ΑΔΙΑΒΑΣΤΑ ΒΙΒΛΙΑ, ποιήματα του Θανάση Ρέππα, έκδοση 2005
Αν ήταν τα όνειρά μας χρόνια,
θα είχαμε κατακτήσει την αιωνιότητα
Θ.Ρ.
ΑΔΙΑΒΑΣΤΑ ΒΙΒΛΙΑ
Λυπάμαι καθώς βλέπω το χρόνο να λιγοστεύει
και τις δουλειές μου ατέλειωτες.
Πιο πολύ όμως λυπάμαι για τα αδιάβαστα βιβλία,
που στοιβάζονται παραπονεμένα
στα ράφια της βιβλιοθήκης μου και στα μπαούλα,
περιμένοντας τη ματιά μου, το άγγιγμά μου,
το χέρι μου να τα ξεφυλλίσει.
΄Ολα εκείνα τα βιβλία που διάλεγα μικρός
και τα μάζευα να τα διαβάσω στα γεράματα.
Τώρα όμως ο χρόνος φεύγει
κι εκείνα περιμένουν υπομονετικά.
Τα περισσότερα θα μείνουν εκεί παραπονεμένα,
όπως τα χρήματα του φιλάργυρου σφραγισμένα στο σεντούκι του.
Θα υποστούν τη μεγαλύτερη προσβολή για ένα βιβλίο:
Θα μείνουν στο ράφι, ανέγγιχτα από χαρτοκόπτη.
Και πολλά ήσαν και είναι ακόμα όμορφα.
Καθώς τα κοιτάζω βλέπω στο καθένα εμένα.
Είμαι κι εγώ ένα αδιάβαστο βιβλίο!
ΑΥΤΟ ΜΕ ΣΚΟΤΩΣΕ
Δεν με πλήγωσε η δική σου μαχαιριά.
Κι αν με πλήγωσε δεν το κατάλαβα.
Το βόλι που έβαλες στο όπλο του εχθρού μου,
αυτό με σκότωσε!
ΟΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ
Είμαι πολυάσχολος τελευταία.
Ζω στην περίοδο της επιστροφής
των εικόνων της ζωής μου,
που η μνήμη μου ανακάλεσε
από την εφεδρεία της λήθης
και της λησμονιάς.
Εκείνες πήραν την πρόσκληση
και ήρθαν όλες πρόθυμα.
Ακόμα και μερικές
που είχαν σβήσει από καιρό.
Γι’ αυτό τώρα είμαι πολυάσχολος,
τις τακτοποιώ.
Θέλω να προλάβω να τις βάλω σε τάξη.
Και είναι τόσο πολλές…
ΓΙΑΤΙ ΠΑΡΑΙΤΗΘΗΚΕΣ;
Καλά, δεν μπόρεσες να γίνεις στρατηγός.
Από στρατιώτης όμως,
γιατί παραιτήθηκες;
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ…
«…Και έζησαν αυτοί καλά»,
μου έλεγε η γιαγιά μου, κάθε φορά
που τέλειωνε ένα παραμύθι.
«Κι εμείς καλύτερα», την διέκοπτα,
αρπάζοντας τη φράση από το στόμα της.
Κι εκείνη μου χάιδευε το κεφάλι
και με νανούριζε στην ποδιά της,
μέχρι να με πάρει ο ύπνος.
Θυμάμαι τη γιαγιά κάθε βράδυ.
Θυμάμαι τα παραμύθια της,
θυμάμαι τους προγόνους μου
και μονολογώ: «έζησαν αυτοί καλά…»
Δεν υπάρχει όμως κανείς να με διακόψει
με τη διαβεβαίωση: «Κι εμείς καλύτερα!»
Γι’ αυτό αφήνω το παραμύθι ατέλειωτο
στο ντουλάπι της μνήμης μου
και ξαναγυρίζω στο: «Μια φορά κι έναν καιρό…»
Είναι όμορφη αυτή η φράση,
γιατί σε ταξιδεύει μακριά.
Σε διώχνει από την πραγματικότητα.
Και πόσο τη θέλουμε όλοι αυτή τη φυγή…
Όπως το παραμύθι της γιαγιάς.
Όπως «Μια φορά κι έναν καιρό…»
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ
Σήμερα είμαι εξαντλημένος.
΄Ολη τη νύχτα πάλευα
μ’ εκείνον τον ληστή,
που μου ’στησε καρτέρι,
για να μου πάρει την «Αιωνιότητα!»
Τελικά την κράτησα!
Φοβάμαι όμως μήπως μου τελειώσει.
Μήπως γίνει κι εκείνη στιγμή …
ΔΥΣΚΟΛΟΣ ΕΧΘΡΟΣ
Αγάπησε τη Δικαιοσύνη
και της αφιερώθηκε.
Θέλησε, δουλεύοντας κοντά της,
να πολεμήσει το άδικο.
Όταν όμως το αντίκρισε
στο πρόσωπο του θανάτου λύγισε.
«Είναι δύσκολος εχθρός», παραδέχτηκε.
ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΟΣ
΄Εγινε επαναστάτης και τον είπαν ήρωα.
Του έκαμαν αγάλματα πολλά.
΄Εδωσαν το όνομά του σε δρόμους.
Τον τύλιξαν με τη Σημαία και με την Ιστορία.
΄Εγραψαν και είπαν πολλά γι’ αυτόν.
Κανένας όμως δεν είπε και δεν έγραψε,
πως ήταν ένας απελπισμένος!
ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ…
Πάει κάθε μέρα στο λιμάνι
Και, με οδηγό τη μνήμη του,
ξαναζεί τα ταξίδια της ζωής του,
που είναι πολλά.
Όταν φεύγει δακρύζει.
Σκέφτεται με παράπονο
τα ταξίδια που δεν έκανε
και δεν πρόκειται να κάνει,
κι ας το ’θελε πολύ.
Τα βρίσκει κι εκείνα πολλά.
Σκέφτεται όμως πάντα και «Εκείνο το ταξίδι»,
που σίγουρα θα κάνει αλλά δεν θα το δει.
Σκέφτεται με αγωνία τη διαδρομή
και προπαντός τον προορισμό.
Θέλει πολύ να το αναβάλει.
Ψάχνει τρόπους να το ματαιώσει, αν μπορεί.
Δεν το θέλει «Εκείνο το ταξίδι»...
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
Θέλεις να μάθεις την αλήθεια για τον πόλεμο;
Ρώτα μανάδες σκοτωμένων ηρώων.
Ας είναι και Σπαρτιάτισσες.
Κι ας έχουν καύχημά τους
την ματωμένη ασπίδα του γιου τους
και στολίδι του σπιτιού τους
τη χρυσή δάφνη της πολιτείας.
Ρώτα να σου πουν τι έχουν στην καρδιά τους.
Γιατί εκεί, με το αίμα των παιδιών τους,
έχουν γραμμένο τον ορισμό του πολέμου,
τονισμένο με το αλάθευτο μητρικό τους ένστικτο.
ΘΥΜΑΤΑΙ
Θύμωνε κάθε φορά που έφευγε τα βράδια
και η μάνα του τον ρωτούσε πότε θα γυρίσει.
Όταν γύριζε και ήταν αργά, θύμωνε πιο πολύ,
που την εύρισκε ξάγρυπνη να τον περιμένει.
Και ο θυμός γινόταν οργή, όταν τον ρωτούσε που ήταν.
Τώρα η μάνα δεν ζει πια.
Όταν φεύγει δεν τον ρωτά κανείς πότε θα γυρίσει.
Ούτε όταν γυρίζει τον περιμένει κανείς.
Πάλι όμως θυμώνει, αλλά τώρα,
επειδή δεν τον περιμένει κανείς.
Επειδή δεν τον ρωτά κανείς που ήταν.
Επειδή δεν ανησυχεί κανείς.
Μόνο ο ίδιος ανησυχεί. Ανησυχεί και θυμάται τη Μάνα.
Αλλά Εκείνη λείπει…
ΣΗΜΕΡΑ ΕΙΧΑΜΕ ΚΗΔΕΙΑ
Σήμερα είχαμε κηδεία.
Κηδέψαμε το πεθαμένο χθες μας.
Εκφωνήσαμε επικήδειους πολλούς,
τονίζοντας πόσα πετύχαμε
και υποσχεθήκαμε αιώνια μνήμη
στο χθες μας που έφυγε.
Αργότερα άλλοι θα κηδέψουν
Το σήμερα, το αύριο και το μέλλον μας,
υποσχόμενοι, όπως κι εμείς στο χθες:
«Αιώνια μνήμη…»
Η ΑΛΛΗ ΓΛΩΣΣΑ
Εκείνος τυφλός, εκείνη κουφή.
Αγαπήθηκαν πολύ.
΄Εζησαν όλη τους τη ζωή αγαπημένοι,
και με καλή πάντα επικοινωνία,
αφού όλα τους τα αισθήματα,
περνούσαν από τον μετασχηματιστή
της καρδιάς τους,
που τους τα μετέφραζε τέλεια.
Βοηθούσε πολύ και η αφή, το χάδι,
που έλεγε πιο πολλά από το στόμα
κι έβλεπε καλύτερα από το μάτι,
χωρίς να λαθεύει ποτέ.
Σήμερα εκείνη έφυγε.
Στη διαδικασία του αποχωρισμού,
εκείνος δεν λέει λέξη.
Μόνο της κρατά το χέρι κι ας είναι κρύο.
Τώρα καταλαβαίνει και την αφή της παγωνιάς…
ΣΤΟ ΑΡΧΕΙΟ
Πάει κι ο Λευτέρης.
Ακόμα μια υποχρέωση μπήκε στο αρχείο.
Σιγά-σιγά τελειώνουν όλες.
Στις θέσεις τους μπαίνουν δικαιώματα.
Δικαιώματα ανθρώπινα, προσωπικά,
γαρνιρισμένα με ανεκπλήρωτες επιθυμίες,
για να μείνουν τέτοιες μέχρι τέλους,
περιφερόμενες σαν υποχρεώσεις άλλων,
που θα περιμένουν να τις βάλουν στο αρχείο
και μερικές ίσως στα αζήτητα.
Ετσι φεύγουν οι υποχρεώσεις,
σβήνουν τα δικαιώματα, εξανεμίζονται οι επιθυμίες.
Όπως ο Λευτέρης, όπως όλοι μας…
ΦΟΒΑΤΑΙ ΑΚΟΜΑ
Σκότωσε όλους τους εχθρούς του,
αλλά φοβάται ακόμα.
Εχει αφήσει ζωντανό τον εαυτό του.
ΤΗ ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ
Όταν διαπίστωσε ότι τον αρνήθηκαν όλοι,
αγκάλιασε σφιχτά τον εαυτό του.
΄Εμειναν μαζί για ώρες μόνοι,
εκείνος κι ο εαυτός του.
Δεν το είχε κάνει άλλοτε.
Τώρα μπροστά στο κενό της εγκατάλειψης,
ανακάλυψε τη σπουδαιότητά του.
Μένει σχεδόν πάντα με τον εαυτό του.
Του μιλά συνέχεια
και έχει να του πει τόσα,
που φοβάται πως δεν θα προλάβει.
ΗΤΑΝ ΧΡΕΟΣ
Με πνίγει κάθε μέρα
εκείνο το δάνειο που πήρα τότε…
Στην αρχή το νόμισα χάρη.
Αργότερα δικαίωμα.
Τελικά διαπίστωσα πως ήταν χρέος.
Δεν ξέρω αν το ξόφλησα.
Ξέρω όμως ότι προσπάθησα πολύ.
Και προσπαθώ ακόμα,
με άλλα δάνεια βαριά, τοκογλυφικά,
με υποθήκη την ψυχή μου,
σε αδίστακτους τοκογλύφους αισθημάτων.
ΑΝΑΣΑ
Στην αρχή είναι πνοή ζωής.
Αργότερα γίνεται στεναγμός
και έκφραση πόνου.
Και όταν σβήνεις γίνεται βόγγος.
«Επιθανάτιο ρόγχο» τον λένε.
ΜΟΙΑΖΩ ΜΕ ΘΑΛΑΣΣΑ
Μοιάζω με απέραντη θάλασσα.
Κάθε μέρα συναντώ ναυάγια
και δέχομαι απόβλητα
ΔΕΝ ΣΕ ΠΙΣΤΕΥΩ
Πίστεψα όσα μου είπες τότε.
Όχι γιατί ήταν αλήθεια,
αλλά γιατί μου άρεσαν.
Επειδή ήθελα να είναι αλήθεια.
Και το θέλω ακόμα.
Γι’ αυτό τώρα που τα διαψεύδεις
με τα έργα σου, δεν σε πιστεύω.
ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ
Οχυρώσαμε καλά τη ζωή μας.
Την κάναμε λαβύρινθο και κλειστήκαμε μέσα.
Κουτουλάμε όμως και γδερνόμαστε,
πάνω στους τοίχους που οι ίδιοι χτίσαμε.
Και το χειρότερο: όταν μπαίναμε
περιφρονήσαμε την Αριάδνη
και δεν πήραμε τον μίτο που μας πρόσφερε.
Τώρα, μοιραίοι και αδύναμοι,
περιμένουμε τον Μινώταυρο να μας κατασπαράξει
ή κάποιον Θησέα που μας λένε πως θα ’ρθει,
μ’ ένα μίτο απελευθέρωσης.
Ένα μίτο κόκκινο, βαμμένο με το αίμα του
και με το αίμα αθώων θυμάτων
των κάθε λογής Μινώταυρων,
όχι της Μυθολογίας αλλά της Ιστορίας.
ΟΙ ΤΥΦΛΟΙ ΠΡΟΗΓΟΥΝΤΑΙ
-Γιατί αυτός πάει μπροστά;
-Πάντα οι τυφλοί προηγούνται
και οι μονόφθαλμοι ακολουθούν!
Επειδή αυτοί που βλέπουν
καθυστερούν παρατηρώντας γύρω τους
ΤΑ ΑΛΛΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ
Όταν άκουσε την καταδίκη του κατσούφιασε
κι έκρυψε το πρόσωπό του στις παλάμες του.
Δεν λυπόταν για την καταδίκη.
Τα άλλα εγκλήματα σκεφτόταν.
Εκείνα που κρύβει μέσα του για χρόνια,
και τα κουβαλάει μαζί του.
Εκείνα που δεν τα μαλάκωσε καμιά αγόρευση εισαγγελέα,
ούτε τα μίκρυνε κάποια δικαστική απόφαση.
Που δεν τα βασάνισε κανένας δεσμοφύλακας.
Κι έτσι ασύδοτα τον βασανίζουν ανελέητα.
Από ’κείνα κρύβεται, από ’κείνα φεύγει.
Και προπαντός για ’κείνα ντρέπεται!
ΑΓΑΠΩ ΤΙΣ ΣΦΗΚΕΣ
Θυμάμαι τότε που με τσίμπησαν σφήκες.
Με πήρες και μου ’βαλες αμμωνία
και άλλα γιατροσόφια.
Ηταν πολλά τα τσιμπήματα και ο πόνος μεγάλος.
Τώρα δεν θυμάμαι τα τσιμπήματα ούτε τον πόνο.
Τα χέρια σου θυμάμαι που μου χάιδεψαν το πρόσωπο.
Γι’ αυτό αγαπώ πολύ τις σφήκες.
ΕΙΔΕΣ;
-Είδες αυτόν που κέρδισε το λαχείο;
-Όχι, ήμουν απασχολημένος.
Έβλεπα αυτούς που δεν κέρδισαν!
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ
Η πιο αναληθής ημερομηνία είναι του θανάτου.Ας είναι η πιο επιβεβαιωμένη.
Ας βεβαιώνεται με έγγραφα,
από ληξιαρχεία, νοσοκομεία και γιατρούς.
΄Ολοι βεβαιώνουν ό,τι είδαν ή διαπίστωσαν,
αλλά κανείς δεν μπορεί να δει και να διαπιστώσει
το θάνατο στην ώρα του.
Κανένας δεν μπορεί να βεβαιώσει
τη συγκλονιστική στιγμή του ουσιαστικού τέλους.
Την ώρα που ο θνητός άνθρωπος
παραδίνεται στον εχθρό του,
χωρίς καμία διάθεση αντίστασης.
Τη στιγμή εκείνη την ξέρει μόνο αυτός που πεθαίνει.
Ανάμεσά μας κινούνται πολλοί από χρόνια πεθαμένοι.
Κυκλοφορούν ανάμεσα σε ζωντανούς
ή και σε άλλους σαν κι’ αυτούς πεθαμένους.
Δεν έχουν πιστοποιητικό θανάτου,
είναι όμως και νιώθουν πεθαμένοι,
γι’ αυτό δεν φοβούνται το θάνατο.
Οι αρχές τους δίνουν πιστοποιητικά ζωής,
αλλά οι ίδιοι δεν δίνουν στον εαυτό τους,
αφού ξέρουν πως είναι από χρόνια πεθαμένοι.
και θυμούνται τη στιγμή του θανάτου τους.
Είναι σκιές της ζωής, που κάποτε ήταν δική τους.
Γι’ αυτό προσέχετε μη σκοτώσετε κάποιον πεθαμένο!
ΤΟ ΦΟΡΤΙΟ ΤΩΝ ΕΛΠΙΔΩΝ
Οι ελπίδες μου ήσαν μικρές και λίγες.
Με κούρασαν όμως πολύ.
Όχι από το βάρος τους,
αλλά επειδή τις κουβαλάω
χρόνια ανεκπλήρωτες.
Και τώρα που είναι χωρίς προοπτική,
έχουν γίνει ασήκωτες.
Είπα να τις ξεφορτωθώ αλλά δε φεύγουν.
Θέλουν να πεθάνουν μαζί μου
ή μετά από μένα, τελευταίες,
όπως όλες οι ελπίδες.
Το κρυφοθέλω κι εγώ κι ας με βαραίνουν…
ΕΞ ΑΝΑΒΟΛΗΣ
΄Ηταν πάντα της αναβολής,
όλα τα ανέβαλε.
ακόμα και να ζήσει.
Γι’ αυτό άρχισε να ζει γέρος.
Είναι … «εξ αναβολής».
ΤΟ ΑΝΑΣΤΗΜΑ ΤΟΥ
Ζούσε χρόνια ανάμεσά μας
Αλλά κανείς δεν είχαμε προσέξει το ανάστημά του.
Το υπολογίσαμε όμως καλά μετά τη φυγή του.
Όταν το μετρήσαμε με τη μεζούρα της απουσίας
και της έλλειψης του ίσκιου του.
Τώρα το βρίσκουμε τεράστιο,
καθώς νιώθουμε απροστάτευτοι
από την κάψα των προβλημάτων,
που εκείνος έσκιαζε με την παρουσία του.
ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΝΑΥΑΓΙΟ
Χρόνια τώρα ξέμπαρκος,
κάθε βράδυ στο ταβερνάκι του λιμανιού,
αρμενίζει τις αναμνήσεις του,
στο μισοάδειο ποτήρι του,
που του φαίνεται θάλασσα και πέλαγος.
Μερικές φορές το βλέπει ακόμα και ωκεανό.
Θυμάται πόσες φορές ναυάγησε,
αλλά με ικανοποίηση,
γιατί εκείνα τα ναυάγια τα περίμενε.
Τα ήθελε κιόλας, για να ’χει να λέει στους στεριανούς.
Σταματάει όμως και δακρύζει
όταν σκέφτεται το δικό του ναυάγιο.
Γιατί αυτό δεν το περίμενε.
Και κλαίει πιο πολύ σαν βλέπει
πως δεν υπάρχουν ναυαγοσώστες… ούτε ασφάλεια!
ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣ
Πίστευε πως ήταν πρωταγωνιστής στη ζωή.
Τον διαβεβαίωναν γι’ αυτό και οι γύρω του.
Κι εκείνος συμφωνούσε γιατί το ήθελε πολύ.
Καθώς όμως αναπολεί το παρελθόν,
δεν μπορεί να εντοπίσει τους ρόλους
ή το ρόλο που έπαιξε.
Και τώρα δεν υπάρχει πια κανείς γύρω του,
να τον βοηθήσει να θυμηθεί.
Έτσι παραδέχεται πως ήταν κομπάρσος… αν ήταν.
ΕΝΑ ΖΕΥΓΑΡΙ ΟΝΕΙΡΑ
Τον πήγαν στην Αστυνομία
και του έκαναν σωματική έρευνα.
Ηταν ανήσυχος και το είδαν οι αστυφύλακες,
γι’ αυτό τον έψαξαν πολύ.
Όταν έφευγε έλαμπε από ευτυχία,
γιατί δεν του βρήκαν ένα ζευγάρι όνειρα,
που είχε κρυμμένα σε μια άκρη του μυαλού του.
Κι έτσι μπορεί να τα βλέπει ακόμα.
ΓΚΡΕΜΙΖΟΥΜΕ ΤΑ ΤΕΙΧΗ
Κάποτε γκρεμίζαμε τα τείχη
για να μπουν οι ήρωες.
Αργότερα για να βγουν οι μετανάστες.
Και τώρα για να βάλουμε
μηχανήματα διοδίων
ΤΟ ΛΑΔΟΛΥΧΝΑΡΟ
Αγόρασα από τα παλιατζίδικα ένα λαδολύχναρο.
Το γυάλισα και το έβαλα πάνω στο τζάκι,
για ενθύμιο του παλιού καλού καιρού.
Λειτούργησε αμέσως σαν αναμνηστικό.
Πήρε τη μνήμη μου και με πήγε χρόνια πριν.
Τότε που η γιαγιά μου έφερε από την αγορά
ένα ίδιο ολοκαίνουργο λαδολύχναρο.
Όχι για μινιατούρα αλλά για «ανάχριο».
«Για να ξεστραβωθούμε», όπως είπε.
ΜΑΤΑΙΟΣ ΚΟΠΟΣ
Κάθε μέρα,
βλέπω εκατοντάδες γέρους,
να τριγυρνούν σκυφτοί στους δρόμους.
Ψάχνουν να βρουν
τα χαμένα τους χρόνια.
Μάταιος κόπος.
ΣΑΠΙΟ ΔΙΧΤΥ
Μας έβαλαν στο τσίρκο της ζωής
και με το δίχτυ της σιγουριάς,
που άπλωναν μπροστά μας
και κάτω από τα πόδια μας,
σε μερικούς σαν πτυχίο, σε άλλους σαν χρήμα,
σε άλλους σαν δόξα
και στους περισσότερους με τη μορφή της ασφάλειας
και το αποκούμπι της σύνταξης,
μας έπεισαν να γίνουμε ακροβάτες.
Στο τέλος το δίχτυ βρέθηκε σάπιο.
΄Εσπασε μόλις ακουμπήσαμε πάνω του.
Και τώρα είμαστε στο κενό,
μετέωροι με ανοιχτά τα χέρια,χωρίς δίχτυ.
Και προπαντός χωρίς ελπίδα!
ΤΙΠΟΤΑ ΔΙΚΟ ΤΟΥ
Σε όλη του τη ζωή μαζεύειαλλά δεν έχει τίποτα δικό του.
Γι’ αυτό συνεχίζει να μαζεύει.
Ψάχνει, μήπως βρει.
Όμως όλα μένουν ξένα.
Ποτέ δεν έγιναν δικά του.
Μόνο τον εαυτό του είχε δικό του,
τον έχασε όμως καθώς έψαχνε.
Μπερδεύτηκε με τα ξένα που μάζευε.
ΚΟΙΝΟ ΣΗΜΕΙΟ
Πήγαν και οι δυο στη διάλεξη.
Ο ένας άκουγε με κατάνυξη,
ο άλλος αδιαφορούσε επιδεικτικά.
Είχαν όμως κοινό σημείο την άγνοια.
Ο ένας την εκδήλωνε με θαυμασμό,
ο άλλος με αδιαφορία.
Και οι διοργανωτές
τους μέτρησαν στους παρόντες!
ΨΕΥΤΡΑ ΖΩΗ
΄Εζησε πολύ, είδε πολλά.
Πίστεψε μερικά.
Τα περισσότερα όμως δεν τα πίστεψε.
Γι’ αυτό στο τέλος είπε:
«Ψεύτρα ζωή».
ΚΟΝΤΥΝΕ
Παραπονιέται ότι τον λένε κοντό.
΄Εχει δίκιο, γιατί δεν είναι.
Επιλέγει όμως πάντα,
να βρίσκεται δίπλα σε ψηλούς.
Κι έτσι κόντυνε μόνος του.
ΑΧΑΪΔΕΥΤΟ
Το αμπέλι φέτος είχε λίγα σταφύλια κι άνοστα.
΄Ολοι αναρωτιόνταν: τι φταίει;
Οι περισσότεροι βρήκαν την αιτία στον καιρό.
Ο γεωπόνος στο χώμα που αδυνάτισε.
Ρώτησαν και τον παππού, παλιό αμπελουργό,
που το καλλιεργούσε χρόνια:
«Τα κλήματα είναι αχάιδευτα»,
είπε, κοιτάζοντας τον γιο του,
τον νέο ιδιοκτήτη- αμπελουργό:
«Όταν τα κλάδευες φορούσες γάντια
και δεν ένιωσαν στη βέργα τους τη ζέστα του χεριού.
Γι’ αυτό στερφέψανε κι ανοστίσανε.
Το κλίμα είναι σαν τη γυναίκα:
Για να σε μεθύσει θέλει χάδια και γλυκομίλημα.
ΟΥΤΕ ΤΙΠΟΤΑ
Δεν κάνει τίποτα πια.
Διστάζει ν’ αρχίσει κάτι,
επειδή όσα θέλει να κάνει
είναι πολλά και μεγάλα,
ενώ εκείνος έμεινε μικρός
και ο διαθέσιμος χρόνος του λίγος.
Το μόνο που μπορεί είναι η απραξία.
Είναι και αυτό κάτι και το εκτιμά.
Σε λίγο δεν θ΄ ασχολείται ούτε μ’ αυτή.
Δεν θα μπορεί να κάνει ούτε τίποτα.
ΣΤΑ ΑΖΗΤΗΤΑ
Ενας ήταν ο στόχος του: Να ζήσει πολύ.
Να αυξήσει όσο μπορούσε τη ζωή του.
Δεν είχε όμως σκεφτεί
και δεν είχε φροντίσει: πού θα την βάλλει.
΄Οταν εκείνη αυξήθηκε πολύ,
επειδή δεν εύρισκε αλλού θέση,
την πήρε και πήγαν μαζί στο άσυλο
και από εκεί στα αζήτητα.
Πέτυχε όμως το στόχο του: ΄Εζησε πολύ!
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΙ ΕΓΩ
Διάβασα ένα άρθρο για το Σύμπαν.
Ζαλίστηκα από την απεραντοσύνη του.
Μια κουκίδα μέσα σ’ αυτό η Γη μας.
΄Εβαλα τα γυαλιά της φαντασίας μου να την δω.
Τότε χάθηκα. Δεν έβλεπα πουθενά τον εαυτό μου.
Δεν ήμουν ούτε λίγος ούτε μικρός. Απλά δεν ήμουν.
΄Εβγαλα τα γυαλιά, έκλεισα τα μάτια
και μπήκα, με τη φαντασία μου, στο Σύμπαν.
΄Ηθελα να κρυφτώ, να γλιτώσω από την αφάνεια.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ
Σε όλη τη ζωή του δούλευε και μάζευε
στο νου και στην τσέπη.
Τώρα τέλειωσε τις δουλειές του.
Μία του μένει ακόμα, η τελευταία:
Να κανονίσει σε ποιόν θα αφήσει
όσα απόχτησε….
ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ
Είχε μάθει να αγοράζει τα πάντα:
Σπίτια, αξιώματα, γυναίκες, φήμη.
Πίστεψε πως μπορούσε
ν’ αγοράσει και αξιοπρέπεια.
Όταν όμως το επιχείρησε,
του επέστρεψαν τα νομίσματα
και του είπαν:
«Στον κόσμο της αξιοπρέπειας,
τα νομίσματα δεν έχουν πέραση.
Εκεί οι συναλλαγές γίνονται είδος με είδος!»
ΥΠΟΚΛΙΝΟΜΑΣΤΕ
Υποτιμήθηκε η δραχμή και ανησυχήσαμε πολύ.
Καταργήθηκε η δραχμή και την πενθήσαμε.
Την πενθούμε ακόμα και τη μνημονεύουμε.
Υποτιμήθηκε η ζωή μας αλλά δεν το προσέξαμε!
Τώρα χάνεται η ζωή μας
κι εμείς γυαλίζουμε οι ίδιοι τις νεκροφόρες.
Προβάρουμε τραγουδώντας τα σάβανά μας
και υποκλινόμαστε με θαυμασμό στους φρακοφόρους,
που θα σηκώσουν το ξόδι μας.
Τους ευχαριστούμε για την τιμή που θα μας κάνουν!
ΥΠΟΛΟΙΠΑ
Μαζεύουμε το υπόλοιπο του φόβου μας,
μαζί με τα υπόλοιπα των υπαρχόντων μας,
που σαν διψασμένες βδέλλες,
απομυζούν το υπόλοιπο της ζωής μας!
ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΛΟΓΟΥΣ
Έλλειπε για καιρό.
Δεν τον αναζήτησε κανείς.
Όταν γύρισε, χωρίς να τον ρωτήσουν,
είπε στους γείτονές του ότι κρυβόταν.
Παραξενεύτηκαν όλοι,
γιατί ήξεραν πως δεν υπήρχε λόγος.
Σε όλη του τη ζωή είχε πετύχει
να είναι αόρατος.
Και όταν λείπει δεν αφήνει ποτέ κενό.
Κενό και τίποτα είναι ο ίδιος.
ΣΤΑ ΣΚΟΤΑΔΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΤΟΥΣ
Ανάψανε τα εξωτερικά τους φώτα,
τον προβολέα της βιτρίνας τους,
για να φανούν λαμπροί στους άλλους.
Σβήσανε όμως το μέσα τους φως
και ζούνε στο σκοτάδι.
Και ενώ οι άλλοι τους βλέπουν φωτεινούς,
εκείνοι ψηλαφούν, αναζητώντας τη ζωή,
στα σκοτάδια της ψυχής τους.
ΔΕΝ ΟΜΟΛΟΓΩ
Δεν μας ζητάν πολλά.
Μόνο να πεθάνουμε
χωρίς να μάθουμε γιατί ζήσαμε.
Χωρίς να μας ρωτήσουν γιατί ζήσαμε.
Θέλουν απλά να ομολογήσουμε:
«Ζήσαμε για να πεθάνουμε».
Εγώ δεν ομολογώ!
ΟΠΩΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ
Αγάπησε πολλούς, έτσι έλεγε.
Μόνο τον πλησίον του
δεν μπόρεσε ν’ αγαπήσει.
Τον μισούσε πάντα, όπως τον εαυτό του
Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Για πολλούς είπαν και θα πουν:
«΄Εγραψε Ιστορία».
Για κανέναν όμως: «Διέγραψε Ιστορία».
Επειδή η Ιστορία
είναι σαν την επιγραφή του Πιλάτου:
Γράφεται αλλά δεν διαγράφεται.
ΠΑΛΙΟ ΚΡΑΣΙ
Πίνει πάντα παλιό κρασί,
για να σβήνει τους καινούργιους καημούς.
ΜΕ ΜΑΛΩΣΑΝ
Με μάλωσαν πολλοί
Άλλοι με λόγια άλλοι με πράξεις
Και μερικοί με τη σιωπή τους.
΄Εχω ξεχάσει όλα αυτά τα μαλώματα.
Θυμάμαι όμως ακόμα πολύ καλά,
όλες τις φορές που εγώ μάλωσα τον εαυτό μου.
Εκείνες δεν ξεχνιούνται ποτέ,
Όπως δεν ξεχνιέται και η αιτία.
ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΘΝΗΤΟΙ
Στενοχωριόταν που είναι
εκ γενετής τυφλός.
Ζήλευε τους άλλους που βλέπουν
και δεν του μοιάζουν.
Παρηγορήθηκε όμως όταν διαπίστωσε,
πως του μοιάζουν όλοι στο χειρότερο:
Είναι κι εκείνοι το ίδιο, όπως αυτός:
εκ γενετής θνητοί.
ΧΑΘΗΚΑΜΕ
Προσπαθήσαμε να μετρήσουμε τις μέρες μας,
με το δικό Σου μέτρο, Κύριε.
Με το χρονόμετρο της αιωνιότητας.
Λυγίσαμε όμως και χαθήκαμε
στο πρώτο εκατομμυριοστό του δευτερόλεπτου.
Και τώρα, χαμένοι μες τον χρόνο,
ψάχνουμε αλλά δεν ξέρουμε γιατί.
ΒΑΛΣΑΜΟ
΄Ηθελε να κλάψει και κρύφτηκε.
Δεν άντεχε τη δοκιμασία να τον δουν κλαμένο,
γιατί νόμιζε το δάκρυ γυναικεία αδυναμία.
Όταν όμως το ένιωσε να κατρακυλά στο μάγουλό του,
τότε κατάλαβε πως είναι βάλσαμο για όλους.
Και για τους άντρες!
Από τότε κλαίει φανερά και χωρίς μαντήλι.
ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ
Χθες έφυγε ο ζάπλουτος.
Σήμερα οι δικοί του τον αποχαιρέτησαν
στο Πρώτο Νεκροταφείο.
Όταν γύρισαν στο σπίτι,
είδαν πως είχε ξεχάσει τα λεφτά του,
αλλά δεν υπήρχε τρόπος να του τα στείλουν.
Έτσι τα κράτησαν στη μνήμη του!
ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑ
΄Ηρθα στον κόσμογια μόνιμη εγκατάσταση.
Έτσι πίστευα.
Δεν πρόλαβα όμως να πάρω τη θέση,
που νόμιζα πως δικαιούμαι
και ο σταθμάρχης σφυρίζει αναχώρηση.
Φεύγω χωρίς να ανοίξω τις αποσκευές μου.
ΤΟ ΑΝΥΠΑΡΚΤΟ ΑΝΑΣΤΗΜΑ ΜΑΣ
Ο Θεός έκαμε τον κόσμο μεγάλο.
Εμείς, με τα μέσα επικοινωνίας, τον μικρύναμε.
Τώρα θέλουμε να μικρύνουμε και τον ίδιο τον Θεό,
για να φανεί το ανύπαρκτο ανάστημά μας!
ΟΦΘΑΛΜΟΝ ΑΝΤΙ ΟΦΘΑΛΜΟΥ
Με κοίταξε με άγριο βλέμμα,
με μάτια που σκοτώνουν.
Μέσα τους διάβασα καθαρά:
«οφθαλμόν αντί οφθαλμού»
και πάγωσα!
ΑΝΤΑΡΤΙΣΣΑ
'Εγινε πολλά.
Απόχτησε τίτλους, σφραγίδες
και ταυτότητες πολλές.
Τώρα τα αρνήθηκε όλα.
Θέλει, λέει, να είναι μόνο ποιητής.
Χωρίς τίτλους, χωρίς ταυτότητες, χωρίς σφραγίδες.
Η Ποίηση δεν ταυτίζεται, ούτε σφραγίζεται.
Είναι αντάρτισσα! Έτσι λέει…
ΣΤΑ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΑ
Πηχτό το σκοτάδι του καιρού μας
και μάθαμε να πορευόμαστε στα σκοτεινά.
Το φως στο βάθος του τούνελ που μας λέγανε,
ήταν αντανάκλαση των ψευδαισθήσεών μας
και έσβησε πριν βγούμε έξω.
‘Ετσι τώρα απελπισμένοι, ζούμε τη ζωή ψηλαφιστά
και πολλοί αναζητούν το φως
στις χαρτορίχτρες, στα υπολείμματα του καφέ
και σε κάθε είδους υπολείμματα και κατακάθια.
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
Ημερολόγιο η ζωή μας.
Κάθε μέρα κόβουμε ένα φύλλο,
αλλά δεν ξέρουμε πόσα μένουν.
Ξέρουμε μόνο πως λιγοστεύουν.
Και τα τελευταία είναι χωρίς στιχάκια.
ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥ ΝΑΥΑΓΙΟΥ
Την ώρα του ναυαγίου του,θυμάται όλους εκείνους,
που δήλωναν πως είναι κοντά του
και τους πίστευε,
αφού ένιωθε την ανάσα τους δίπλα του.
Πόσο γελάστηκε!
΄Ηταν τόσο κοντά του,
που την ώρα που ναυάγησε στη ζωή,
κανένας τους δεν άκουσε τις κραυγές του.
Κανένας δεν είδε τα σινιάλα του.
΄Ολοι έβλεπαν αλλού:
΄Αλλοι τους γλάρους, άλλοι τα ψαροπούλια,
άλλοι τα δελφίνια και μερικοί τ΄αστέρια.
Κανείς δεν έβλεπε εκείνον.
Κανείς δεν βλέπει τον ναυαγό της ζωής,
την ώρα που βυθίζεται στο πέλαγος των προβλημάτων.
΄Οταν αναμετριέται με καταιγίδες και σκυλόψαρα.
Την ώρα που παλεύει με τα κύματα
και τα σωσίβια φαίνονται στοίβες γύρω του,
αλλά δεν βρίσκεται χέρι να του πετάξει ένα.
Καθώς βυθίζεται θυμάται όλες εκείνες τις δηλώσεις,
τις διαβεβαιώσεις για το «κοντά»,
που την ώρα του ναυαγίου γίνεται τόσο μακρινό...
ΓΙΑ ΤΟ ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΗΜΑ
Καθένας μας υποκριτής στη σκηνή της ζωής.
Προσπαθούμε να ζωντανέψουμε το ρόλο μας,
εκλιπαρώντας το χειροκρότημα των θεατών,
λέγοντας πού και πού ένα «Δόξα τω Θεώ»,
προσποιούμενοι έτσι πως δίνουμε
κάποια μερίδα από την τιμή, στον συγγραφέα
του σεναρίου της ζωής.
Θέλουμε όμως όλο το χειροκρότημα για μας.
Κι ας έχουμε κακοποιήσει τον ρόλο μας.
Κι ας χαρακτήρισαν πολλοί εξ αιτίας μας τη ζωή
«άπονη», «ψεύτρα» και «κακούργα».
Εμείς το χειροκρότημα των θεατών θέλουμε,
χωρίς να τολμούμε να κοιτάξουμε
προς το μέρος του συγγραφέα.
Σχόλια (0)