Ολοκληρώνεται σήμερα «Η Ρηνιώ» και άλλα διηγήματα του Θανάση Ρέππα, δεύτερο μέρος
Ώρα για… διάβασμα παιδιά… Κι αν δεν το ξεκινήσατε χθες κάντε το σήμερα. Έστω κι έτσι δεν είναι πρόβλημα. Εξάλλου τα διηγήματα είναι ανεξάρτητες μικρές ιστορίες…
Συνεχίζουμε σήμερα το δεύτερο μέρος από το βιβλίο του Θανάση Ρέππα που ξεκινήσαμε χθες «Η Ρηνιώ» και άλλα διηγήματα», έκδοση 2004… Πρόκειται για το ολόκληρο το περιεχόμενο του βιβλίου που σημαίνει πως πρέπει να διαθέσετε λίγο χρόνο για να το διαβάσετε…
Και σίγουρα δεν είναι μόνο το διήγημα που βλέπετε στην πρώτη σελίδα του ΘΡΑΨΑΝΙΩΤΗ. Ακολουθούν κι άλλα που θα τα δείτε, αν πατήσετε πάνω στις λέξεις Read More στο τέλος αυτού του δημοσιεύματος, δεξιά, δίπλα από τα Comment. Δοκιμάστε το…
Ο ΤΑΒΛΑΣ
Από κοινωνική υποχρέωση βρέθηκε χθες το βράδυ ο Αλέξης Κοσμίδης σε πολυτελές κέντρο της Κηφισιάς. Ήταν καλεσμένος στη γαμήλια δεξίωση μιας ξαδέλφης του και πήγε, όχι για τους τύπους, αλλά γιατί το ήθελε πραγματικά. Πήγε γιατί πίστευε πως με την παρουσία του θα αύξανε κατά τι τη χαρά των νεόνυμφων, αλλά προπαντός της αγαπημένης του θείας, μητέρας της νύφης.Όπως συμβαίνει με τους περισσότερους σε τέτοιες περιπτώσεις, τον απασχολούσε έντονα ποιοι θα είναι οι ομοτράπεζοί του, αφού για κανένα δεν είναι ό,τι το καλύτερο να υποχρεωθεί να συντρώγει και να κουβεντιάζει για ώρες με άτομα που δεν γνωρίζει ή δεν ταιριάζει και να αγωνίζεται να βρει θέμα συζήτησης, για να περάσει η ώρα, μέχρι να αρχίσει ο χορός οπότε θα έχει πρόφαση να σηκωθεί από το τραπέζι.
«Στο τριάντα οχτώ», του είπε ευγενικά ο υπεύθυνος του κέντρου και του έδειξε ένα τραπέζι απέναντι από το τραπέζι των νεόνυμφων, μια οπωσδήποτε τιμητική θέση.
Ο Αλέξης όμως δεν στάθηκε σ’ αυτό αλλά το βλέμμα του και η προσοχή του έπεσαν στις δύο κυρίες που κάθονταν ήδη εκεί.
Στην αρχή τού φάνηκαν άγνωστες. Καθώς όμως πλησίαζε αυθόρμητα αναφώνησε: «Η Τατούλα και η Μπέμπα!»
Με έκδηλη τη χαρά προχώρησε και τις χαιρέτησε εγκάρδια. Και εκείνες αρχικά δυσκολεύτηκαν αλλά δεν άργησαν να τον αναγνωρίσουν, και οι αυθόρμητοι ασπασμοί ήρθαν για επιβεβαίωση της έκπληξης και της χαράς, από τη μια γιατί συναντήθηκαν ύστερα από πολλά χρόνια και από την άλλη επειδή θα περνούσαν μερικές ευχάριστες ώρες, αφού σίγουρα θα είχαν πολλά να πούνε. Η χαρά τους συμπληρώθηκε και από το ότι το τραπέζι ήταν έξι θέσεων και δεν θα κάθονταν άλλοι, εκτός από τον Αλέξη με τη γυναίκα του και την κόρη τους και τις δυο γυναίκες με τον γιο της Τατούλας.
Είχαν περάσει πολλές δεκαετίες από τότε που ο Αλέξης και οι δυο γυναίκες συναν τήθηκαν για πρώτη φορά, μικρά παιδιά, στο σπίτι ενός θείου τού Αλέξη με τον οποίο οι γονείς των κοριτσιών είχανε φιλικές σχέσεις.
Αφού πέρασε η ευχάριστη έκπληξη, τακτοποιήθηκαν στο τραπέζι, σίγουροι πως θα περνούσαν μια ευχάριστη βραδιά.
Ο Αλέξης κάθισε δίπλα στην Τατούλα και η συζήτηση άρχισε χωρίς προσπάθεια με τα κλασικά: «Πώς περνάτε; Χαθήκαμε… ».
Κάποια στιγμή ο Αλέξης τη ρώτησε αν ζει ο πατέρας της, ο κυρ-Μιχάλης
«Όχι, έχει πεθάνει δέκα χρόνια τώρα»,.
«Ήταν καλός άνθρωπος και, ξέρεις, τον θυμάμαι πάντα».
«Όλοι όσοι τον ήξεραν τον θυμούνται, ιδιαίτερα εκείνοι που τους είχε κάνει έπιπλα». «Κι εμένα μου είχε κάνει ένα έπιπλο», είπε, και η σκέψη του χάθηκε, ταξίδεψε στο παρελθόν και σ’ εκείνο το έπιπλο.
Ήταν ένας ταβλάς κουλουρτζή περίπου 40Χ60 εκατοστά. Του τον είχε φτιάξει ο κυρ-Μιχάλης, όταν βγήκε για πρώτη φορά στη δουλειά στα δεκατέσσερα χρόνια του. Ήταν το πρώτο του περιουσιακό στοιχείο, το δικό του έπιπλο, ο ταβλάς που πάνω του έβαζε τα κουλούρια που πουλούσε στις γειτονιές και στα σχολεία της Αθήνας εκείνα τα δύσκολα χρόνια.
Μ’ εκείνο τον ταβλά για εργαλείο κέρδισε το ψωμί και τη ζωή του και με κείνο το εφόδιο κατάφερε να τελειώσει το νυχτερινό Γυμνάσιο. Και εκείνο το εργαλείο τού το είχε κάνει δώρο ο κυρ-Μιχάλης.
Έτσι η κουβέντα για τον κυρ-Μιχάλη έφερε στη σκέψη του Αλέξη εκείνα τα παλιά, που, άσχετα αν ήσαν χαρούμενα ή όχι, ήσαν όλα σημαντικά.
Είχε όμως μια στενοχώρια και την είπε στην Τατούλα. Στενοχωριόταν που, όταν σταμάτησε να πουλά κουλούρια, δεν φύλαξε τον ταβλά, εκείνο το σπουδαίο εργαλείο, το πρώτο του περιουσιακό στοιχείο, το δώρο του κυρ-Μιχάλη. Δεν τον φύλαξε γιατί τότε δεν εκτιμούσε την αξία του όπως την εκτιμά τώρα, ύστερα από δεκάδες χρόνια.
Με αυτές τις συζητήσεις περνούσε η ώρα και ο Αλέξης από φόβο μήπως γίνει βαρετός, προσπαθούσε να αλλάξει θέμα αλλά δεν του έβγαινε τίποτε άλλο. Όλο το ενδιαφέρον του είχε συγκεντρωθεί στον ταβλά και στον κυρ-Μιχάλη. Μάλιστα συνειδητοποίησε πως εκείνος ο ταβλάς ήταν το σπουδαιότερο δώρο που δέχτηκε, και δυστυχώς δεν τον έχει πια. Τον ικανοποιεί όμως το γεγονός ότι τον έχει στη μνήμη του ολοζώντανο και το θυμάται πάντα, όπως θυμάται και τον ευγενικό και γενναιόδωρο κυρ-Μιχάλη.
Γύρω στις δύο έφυγαν. Χωρίστηκαν με ένα εγκάρδιο χαιρετισμό, όπως όταν συναντήθηκαν και με την υπόσχεση «Να μη χαθούμε», που δίνουμε πάντα χωρίς να την τηρούμε.
Στην επιστροφή ο Αλέξης καθόταν στη θέση του συνοδηγού και οδηγούσε η γυναίκα του. Κατά τη διαδρομή δεν είπαν τίποτε, ούτε το γάμο σχολίασαν. Η γυναίκα του το απέδωσε στο περασμένο της ώρας και στο λίγο παραπάνω κρασί που είχε πιει. Ο Αλέξης όμως δεν μιλούσε γιατί σκεφτόταν τον ταβλά.
Έπεσε στο κρεβάτι του αλλά δυσκολευόταν να κοιμηθεί. Όταν όμως τον πήρε ο ύπνος, αποζημιώθηκε καλά αφού στο όνειρό του, σαν σε ταινία σινεμασκόπ, ξανάζησε όλη την ιστορία του ταβλά.
Θυμήθηκε πόσο χάρηκε εκείνο το βράδυ που τού τον έφερε ο θείος του.
Ήταν ένας όμορφος ταβλάς, μύριζε ξύλο και λούστρο και η περιποίηση είχε τη σφραγίδα της αγάπης του κυρ-Μιχάλη.
Δεν ήθελε να τον αποχωριστεί και πριν κοιμηθεί τον έβαλε δίπλα στο κρεβάτι του, για
να μπορεί να τον ακουμπά με το χέρι του. Έτσι τον πήρε ο ύπνος εκείνο το βράδυ.
Το πρωί, μόλις ξύπνησε, τον κρέμασε στο λαιμό του και κοιταζόταν στον καθρέφτη της ντουλάπας.
Όταν αργότερα τον γέμισε με ζεστά κουλούρια και βγήκε στην οδό Σόλωνος φωνάζοντας: «Φρέσκα και ζεστά κουλούρια… Ο κουλουράς… Κουλούρια και τυρί καλό…», όπως τον είχε συμβουλέψει ο φούρναρης, νόμιζε πως όλοι οι περαστικοί κοίταζαν και ζήλευαν τον ταβλά του. Τα μεσημέρια, όταν ξεπουλούσε, μάζευε το σουσάμι που είχε τιναχτεί μέσα και το έτρωγε με ικανοποίηση γιατί ήταν από τον ταβλά του.
Τέσσερα χρόνια έζησε με τον ταβλά κρεμασμένο στο λαιμό του και έφτασε να τον θεωρεί εξάρτημά του, όπως ο ανάπηρος την πατερίτσα.
Όταν τέλειωσε το Γυμνάσιο, συνειδητοποίησε πως θα άλλαζε και επάγγελμα. Κατά βάθος δεν το ήθελε αλλά έπρεπε.
Είχε νοσταλγήσει το χωριό του και πριν πιάσει άλλη δουλειά θέλησε να περάσει εκεί το καλοκαίρι.
Φεύγοντας για το χωριό, άφησε στο δωμάτιο που έμενε με τον αδελφό του τα λίγα υπάρχοντά του, ανάμεσά τους και τον ταβλά.
Τον Σεπτέμβρη που γύρισε, δεν πήγε στο ίδιο δωμάτιο, γιατί ο αδελφός του είχε βρει άλλο, αλλά όταν μετακόμισε δεν πήρε μαζί τον ταβλά. Και έτσι τον έχασε.
«Τι έχεις και παραμιλάς;» τον ρώτησε η γυναίκα του και τον χτύπησε στον ώμο.
«Εξακόσιες και με τυρί ένα χιλιάρικο», απάντησε και καθώς ξύπνησε είδε ότι ήταν στο κρεβάτι. Διαπίστωσε ότι η φωνή της κυρίας που άκουσε και του ζητούσε κουλούρι ήταν όνειρο.
«Όνειρο έβλεπες;»
«Ναι!»
«Τι όνειρο;»
«Τον ταβλά!»
«Ποιόν ταβλά;»
«Όχι, λάθος. Τη ζωή μου έβλεπα. ΄Ολη μου τη ζωή. Μάλλον το καλύτερο και νοστιμότερο κομμάτι της».
Η γυναίκα του κατάλαβε, γιατί ήξερε για τον ταβλά και είχε ακούσει τη συζήτηση με την Τατούλα. Έκλεισε την κουβέντα και σηκώθηκε να ετοιμάσει τον καφέ.
Εκείνος γύρισε στο πλάι, πήρε νοερά στην αγκαλιά του τον ταβλά, γέμισε τη σκέψη του με την παρουσία του κυρ-Μιχάλη, του ευγενικού επιπλοποιού με το λεπτό μουστάκι και ξανανοστάλγησε το πρώτο του δώρο, τον πρώτο δωρητή και εκείνη τη σκληρή αλλά όμορφη και προπαντός νόστιμη ζωή.