Στις Πετριές δεν... θέλουν πελάτες
Από μακριά κάπως έτσι φαίνονται οι... αφιλόξενες Πετριές. Και δεν αναφέρομαι στους κατοίκους που δεν γνωρίζω, αλλά στους επαγγελματίες του χωριού... Με την πρώτη ματιά πάντως διακρίνεις ένα όμορφο χωριουδάκι...
Υπέροχα, μοναδικά, καταπράσινα πλατάνια μέσα στην πλατεία του χωριού... Ο ίσκιος τους είναι φανταστικός, τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού. Εδώ είχα τη... φαεινή ιδέα να καθίσω να φάω το μεσημεριανό μου...
Η πηγή με το τρεχούμενο νερό... Κατεβαίνεις με σκαλιά για να το φτάσεις. Η κατασκευή είναι καλοχτισμένη και με γούστο. Μέσα στην πλατεία, δίπλα στα πλατάνια με τα τραπεζάκια και την παιδική χαρά...
Άλλη μια πλευρά της κεντρικής πλατείας στις Πετριές... Από εδώ περνάει ο κεντρικός δρόμος που πηγαίνει προς τους Αγίους Αποστόλους. Μικρός, αγροτικός, φτιαγμένος για να καλύπτει τις ανάγκες τους...
Πετριές... Έφυγα με τις χειρότερες εντυπώσεις την ώρα που είχα πάει με καλή διάθεση... Δεν θέλω να ξαναπάω... Καμιά φορά, η συμπεριφορά των ανθρώπων σε κάνει να ξαναδείς αλλιώς τα πράγματα. Και είναι κρίμα και γι' αυτούς που δεν είναι σωστοί επαγγελματίες και για τους περαστικούς...
Ακούγεται εξωφρενικό στις μέρες μας, άνθρωποι επαγγελματίες να μη θέλουν δουλειά και να προτιμούν να περνούν τον καιρό τους φλυαρώντας με το απέναντι μαγαζί... Και όμως μου συνέβη, Σάββατο μεσημέρι, να το ζήσω στις Πετριές της Εύβοιας...
Το χωριό είναι ορεινό και έχει μια υπέροχη πλατεία... Δυο τεράστια πλατάνια με τραπεζάκια από κάτω, της διπλανής ταβέρνας και πιο δίπλα η πηγή με το τρεχούμενο νερό. Χρειάζεται να κατέβεις μερικά σκαλιά για να ακουμπήσεις το παγωμένο νερό της.
Το είδα με τον ερχομό μου και μου άρεσε... Θεώρησα λοιπόν ωραίο το μεσημέρι που στη θάλασσα θε 'χει ζέστη να έρθω εδώ να τσιμπήσω κάτι... Λογάριασα όμως χωρίς τον... ξενοδόχο. Δεν φαντάστηκα ότι το μεσημέρι δεν χαλαλίζουν τη σιέστα τους για έναν πελάτη. Ειλικρινά, αν μου το έλεγε κάποιος, θα γελούσα και θα εκνευριζόμουν ταυτόχρονα...
Διάλεξα ένα τραπέζι στον παχύ ίσκιο του πλατάνου και κάθισα. Δε βιάστηκα να παραγγείλω. Είπα, θα 'ρθουν, δεν μπορεί, να με ρωτήσουν τι θέλω...
Είχα άλλωστε να γράψω και το περιβάλλον ήταν ιδανικό για μια τέτοια δουλειά. Πέρασε μισή ώρα... Τέλειωσα το κομμάτι μου και ουδείς με... ενόχλησε... Σα να ήμουν αόρατος... Αυτή την αίσθηση είχα. Υπέθετα ποια ήταν η ιδιοκτήτρια, έκανε βόλτες στα διπλανά μαγαζιά, αλλά πάλι δεν ήμουν και σίγουρος. Πρώτη φορά πήγαινα εκεί... Κάποια στιγμή ρώτησα έναν κύριο από το απέναντι μαγαζί με τα δώρα: “Λειτουργεί η ταβέρνα”. Εκείνος με τη σειρά του ρώτησε την κυρία που κι εγώ φανταζόμουν ότι ήταν η ιδιοκτήτρια κι αυτή με ύφος, λες και της έκανα κάτι, είπε: “Κλείνω τώρα”.
Σηκώθηκα, εκνευρισμένα είναι η αλήθεια και πήγα πιο πέρα. Δεν είχε πλατάνια εκεί, τέντες είχε ο άνθρωπος, αλλά ήταν πια μεσημέρι και κάτι έπρεπε να φάω, το στομάχι μου το ζητούσε... Πιο σοβαρός αυτός, μου εξήγησε ότι το μαγαζί του λειτουργούσε και σαν μπαράκι, είχαν ξενυχτήσει το προηγούμενο βράδυ και δεν είχε έτοιμο τίποτα. Ωστόσο ήταν διατεθειμένος να το ψάξει λίγο το πράγμα...
Ε, εκεί είναι που τα πήρα... Τους ρώτησα αν αντιλαμβάνονται πως έχουν αλλάξει κάπως τα πράγματα... Δεν έδειχναν να τρελαίνονται... Έτσι είχαν μάθει οι άνθρωποι. Μόνο όταν, πάνω στην κουβέντα, τους δήλωσα τη δημοσιογραφική μου ιδιότητα, άλλαξαν στάση, φοβήθηκαν και μου πρότειναν να μου φτιάξουνε κάτι και να το ξανασυζητήσουμε. Να με κεράσουν, βρε αδερφέ... Δεν ήθελα. Ήταν σα να μου κάνανε τη χάρη από φόβο... Πήρα τη μηχανή και έφυγα... Δεν ήθελα να ξαναπατήσω σ' αυτόν τον αφιλόξενο τόπο...
Εδώ με αγνόησαν σαν πελάτη τους. Σκέψου, λέω, να είχα και την ανάγκη τους... Μακριά, όσο πιο μακριά γίνεται...
Σχόλια (2)