Κάποτε, όπως βλέπετε και στη μαρτυρία που ακολουθεί, τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα στο έργο… Σήμερα τα πράγματα κάπως έχουν αλλάξει…
Το έργο με τα σταντ μπήκε τον τελευταίο καιρό στη ζωή των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Θα τους δείτε σε κεντρικά σημεία των μεγάλων πόλεων…
ΑΦΗΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΕΡΙΚΛΗ ΓΙΑΝΝΟΥΡΗ
Η τρομερή υγρασία του κελιού με περόνιαζε ως το κόκαλο. Καθώς βρισκόμουν καθισμένος εκεί ολομόναχος, σκεπασμένος μόνο με μια λεπτή κουβέρτα, έβλεπα ακόμη το ψυχρό βλέμμα στο πρόσωπο της νεαρής συζύγου μου την ώρα που οι εθνοφρουροί με έσερναν έξω από το σπίτι μου δυο ημέρες νωρίτερα, αφήνοντάς την με τα δύο άρρωστα μικρά παιδιά μας. Αργότερα, η σύζυγός μου, η οποία δεν συμμεριζόταν τις πεποιθήσεις μου, μου έστειλε ένα δέμα και ένα σημείωμα που ανέφερε: «Σου στέλλω αυτά τα γλυκά για να τα φας και να καείς όπως καίγεται το παιδί σου στον πυρετό». Άραγε θα επέστρεφα ποτέ ζωντανός για να ξαναδώ την οικογένειά μου;
Αυτό ήταν μόνο ένα επεισόδιο στο μακρύ και επίπονο αγώνα για τη Χριστιανική πίστη, έναν αγώνα που περιλάμβανε εναντίωση από την οικογένεια, εξοστρακισμό από την κοινωνία, νομικές μάχες και σφοδρό διωγμό. Αλλά πώς και γιατί κατέληξα εγώ, ένας ήσυχος και θεοφοβούμενος άνθρωπος, σε εκείνο το άθλιο μέρος; Παρακαλώ επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω.
Φτωχό Παιδί με ένα Μεγάλο Όνειρο
Όταν γεννήθηκα το 1909 στο χωριό Σταυρωμένος της Κρήτης, η χώρα πάλευε με τον πόλεμο, τη φτώχεια και την πείνα. Αργότερα, τα τέσσερα μικρότερα αδέλφια μου και εγώ μόλις που γλιτώσαμε από τη μάστιγα της ισπανικής γρίπης. Θυμάμαι κάποια φορά που μας είχαν κλείσει οι γονείς μας στο σπίτι εβδομάδες ολόκληρες για να μην κολλήσουμε γρίπη.
Ο πατέρας μου, ένας φτωχός αγρότης, ήταν βαθιά θρησκευόμενο αλλά απροκατάληπτο άτομο. Έχοντας ζήσει στη Γαλλία και στη Μαδαγασκάρη, είχε έρθει σε επαφή με προοδευτικές ιδέες σχετικά με τη θρησκεία. Εντούτοις, η οικογένειά μας παρέμενε αφοσιωμένη στην Ορθόδοξη Εκκλησία, παρακολουθώντας τη Θεία Λειτουργία κάθε Κυριακή και φιλοξενώντας τον τοπικό μητροπολίτη στη διάρκεια της ετήσιας περιοδείας του. Εγώ συμμετείχα στην ψαλμωδία και το όνειρο της ζωής μου ήταν να γίνω ιερέας.
Το 1929, κατατάχθηκα στην αστυνομία. Ήμουν διορισμένος στη Θεσσαλονίκη όταν πέθανε ο πατέρας μου. Αναζητώντας παρηγοριά και πνευματική διαφώτιση, κατάφερα να πάρω μετάθεση στην αστυνομική δύναμη του κοντινού όρους Άθως—που οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί το έβλεπαν με ευλάβεια θεωρώντας το «άγιο βουνό» και στο οποίο υπάρχει μια μοναστική κοινότητα.* Υπηρέτησα εκεί τέσσερα χρόνια και παρατήρησα τη μοναστική ζωή από κοντά. Αντί να πλησιάσω περισσότερο τον Θεό, συγκλονίστηκα από την κατάφωρη ανηθικότητα και τη διαφθορά των μοναχών. Αηδίασα όταν κάποιος αρχιμανδρίτης, για τον οποίο έτρεφα σεβασμό, μου έκανε ανήθικες προτάσεις. Παρά την απογοήτευση, εξακολουθούσα να θέλω ειλικρινά να υπηρετήσω τον Θεό και να γίνω ιερέας. Μάλιστα φόρεσα ράσα και έβγαλα μια αναμνηστική φωτογραφία. Τελικά, επέστρεψα στην Κρήτη.
«Είναι Διάβολος!»
Το 1942, παντρεύτηκα μια χαριτωμένη κοπέλα, τη Φροσύνη, η οποία καταγόταν από αξιοσέβαστη οικογένεια. Ο γάμος ενίσχυσε την απόφασή μου να γίνω ιερέας, εφόσον η οικογένεια της συζύγου μου ήταν βαθιά θρησκευόμενη.* Ήμουν αποφασισμένος να πάω στην Αθήνα και να φοιτήσω σε μια θεολογική σχολή. Προς τα τέλη του 1943, έφτασα στο λιμάνι του Ηρακλείου αλλά δεν έφυγα για την Αθήνα. Αυτό μπορεί να συνέβη επειδή, στο μεταξύ, είχα βρει μια διαφορετική πηγή πνευματικής αναζωογόνησης. Τι είχε συμβεί;
Ήδη επί μερικά χρόνια, ο Εμμανουήλ Λιονουδάκης, ένας δραστήριος νεαρός κήρυκας που ήταν συνταυτισμένος με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, δίδασκε αφυπνιστικές Γραφικές αλήθειες σε ολόκληρη την Κρήτη.* Κάποια άτομα ελκύστηκαν από την ξεκάθαρη κατανόηση του Λόγου του Θεού που πρόσφεραν οι Μάρτυρες και εγκατέλειψαν την ψεύτικη θρησκεία. Στην κοντινή πόλη της Σητείας οργανώθηκε ένας όμιλος ενθουσιωδών Μαρτύρων. Αυτό ενόχλησε τον τοπικό μητροπολίτη, ο οποίος—έχοντας ζήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες—γνώριζε από πρώτο χέρι πόσο αποτελεσματικοί μπορούσαν να είναι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ως κήρυκες. Ήταν αποφασισμένος να εξαλείψει αυτή την «αίρεση» από την περιφέρειά του. Με δική του υποκίνηση, η αστυνομία έσερνε τακτικά τους Μάρτυρες στη φυλακή και στα δικαστήρια με διάφορες ψεύτικες κατηγορίες.
Ένας από αυτούς τους Μάρτυρες προσπάθησε να μου μιλήσει για τη Γραφική αλήθεια και υπέθεσε ότι δεν ενδιαφερόμουν. Γι’ αυτό, έστειλε έναν πιο έμπειρο διάκονο να μου μιλήσει. Η απότομη αντίδρασή μου προφανώς έκανε το δεύτερο Μάρτυρα να επιστρέψει στο μικρό όμιλο και να πει: «Ο Περικλής αποκλείεται να γίνει Μάρτυρας. Είναι διάβολος!»
Μια Πρώτη Γεύση Εναντίωσης
Ευτυχώς δεν με έβλεπε έτσι και ο Θεός. Το Φεβρουάριο του 1945 ο αδελφός μου ο Δημοσθένης, ο οποίος είχε πειστεί ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δίδασκαν την αλήθεια, μου έδωσε ένα βιβλιάριο του οποίου τον τίτλο δεν θυμάμαι. Τα περιεχόμενά του με εντυπωσίασαν. Σταματήσαμε αμέσως να πηγαίνουμε στην Ορθόδοξη Εκκλησία, συνταυτιστήκαμε με το μικρό όμιλο στη Σητεία και δώσαμε μαρτυρία στα αδέλφια μας για την καινούρια μας πίστη. Όλοι τους δέχτηκαν τη Γραφική αλήθεια. Όπως ήταν αναμενόμενο, η απόφασή μου να εγκαταλείψω την ψεύτικη θρησκεία έκανε τη σύζυγό μου και την οικογένειά της να με βάλουν στο περιθώριο και να μου φέρονται εχθρικά. Για κάποιο διάστημα ο πεθερός μου αρνούνταν ακόμη και να μου μιλήσει. Στο σπίτι επικρατούσαν διαφωνίες και συνεχείς εντάσεις. Παρ’ όλα αυτά, στις 21 Μαΐου 1945, ο Δημοσθένης και εγώ βαφτιστήκαμε από τον αδελφό Μίνωα Κοκκινάκη.*
Επιτέλους μπορούσα να πραγματοποιήσω το όνειρό μου να υπηρετήσω ως γνήσιος διάκονος του Θεού! Ακόμη θυμάμαι την πρώτη μου ημέρα στη διακονία από σπίτι σε σπίτι. Έχοντας 35 βιβλιάρια στην τσάντα μου, πήγα μόνος μου με λεωφορείο σε κάποιο χωριό. Δειλά δειλά, άρχισα να πηγαίνω από σπίτι σε σπίτι. Όσο προχωρούσα τόσο μεγαλύτερο θάρρος αποκτούσα. Όταν έφτασε ένας εξαγριωμένος ιερέας, μπόρεσα να τον αντιμετωπίσω με θάρρος, αγνοώντας την επίμονη απαίτησή του να τον συνοδεύσω στο αστυνομικό τμήμα. Του είπα ότι θα έφευγα μόνο αφού θα είχα επισκεφτεί ολόκληρο το χωριό, και αυτό ακριβώς έκανα. Ήμουν τόσο χαρούμενος ώστε δεν περίμενα καν το λεωφορείο αλλά κάλυψα τα 15 χιλιόμετρα της επιστροφής με τα πόδια.
Στα Χέρια Αδίστακτων Κακοποιών
Το Σεπτέμβριο του 1945, μου ανατέθηκαν επιπρόσθετες ευθύνες στη νεοσύστατη εκκλησία της Σητείας. Λίγο καιρό αργότερα ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα. Ομάδες ανταρτών στρέφονταν η μία εναντίον της άλλης με κτηνώδες μίσος. Εκμεταλλευόμενος την κατάσταση, ο μητροπολίτης παρακίνησε μια τοπική ομάδα ανταρτών να ξεφορτωθούν τους Μάρτυρες με όποιον τρόπο θεωρούσαν κατάλληλο. (Ιωάννης 16:2) Καθώς οι αντάρτες κατευθύνονταν προς το χωριό μας με λεωφορείο, μια φιλικά διακείμενη κυρία που βρισκόταν στο λεωφορείο τούς άκουσε να σχεδιάζουν το πώς θα εκτελούσαν το «θεόδοτο» έργο τους και μας προειδοποίησε. Εμείς κρυφτήκαμε και κάποιος συγγενής μας μεσολάβησε για χάρη μας. Η ζωή μας διαφυλάχτηκε.
Είχαν δημιουργηθεί πια οι προϋποθέσεις για περαιτέρω ταλαιπωρίες. Οι ξυλοδαρμοί και οι απειλές βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη. Οι εναντιούμενοί μας προσπαθούσαν διά της βίας να μας αναγκάσουν να επιστρέψουμε στην εκκλησία, να βαφτίσουμε τα παιδιά μας και να κάνουμε το σημείο του σταυρού. Σε μια περίπτωση χτύπησαν τον αδελφό μου μέχρις ότου νόμισαν ότι είχε πεθάνει. Ένιωσα οδύνη βλέποντας να ξυλοκοπούν τις δύο αδελφές μου, αφού τους είχαν σκίσει τα ρούχα. Στη διάρκεια εκείνης της περιόδου, η ορθόδοξη εκκλησία βάφτισε οχτώ παιδιά Μαρτύρων του Ιεχωβά διά της βίας.
Το 1949 πέθανε η μητέρα μου. Ο ιερέας άρχισε να μας κατατρέχει και πάλι, κατηγορώντας μας ότι δεν τηρήσαμε τις νομικές απαιτήσεις για την άδεια ταφής. Πέρασα από δίκη και αθωώθηκα. Αυτό έδωσε μεγάλη μαρτυρία, εφόσον ακούστηκε το όνομα του Ιεχωβά στην προσφώνηση της υπόθεσης. Το μόνο μέσο που απέμενε στους εχθρούς μας για να μας «συνετίσουν» ήταν να μας συλλάβουν και να μας στείλουν εξορία. Αυτό και έκαναν τον Απρίλιο του 1949.
Σε Πύρινο Καμίνι
Ήμουν ένας από τους τρεις αδελφούς που συνελήφθησαν. Η σύζυγός μου ούτε καν ήρθε να με δει στο τοπικό αστυνομικό τμήμα. Πρώτος μας σταθμός ήταν μια φυλακή στο Ηράκλειο. Όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή, ήμουν μόνος και αποκαρδιωμένος. Είχα αφήσει πίσω μου μια νεαρή σύζυγο, η οποία δεν συμμεριζόταν τις πεποιθήσεις μου, και δύο μικρά παιδιά. Προσευχήθηκα ένθερμα στον Ιεχωβά για βοήθεια. Θυμήθηκα τα λόγια του Θεού που βρίσκονται καταγραμμένα στο εδάφιο Εβραίους 13:5: «Δεν πρόκειται να σε αφήσω ούτε πρόκειται να σε εγκαταλείψω». Κατάλαβα πόσο σοφό είναι να θέτω την απόλυτη εμπιστοσύνη μου στον Ιεχωβά.—Παροιμίες 3:5.
Μάθαμε ότι επρόκειτο να μας εξορίσουν στη Μακρόνησο, ένα ξερονήσι κοντά στις ακτές της Αττικής. Το άκουσμα και μόνο της λέξης Μακρόνησος ήταν αρκετό για να κάνει κάποιον να τρομοκρατηθεί εφόσον το σωφρονιστικό στρατόπεδο εκεί συνδεόταν με βασανιστήρια και καταναγκαστική εργασία. Κάναμε ενδιάμεση στάση στον Πειραιά. Αν και είχαμε ακόμη χειροπέδες, ενθαρρυνθήκαμε όταν κάποιοι ομόπιστοί μας ανέβηκαν στο καράβι και μας αγκάλιασαν.—Πράξεις 28:14 15.
Η ζωή στη Μακρόνησο ήταν εφιαλτική. Οι στρατιώτες κακομεταχειρίζονταν τους κρατουμένους από το πρωί μέχρι το βράδυ. Αρκετοί φυλακισμένοι που δεν ήταν Μάρτυρες έχασαν τα λογικά τους, άλλοι πέθαναν και πάρα πολλοί έμειναν σωματικά ανάπηροι. Τη νύχτα ακούγαμε τις κραυγές και τα βογκητά εκείνων που βασανίζονταν. Η λεπτή κουβέρτα που είχα μου παρείχε λίγη ζεστασιά τις κρύες νύχτες.
Με τον καιρό, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έγιναν πασίγνωστοι στο στρατόπεδο εφόσον το όνομα αυτό ακουγόταν στη διάρκεια της αναφοράς κάθε πρωί. Έτσι λοιπόν, είχαμε πολλές ευκαιρίες για να δίνουμε μαρτυρία. Μου δόθηκε μάλιστα το προνόμιο να βαφτίσω έναν πολιτικό κρατούμενο ο οποίος είχε προοδεύσει μέχρι του σημείου να αφιερώσει τη ζωή του στον Ιεχωβά.
Στη διάρκεια της εξορίας μου, έγραφα επιστολές στην αγαπημένη μου σύζυγο χωρίς να λαβαίνω ποτέ απάντηση. Αυτό δεν με έκανε να σταματήσω να της γράφω με τρυφερότητα, προσφέροντάς της παρηγοριά, βεβαιώνοντάς την ότι επρόκειτο για μια προσωρινή «μπόρα» που θα περνούσε και ότι θα ήμασταν και πάλι ευτυχισμένοι.
Στο μεταξύ, ο αριθμός μας μεγάλωνε καθώς έρχονταν περισσότεροι αδελφοί. Εργαζόμενος στα γραφεία, απέκτησα γνωριμία με το διοικητή του στρατοπέδου. Εφόσον σεβόταν τους Μάρτυρες, πήρα το θάρρος να του ζητήσω, αν υπήρχε δυνατότητα, να μας στείλουν μερικά Βιβλικά έντυπα από το γραφείο μας στην Αθήνα. «Αυτό είναι αδύνατον», είπε, «αλλά γιατί να μην τα βάλουν οι άνθρωποί σας στην Αθήνα μέσα στις αποσκευές σας, να γράψουν το όνομά μου επάνω και να μου τις στείλουν;» Έμεινα εμβρόντητος! Λίγες ημέρες αργότερα καθώς ξεφορτώναμε ένα πλοίο που είχε έρθει, κάποιος χωροφύλακας χαιρέτησε το διοικητή και του είπε: «Κύριε Διοικητά, ήρθαν οι αποσκευές σας». «Ποιες αποσκευές;» ρώτησε εκείνος. Έτυχε να είμαι κοντά και να ακούσω τη συζήτηση, γι’ αυτό του ψιθύρισα: «Προφανώς είναι οι δικές μας, οι οποίες στάλθηκαν στο όνομά σας, όπως ζητήσατε». Αυτός ήταν ένας από τους τρόπους με τους οποίους ο Ιεχωβά φρόντιζε να τρεφόμαστε πνευματικά.
Αναπάντεχη Ευλογία — Κατόπιν Περισσότερες Ταλαιπωρίες
Προς τα τέλη του 1950 αποφυλακίστηκα. Επέστρεψα σπίτι — καταβεβλημένος, χλωμός, υπερβολικά αδύνατος και αβέβαιος για την υποδοχή που με περίμενε. Πόσο χάρηκα όταν ξαναείδα τη σύζυγό μου και τα παιδιά μου! Κάτι ακόμη πιο σπουδαίο, έμεινα έκπληκτος όταν διαπίστωσα ότι η εχθρότητα της Φροσύνης είχε μετριαστεί. Οι επιστολές από τη φυλακή είχαν αποδειχτεί αποτελεσματικές. Η Φροσύνη είχε συγκινηθεί από την υπομονή και την επιμονή μου. Λίγο καιρό αργότερα, είχα μαζί της μια εκτενή συζήτηση για να συμφιλιωθούμε. Εκείνη δέχτηκε να κάνει Γραφική μελέτη και ανέπτυξε πίστη στον Ιεχωβά και στις υποσχέσεις του. Μια από τις πιο ευτυχισμένες ημέρες της ζωής μου ήταν το 1952 όταν τη βάφτισα ως αφιερωμένη δούλη του Ιεχωβά!
Το 1955 ξεκινήσαμε μια εκστρατεία για να διανείμουμε σε κάθε ιερέα ένα αντίτυπο του βιβλιαρίου Χριστιανισμός ή Χριστιανοσύνη — Ποιο Αποτελεί «το Φως του Κόσμου»; Με συνέλαβαν και με παρέπεμψαν σε δίκη, μαζί με αρκετούς άλλους Μάρτυρες. Υπήρχαν τόσο πολλές υποθέσεις εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά ώστε χρειάστηκε μια ειδική συνεδρίαση του δικαστηρίου για να εξεταστούν όλες. Εκείνη την ημέρα, ήταν παρών σύσσωμος ο νομικός κόσμος του νομού και η αίθουσα του δικαστηρίου ήταν ασφυκτικά γεμάτη με ιερείς. Ο μητροπολίτης πηγαινοερχόταν νευρικά στους διαδρόμους. Ένας από τους ιερείς είχε υποβάλει μήνυση εναντίον μου για προσηλυτισμό. Ο δικαστής τον ρώτησε: «Έχετε τόσο ρηχή πίστη ώστε η ανάγνωση ενός και μόνο βιβλιαρίου μπορεί να σας αλλάξει την πίστη;» Αυτό άφησε άφωνο τον ιερέα. Εγώ αθωώθηκα, αλλά κάποιοι αδελφοί καταδικάστηκαν σε έξι μήνες φυλάκιση.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, μας συνέλαβαν επανειλημμένα και οι δικαστικές υποθέσεις πολλαπλασιάστηκαν. Οι δίκες κρατούσαν συνεχώς απασχολημένους τους δικηγόρους μας. Εγώ πέρασα από δίκη 17 φορές συνολικά. Παρά την εναντίωση, ήμασταν τακτικοί στο έργο κηρύγματος. Αποδεχτήκαμε με χαρά αυτή την πρόκληση και οι πύρινες δοκιμασίες εξάγνισαν την πίστη μας.—Ιακώβου 1:2, 3.
Νέα Προνόμια και Προκλήσεις
Το 1957 μετακομίσαμε στην Αθήνα. Λίγο καιρό αργότερα διορίστηκα να υπηρετήσω σε μια νεοσύστατη εκκλησία. Η ολόκαρδη υποστήριξη της συζύγου μου μας βοήθησε να διατηρήσουμε τη ζωή μας απλή και τις προτεραιότητές μας στραμμένες σε πνευματικές δραστηριότητες. Έτσι μπορούσαμε να αφιερώνουμε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου μας στο έργο κηρύγματος. Στο διάβα των ετών, μας ζητήθηκε να μετακομίσουμε σε διάφορες εκκλησίες όπου υπήρχε ανάγκη.
Το 1963 ο γιος μου έκλεισε τα 21 και έπρεπε να παρουσιαστεί για στράτευση. Λόγω της ουδέτερης στάσης τους, όλοι οι Μάρτυρες που καλούνταν για στράτευση υφίσταντο ξυλοδαρμούς, ονειδισμούς και εξευτελισμούς. Αυτή την εμπειρία είχε και ο γιος μου. Γι’ αυτό, του έδωσα συμβολικά την κουβέρτα που είχα στη Μακρόνησο ώστε να τον ενθαρρύνω να ακολουθήσει το παράδειγμα παλαιότερων τηρητών ακεραιότητας. Οι αδελφοί που καλούνταν για στράτευση περνούσαν από στρατοδικείο και οι ποινές τους κυμαίνονταν συνήθως από δύο έως τέσσερα χρόνια. Όταν αποφυλακίζονταν τους καλούσαν ξανά για να καταδικαστούν και πάλι. Ως θρησκευτικός λειτουργός, μπορούσα να επισκέπτομαι διάφορες φυλακές και είχα περιορισμένη επαφή με το γιο μου και άλλους πιστούς Μάρτυρες. Ο γιος μου έμεινε στη φυλακή περισσότερα από έξι χρόνια.
Ο Ιεχωβά μάς Έχει Στηρίξει
Αφού αποκαταστάθηκε η θρησκευτική ελευθερία στην Ελλάδα, είχα το προνόμιο να υπηρετήσω ως προσωρινός ειδικός σκαπανέας στη Ρόδο. Κατόπιν το 1986 ανέκυψε ανάγκη στη Σητεία, όπου είχα ξεκινήσει τη Χριστιανική μου σταδιοδρομία. Με χαρά δέχτηκα το διορισμό να υπηρετήσω και πάλι εκεί με αγαπητούς ομοπίστους, τους οποίους γνώριζα από τη νεαρή μου ηλικία.
Ως το γηραιότερο μέλος της οικογένειάς μου, βλέπω με μεγάλη χαρά ένα σύνολο από σχεδόν 70 συγγενείς να υπηρετούν τον Ιεχωβά όσια. Και ο αριθμός εξακολουθεί να αυξάνεται. Μερικοί έχουν υπηρετήσει ως πρεσβύτεροι, διακονικοί υπηρέτες, σκαπανείς, Μπεθελίτες και περιοδεύοντες επίσκοποι. Επί 58 και πλέον χρόνια, η πίστη μου έχει δοκιμαστεί στο πύρινο καμίνι των ταλαιπωριών. Τώρα είμαι 93 ετών και, καθώς αναπολώ το παρελθόν, δεν μετανιώνω που υπηρετώ τον Θεό. Εκείνος μου έχει δώσει τη δύναμη για να ανταποκριθώ στη στοργική του πρόσκληση: «Γιε μου, δώσε την καρδιά σου σε εμένα και ας βρίσκουν τα μάτια σου ευχαρίστηση στις δικές μου οδούς».—Παροιμίες 23:26.
Μακρόνησος — Το Νησί του Τρόμου
Επί δέκα χρόνια, από το 1947 μέχρι το 1957, το άγονο και έρημο νησί της Μακρονήσου «φιλοξένησε» περισσότερους από 100.000 φυλακισμένους. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν πολλοί πιστοί Μάρτυρες που στάλθηκαν εκεί λόγω της Χριστιανικής τους ουδετερότητας. Πίσω από αυτόν τον εξορισμό βρίσκονταν συνήθως Ορθόδοξοι κληρικοί, οι οποίοι κατηγορούσαν ψευδώς τους Μάρτυρες ότι ήταν κομμουνιστές.
Σχετικά με τις διαδικασίες «αναμόρφωσης» που χρησιμοποιούνταν στη Μακρόνησο, η εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα αναφέρει: «Η εφαρμογή σκληρών βασανιστηρίων, οι απαράδεκτες για πολιτισμένο κράτος συνθήκες διαβίωσης, η εξευτελιστική για τους κρατουμένους συμπεριφορά των “φυλάκων” αποτελούν στίγμα στην ιστορία της Ελλάδας».
Σε μερικούς Μάρτυρες ειπώθηκε ότι δεν θα αποφυλακίζονταν ποτέ αν δεν αποκήρυτταν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Εντούτοις, οι Μάρτυρες δεν διέρρηξαν την ακεραιότητά τους. Επιπλέον, μερικοί πολιτικοί κρατούμενοι γνώρισαν τη Γραφική αλήθεια ως αποτέλεσμα της επαφής τους με τους Μάρτυρες.
Υποσημειώσεις
- Βλέπε Σκοπιά 1 Δεκεμβρίου 1999, σελίδες 30, 31.
- Οι ιερείς της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας επιτρέπεται να παντρεύονται.
- Για τη βιογραφία του Εμμανουήλ Λιονουδάκη, βλέπε Σκοπιά 1 Σεπτεμβρίου 1999.
- Για πληροφορίες σχετικά με μια νομική νίκη που περιλάμβανε τον Μίνωα Κοκκινάκη, βλέπε Σκοπιά 1 Σεπτεμβρίου 1993.