Παράσημος», κατά που λέει κι ο κύριος συνήγορος».
Και άρχιζε ο Αρίστος να μιλάει, χωρίς βέβαια να του δώσει κανείς την άδεια και χωρίς να σταματάει, αν και του το ζήταγαν άλλοτε διακριτικά και άλλοτε ευθέως.
Εκείνος το βιολί του, έπρεπε να τελειώσει την περιγραφή του για τα παράσημα, να πει πόσο γυαλίζουν, τι αναπαραστάσεις έχουν, και τι ανεκτίμητα κειμήλια είναι.
Όπως κάθε μέρα ήρθε και σήμερα στην ώρα του. Βρήκε τον Φώτη στο γραφείο τού Αργύρη. Δεν τον πρόσεξαν επειδή ήσαν απασχολημένοι με κάτι φορολογικά. Εκείνος όμως, αδιαφορώντας, άρχισε αμέσως τις αφηγήσεις του. Αφού ξεκίνησε με πρόλογο την προαγωγή του γιου του τού Κώστα σε λοχαγό και την καινούργια αγορά που έκανε η κόρη του η Ασπασία, μπήκε κατευθείαν στο ψητό, που δεν ήταν άλλο από τα παράσημα.
Ο Αργύρης προσπάθησε να τον σταματήσει αλλά μάταιος κόπος, ο Αρίστος δε σταματούσε με τίποτα. Ούτε ακόμα και όταν ο Φώτης τού είπε στα ίσια να σταματήσει γιατί μελετούσαν κάποια υπόθεση. Έπρεπε να τελειώσει λες και ήταν προγραμματισμένος σαν κομπιούτερ.
Έτσι, θέλοντας και μη, ο Φώτης και ο Αργύρης άρχισαν να πίνουν γουλιά-γουλιά το ποτήρι των παρασήμων του Αρίστου, όπως εκείνος τους το σερβίριζε.
Κάποια στιγμή τέλειωσε και ενώ ετοιμαζόταν να διευκρινίσει, όπως έκανε συνήθως επαναλαμβάνοντας τις αφηγήσεις του, ο Αργύρης. με μεγάλη προσπάθεια, κατάφερε να τον διακόψει:
«Εγώ πάντως τον θαυμάζω τον στρατηγό», είπε απευθυνόμενος στον Φώτη και βάζοντας το σοβαρότερο ύφος του.
«Για ποιο πράγμα με θαυμάζεις;» ρώτησε, δήθεν αδιάφορα, ο Αρίστος.
«Για όλα σου».
«Υπερβάλλεις».
«Δεν υπερβάλλω καθόλου. Την αλήθεια λέω», συμπλήρωσε σερβίροντας στον Αρίστο την κολακεία του πασπαλισμένη με τη δικηγορική του τέχνη.
«Σε θαυμάζω για όλα. Για ένα όμως σε ζηλεύω κιόλας».
«Για ποιο;»
«Για τα παράσημα!»
«Αλήθεια είναι πολύ σπουδαίο να έχει κανείς παράσημα», συμφώνησε εκείνος και ανορθώθηκε στον καναπέ, προτείνοντας το στήθος του σαν να τα φορούσε.
«Εγώ για άλλο λόγο ζηλεύω τα παράσημα, όχι επειδή τα έχεις».
«Δεν σε καταλαβαίνω», είπε ο Αρίστος και έδειχνε ότι πράγματι δεν καταλάβαινε.
«Να, φαντάζομαι…», συνέχισε.
«Τι φαντάζεσαι;» παρενέβη ο Φώτης.
«Την κηδεία του στρατηγού!»
«Την κηδεία μου;» ρώτησε έκπληκτος.
«Ναι! Γιατί; Έχεις σκεφτεί ποτέ σου τι κηδεία θα κάνεις; Μπροστά θα πηγαίνει ο Μητροπολίτης με τη χρυσή πατερίτσα, πίσω οι παπάδες με τα εξαπτέρυγα, μετά η χορωδία ψέλνοντας. Από πίσω το δρύινο φέρετρο, σκεπασμένο με τη γαλανόλευκη και περιστοιχισμένο από το τιμητικό άγημα. Στη συνέχεια θα ακολουθούν οι στρατιώτες με τα βελούδινα μαξιλαράκια, που πάνω τους θα έχουν τα παράσημά σου. Τι επιβλητικό θέαμα! Βέβαια εσύ δεν θα το βλέπεις τότε, αλλά μπορείς να το φανταστείς».
Ο στρατηγός δεν απάντησε. Για πρώτη φορά στη ζωή του είχε μουγκαθεί. Η περιγραφή του Αργύρη τού είχε κόψει τη λαλιά.
Όλα τα είχε φανταστεί αλλά την κηδεία του ποτέ! Ούτε και τα παράσημα στα μαξιλαράκια πίσω από το φέρετρό του. Όσο όμως το σκεφτότανε, έβλεπε πως αυτή ήταν η αλήθεια. Σηκώθηκε αμέσως και έφυγε αμίλητος.
Από εκείνη την ημέρα, όχι μόνο δεν ξαναμίλησε για τα παράσημα, αλλά και όταν κάποιος άλλος έφερνε την κουβέντα σ’ αυτά πάντα έβρισκε πρόφαση να φύγει. Δεν άντεχε την κουβέντα γιατί στο νου του έρχονταν αμέσως τα μαξιλαράκια, όπως του τα είχε περιγράψει ο Αργύρης. Τα έβλεπε πια άχρηστα να περιμένουν να του προσφέρουν τη μόνη υπηρεσία τους, να τον ακολουθούν πάνω σε μαξιλαράκια πίσω από το φέρετρό του. Μάλλον να προσφέρουν θέαμα όχι σε εκείνον αλλά στους άλλους.
Αυτό το θέαμα το πρόσφεραν δύο χρόνια αργότερα, όταν ο Αρίστος πέθανε ξαφνικά.
Στην κηδεία του ο Αργύρης και ο Φώτης ακολουθούσαν την πομπή αγκαζέ, πίσω από τα μαξιλαράκια με τα παράσημα. Βέβαια ήσαν λίγα, πολύ λιγότερα από όσα έλεγε ο στρατηγός, αρκετά πάντως να τους θυμίσουν το περιστατικό.
«Τον πίκρανα τον καημένο τότε», είπε με κάποιο αίσθημα ενοχής ο Αργύρης.
«Μπορεί», συμφώνησε ο Φώτης, «αλλά αυτή ήταν η αλήθεια. Η μόνη υπηρεσία που μπορούν να προσφέρουν τα παράσημα μετά την απονομή τους είναι να ακολουθούν τα φέρετρα των τιμηθέντων».
«Και αυτό είναι το μόνο που δεν σκέφτονται εκείνοι που τα παίρνουν», συμπλήρωσε ο Αργύρης και συνέχισε την πορεία του πίσω από τα μαξιλαράκια πικρογελώντας καθώς άκουγε τη χορωδία να διαβεβαιώνει τον στρατηγό για τον καλό δρόμο που πάει ψέλνοντας: «Μακαρία η οδός ην πορεύει σήμερον…».
«Ίδια και η οδός σαν τα παράσημα», σκέφτηκε και συνέχισε τους συλλογισμούς του αράζοντας τους στο: «Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης».
«Ναι τα πάντα», είπε φωναχτά, αλλά κανείς δεν τον πρόσεξε. Όλοι κοίταζαν τα παράσημα.
ροκώνω= βολεύομαι, πιάνω δουλειά, προστατεύομαι
βιλάρι= το υφαινόμενο ύφασμα
στάλος= μεσημεριανή ανάπαυση του ποιμνίου σε σκιά
Σχόλια (2)