Μια μαρτυρία του Θανάση Ρέππα για τον Βασίλη Καραφάτσα. Σοβαρό ιστορικό ντοκουμέντο
Από τον τρόπο που μου μίλησε στο τηλέφωνο εκείνο το πρωί ο αδελφός Πλάτων Υδραίος κατάλαβα πως πρέπει να έχει συμβεί κάτι πολύ σοβαρό. Η πάντα αισιόδοξη φωνή του ακουγόταν πολύ θλιμμένη και με τη φαντασία μου μπορούσα να βλέπω τα μάτια του δακρυσμένα.
Δεν τον ρώτησα τίποτα και του είπα μονάχα ένα απλό: «ναι», όταν μου ζήτησε να πάω αμέσως στο Μπέθελ. Άλλωστε στον αδελφό Πλάτωνα δεν μπορούσα να πω ποτέ όχι και το ίδιο συνέβαινε και με πολλούς άλλους αν όχι με όλους τους αδελφούς που συνεργαζόταν. Είχε πάνω του κάτι το αφοπλιστικό, αλλά το σπουδαιότερο ήταν ότι πάντοτε ήξερε τι ζητούσε, πότε το ζητούσε και πώς το ζητούσε.
Εκείνη την ημέρα δεν έβαλε κανένα φτιασίδι στη φωνή του, προφανώς επειδή δεν θα μπορούσε.
Στη λίγη ώρα που χρειάστηκε για τη διαδρομή από το σπίτι μου στο Μπέθελ, έκανα πολλές σκέψεις και υποθέσεις. Εκείνο που με ανησυχούσε ιδιαίτερα ήταν ότι σήμερα ο αδελφός Πλάτων δεν έβαλε την καλή του φωνή όπως συνήθιζε. Δεν με ρώτησε καν αν είμαι καλά. Ούτε για τη γυναίκα μου και το παιδί μου ρώτησε, κάτι που δεν παρέλειπε ποτέ
Το σπίτι μου ήταν πολύ κοντά στο Μπέθελ και σε λίγα λεπτά βρέθηκα στην οδό Καρτάλη που στεγάζονταν τότε τα γραφεία μας.
Όταν μπήκα στην αίθουσα των γραφείων δεν χρειά-στηκα ιδιαίτερη προσπάθεια να καταλάβω ότι αυτό που συνέβαινε έπρεπε να ήταν τραγικό. Ο αδελφός Λάμπρος Ζούμπος και ο αδελφός Χαράλαμπος Κερασίνης έκλαιγαν φανερά και σκούπιζαν τα μάτια τους χωρίς προφυλάξεις. Ο αδελφός Βασιλάκης Καρκάνης έδειχνε τη θλίψη σε όλο της το μέγεθος στη έκφρασή του και ο αδελφός Πλάτων την έδειχνε και εκείνος με την έκδηλη προσπάθεια που κατέβαλε να την κρύψει η τουλάχιστον να την μετριάσει, γιατί αυτό επέβαλε εκείνη τη στιγμή η θέση ευθύνης που είχε, ως συντονιστής του Τμήματος.
Τους καλημέρισα με φωνή που δεν την άκουσα ούτε ο ίδιος όπως δεν άκουσα και το δικό τους καλημέρισμα.
Χωρίς άλλη κουβέντα τα βήματά μου, λόγω συνήθειας, με οδήγησαν στο γραφείο του αδελφού Πλάτωνα και στην καρέκλα που καθόμουν κάθε φορά που συνεργαζόμαστε.
Καθώς άρχισε να με ενημερώνει δεν άργησα να δια-πιστώσω πως η θλίψη του είχε αυτόματα μεταβληθεί σε οργή.
Με τη χαρακτηριστική φωνή του, άλλοτε ψιθυριστά και άλλοτε έντονα, μου εξιστόρησε το τραγικό συμβάν. ΄Εμαθα ότι ένας νεαρός εικοσάχρονος αδελφός μας από την περιοχή των Σερρών, που πριν δύο μήνες περίπου είχε παρουσιαστεί στο στρατό και είχε αρνηθεί να ντυθεί στρατιώτης, βρέθηκε νεκρός στη σιδηροδρομική γραμμή Λάρισας - Τρικάλων. Η πληροφορία που έδωσαν οι αρμόδιες στρατιωτικές αρχές ήταν ότι πρόκειται για αυτοκτονία. Αυτό βέβαια δεν έπεισε κανέναν μας και όλοι είμαστε βέβαιοι για το τι συνέβη.
Η αποστολή που μου ανέθεσε ο αδελφός Πλάτων ήταν να πάω στα Τρίκαλα και σε συνεργασία με τοπικούς αδελφούς να μάθω για τις συνθήκες θανάτου του αδελφού και να βοη-θήσω και να συμπαρασταθώ στον Πατέρα του που θα ερχόταν από τις Σέρρες για να παραλάβει το πτώμα του.
Οταν έφτασα στα Τρίκαλα κατευθύνθηκα στο σπίτι του προεδρεύοντα (υπηρέτη τότε) της τοπικής εκκλησίας όπου με περίμεναν αρκετοί ντόπιοι αδελφοί. Ήταν ακόμα εκεί, ο επίσκοπος περιφερείας, δύο επίσκοποι περιοχής και τρεις αδελφοί που είχαν έρθει από τη Λάρισα με πληροφορίες για το συμβάν. Από αυτούς μάθαμε ότι ο αδελφός μας Βασίλης Καραφάτσας πέθανε κατά τη διάρκεια φοβερών βασανιστηρίων στα οποία των υπέβαλαν άνδρες της Στρατιωτικής Αστυνομίας επειδή αρνιόταν να υπακούσει στις διαταγές τους και να ντυθεί τη στρατιωτική στολή. Η πληροφορία ήταν σωστή γιατί την είχαν πάρει από αδελφούς που ήταν κρατούμενοι στην ίδια φυλακή με τον Βασίλη.
Σε λίγο ήρθαν και αδελφοί από τις Σέρρες με τον πατέρα του Βασίλη, τον αδελφό Σταύρο Καραφάτσα. Ηταν ένας αδελφός απλός αλλά μέσα του έδειχνε πως είχε τεράστια αποθέματα πίστης. Αντί να τον παρηγορήσουμε νομίζω ότι μας παρηγόρησε εκείνος.
Αμέσως, αφού προσευχηθήκαμε, ξεκινήσαμε για το στρατόπεδο. Η αποστολή οδυνηρή και επικίνδυνη. Σε όλη τη διαδρομή προσευχόμουν, το ίδιο έκαναν και οι άλλοι αδελφοί., Συνέχεια έφερνα στο νου μου τα τελευταία λόγια του αδελφού Πλάτωνα πριν φύγω από την Αθήνα. ΄Ηταν η φράση του Ιησού από το Ιωάν. 16:33: «Θαρσείτε εγώ ενίκησα τον κόσμον», και από αυτά αντλούσα θάρρος.
Όταν φτάσαμε στην Πύλη του στρατοπέδου πλησίασα το σκοπό και αφού του δήλωσα την ιδιότητά μου (δικηγόρος), του είπα πως θέλω να επισκεφθώ τον Διοικητή. Εκείνος επικοινώνησε τηλεφωνικά με το γραφείο του Διοικητή και μου έδωσε το τηλέφωνο να συνεννοηθώ με τον αρμόδιο αξιωματικό της γραμματείας. Καθώς εξηγούσα στον αξιωματικό το σκοπό της επίσκεψής μου μπορούσα εύκολα να διακρίνω στο πρόσωπο του φρουρού τον τρόμο και την ανησυχία. Ευτυχώς δεν μου τον μετέδωσε.
Αφού τελειώσαμε τα διαδικαστικά της εισόδου, εγώ και ο πατέρας του Βασίλη, με τη συνοδεία δύο στρατιωτικών αστυνομικών, μπήκαμε σ’ ένα τζίπ και ξεκινήσαμε για το γραφείο του Διοικητή. Προς στιγμή άρχισε να με κυριεύει μια ανησυχία αλλά μου πέρασε αμέσως όταν το βλέμμα μου έπεσε στην όψη του πατέρα του Βασίλη. Εκεί μπορούσα να διακρίνω τη γαλήνη, που μόνο η πίστη μπορεί να γεννήσει και να συντηρεί, να τον έχει κυριολεκτικά επισκιάσει.
Επιχείρησα να του πω κάτι αλλά σταμάτησα, μη θέλοντας να ταράξω τη στιγμιαία έστω ηρεμία του.
Όταν μπήκαμε στο γραφείο του Διοικητή, εκείνος μας υποδέχτηκε μια θλίψη, που η προσπάθειά του να την κάνει φυσική, την έκανε να φαίνεται πιο έντονα προσποιητή.
Αφού μας εξέφρασε τα τυπικά συλλυπητήρια, τόσο του ίδιου όσο και της Πατρίδας την οποία, όπως μας είπε, εκπροσωπούσε εκείνη τη στιγμή, μας παρέδωσε τα υπάρχοντα του Βασίλη, που δεν ήταν άλλα από ένα φτηνό πορτοφόλι. Μόλις ο πατέρας του το πήρε στα χέρια του δεν μπόρεσε να το κρατήσει, του έπεσε στο δάπεδο και το πήρα εγώ, ενώ εκείνος έβγαλε μια κραυγή πόνου και οργής: «Βασίλη, παιδί μου, γιατί σου το ’καναν αυτό!»
Ο Διοικητής έκανε πως δεν άκουσε και πιάνοντας τον αδελφό από το μπράτσο τον οδήγησε να καθίσει σε έναν καναπέ, ενώ παράγγειλε να του φέρουν ένα ποτήρι νερό.
Εγώ σε αυτό το διάστημα περιεργαζόμουν το πορτοφόλι του Βασίλη και τα υπάρχοντά του που περιείχε και ήταν: ένα χαρτονόμισμα των πενήντα δραχμών, η ταυτότητά του και ένα ιδιόγραφο σημείωμα. Αμέσως το ενδιαφέρον μου, έπεσε στο σημείωμα. Το έβγαλα και διάβασα:
«της 7-9-1970 της μία και είκοσιπέντε λεπτά έγινα μάρτυ του Ιεχωβά. Και από αυτή την στιγμή θα επερετό το Θεόν μου κάτω από δίσκολες συνθήκες»
Υστερα έβγαλα την ταυτότητα. Για αρκετή ώρα κοίταζα τη φωτογραφία του και από το μυαλό μου περνούσαν διάφορες σκέψεις και εικόνες. Για μια στιγμή μονολόγησα: «Κάπως έτσι θα ήταν και οι τρεις παίδες της γραφής που έπεσαν στο καμίνι…» και στη συνέχεια το μυαλό μου πέρασε στους πρώτους χριστιανούς που τους έριχναν στα άγρια θηρία και σκεφτόμουν και σύγκρινα τα λιοντάρια που αντιμετώπιζαν οι πρώτοι χριστιανοί με τους ανθρώπους που αντιμετώπισε ο Βασίλης. Κάνοντας σύγκριση, για τα λιοντάρια έβρισκα ελαφρυντικό την πείνα, για τους ανθρώπους όμως δεν εύρισκα. Όταν γύρισα στην πίσω σελίδα της ταυτότητας που έγραφε τα στοιχεία του Βασίλη, ο θαυμασμός μου έγινε δέος. Διάβασα: «Επάγγελμα : Γεωργός. Υψος:1,50». Ναι 1,50, αυτό ήταν το ύψος του Βασίλη και αμέσως αναλογίστηκα: Πόσο ήταν το ύψος της πίστης του; Δεν μπόρεσα να το μετρήσω και αρκέστηκα σε αυτό που λέγαμε μικροί όταν θέλαμε να περιγράψουμε κάτι πολύ μεγάλο και είπα μέσα μου: «Ίσαμε το Ουρανό!»
Από τις σκέψεις μου με συνέφερε το προφασιστικό βήξιμο του Διοικητή, που φαίνεται ότι ήθελε να τελειώνει μαζί μας. Το κατάλαβα και απευθυνόμενος σε εκείνον του είπα.
«Κύριε Διοικητά θα θέλαμε να κανονίσετε τα διαδικαστικά προκειμένου να παραλάβουμε τον νεκρό για την ταφή».
Εκείνος με κοίταξε σοβαρά και με υπηρεσιακή έκφραση στη φωνή του μου είπε:
«Είναι όλα τακτοποιημένα κύριε συνήγορε. Και η νεκροφόρος και το άγημα για την απόδοση τιμών και...»
Μόλις άκουσα για το άγημα για την απόδοση τιμών παραξενεύτηκα. Τον διέκοψα και αυθόρμητα ρώτησα:
«Ποιών τιμών;»
«Των στρατιωτικών!» μου απάντησε αυστηρά.
«Ξέρετε ο νεκρός δεν ήταν στρατιώτης», προσπάθησα να διαμαρτυρηθώ.
«Εσείς δεν ξέρετε ότι ήταν στρατιώτης», μου απάντησε αυστηρότερα τώρα, «και προσέξτε πως μιλάτε όταν απευθύνεστε σε στρατιωτικές αρχές γιατί θα έχετε άσχημα ξεμπερδέματα. Μπορεί να είστε δικηγόρος άλλά εγώ είμαι στρατηγός!»
«Και εγώ είμαι πατέρας!», κραύγασε οι αδελφός Σταύρος Καραφάτσας, που πετάχτηκε από τον καναπέ με σαφή πρόθεση να με προστατέψει, γιατί ήταν έκδηλο ότι ο Διοικητής δεν είχε τις καλύτερες διαθέσεις για μένα.
«Εγώ είμαι πατέρας», συνέχισε ο αδελφός «και σαν πατέρας ξέρω καλύτερα από σας τι ήταν το παιδί μου!»
«Τι ήταν;» ρώτησε εκείνος, με χαμηλωμένο κάπως τον τόνο της φωνής του.
«Ηταν γιος μου και δούλος του Ιεχωβά. Και σαν δούλος του Ιεχωβά δεν μπορούσε να είναι στρατιώτης!»
Το πρόσωπο του Διοικητή είχε μαυρίσει, ενώ η όψη του αδελφού Σταύρου ακτινοβολούσε και η ματιά του διαπερνούσε σαν βέλος όποιον τον κοίταζε εκείνη τη στιγμή, γι’ αυτό φαίνεται και ο Διοικητής θέλησε να κλείσει εκεί τη συζήτηση και απευθυνόμενος σ’ εμένα είπε:
«Ασφαλώς, κύριε συνήγορε, σαν νομικός που είστε, γνωρίζετε ότι οι στρατιωτικοί κανονισμοί πρέπει να τηρούνται με θρησκευτική ευλάβεια και στην προκειμένη περίπτωση οι κανονισμοί προβλέπουν ότι ο νεκρός πρέπει να ενταφιαστεί με στρατιωτικές τιμές και αυτό θα γίνει.»
«Και τη δική μου τη γνώμη δεν τη λογαριάζει ο κανονισμός;» διαμαρτυρήθηκε παρεμβαίνοντας πάλι ο αδελφός Σταύρος.
«Ο νεκρός ανήκει στην Πατρίδα», είπε ξερά ο Διοικητής.
Για λίγο επεκράτησε σιγή. Σκεπτόμουν και δεν μπορούσα να προβλέψω τι θα ήταν η συνέχεια. Είχα αρχίσει να ανησυχώ και ξαφνικά παρεμβαίνοντας πάλι ο αδελφό Σταύρος είπε:
«Εμένα, κύριε Διοικητά, δεν μ’ ενδιαφέρει σε ποιόν ανήκει ο νεκρός. Μ ’ενδιαφέρει σε ποιόν ανήκει ο ζωντανός γιος μου! Κι εκείνος είμαι σίγουρος ότι ανήκει στον Ιεχωβά. Αυτό εμένα μου φτάνει! Δεν θέλω να συνεργαστώ σε μια πράξη που δεν θα την ήθελε ο γιος μου, γι’ αυτό δεν θα παραλάβω τον νεκρό με τους όρους που βάνετε. Κρατήστε τον εσείς! Πάμε αδελφέ».
Και πριν τελειώσει τη φράση του βγήκε από το γραφείο του Διοικητή. Τον ακολούθησα κι εγώ.
Το τζίπ με τους δύο στρατιωτικούς αστυνομικούς μας περίμενε στην είσοδο και μας μετέφερε στην πύλη του στρατοπέδου...
Σε λίγο βρισκόμαστε στο σπίτι που μας περίμεναν οι άλλοι αδελφοί. Τους είπαμε τα νέα. Δεν σχολιάσαμε τίποτα. Ενας ηλικιωμένος αδελφός (ο Θανάσης Δούλης, επίσκοπος περιφερείας τότε) πήρε την πρωτοβουλία και απηύθυνε στον Ιεχωβά μια ένθερμη προσευχή και ικεσία να στηρίξει τον αδελφό Σταύρο, την οικογένειά του αλλά και όλους μας. ΄Ηταν εκείνη η προσευχή μια συμπυκνωμένη ομιλία κηδείας πολύ παρηγορητική.
Πριν φύγω θέλησα να παραδώσω τα «υπάρχοντα» του Βασίλη, δηλαδή το πορτοφόλι του, στον πατέρα του, Κάτι όμως με εμπόδιζε. Δεν ήθελα να τα αποχωριστώ. Χωρίς πολύ σκέψη άνοιξα το πορτοφόλι, και αφού πήρα από μέσα την ταυτότητα του Βασίλη και το ιδιόγραφο σημείωμα έδωσα στον πατέρα του το πορτοφόλι με το πενηντόδραχμο.
Σε όλη τη διαδρομή σκεπτόμουν τίνος την πίστη να πρωτοθαυμάσω, του Βασίλη με το 1,50 σάρκινο ανάστημά του, που έμεινε πιστός μέχρι θανάτου η του Πατέρα του;
Η απάντηση ήρθε μόνη της: Και των δύο.
Τώρα, κάθε φορά που αντιμετωπίζω κάποια δυσκολία, το βλέμμα μου καρφώνεται σ’ ένα κάδρο που βρίσκεται απέναντι από το γραφείο μου, στο οποίο έχω βάλει τη φωτογραφία και το ιδιόγραφο σημείωμα του Βασίλη. Δαβάζω το σημείωμα, κοιτάζω τη φωτογραφία, διαπιστώνω το 1,50 ανάστημά του και μονολογώ. «Θαρσείτε εγώ ενίκησα τον κόσμον.»
Σχόλια (8)