Ένα πολύ όμορφο και συγκινητικό κείμενο που δείχνει την απεραντοσύνη της αγάπης
Ο Πέτρος Συμεωνίδης είναι φίλος μου. Γνωριστήκαμε την αρχή μέσα από το διαδίκτυο, όπως με πολλούς από σας και στη συνέχεια από κοντά. Φάγαμε μαζί σουβλάκια στου «Θανάση», στο Μοναστηράκι, πριν δυο μήνες… Είναι καταπληκτικός. Εδώ έχει πάει επίσκεψη στο ζεύγος Καμπουροπούλου που έκανε έργο στο σταντ της Εκκλησίας Περιστερίου και όπως με διόρθωσε, απλά φωτογραφήθηκε. Πέτρο το άλλαξα, όπως μου ζήτησες...
Φωτογραφία από την πρόσφατη Συνέλευση Περιοχής των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Ηράκλειο Κρήτης, την περασμένη Κυριακή. Μια μέρα με πολύ ενδιαφέρον και πλούσιο πνευματικό τραπέζι για όποιον είχε την τύχη να βρεθεί εκεί. Το μάτι μας έκανε μια βόλτα στο γήπεδο μπάσκετ…
Ένα γήπεδο στη ΒΗΠΕ κατάμεστο όπου μπορούσες να δεις ανθρώπους από όλο το κοινωνικό υπόβαθρο, αν και με το όμορφο ντύσιμο και την ευταξία που υπήρχε, ήταν δύσκολο να βγάλεις ασφαλή συμπεράσματα. Σκεφθείτε όμως πόσες διαφορετικές ιστορίες, κουβαλούσαν…
Πάντα μου άρεσε να αφουγκράζομαι τους ανθρώπους… Και στο χωριό μου, το Θραψανό, όταν πάω, ψάχνω να βρω ευκαιρίες να ακούσω για τις εμπειρίες τους. Μέσα από τέτοιες διηγήσεις γίνομαι πιο σοφός… Είναι καλύτερα να μαθαίνεις έτσι, παρά από τα λάθη σου…
Δημοσιεύτηκε στο τοίχο του φίλου μου Πέτρου Σιμεωνίδη στο Google+. Μου άρεσε και είπα να το μοιραστώ μαζί σας. Εξάλλου αυτό δεν κάνουμε όλοι; Να ενθαρρύνουμε καθημερινά ο ένας τον άλλον;
Γράφει ο Πέτρος: Το έλαβα από μια αδελφή στη Θεσσαλονίκη. Δεν είναι ντροπή να κλάψετε. Κι εγώ έκλαψα.
Η μητέρα του είχε μόνο ένα μάτι. Ντρεπόταν γι' αυτήν κι ώρες ώρες την μισούσε.
Η δουλειά της ήταν μαγείρισσα στην φοιτητική λέσχη. Μαγείρευε για τους φοιτητές και τους καθηγητές για να βγάζει τα έξοδά τους. Δεν ήθελε να του μιλάει για να μην μαθαίνουν ότι είναι παιδί μιας μητέρας με. ένα μάτι. Οι φοιτήτριες έφευγαν γρήγορα, όποτε την έβλεπαν να βγαίνει για λίγο από την κουζίνα κι έλεγαν πως δεν άντεχαν το θέαμα και πως τους προκαλούσε μια ανυπόφορη ανατριχίλα.
Μα από μικρός είχε πρόβλημα με την εικόνα της μητέρας του.
Μια μέρα όταν ακόμη πήγαινε στο δημοτικό, πέρασε η μητέρα του στο διάλειμμα να του πει ένα γεια. Ένοιωσε πολύ στενοχωρημένos. «Πως μπόρεσε να του το κάνει αυτό»;. αναρωτιόταν. Την αγνόησε, της έριξε μόνο ένα μισητό βλέμμα κι έτρεμε. Την επόμενη μέρα ένας από τους συμμαθητές του φώναξε: «Εεεε, η μητέρα σου έχει μόνο ένα μάτι!.. Ήθελε να πεθάνει. Ήθελε να εξαφανιστεί. Όταν γύρισε σπίτι, της είπε: «αν είναι όλοι να γελάνε μαζί μου εξαιτίας σου τότε καλύτερα να πεθάνεις!». Αυτή δεν του απάντησε.
«Δεν μ' ένοιαζε τι είπα ή τι αισθάνθηκε, γιατί ήμουν πολύ νευριασμένος», έλεγε αργότερα σ' ένα φίλο του. «Ήθελα να φύγω από εκείνο το σπίτι και να μην έχω καμία σχέση μαζί της. Έτσι διάβασα πάρα πολύ σκληρά με σκοπό να φύγω μια μέρα μακριά για σπουδές. και τα κατάφερα, μα ήλθε κι έπιασε αυτή τη δουλειά στη λέσχη για να με βοηθάει. Δεν μπορούσε να πάει κάπου αλλού;.».
Αργότερα παντρεύτηκε. Αγόρασε ένα δικό του σπίτι. Έκανε δικά του παιδιά κι ήταν ευχαριστημένος με τη ζωή του, τα παιδιά του, την γυναίκα του και τη δουλειά του!
Μια μέρα μετά από χρόνια απουσίας, όπως ο ίδιος της ζήτησε η μητέρα του πήγε να τον επισκεφτεί.
Δεν είχε δει ποτέ από κοντά τα εγγόνια της. Μόλις εμφανίστηκε στην πόρτα, τα παιδιά του άρχισαν να γελάνε, θύμωσε επειδή είχε πάει χωρίς να του το ζητήσει και χωρίς να τον προειδοποιήσει. Τότε της φώναξε: «πως τολμάς να έρχεσαι ξαφνικά στο σπίτι μου και να τρομάζεις τα παιδιά μου; Βγες έξω! Φύγε!». Η μητέρα του απάντησε γαλήνια: «Αα, πόσο λυπάμαι, κύριε! Μάλλον μου έδωσαν λάθος διεύθυνση» κι εξαφανίστηκε, χωρίς να καταλάβουν τα μικρά πως είναι γιαγιά τους.
Πέρασαν χρόνια και μια μέρα βρήκε στο γραμματοκιβώτιο του σπιτιού του μια επιστολή για τη σχολική συγκέντρωση της τάξης του από το δημοτικό σχολείο, που θα γινόταν στην πόλη πού γεννήθηκε. Είπε ψέματα στη γυναίκα του ότι θα έκανε ένα επαγγελματικό ταξίδι και πήγε. Όταν τελείωσε η συγκέντρωση των συμμαθητών, πήγε στο σπίτι που μεγάλωσε, μόνο από περιέργεια. Οι γείτονες, του είπαν ότι η μητέρα του είχε πεθάνει πρόσφατα. Δεν έβγαλε ούτε ένα δάκρυ. Του έδωσαν ένα γράμμα που είχε αφήσει γι' αυτόν:
«Αγαπημένε μου γιέ, σέ σκέφτομαι συνέχεια. Λυπάμαι που ήρθα στο σπίτι σου και φόβισα τα παιδιά σου. Έμαθα ότι έρχεσαι για την σχολική συγκέντρωση κι ένοιωσα πολύ χαρούμενη. Αλλά φοβάμαι ότι μπορεί να μην είμαι σε θέση να σηκωθώ από το κρεβάτι για να έρθω να σε δω. Έγραψα αυτό το γράμμα να στο δώσουν αν δεν με προφτάσεις. Στεναχωριέμαι που σε έφερνα σε δύσκολη θέση και ντρεπόσουν για μένα όσο ήσουν μικρός. Βλέπεις. όταν ήσουν πολύ μικρός, είχες ένα σοβαρό ατύχημα κι έχασες το μάτι σου. Δεν θα μπορούσα να σε βλέπω να μεγαλώνεις με ένα μάτι. Έτσι σου έδωσα το δικό μου. Ήμουν τόσο υπερήφανη που ο γιος μου θα έβλεπε τον κόσμο με τη δική μου βοήθεια, με το δικό μου μάτι. Έχεις πάντα όλη την αγάπη μου».
Το e-mail κλείνει έτσι. Απότομα… Δεν προσθέτει τίποτα άλλο… Αλλά και τι να έλεγε; Πώς ο νεαρός έγινε ράκος; Πώς δεν μπορούσε να συγχωρήσει τον εαυτό του για τη λάθος συμπεριφορά του; Ε, μα κάτι πρέπει να κάνετε κι εσείς, δεν νομίζετε; Ας απαντούμε σε τέτοια ερωτήματα βάζοντας τον εαυτό μας στο κέντρο τέτοιων γεγονότων. Ο έλεγχος κάνει καλό…
Και μια πιο προσωπική φωτογραφία από την Συνέλευση Περιοχής στο Ηράκλειο της Κρήτης… Η σαρκική αδελφή μου, Στασούλα στο μέσον, πλαισιωμένη από την Ολυμπία και τη Σούλα. Ήταν κι αυτές εκεί κι ένιωσαν πολύ όμορφα και ωφελήθηκαν από το πρόγραμμα που άκουσαν.
Σχόλια (2)