«Ξέρεις πόσων χρονών είμαι;» ρώτησα. «Ξέρω ακριβώς πόσο είσαι», απάντησε ο Άιζακ Μαρέι, ο οποίος μου τηλεφωνούσε στο Κολοράντο από το Πάτερσον της Νέας Υόρκης. Ο πατέρας μου ενώ στέκεται σε μια γωνιά του δρόμου προσφέροντας περιοδικά στους περαστικούς. Με τους γονείς μου, καθώς πηγαίνουμε σε μια συνέλευση στη Γουίτσιτα, τη δεκαετία του 1940. Κάνοντας έργο στο Ναϊρόμπι με τη Μαίρη και τον Κρις Κανίγια. Με τον Πολ, τη Στέφανι, την Κίμπερλι και τον Μπράιαν στο γραφείο τμήματος της Μαλάουι, το 2002. Στο έργο με τις εγγονές μας. Αφήγηση από τον Τόμας Μακ Λέιν Γεννήθηκα στη Γουίτσιτα του Κάνσας, στις ΗΠΑ, στις 10 Δεκεμβρίου 1936, και ήμουν ο μεγαλύτερος από τα τρία αδέλφια μου. Οι γονείς μου, ο Γουίλιαμ και η Τζιν, ήταν
αφοσιωμένοι λάτρεις του Ιεχωβά. Ο πατέρας μου ήταν υπηρέτης ομάδας, όπως ονομαζόταν τότε το άτομο που αναλάμβανε την ηγεσία στην εκκλησία. Η μητέρα μου διδάχτηκε τις Γραφικές αλήθειες από τη δική της μητέρα, την Έμα Γουάγκνερ. Η Έμα δίδαξε αυτές τις αλήθειες σε πολλά άτομα, μεταξύ αυτών και στην Γκέρτρουντ Στιλ, η οποία υπηρέτησε επί σειρά ετών ως ιεραπόστολος στο Πόρτο Ρίκο.
Όπως καταλαβαίνετε λοιπόν,
είχα πολλά υπέροχα παραδείγματα να μιμηθώ. Μνήμες από υπέροχα παραδείγματα Κάποιο σαββατόβραδο, όταν ήμουν πέντε χρονών, προσφέραμε μαζί με τον πατέρα μου στους περαστικούς τα περιοδικά
ΣΚΟΠΙΑ και
ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ (τώρα
ΞΥΠΝΑ!). Εκείνον τον καιρό, η χώρα είχε εμπλακεί στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ένας μεθυσμένος γιατρός μάς πλησίασε και άρχισε να βρίζει τον πατέρα μου
λόγω της Χριστιανικής του ουδετερότητας, αποκαλώντας τον δειλό και λιποτάκτη. Ο γιατρός κόλλησε το πρόσωπό του στο πρόσωπο του πατέρα μου και του είπε: «Χτύπα με αν έχεις τα κότσια, φοβιτσιάρη!» Κατατρόμαξα αλλά συνάμα ένιωσα απέραντο θαυμασμό για τον πατέρα μου,
ο οποίος συνέχισε ατάραχος να προσφέρει τα περιοδικά στο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί. Τότε ήρθε ένας στρατιώτης, και ο γιατρός άρχισε να ωρύεται: «Κάνε κάτι για αυτόν τον φοβιτσιάρη!» Ο στρατιώτης κατάλαβε ότι ήταν μεθυσμένος και του είπε: «Πήγαινε σπίτι σου να ξεμεθύσεις!» Έφυγαν και οι δυο. Καθώς ξαναφέρνω στον νου μου εκείνο το περιστατικό
, νιώθω ευγνωμοσύνη για το θάρρος που έδωσε ο Ιεχωβά στον πατέρα μου. Βλέπετε, ο πατέρας μου είχε δύο κουρεία στη Γουίτσιτα, και
ο γιατρός ήταν πελάτης του! Όταν ήμουν οχτώ χρονών, οι γονείς μου πούλησαν σπίτι και μαγαζιά, έφτιαξαν ένα μικρό τροχόσπιτο και μετακόμισαν στο Κολοράντο
για να υπηρετήσουν εκεί όπου η ανάγκη ήταν μεγαλύτερη. Εγκατασταθήκαμε κοντά στο Γκραντ Τζάνκσιον, όπου οι γονείς μου έκαναν σκαπανικό και δούλευαν λίγες ώρες ασχολούμενοι με γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες. Χάρη στην ευλογία του Ιεχωβά και στο γεμάτο ζήλο έργο τους, ιδρύθηκε μια εκκλησία. Εκεί, στις 20 Ιουνίου 1948
, ο πατέρας μου με βάφτισε σε ένα ρέμα στο βουνό, μαζί με άλλους που είχαν δεχτεί τις Γραφικές αλήθειες, όπως ο Μπίλι Νίκολς και η γυναίκα του. Τόσο εκείνοι όσο και ο γιος τους με τη νύφη τους διορίστηκαν αργότερα στο έργο περιοχής.
Κάναμε στενή παρέα και
απολαμβάναμε εποικοδομητικές πνευματικές συζητήσεις με πολλούς οι οποίοι ήταν πλήρως δοσμένοι στο έργο της Βασιλείας, ιδίως με την οικογένεια Στιλ—τον Ντον και την Ερλίν, τον Ντέιβ και την Τζούλια, και τον Σάι και τη Μάρθα—που επηρέασαν βαθιά τη ζωή μου.
Μου έδειξαν πως, όταν βάζουμε τη Βασιλεία πρώτη, η ζωή μας αποκτά αληθινό νόημα και χαρά. Οι μετακομίσεις συνεχίζονται Στα 19 μου, ένας οικογενειακός μας φίλος, ο Μπαντ Χάστι,
μου πρότεινε να κάνουμε μαζί σκαπανικό στις νότιες Ηνωμένες Πολιτείες. Ο επίσκοπος περιοχής μάς ζήτησε να μετακομίσουμε στο Ράστον της Λουιζιάνας, όπου αρκετοί Μάρτυρες είχαν γίνει αδρανείς.
Είχαμε την οδηγία να διεξάγουμε όλες τις συναθροίσεις κάθε εβδομάδα ανεξάρτητα από τον αριθμό των παρόντων. Βρήκαμε έναν κατάλληλο χώρο και τον διαμορφώσαμε αναλόγως. Διεξήγαμε κάθε συνάθροιση, αλλά για κάποιο διάστημα
οι μοναδικοί παρόντες ήμασταν εμείς οι δύο. Παρουσιάζαμε τα μέρη εναλλάξ — ο ένας ήταν στο βήμα και ο άλλος έδινε όλες τις απαντήσεις. Αν το μέρος περιλάμβανε επίδειξη, τότε ανεβαίναμε και οι δυο στο βήμα ενώ στο ακροατήριο δεν υπήρχε ψυχή! Τελικά,
στους παρόντες προστέθηκε μια ηλικιωμένη αδελφή. Με τον καιρό, μερικά άτομα που μελετούσαν τη Γραφή καθώς και κάποιοι αδρανείς άρχισαν να έρχονται στις συναθροίσεις, και σύντομα είχαμε μια ακμάζουσα εκκλησία.
Μια μέρα, συναντήσαμε με τον Μπαντ έναν ιερέα της Εκκλησίας του Χριστού που ανέφερε κάποια εδάφια για τα οποία δεν ήξερα και πολλά πράγματα.
Αυτό με ταρακούνησε και με έκανε να σκεφτώ πιο βαθιά τα πιστεύω μου. Μια ολόκληρη εβδομάδα, ξενυχτούσα για να βρω τις
απαντήσεις στα ερωτήματα που είχαν εγερθεί. Αυτό με βοήθησε πραγματικά
να κάνω την αλήθεια κτήμα μου, και δεν έβλεπα την ώρα να ξανασυναντήσω κάποιον ιεροκήρυκα.
Λίγο καιρό αργότερα, ο επίσκοπος περιοχής μού ζήτησε να μετακομίσω στο Ελ Ντοράντο του Αρκάνσας
για να βοηθήσω στην τοπική εκκλησία. Το διάστημα που έμεινα εκεί, χρειαζόταν να ταξιδεύω συχνά στο Κολοράντο για να παρουσιάζομαι στη στρατολογία. Σε ένα από αυτά τα ταξίδια, στο οποίο είχα μαζί μου και κάποιους σκαπανείς, πάθαμε στο Τέξας ένα ατύχημα που αχρήστεψε το αυτοκίνητό μου. Τηλεφωνήσαμε σε έναν αδελφό ο οποίος ήρθε, μας πήρε στο σπίτι του και κατόπιν μας πήγε στη συνάθροιση. Εκεί, έκαναν ανακοίνωση λέγοντας ότι είχαμε μια ατυχία, και
οι αδελφοί με καλοσύνη μάς βοήθησαν οικονομικά. Επίσης, εκείνος ο αδελφός πούλησε το αυτοκίνητό μου για 25 δολάρια.
Καταφέραμε να φτάσουμε στη Γουίτσιτα, όπου ένας στενός οικογενειακός μας φίλος, ο «Ντοκ» Μακ Κάρτνεϊ, έκανε σκαπανικό. Οι δίδυμοι γιοι του, Φρανκ και Φράνσις, ήταν και παραμένουν δύο από τους καλύτερους φίλους μου.
Είχαν ένα παλιό αυτοκίνητο που μου το πούλησαν για 25 δολάρια, ακριβώς το ποσό που είχα πάρει για το δικό μου. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που είδα ξεκάθαρα ότι ο Ιεχωβά προμήθευσε για κάποια ανάγκη μου επειδή έβαζα πρώτα τα συμφέροντα της Βασιλείας. Σε εκείνη την επίσκεψη, η οικογένεια Μακ Κάρτνεϊ μού γνώρισε μια αξιαγάπητη αδελφή με θεοκρατικές ιδιότητες, την Μπέθελ Κρέιν. Η μητέρα της η Ρουθ, μια ζηλώτρια αδελφή στο Γουέλινγκτον του Κάνσας, συνέχισε το σκαπανικό ακόμα και μετά τα 90 της.
Με την Μπέθελ παντρευτήκαμε σε λιγότερο από έναν χρόνο, το 1958, και ήρθε μαζί μου στο Ελ Ντοράντο όπου ξεκίνησε και εκείνη το σκαπανικό.
Συναρπαστικές προσκλήσεις Καθώς σκεφτόμασταν τα υπέροχα παραδείγματα δίπλα στα οποία είχαμε μεγαλώσει, αποφασίσαμε να κάνουμε και εμείς
τον εαυτό μας διαθέσιμο για οτιδήποτε μας ζητούσε η οργάνωση του Ιεχωβά. Διοριστήκαμε ειδικοί σκαπανείς στο Γουόλνατ Ριτζ του Αρκάνσας. Κατόπιν, το 1962, λάβαμε τη συναρπαστική πρόσκληση να παρακολουθήσουμε την 37η τάξη της Γαλαάδ. Με μεγάλη μας χαρά διαπιστώσαμε ότι στην ίδια τάξη ήταν και ο Ντον Στιλ. Μετά την αποφοίτησή μας, διοριστήκαμε στο Ναϊρόμπι της Κένυας. Νιώθαμε έναν κόμπο στον λαιμό καθώς αποχαιρετούσαμε τη Νέα Υόρκη, αλλά
ο κόμπος έγινε χαρά όταν μας υποδέχτηκαν οι αδελφοί μας στο αεροδρόμιο του Ναϊρόμπι! Δεν αργήσαμε να αγαπήσουμε την Κένυα καθώς και το απολαυστικό έργο που κάναμε εκεί. Η πρώτη μας προοδευτική μελέτη ήταν με τον Κρις και τη Μαίρη Κανίγια. Μέχρι σήμερα, συνεχίζουν πιστά την ολοχρόνια υπηρεσία τους στην Κένυα. Το επόμενο έτος, μας ζητήθηκε να πάμε στην Καμπάλα της Ουγκάντας ως οι πρώτοι ιεραπόστολοι στη χώρα. Ήταν συναρπαστική εποχή καθώς πάρα πολλοί διψούσαν για τις Γραφικές αλήθειες και γίνονταν αδελφοί μας. Ωστόσο
, έπειτα από τριάμισι χρόνια στην Αφρική, φύγαμε για να κάνουμε οικογένεια. Επιστρέψαμε λοιπόν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τη μέρα που φεύγαμε από την Αφρική, ο κόμπος στον λαιμό μας ήταν πολύ μεγαλύτερος από ό,τι όταν εγκαταλείπαμε τη Νέα Υόρκη. Είχαμε αγαπήσει τον λαό της Αφρικής και ελπίζαμε ότι κάποια μέρα θα ξαναγυρίσουμε.
Ο καινούριος μας διορισμός Εγκατασταθήκαμε στη δυτική πλευρά του Κολοράντο, εκεί όπου ζούσαν οι γονείς μου. Λίγο μετά, γεννήθηκε η πρώτη μας κόρη, η Κίμπερλι, και 17 μήνες αργότερα ήρθε στον κόσμο η Στέφανι.
Πήραμε πολύ στα σοβαρά τον καινούριο μας διορισμό ως γονείς, και βάλαμε στόχο να ενσταλάξουμε την αλήθεια στις όμορφες κορούλες μας.
Θέλαμε και εμείς να αντανακλούμε το παράδειγμα που είχαν θέσει κάποιοι άλλοι για εμάς. Δεν ξεχνούσαμε βέβαια ότι, αν και ένα υπέροχο παράδειγμα είναι ισχυρός παράγοντας επιρροής στη διάπλαση των παιδιών, δεν αποτελεί εγγύηση ότι θα υπηρετούν τον Ιεχωβά όταν μεγαλώσουν. Ο μικρότερος αδελφός μου και μια αδελφή μου έφυγαν από την αλήθεια.
Ελπίζουμε όμως να μιμηθούν και πάλι τα υπέροχα παραδείγματα με τα οποία γαλουχήθηκαν και εκείνοι. Απολαμβάναμε πάρα πολύ την ανατροφή των κοριτσιών μας, και πάντοτε προσπαθούσαμε να κάνουμε πράγματα ως οικογένεια. Εφόσον μέναμε κοντά στο Άσπεν του Κολοράντο, αρχίσαμε να ασχολούμαστε με το σκι ώστε να μπορούμε πότε πότε να το χαιρόμαστε όλοι μαζί. Αυτές οι περίοδοι αναψυχής μάς έδιναν τον χρόνο να κουβεντιάζουμε με τα κορίτσια όση ώρα ήμασταν μαζί στον αναβατήρα. Επίσης, πηγαίναμε για κατασκήνωση μαζί τους και δεν χορταίναμε να συζητάμε καθώς μαζευόμασταν γύρω από τη φωτιά. Αν και ήταν μικρά ακόμα, ρωτούσαν πράγματα όπως: «Τι θα κάνω όταν μεγαλώσω;» και «Πώς πρέπει να είναι αυτός που θα παντρευτώ;»
Πασχίζαμε να ενσταλάξουμε πνευματικές αξίες στο μυαλό και στην καρδιά τους. Τους μιλούσαμε για τον στόχο της ολοχρόνιας διακονίας και για το πόσο σοφό θα ήταν να παντρευτούν μόνο κάποιον με παρόμοιο στόχο. Προσπαθούσαμε να τις βοηθήσουμε να καταλάβουν ότι ήταν καλύτερο να μην παντρευτούν πολύ μικρές. Είχαμε βγάλει και ένα ποιηματάκι: «Απόλαυσε την αγαμία τουλάχιστον ως τα 23».
Ακολουθώντας το παράδειγμα των δικών μας γονέων,
αγωνιζόμασταν σκληρά να μη χάνουμε συναθροίσεις και
να συμμετέχουμε τακτικά στην υπηρεσία αγρού ως οικογένεια. Κανονίζαμε
να φιλοξενούμε στο σπίτι μας άτομα που ήταν στην ολοχρόνια διακονία. Και μιλούσαμε συχνά με νοσταλγία για τον καιρό που ήμασταν ιεραπόστολοι. Λέγαμε στα κορίτσια ότι όνειρό μας ήταν να κάνουμε κάποτε ένα ταξίδι οι τέσσερίς μας στην Αφρική. Ήταν κάτι που το ήθελαν πολύ και εκείνα.
Πάντα
είχαμε τακτική οικογενειακή μελέτη, στη διάρκεια της οποίας κάναμε πρόβες για καταστάσεις που θα μπορούσαν να προκύψουν στο σχολείο. Δίναμε στα κορίτσια τον ρόλο του Μάρτυρα που απαντάει στις ερωτήσεις
. Με αυτόν τον τρόπο μάθαιναν διασκεδάζοντας, και παράλληλα αποκτούσαν πεποίθηση. Καθώς μεγάλωναν, μερικές φορές γκρίνιαζαν για την οικογενειακή μελέτη. Θυμάμαι που κάποτε ένιωσα τόση απόγνωση ώστε τους είπα να πάνε στο δωμάτιό τους και ότι δεν θα κάναμε τη μελέτη.
Αναστατώθηκαν και έβαλαν τα κλάματα λέγοντας ότι ήθελαν να μελετήσουμε. Τότε συνειδητοποιήσαμε ότι όντως ενσταλάζαμε εκτίμηση για τα πνευματικά πράγματα στις καρδούλες τους.
Έμαθαν να αγαπούν τη μελέτη, και τις αφήναμε να εκφράζονται ελεύθερα. Βέβαια, μερικές φορές, μας ήταν πολύ δύσκολο να τις ακούμε να λένε ότι δεν συμφωνούσαν με κάποια πτυχή της αλήθειας. Αλλά έτσι μαθαίναμε τι υπήρχε πράγματι στην καρδιά τους. Αφού συζητούσαμε λογικά μαζί τους, έμεναν ικανοποιημένες με τον τρόπο σκέψης του Ιεχωβά στα διάφορα ζητήματα.
Έρχονται και άλλες αλλαγές Καθώς ανατρέφαμε τα παιδιά μας,
τα χρόνια πέρασαν προτού καλά καλά το καταλάβουμε. Με τη βοήθεια και την κατεύθυνση της οργάνωσης του Θεού, κάναμε το καλύτερο που μπορούσαμε για να τα αναθρέψουμε έτσι ώστε να αγαπούν τον Ιεχωβά.
Πλημμυρίσαμε από ευγνωμοσύνη βλέποντας και τις δυο μας κόρες να αρχίζουν το σκαπανικό μετά το λύκειο, ενώ απέκτησαν και κάποιες δεξιότητες ώστε να μπορούν να συντηρούνται οικονομικά. Μετακόμισαν στο Κλίβελαντ του Τενεσί μαζί με άλλες δυο αδελφές προκειμένου να υπηρετήσουν εκεί όπου η ανάγκη ήταν μεγαλύτερη. Μας έλειπαν τρομερά, αλλά
ήμασταν ευχαριστημένοι ξέροντας ότι χρησιμοποιούσαν τη ζωή τους στην ολοχρόνια υπηρεσία. Εκείνον τον καιρό, ξαναρχίσαμε ως ζευγάρι το σκαπανικό, κάτι που μας άνοιξε τον δρόμο και για άλλα χαρωπά προνόμια.
Υπηρέτησα ως αναπληρωτής στο έργο περιοχής με τη γυναίκα μου, και κάναμε διάφορες εργασίες που σχετίζονταν με τις συνελεύσεις. Προτού μετακομίσουν στο Τενεσί, οι κόρες μας έκαναν ένα ταξίδι στο Λονδίνο και επισκέφτηκαν το γραφείο τμήματος. Εκεί, η 19χρονη τότε Στέφανι γνώρισε έναν νεαρό Μπεθελίτη, τον Πολ Νόρτον. Σε κάποιο επόμενο ταξίδι, η Κίμπερλι γνώρισε έναν συνεργάτη του, τον Μπράιαν Λουέλιν. Ο Πολ και η Στέφανι παντρεύτηκαν—αλλά αφού είχε κλείσει τα 23. Ο Μπράιαν και η Κίμπερλι παντρεύτηκαν την επόμενη χρονιά—όταν η κόρη μας ήταν 25 χρονών. Οπότε, έμειναν και οι δυο τους ελεύθερες τουλάχιστον ως τα 23. Όσο για εμάς, εγκρίναμε με όλη μας την καρδιά την εξαιρετική επιλογή γαμήλιου συντρόφου που έκανε η καθεμιά τους.
Οι κόρες μας μάς έχουν πει ότι
τόσο το δικό μας παράδειγμα όσο και των παππούδων τους τις βοήθησε να υπακούν στην εντολή του Ιησού να “επιζητούν πρώτα τη βασιλεία”, ακόμα και όταν είχαν οικονομικές δυσκολίες. (Ματθ. 6:33) Τον Απρίλιο του 1998, ο Πολ και η Στέφανι προσκλήθηκαν στην 105η τάξη της Γαλαάδ, και κατόπιν διορίστηκαν στη Μαλάουι της Αφρικής. Τον ίδιο καιρό, ο Μπράιαν και η Κίμπερλι προσκλήθηκαν στο Μπέθελ του Λονδίνου, ενώ αργότερα πήραν διορισμό για το Μπέθελ της Μαλάουι. Η ευτυχία που νιώθαμε δεν περιγράφεται, εφόσον δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να χρησιμοποιούν οι νεαροί τη ζωή τους.
Τον Ιανουάριο του 2001, έλαβα το τηλεφώνημα που ανέφερα στην αρχή, στην λεζάντα της πρώτης φωτογραφίας.
Ο αδελφός Μαρέι, ο επίσκοπος των Μεταφραστικών Υπηρεσιών, μου εξήγησε ότι οι αδελφοί είχαν διευθετήσει να γίνει μια σειρά μαθημάτων για την κατανόηση της αγγλικής που θα την παρακολουθούσαν οι μεταφραστές σε όλο τον κόσμο και, παρότι ήμουν 64 χρονών τότε, σκέφτονταν να προετοιμάσουν και εμένα
ώστε να είμαι ένας από τους εκπαιδευτές. Η Μπέθελ και εγώ προσευχηθήκαμε για το ζήτημα και επίσης το συζητήσαμε με τις ηλικιωμένες μητέρες μας για να μας πουν τη γνώμη τους. Επέμεναν και οι δυο τους να πάμε, μολονότι θα στερούνταν τη βοήθειά μας.
Τηλεφώνησα λοιπόν και είπα ότι θα ήταν μεγάλη μας χαρά να διαθέσουμε τον εαυτό μας για αυτό το θαυμάσιο προνόμιο. Στο μεταξύ όμως, η μητέρα μου διαγνώστηκε με καρκίνο. Της είπα ότι θα μέναμε για να βοηθήσουμε και εμείς στη φροντίδα της μαζί με την αδελφή μου τη Λίντα. «Ούτε να το σκέφτεσαι», μου απάντησε. «Θα νιώθω χειρότερα αν δεν πάτε». Την ίδια άποψη είχε και η Λίντα. Πόσο πολύ
εκτιμήσαμε το αυτοθυσιαστικό τους πνεύμα αλλά και τη βοήθεια των τοπικών αδελφών! Την επομένη της αναχώρησής μας για το Εκπαιδευτικό Κέντρο της
ΣΚΟΠΙΑΣ στο Πάτερσον, τηλεφώνησε η Λίντα για να μας πει ότι η μητέρα μας είχε πεθάνει. Όπως θα μας παρακινούσε και η ίδια να κάνουμε, δοθήκαμε
ολόψυχα στην καινούρια μας υπηρεσία. Φαντάζεστε τη χαρά μας όταν μάθαμε ότι ο πρώτος μας διορισμός θα ήταν
στο γραφείο τμήματος της Μαλάουι, εκεί όπου υπηρετούσαν οι κόρες μας με τους άντρες τους! Τι αντάμωση ήταν αυτή! Στη συνέχεια, διδάξαμε τη σειρά μαθημάτων στη Ζιμπάμπουε και κατόπιν στη Ζάμπια. Έπειτα από τριάμισι χρόνια σε αυτή την υπηρεσία, μας ζητήθηκε να επιστρέψουμε στη Μαλάουι για να καταγράψουμε τις εμπειρίες Μαρτύρων που είχαν υποστεί διωγμό εκεί επειδή διατηρούσαν τη Χριστιανική τους ουδετερότητα.
Και πάλι με έναν κόμπο στον λαιμό, το 2005 επιστρέψαμε σπίτι μας στο Μπάσαλτ του Κολοράντο, όπου και οι δυο μας συνεχίζουμε το σκαπανικό. Το 2006, ο Μπράιαν και η Κίμπερλι μετακόμισαν στο διπλανό σπίτι για να μεγαλώσουν τις δύο κόρες τους, τη Μακένζι και την Ελίζαμπεθ. Η Στέφανι με τον άντρα της παραμένουν στη Μαλάουι, όπου ο Πολ υπηρετεί στην Επιτροπή του Τμήματος. Τώρα που κοντεύω τα 80,
νιώθω μεγάλη ευχαρίστηση βλέποντας νεότερους άντρες με τους οποίους έχω συνεργαστεί στο διάβα των ετών να αναλαμβάνουν τις ευθύνες που είχα κάποτε εγώ. Η χαρά μας οφείλεται κυρίως στα
υπέροχα παραδείγματα που πασχίζαμε να αντανακλούμε για το καλό των παιδιών και των εγγονιών μας.
- Αναδημοσίευση από τη ΣΚΟΠΙΑ μελέτης του Οκτωβρίου 2016
- Δείτε άλλη μια ενθαρρυντική βιογραφία ΕΔΩ... Παραδείγματα που μπορούμε να μιμούμαστε...