Ιστορία αγάπης που θα θέλαμε να ζήσουμε....
Κι όμως, πόσο πιο όμορφος ακουγόταν ο ήχος ο δικός σου… Όταν άρχισα να το λέω κι εγώ, έκανες πως θύμωσες. ‘‘Είναι δικό μου, μην το κλέβεις’’, έλεγες ναζιάρικα. Εγώ σ’ αγκάλιαζα και σε φίλαγα στην πλάτη, όταν γύριζες από την άλλη μεριά.
Μια φορά την εβδομάδα γινόταν η ιερουργία της ανάγνωσης. Παρασκευή βράδυ ήταν το βράδυ της αγάπης. Αργότερα έγινε μια φορά το μήνα, γιατί δεν ήθελες να λες τα ίδια πράγματα, μια και δεν είχες το ταλέντο να τα επινοείς.
Χρόνια κράτησε το ‘‘βράδυ της αγάπης’’. Πάλευε η ζωή με τους δαίμονές της και δεν κατάφερνε να σβήσει τη φωτιά. Σε ζήλευαν για την ευτυχία σου και προσπάθησαν να με συκοφαντήσουν. Εσύ ήσουν σίγουρη για μένα, γιατί τα γράμματα μιλούσαν στην καρδιά σου και γνώριζες ότι εγώ ποτέ δε θα την πλήγωνα.
Ύστερα τι έγινε; Είπες να σταματήσουμε τα γράμματα για να μη ξεφτίσει αυτή η ομορφιά που αξιωθήκαμε. Σε πήρα στην αγκαλιά και το δέχτηκα μ’ ένα φιλί. Τότε, λες και συνωμότησε η κόλαση με τα στοιχειά της, πλάκωσαν όλα τα προβλήματα.
Πρώτα οι γονείς σου, που είχαν άλλα όνειρα για σένα κι έσταξαν δηλητήριο στη ζωή σου. Ύστερα η δουλειά μου, που έγινε μερική απασχόληση και στερηθήκαμε τα βασικά. ‘‘Έχω την αγάπη σου κι αυτό μου φτάνει’’, ψιθύριζες ευτυχισμένη για να με κάνεις να χαμογελάω. Μα είχες σκιές στα μάτια σου και όχι από τη φτώχεια. Λιγόστεψαν τα ερωτικά σου λόγια, κι εγώ επέμενα να τα ζητάω…. ‘‘Τίποτε δεν άλλαξε’’, έλεγες εσύ, μα εγώ πονούσα γιατί γνώριζα.
Άρχισα να γράφω για σένα και ξαναβρήκα το χαμόγελο. Αλλά όταν ήσουν μόνη… Κατέβαιναν όλα τα σύννεφα του Ολύμπου στα μάτια σου, πάγωναν τα χέρια σου και η τηλεόραση έπαιζε αδιάφορα, για συντροφιά. Τότε τα παρατούσα όλα και χωνόμουν στην αγκαλιά σου. Μ’ έπαιρνες στο στήθος σου και με χάιδευες, σαν το παιδί που δεν ήθελες ποτέ να αποκτήσεις.
Με φίλαγες και δάκρυζα πάλι από ευτυχία. Έτσι κοιμόμασταν… Πώς να διώξω αυτή την παγωνιά από τα μάτια σου; ‘‘Δεν είμαι δυνατή’’ έλεγες εσύ, κι έσκυβες το κεφάλι. ‘‘Θα είμαι εγώ και για τους δυο μας’’, σου έλεγα κοιτώντας σε στα μάτια.
Ήταν η κόλαση της αγάπης που μπήκε στη ζωή μας. Ό,τι και να έκανες, θα ήσουν δυστυχισμένη… Αν έμενες κοντά μου, δε θα είχες καλημέρα με τους δικούς σου. Αν έφευγες από μένα, θα πενθούσες σε όλη τη ζωή σου. Δεν ήθελες να αποφασίσεις ποια κόλαση θα διάλεγες και διάλεξα εγώ να φύγω… Όχι ακριβώς γιατί ο χρόνος γιατρεύει τις πληγές, αλλά γιατί μια μέρα, κάποια μέρα…, θα μπορούσες να ξαναρθείς κοντά μου.
Πάει καιρός που πέρασε, όχι πολύς. Μετάνιωσα που τόσο εύκολα σε άφησα να φύγεις. Δεν είναι ζωή αυτή χωρίς εσένα… Κι εσύ να δυστυχείς, ανόητα, μακριά μου.
Θέλω να μείνεις, γιατί ποτέ δεν έχεις φύγει. Να πάρεις τη ζωή στα χέρια σου και να μη ξαναβγείς ποτέ από το όνειρο. Δεν υπάρχει πρόβλημα που δεν μπορεί να λύσει η αγάπη, αγάπη μου.
Θέλω να μείνεις εδώ που αγαπάς.
Θέλω να μείνεις, γιατί δεν μπορώ χωρίς εσένα, αγαπημένη μου. Θέλω να μαλώσουμε μια φορά σαν άνθρωποι· εγώ να φύγω θυμωμένος και να γυρίσω τρέχοντας να γονατίσω για συγγνώμη.
Θέλω να μείνεις, να μου σφραγίσεις εσύ τη ζωή με το φιλί σου.
Θέλω να μείνεις, λέω το βράδυ, το πρωί, με ήλιο, με βροχή, χειμώνα-καλοκαίρι.
Θέλω να μείνεις, με κάθε χτύπο της καρδιάς, με κάθε ανάσα.
Στα τόσα γράμματα, άλλο ένα. Στα τόσα λόγια της αγάπης, αυτή είναι η τελευταία φράση της ζωής μας.
Θέλω να μείνεις!!!
Μόνο δικός σου, για πάντα, θέλω να είμαι.
Α.
Σχόλια (0)