«Επέζησα από τη Βύθιση του ΤΙΤΑΝΙΚΟΥ». Μια εμπειρία με διδάγματα για όλους μας…
Ο ΤΙΤΑΝΙΚΟΣ, μήκους 269 μέτρων (882,5 ποδιών), ήταν το μεγαλύτερο πλοίο του καιρού του. Το ολικό του εκτόπισμα ξεπερνούσε το εκτόπισμα των συγχρόνων πολεμικών θωρηκτών πλοίων, κατά 5.000 τόνους. Το σκάφος του ήταν διαιρεμένο σε 16 στεγανά διαμερίσματα, και, επειδή τέσσερα απ’ αυτά θα μπορούσαν να πλημμυρίσουν χωρίς να βουλιάξει το πλοίο, το θεωρούσαν αβύθιστο. «Ως προς την ασφάλεια, . . . όλοι πίστευαν ότι ο ‘Τιτανικός’ είχε κατασκευαστεί με την τελευταία λέξη της επιστήμης.» («Τάιμς» της Νέας Υόρκης 16 Απριλίου 1912) Αλλά το μοιραίο παγόβουνο άνοιξε ένα ρήγμα 90 μέτρων (300 ποδιών) στο πλευρό του πλοίου, πλημμυρίζοντας πέντε από τα στεγανά διαμερίσματα του, και ο «αβύθιστος Τιτανικός» βούλιαξε.
Αργότερα, ζήτησα από το θείο μου, τον Λούι Γκάρρετ, να μου αφηγηθεί την πείρα του στον ΤΙΤΑΝΙΚΟ.
«Ας ξεκινήσω από την αρχή», είπε. «Γεννήθηκα το 1900, στο Χάκουρ του Λιβάνου, ένα μικρό ορεινό χωριό περίπου 130 με 140 χιλιόμετρα (80 με 90 μίλια) στα βόρεια της Βηρυτού. Η οικογένεια μου είχε και δούλευε έναν υδροκίνητο μύλο που άλεθε το στάρι σε αλεύρι. Ο πατέρας μου ήταν ο μυλωνάς του χωριού. Η οικογένεια μου αποφάσισε να μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1904 η μητέρα μου και οι δυο αδελφές μου έφυγαν από το Λίβανο. Αργότερα, το 1906, ο μεγαλύτερος αδελφός μου έφυγε για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1912, για να ολοκληρωθεί η μετανάστευση της οικογένειας, ο πατέρας μου, η αδελφή μου κι εγώ θα φεύγαμε για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
«Το Μάρτιο του 1912, φύγαμε με πλοίο για τη Μασσαλία της Γαλλίας. Από κει, κόψαμε εισιτήριο για τον ΤΙΤΑΝΙΚΟ, που θα έκανε το παρθενικό ταξίδι του στη Νέα Υόρκη. Η ημερομηνία της αποπλεύσεώς του ήταν 10 Απριλίου 1912. Ο πατέρας μου έπρεπε να μείνει πίσω στη Μασσαλία, επειδή δεν μπορούσε να περάσει τις απαιτούμενες σωματικές εξετάσεις, λόγω μιας μολύνσεως του ματιού.» Ο θείος μου γέλασε κι αναφώνησε: «Πολύ ευνοϊκά τα πράγματα γι’ αυτόν!»
«Η αδελφή μου ήταν 14 χρονών», συνέχισε, «κι εγώ 12 όταν επιβιβαστήκαμε στον ΤΙΤΑΝΙΚΟ. Ήμασταν λυπημένοι που αφήναμε τον πατέρα μου πίσω, αλλά χαρούμενοι που θα ταξιδεύαμε με τον ΤΙΤΑΝΙΚΟ, το μεγαλύτερο, γρηγορότερο και πιο πολυτελές πλοίο της εποχής του — κι όπως έλεγαν, επίσης, ήταν αβύθιστο! Οι επιβάτες ήταν πάνω από 2.200, ανάμεσα στους οποίους μερικοί από τους πιο πλούσιους και πιο διάσημους εκείνο τον καιρό. Πολλοί ταξίδευαν με τον ΤΙΤΑΝΙΚΟ, για να γιορτάσουν το παρθενικό ταξίδι του. Ήταν το πιο «καθώς πρέπει» πράγμα που μπορούσαν να κάνουν για να έχουν μια κοινωνική προβολή. Η ταχύτητα του πλοίου ήταν όπως προβλέφθηκε. Η προβλεπόμενη άφιξη στη Νέα Υόρκη θα ήταν την Τετάρτη 17 Απριλίου. Η θάλασσα ήταν ήρεμη, ο καιρός χαρακτηριστικά ψυχρός για τον Απρίλιο.
«Την Κυριακή, 14 Απριλίου, πέμπτη μας μέρα στη θάλασσα, ο καιρός έγινε υπερβολικά κρύος — έκανε τόσο δυνατό κρύο που δεν υπήρχαν πολλοί στο κατάστρωμα περιπάτου. Ακούσαμε πως δόθηκαν προειδοποιήσεις ότι υπήρχαν παγόβουνα στην περιοχή. Κανένας δεν περίμενε να φανεί κανένα απ’ αυτά στην πορεία του πλοίου, κι έτσι ο ΤΙΤΑΝΙΚΟΣ συνέχισε την πορεία του με την ίδια ταχύτητα. Όμως, ο καπετάνιος του ΚΑΛΙΦΟΡΝΙΑΝ, ενός άλλου πλοίου στο Βόρειο Ατλαντικό, ειδοποίησε τον ΤΙΤΑΝΙΚΟ με τον ασύρματο ότι είχαν φανεί παγόβουνα στην πορεία μας. Η ειδοποίηση αγνοήθηκε. Το τίμημα που πληρώθηκε για την υπερβολική αυτοπεποίθηση που έδειξε ο Καπετάνιος Σμιθ, η απώλεια σχεδόν 700 μελών από το πλήρωμα και 800 και πλέον επιβατών, ήταν πράγματι πολύ μεγάλο.
«Γύρω στις 11:45 τη νύχτα της Κυριακής, 14 Απριλίου, η αδελφή μου κι εγώ ξυπνήσαμε από ένα τράνταγμα. Αυτή βρισκόταν στο πάνω κρεβάτι της καμπίνας και ξεφώνισε, «Κάτι συμβαίνει!»
«‘Κοιμήσου’, της φώναξα. ‘Ανησυχείς πάρα πολύ.’ Μετά από λίγο ένας ηλικιωμένος άνδρας, που είχαμε συναντήσει στο πλοίο και που είχε δείξει πατρικό ενδιαφέρον για μας, ήρθε στην καμπίνα μας και είπε ψύχραιμα: ‘Βγείτε από την καμπίνα σας και πηγαίνετε στο υψηλότερο κατάστρωμα. Μην πάρετε τώρα μαζί τα πράγματα σας. Θα τα πάρετε αργότερα.’
«Είχαμε εισιτήρια τρίτης θέσεως, που σημαίνει ότι μπορούσαμε ν’ ανέβουμε στο κατάστρωμα της δεύτερης θέσεως. Αλλά οι επιβάτες της δεύτερης και τρίτης θέσεως δεν μπορούσαν να περάσουν από μια φρουρούμενη πύλη, που οδηγούσε στο πάνω κατάστρωμα της πρώτης θέσεως. Όμως, μας είπαν ότι θα ήταν συνετό να πάμε στο πάνω κατάστρωμα της πρώτης θέσεως γιατί εκεί θα υπήρχε μεγαλύτερη πιθανότητα να μπούμε σε ναυαγοσωστική λέμβο. Ο μόνος τρόπος που θα μπορούσε να γίνει αυτό θα ήταν να σκαρφαλώσουμε από μια σιδερένια σκάλα από το κατάστρωμα της τρίτης θέσεως και να ανέβουμε πέντε ή έξι καταστρώματα μέχρι τις ναυαγοσωστικές λέμβους. Αυτό και κάναμε, με πολλή δυσκολία, γιατί ήταν δύσκολο για την αδελφή μου να σκαρφαλώσει τη σιδερένια σκάλα. Αλλά με τη βοήθεια των άλλων τα καταφέραμε.
«Τι θέαμα! Οι περισσότερες ναυαγοσωστικές λέμβοι είχαν φύγει. Το πλήρωμα επέτρεπε μονάχα στις γυναίκες και στα παιδιά να επιβιβάζονται στις ναυαγοσωστικές λέμβους — δεν επαρκούσαν για όλους. Είδαμε γυναίκες να φωνάζουν, να μη θέλουν ν’ αφήσουν τους άνδρες, τους· άνδρες να παρακαλάνε τις γυναίκες και τα παιδιά τους να βιαστούν και να μπουν στις βάρκες. Μέσα σ’ αυτό το πανδαιμόνιο και την ομαδική υστερία, στεκόμασταν η αδελφή μου κι εγώ, δυο παιδιά μετανάστες, χωρίς να ξέρουμε Αγγλικά, αφάνταστα τρομαγμένοι, κλαίγοντας και ζητώντας βοήθεια.
«Η τελευταία ναυαγοσωστική λέμβος κόντευε να γεμίσει. Ένας μεσήλικας βρισκόταν εκεί με την πολύ νεαρή, έγκυο σύζυγο του. Τη βοήθησε να μπει στη ναυαγοσωστική λέμβο, κατόπιν κοίταξε πίσω στο κατάστρωμα και είδε κι άλλους που ήθελαν να μπουν. Αποχαιρέτησε τη γυναίκα του φιλώντας την, και, όταν επέστρεψε στο κατάστρωμα, άρπαξε τον πρώτο που βρήκε μπροστά του. Ευτυχώς, εγώ βρισκόμουν εκεί στο κατάλληλο μέρος, την κατάλληλη στιγμή, και με έμπασε στη ναυαγοσωστική λέμβο. Φώναξα για την αδελφή μου που είχε παγώσει από το φόβο. Με τη βοήθεια των άλλων, μπήκε κι αυτή μέσα στη ναυαγοσωστική λέμβο. Ποιος ήταν ο γενναίος άνδρας που έκανε αυτή την καλή πράξη; Μας είπαν ότι ήταν ο Τζων Τζέικομπ Άστορ Δ΄. Τότε αυτός ήταν 48 χρονών και η σύζυγος του, Μανταλένα, ήταν 19. Πήγαιναν στις Ηνωμένες Πολιτείες επειδή ήθελαν το παιδί τους να γεννηθεί εκεί. Πολλές ιστορίες γράφτηκαν στις εφημερίδες που έλεγαν πώς ο Τζων Τζέικομπ Άστορ χαλάλησε τη ζωή του για ένα μικρό μετανάστη. Τα απομνημονεύματα της οικογένειας Άστορ δείχνουν ότι, σύμφωνα με την Κα Άστορ, ο Κος Άστορ είχε έρθει στα λόγια μ’ έναν από το πλήρωμα, που προσπάθησε να τον εμποδίσει να βοηθήσει τη γυναίκα του να μπει στη ναυαγοσωστική λέμβο. Το έκανε όμως. Και, όπως είπα, τη φίλησε και, όταν επέστρεψε στο κατάστρωμα, άρχισε να βοηθάει κι άλλους να μπουν στη ναυαγοσωστική λέμβο.
«Ήμουν ευτυχισμένος που βρισκόμουν στη ναυαγοσωστική λέμβο, αλλά λυπόμουνα για εκείνους που έμειναν στον ΤΙΤΑΝΙΚΟ. Κοιτάζοντας πίσω αυτό το μεγάλο, ωραίο πλοίο, μπορούσα να το δω από μια διαφορετική άποψη και με μερικά από τα φώτα του αναμμένα, μπορούσα να δω το μέγεθος και την ομορφιά του πλοίου. Στην ηρεμία της νύχτας και με τον ήχο που μεταδιδόταν τόσο καλά πάνω στο νερό, μπορούσαμε ν’ ακούμε την ορχήστρα να παίζει στο κατάστρωμα και τους ανθρώπους να τραγουδούν ‘Πιο κοντά Θεέ σε Σένα’. Το πλήρωμα κωπηλατούσε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, για απομακρυνθούν από το πλοίο. Υπήρχε ο φόβος μήπως γίνει απορρόφηση όταν θα βυθιζόταν τελικά στα βάθη του ωκεανού. Αυτό δεν συνέβη, ούτε και έγινε καμιά έκρηξη όπως περίμεναν μερικοί. Τα νερά ήταν ασυνήθιστα ήρεμα εκείνη τη νύχτα κι αυτό ήταν καλό, γιατί πολλές από τις ναυαγοσωστικές λέμβους ήταν παραφορτωμένες.
«Ο ΤΙΤΑΝΙΚΟΣ βούλιαξε γύρω στις 2:20 π.μ., στις 15 Απριλίου 1912, σύμφωνα με τα πρακτικά. Τον είδα να βυθίζεται μέσα στον ωκεανό στο φρικτό τέλος του. Η στιγμή που βούλιαξε άφησε μια ανάμνηση που με βασανίζει μέχρι σήμερα. Ήταν τα παράξενα βογκητά και τα μανιασμένα ξεφωνητά των ανθρώπων για βοήθεια, καθώς έπεφταν μέσα στα παγωμένα νερά. Σχεδόν όλοι πέθαναν από το κρύο νερό. Οι φωνές διήρκεσαν περίπου 45 λεπτά και κατόπιν έσβησαν.»
Ο θείος μου σώπασε για λίγο για να θυμηθεί. Κατόπιν συνέχισε: «Ένα σήμα SOS είχε σταλεί περίπου τα μεσάνυχτα. Το πήρε το πλοίο ΚΑΡΠΑΘΙΑ της Κιούναρντ Γουάιτ Σταρ Λάιν. Βρισκόταν περίπου 93 χιλιόμετρα (58 μίλια) μακριά κι αμέσως άλλαξε την πορεία του, που ήταν προς το Γιβραλτάρ, και προχώρησε ολοταχώς για τη διάσωση. Έφτασε γύρω στις 4:30 μ.μ. Είναι αξιοσημείωτο ότι το πλοίο ΚΑΛΙΦΟΡΝΙΑΝ βρισκόταν μόνο 32 χιλιόμετρα (20 μίλια) μακριά από το σημείο που βούλιαξε ο Τιτανικός, αλλά ο ασυρματιστής δεν πήρε το σήμα SOS επειδή ήταν εκτός υπηρεσίας. Μετέπειτα ειδήσεις έδειξαν ότι το ΚΑΛΙΦΟΡΝΙΑΝ είδε τις φωτοβολίδες τη νύχτα, αλλά νόμιζε ότι οι επιβάτες του ΤΙΤΑΝΙΚΟΥ γιόρταζαν με πυροτεχνήματα το παρθενικό ταξίδι.
«Το Καρπάθια ολοκλήρωσε τις υπηρεσίες διασώσεως γύρω στις 8:30 π.μ. Η ναυαγοσωστική μας λέμβος ήταν ανάμεσα στις τελευταίες που διασώθηκαν. Όταν ανεβήκαμε στο πλοίο και μας έδωσαν ζεστά ρούχα, καυτό τσάι και μας περιποιήθηκαν, ήμουνα ευτυχισμένος που ζούσα, αν και το παλτό και τα παπούτσια που μου έδωσαν ήταν πολύ μεγάλα.
«Αργότερα ο καπετάνιος του ΚΑΡΠΑΘΙΑ κάλεσε όλους όσοι σώθηκαν να έρθουν στο κατάστρωμα και να δουν το παγόβουνο. Η 12χρονη διάνοια μου το κατέγραψε τόσο ψηλό, όσο ένα διώροφο σπίτι, πολύ πιο πλατύ και με μια πελώρια καμινάδα. Το πλοίο μας πήγε στη Νέα Υόρκη, προτού συνεχίσει το ταξίδι του για το Γιβραλτάρ, μια πολύ ευγενική πράξη από μέρους της διευθύνσεως της Κιούναρντ Γουάιτ Σταρ Λάιν. Φτάσαμε στη Νέα Υόρκη στις 8:30 μ.μ., την Πέμπτη 18 Απριλίου, και μας μετέφεραν στις αποβάθρες της Κιούναρντ Γουάιτ Σταρ.
«Αναπολώντας εκείνες τις ατέλειωτες ώρες στη ναυαγοσωστική λέμβο, τώρα φαίνεται θαύμα που φτάσαμε ασφαλείς στο ΚΑΡΠΑΘΙΑ. Το δυνατό κρύο ήταν σχεδόν αφόρητο. Στριμωχτήκαμε μαζί για να ζεσταινόμαστε. Οι άνθρωποι ήταν ευγενικοί ο ένας με τον άλλον. Θυμάμαι πόσο φυσούσε στο κατάστρωμα του ΚΑΡΠΑΘΙΑ. Οι άνεμοι έτρεχαν με αρκετούς κόμβους την ώρα. Ευτυχώς που δεν φύσαγε για όσο διάστημα χρειάστηκε για τη διάσωση. Αν τα νερά δεν παρέμεναν ήρεμα και γαλήνια εκείνη την ώρα, είναι αμφίβολο αν το έργο διασώσεως θα ήταν τόσο πετυχημένο.»
«Πέθανε κανένας στις ναυαγοσωστικές λέμβους;» ρώτησα.
«Ξέρω μόνο έναν από τη ναυαγοσωστική λέμβο μας που πέθανε από το κρύο. Το σώμα τυλίχτηκε μ’ ένα σεντόνι και τον έριξαν στη θάλασσα.»
«Υπήρχαν άνδρες στη ναυαγοσωστική σας λέμβο;»
«Μόνο γυναίκες και παιδιά, όπως είχε διατάξει το πλήρωμα, εκτός από λίγα μέλη του πληρώματος που κωπηλατούσαν. Ήταν κι ένα νεαρό ανδρόγυνο μ’ ένα μωρό που ‘ξεγέλασε’ το πλήρωμα. Η σύζυγος ήταν παμπόνηρη· έντυσε το νεαρό άνδρα της σαν γυναίκα, κάλυψε το κεφάλι του μ’ ένα μαντήλι και του έδωσε το μωρό. Αυτός μπήκε σε μια ναυαγοσωστική λέμβο κι αυτή μπήκε στη δική μας. Και οι δυο διασώθηκαν από το ΚΑΡΠΑΘΙΑ.
«Όταν φτάσαμε στη Νέα Υόρκη, νομίζαμε ότι θα μας πήγαιναν στο Νησί Έλλις για να τακτοποιήσουμε τη διαδικασία μεταναστεύσεως. Όμως, δεν έγινε αυτό λόγω των βασάνων και των παθημάτων που υπόφεραν οι επιζώντες. Μας παρέπεμψαν στον Ερυθρό Σταυρό για να βρούμε τις οικογένειες μας. Ο μεγαλύτερος αδελφός μου, Ισαάκ, ήταν στη Νέα Υόρκη και η συνάντηση μας ήταν ανάμικτη από χαρά και λύπη. Ο πατέρας μου βρισκόταν ακόμη στη Γαλλία. Όμως, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι αν βρισκόταν μαζί μας στον ΤΙΤΑΝΙΚΟ, δεν θα είχε επιζήσει, εξ αιτίας της διαταγής για τη διάσωση γυναικών και παιδιών μόνο. Ίσως ακόμη να είχε επηρεαστεί και η δική μας διάσωση. Θα δυσκολευόμασταν ν’ αφήσουμε τον πατέρα πάνω στον ΤΙΤΑΝΙΚΟ κι εμείς να ζητήσουμε τη δική μας ασφάλεια. Ευτυχώς γι’ αυτόν, έφτασε χωρίς κανένα κίνδυνο μετά από τρεις μήνες μ’ ένα άλλο πλοίο.»
Ο θείος μου σταμάτησε να μιλάει, χάθηκε στις σκέψεις αυτής της τρομερής δοκιμασίας. Τελικά, διέκοψα το ονειροπόλημα του. «Σώθηκες απ’ αυτή την τραγωδία. Τώρα, πότε έμαθες γι’ αυτή την επερχόμενη θλίψη των ‘εσχάτων ημερών’;»
«Ας πάμε από το 1912 στο 1930», είπε. «Ένας ολοχρόνιος διάκονος από το Μπρούκλυν της Νέας Υόρκης, επισκέφθηκε το Τζάξονβιλ της Φλώριδας, όπου κατοικούσε η οικογένεια του μεγαλύτερου αδελφού μου και η οικογένεια μου, που την αποτελούσε η σύζυγός μου, ο γιος μου κι εγώ. Ο μεγαλύτερος αδελφός μου μελετούσε τη Γραφή με μερικούς Μάρτυρες του Ιεχωβά που μιλούσαν Αραβικά. Ο ίδιος είχε γίνει ζηλωτής Μάρτυρας. Ο διάκονος που λεγόταν Τζώρτζ Καφούρυ, διεξήγε αρκετές συναθροίσεις γι’ αυτούς που μιλούσαν Αραβικά. Πήρα ένα αντίτυπο του βιβλίου «Η Κιθάρα του Θεού» στα Αραβικά. Μετά από πολλούς καυγάδες με τον αδελφό μου, νευρίασα τόσο που τελικά του είπα, Σε αποκηρύσσω από αδελφό μου, επειδή εγκατέλειψες την αρχική Ελληνορθόδοξη θρησκεία σου. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ποτέ δεν θα ξανακάνεις το σημείο του σταυρού, το σύμβολο της Τριάδας.’
«Αγαπούσα τον αδελφό μου και μ’ ενοχλούσε πάρα πολύ αυτό το ρήγμα που υπήρχε ανάμεσα μας. Μετά από μήνες, συνέβη να πέσει στα χέρια μου αυτό το αντίτυπο της «Κιθάρας του Θεού» που είχα πάρει. Είχε πιάσει σκόνη, αλλά το άνοιξα κι άρχισα να το διαβάζω νωρίς το απόγευμα, και συνέχισα μετά τα μεσάνυχτα. Η αλήθεια του Λόγου του Θεού άρχισε να μπαίνει στην καρδιά μου. Άρχισα να παρακολουθώ μια αραβόφωνη μελέτη και βαφτίστηκα το 1933.
«Ένα ακόμα γεγονός ξεχωρίζει στη ζωή μου. Ήταν το 1949, όταν τελικά μπόρεσα να κάνω ένα ταξίδι που το ονειρευόμουνα πολλά χρόνια. Στο Λίβανο, είχα ένα μεγαλύτερο ετεροθαλή αδελφό, τον οποίο ήθελα να επισκεφθώ και να του μεταφέρω την ελπίδα της Βασιλείας. Καθώς πετούσαμε για το Λίβανο, περάσαμε πάνω από τη Γροιλανδία και επίσης πολύ κοντά πάνω από το σημείο που βούλιαξε ο Τιτανικός. Συγκινήθηκα καθώς κοιτούσα κάτω τα κρύα νερά του Ατλαντικού και θυμήθηκα εκείνη τη θλιβερή περίπτωση.
«Μια συνοδός, παρατηρώντας τα δάκρυα που μούσκεψαν το πρόσωπό μου, έσκυψε αθόρυβα, χτύπησε ελαφρά τον ώμο μου και ρώτησε: ‘Συμβαίνει τίποτα; Μπορώ να βοηθήσω;’ Απάντησα: ‘Όχι, απλώς σκεπτόμουν τότε που ήμουνα παιδί 12 χρονών. Βρισκόμουνα σ’ ένα μεγάλο πλοίο, τον ΤΙΤΑΝΙΚΟ που βούλιαξε και χάθηκαν 1.500 άνθρωποι μέσα σ’ αυτά τα νερά. Ακόμα δεν μπορώ να ξεχάσω εκείνο το μανιασμένο πρωινό και τις κραυγές για βοήθεια που έρχονταν από το σκοτάδι κι εκείνα τα παγωμένα νερά.’ ‘Ποσό θλιβερό είναι,’ είπε η όμορφη μελαχρινή συνοδός. ‘Θυμάμαι που διάβασα για τη συμφορά του ΤΙΤΑΝΙΚΟΥ.’
«Ολοκλήρωσα το ταξίδι στο Λίβανο. Ευτυχώς, ο μεγαλύτερος ετεροθαλής αδελφός μου ενδιαφέρθηκε για τη Βίβλο. Αργότερα έγινε ένας αφιερωμένος Χριστιανός Μάρτυρας του Ιεχωβά.»
Ο θείος μου Λούι, τελείωσε την ιστορία του με μια έκφραση ελπίδας ότι η βασιλεία του Θεού θα αντικαταστήσει το σημερινό σατανικό σύστημα πραγμάτων.
«Η αλήθεια του Λόγου του Θεού», δήλωσε, «είναι μια κατευθυντήρια δύναμη στη ζωή μου. Ευχαριστώ τον Ιεχωβά που επέζησα από τη καταστροφή του ΤΙΤΑΝΙΚΟΥ κι έχω την ευκαιρία να τον υπηρετώ τώρα σ’ αυτές τις κρίσιμες έσχατες ημέρες.» Έζησε κοντά στον μεγαλύτερο αδελφό του και τη σύζυγο του και μαζί μ’ αυτούς υπηρέτησε τον Ιεχωβά κάνοντας το καλύτερο που μπορούσε μέχρι την ημέρα του θανάτου του. Ποτέ δεν έπαψε να προσεύχεται να γίνει το θέλημα του Θεού στη γη όπως στον ουρανό. (Ματθ. 6:9, 10) Η ζωηρή του ελπίδα ήταν, αν πέθαινε πριν από τον Αρμαγεδδώνα να τον απελευθερώσει ο Θεός από τη δύναμη του τάφου με ανάσταση σε ζωή.
- Αναδημοσίευση από το ΞΥΠΝΑ του 1982, 22/3 σ. 3-8
Σχόλια (0)