Εσείς γνωρίζετε πώς Έφτασε η Αγία Γραφή σε Εμάς;—Μέρος Πρώτο, ντοκουμέντο
Σε κάποιο μικρό εργαστήριο, ένας τυπογράφος και οι νεαροί βοηθοί του δουλεύουν ρυθμικά το ξύλινο πιεστήριό τους, τοποθετώντας με προσοχή λευκά φύλλα χαρτί πάνω στα τυπογραφικά στοιχεία. Καθώς απομακρύνουν τα φύλλα, ελέγχουν το τυπωμένο κείμενο. Κρεμούν τις διπλωμένες σελίδες πάνω σε σχοινιά που έχουν τεντώσει από τον έναν τοίχο στον άλλον, για να στεγνώσουν.
Ξαφνικά, ακούγονται δυνατά χτυπήματα στην πόρτα. Ταραγμένος, ο τυπογράφος βγάζει το σύρτη από την πόρτα, και μια ομάδα οπλισμένων στρατιωτών ορμάει μέσα. Αρχίζουν να ερευνούν για το πιο απαγορευμένο είδος παράνομου εντύπου —την Αγία Γραφή στη γλώσσα του κοινού λαού!
Ήρθαν πολύ αργά. Προειδοποιημένοι για τον κίνδυνο, ο μεταφραστής και ένας βοηθός του έχουν ήδη σπεύσει στο εργαστήριο και, αφού άρπαξαν στην αγκαλιά τους τις σελίδες, διαφεύγουν ανεβαίνοντας τον ποταμό Ρήνο. Τουλάχιστον έχουν σώσει μέρος του έργου τους.
Ο μεταφραστής σε αυτή την περίπτωση ήταν ο Γουίλιαμ Τίντεϊλ, ο οποίος προσπαθούσε να τυπώσει την απαγορευμένη αγγλική «Καινή Διαθήκη» του στην Κολωνία της Γερμανίας, το 1525. Αυτό που του συνέβη αποδείχτηκε ότι ήταν κάθε άλλο παρά μεμονωμένο περιστατικό. Στη διάρκεια των σχεδόν 1.900 ετών που μεσολάβησαν από την ολοκλήρωση της συγγραφής της Αγίας Γραφής, πολλοί άντρες και γυναίκες διακινδύνευσαν τα πάντα για να μεταφράσουν και να διανείμουν το Λόγο του Θεού. Εμείς, σήμερα, εξακολουθούμε να ωφελούμαστε από το έργο τους. Τι έκαναν αυτοί; Πώς έφτασαν σε εμάς οι Γραφές που έχουμε τώρα στα χέρια μας;
Αρχική Αντιγραφή και Μετάφραση της Αγίας Γραφής
Οι αληθινοί υπηρέτες του Θεού ανέκαθεν έτρεφαν πολύ μεγάλο σεβασμό για το Λόγο του. Η «Νέα Καθολική Εγκυκλοπαίδεια» (New Catholic Encyclopedia) παραδέχεται: «Όπως και οι προγενέστεροι Ιουδαίοι, οι πρώτοι Χριστιανοί θεωρούσαν πολύτιμη την ανάγνωση των Ιερών Βιβλίων. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Ιησού (Ματ 4.4· 5.18· Λου 24.44· Ιωα 5.39), οι Απόστολοι ήταν εξοικειωμένοι με την Π[αλαιά] Δ[ιαθήκη], πράγμα που υποδηλώνει παρατεταμένη και προσεκτική ανάγνωση και μελέτη, και παρότρυναν τους μαθητές τους να κάνουν το ίδιο (Ρω 15.4· 2Τι 3.15-17)».
Για αυτόν το σκοπό, χρειαζόταν να γίνουν αντίγραφα της Αγίας Γραφής. Στους προχριστιανικούς χρόνους, μεγάλο μέρος αυτής της εργασίας γινόταν από υψηλού επιπέδου επαγγελματίες ‘επιδέξιους αντιγραφείς’, οι οποίοι έτρεμαν τα λάθη. (Έσδρας 7:6, 11, 12, ΜΝΚ) Επιδιώκοντας το τέλειο, έθεσαν ένα υψηλό πρότυπο για όλους τους μεταγενέστερους αντιγραφείς της Αγίας Γραφής.
Εντούτοις, στη διάρκεια του τέταρτου αιώνα Π.Κ.Χ., εμφανίστηκε ένα πρόβλημα. Ο Μέγας Αλέξανδρος ήθελε να εκπαιδευτούν όλοι οι λαοί του κόσμου στον ελληνικό πολιτισμό. Οι κατακτήσεις του εδραίωσαν την κοινή ελληνική ως τη διεθνώς ομιλούμενη γλώσσα σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή. Ως αποτέλεσμα, πολλοί Ιουδαίοι μεγάλωσαν χωρίς ποτέ να μάθουν να διαβάζουν εβραϊκά, και έτσι δεν ήταν σε θέση να διαβάζουν τις Γραφές. Γι’ αυτό, γύρω στο 280 Π.Κ.Χ., μια ομάδα λογίων της εβραϊκής συγκεντρώθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου για να μεταφράσει την Εβραϊκή Αγία Γραφή στην κοινή ελληνική, τη γλώσσα του λαού. Η μετάφρασή τους έγινε γνωστή ως η Μετάφραση των Εβδομήκοντα, όνομα το οποίο συνδεόταν με τον κατά προσέγγιση αριθμό των μεταφραστών που, όπως πιστεύεται, περιλαμβάνονταν στο έργο. Ολοκληρώθηκε γύρω στο 150 Π.Κ.Χ.
Τον καιρό του Ιησού, η εβραϊκή εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται στην Παλαιστίνη. Ωστόσο η κοινή ελληνική ήταν η γλώσσα που επικρατούσε εκεί καθώς και στις υπόλοιπες απομακρυσμένες επαρχίες του ρωμαϊκού κόσμου. Γι’ αυτό, οι Χριστιανοί συγγραφείς της Αγίας Γραφής χρησιμοποίησαν αυτή τη διαδεδομένη μορφή της ελληνικής προκειμένου να φτάσουν σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους των εθνών. Επίσης, παρέθεταν ελεύθερα από τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα και χρησιμοποιούσαν πολλούς από τους όρους της.
Εφόσον οι πρώτοι Χριστιανοί ήταν ζηλωτές ιεραπόστολοι, έγιναν γρήγορα επιδέξιοι στο να χρησιμοποιούν τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα για να αποδεικνύουν ότι ο Ιησούς ήταν ο από πολλού αναμενόμενος Μεσσίας. Αυτό δυσαρέστησε τους Ιουδαίους και τους υποκίνησε να ετοιμάσουν ορισμένες νέες μεταφράσεις στην ελληνική, οι οποίες ήταν σχεδιασμένες έτσι ώστε να στερούν από τους Χριστιανούς τα επιχειρήματά τους αναθεωρώντας τα βασικά αποδεικτικά τους εδάφια. Παραδείγματος χάρη, στο εδάφιο Ησαΐας 7:14, η Μετάφραση των Εβδομήκοντα χρησιμοποιούσε τη λέξη «παρθένος», αναφερόμενη προφητικά στη μητέρα του Μεσσία. Οι νέες μεταφράσεις χρησιμοποιούσαν μια διαφορετική ελληνική λέξη, η οποία σημαίνει «νεαρή γυναίκα». Η συνεχιζόμενη χρήση της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα από μέρους των Χριστιανών τελικά έκανε τους Ιουδαίους να εγκαταλείψουν εντελώς την τακτική τους και να προωθήσουν την επιστροφή στην εβραϊκή. Σε τελική ανάλυση, αυτή η ενέργεια αποδείχτηκε ευεργετική για τη μετέπειτα μετάφραση της Αγίας Γραφής, επειδή συνέβαλε στο να παραμείνει ζωντανή η εβραϊκή γλώσσα.
Οι Πρώτοι Εκδότες Χριστιανικών Βιβλίων
Οι ζηλωτές πρώτοι Χριστιανοί άρχισαν να παράγουν όσα αντίγραφα της Αγίας Γραφής μπορούσαν, αντιγράφοντάς τα όλα με το χέρι. Ήταν επίσης πρωτοπόροι στη χρησιμοποίηση του κώδικα, ο οποίος είχε σελίδες όπως ένα σύγχρονο βιβλίο, αντί να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν ρόλους. Εκτός από το ότι διευκόλυνε τη γρήγορη ανεύρεση εδαφίων, ο κώδικας, σε έναν και μόνο τόμο, μπορούσε να περιέχει περισσότερα από όσα ήταν δυνατόν να καταγραφούν σε ένα ρόλο — λόγου χάρη, όλες τις Ελληνικές Γραφές ή ακόμη και ολόκληρη την Αγία Γραφή.
Ο κανόνας των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών ολοκληρώθηκε γύρω στο 98 Κ.Χ., με τα βιβλία του τελευταίου επιζώντα αποστόλου, του Ιωάννη. Υπάρχει ένα απόσπασμα από αντίγραφο του Ευαγγελίου του Ιωάννη, το οποίο αποκαλείται Πάπυρος Ράιλαντς 457 (P52), που χρονολογείται όχι αργότερα από το 125 Κ.Χ. Γύρω στο 150 ως το 170 Κ.Χ. κιόλας, ο Τατιανός, ένας μαθητής του Ιουστίνου του Μάρτυρα, συνέταξε το Διατεσσάρων, μια σύνθετη αφήγηση της ζωής του Ιησού με πληροφορίες οι οποίες είχαν συγκεντρωθεί από τα ίδια τέσσερα Ευαγγέλια που βρίσκονται στις σύγχρονες Γραφές μας. Με αυτό το έργο έδειχνε ότι θεωρούσε αυθεντικά μόνο εκείνα τα Ευαγγέλια και ότι αυτά βρίσκονταν ήδη σε κυκλοφορία. Περίπου το 170 Κ.Χ., καταρτίστηκε ο αρχαιότερος γνωστός κατάλογος των βιβλίων της «Καινής Διαθήκης», ο οποίος αποκαλείται Μουρατόρειο Απόσπασμα. Αυτό καταγράφει τα περισσότερα βιβλία των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών.
Η διάδοση των Χριστιανικών πεποιθήσεων δημιούργησε σύντομα την ανάγκη για μεταφράσεις των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών καθώς και των Εβραϊκών Γραφών. Έγιναν τελικά πολυάριθμες μεταφράσεις σε γλώσσες όπως η αρμενική, η γεωργιανή, η κοπτική και η συριακή. Πολλές φορές χρειαζόταν να επινοηθούν αλφάβητα απλώς και μόνο για αυτόν το σκοπό. Παραδείγματος χάρη, ο Ουλφίλας, ένας επίσκοπος της Ρωμαϊκής Εκκλησίας ο οποίος έζησε τον τέταρτο αιώνα, λέγεται ότι εφεύρε το γοτθικό σύστημα γραφής για να μεταφράσει την Αγία Γραφή. Παρέλειψε όμως τα βιβλία Βασιλέων επειδή θεωρούσε ότι αυτά θα ενθάρρυναν τις πολεμοχαρείς τάσεις των Γότθων. Πάντως, αυτή η ενέργεια δεν εμπόδισε τους «εκχριστιανισμένους» Γότθους να λεηλατήσουν τη Ρώμη το 410 Κ.Χ.!
Λατινικές και Σλαβονικές Άγιες Γραφές
Στο μεταξύ, η λατινική γλώσσα άρχισε να επικρατεί, και εμφανίστηκαν αρκετές εκδόσεις στην παλαιά λατινική. Διέφεραν όμως στο ύφος και στην ακρίβεια. Έτσι, το 382 Κ.Χ., ο Πάπας Δάμασος ανέθεσε στο γραμματέα του, τον Ιερώνυμο, να ετοιμάσει μια έγκυρη λατινική Αγία Γραφή.
Ο Ιερώνυμος ξεκίνησε αναθεωρώντας τις λατινικές εκδόσεις των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών. Για τις Εβραϊκές Γραφές, όμως, επέμενε να μεταφράσει από την πρωτότυπη εβραϊκή. Έτσι, το 386 Κ.Χ., πήγε και εγκαταστάθηκε στη Βηθλεέμ για να μελετήσει την εβραϊκή και να ζητήσει τη βοήθεια ενός ραβίνου. Αυτή η ενέργεια έγινε αιτία μεγάλης αντιλογίας στους εκκλησιαστικούς κύκλους. Μερικοί, περιλαμβανομένου και του Αυγουστίνου, ο οποίος ήταν σύγχρονος του Ιερώνυμου, πίστευαν ότι η Μετάφραση των Εβδομήκοντα ήταν θεόπνευστη και κατηγόρησαν τον Ιερώνυμο ότι «στράφηκε στους Ιουδαίους». Προχωρώντας σταθερά, ο Ιερώνυμος ολοκλήρωσε το έργο του γύρω στο 400 Κ.Χ. Πλησιάζοντας στην πηγή των πρωτότυπων γλωσσών και γραπτών κειμένων και αποδίδοντάς τα στη ζωντανή γλώσσα των ημερών του, ο Ιερώνυμος προηγήθηκε από τις σύγχρονες μεταφραστικές μεθόδους κατά χίλια χρόνια. Το έργο του έγινε γνωστό ως η Βουλγάτα, ή αλλιώς Κοινή Έκδοση, και ωφέλησε τους ανθρώπους επί αιώνες.
Στον ανατολικό Χριστιανικό κόσμο, πολλοί ήταν ακόμη σε θέση να διαβάζουν τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα καθώς και τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. Αργότερα, όμως, η παλαιά σλαβονική, ο πρόδρομος των σημερινών σλαβικών γλωσσών, έγινε η κύρια γλώσσα στη βορειοανατολική Ευρώπη. Το 863 Κ.Χ., δυο ελληνόφωνοι, ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος που ήταν αδέλφια, πήγαν στη Μοραβία, η οποία τώρα βρίσκεται στην Τσεχία. Άρχισαν να μεταφράζουν την Αγία Γραφή στην παλαιά σλαβονική. Για να το κάνουν αυτό, επινόησαν το γλαγολιτικό αλφάβητο, το οποίο αργότερα παραγκωνίστηκε από το κυριλλικό αλφάβητο, που ονομάστηκε έτσι προς τιμή του Κύριλλου. Από αυτό προήλθε το ρωσικό, το ουκρανικό, το σερβικό και το βουλγαρικό σύστημα γραφής της εποχής μας. Η σλαβονική Αγία Γραφή εξυπηρέτησε τις ανάγκες των ανθρώπων εκείνης της περιοχής επί γενιές ολόκληρες. Με τον καιρό, όμως, καθώς άλλαζαν οι γλώσσες, αυτή έγινε ακατάληπτη για το μέσο άνθρωπο.
Η Εβραϊκή Αγία Γραφή Επιζεί
Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, από τον έκτο περίπου μέχρι το δέκατο αιώνα Κ.Χ., μια ομάδα Εβραίων που ήταν γνωστοί ως Μασορίτες ανέπτυξαν συστηματικές μεθόδους αντιγραφής ώστε να διαφυλάξουν το κείμενο των Εβραϊκών Γραφών. Έφτασαν μάλιστα μέχρι του σημείου να μετράνε όλες τις γραμμές, ακόμη και το κάθε γράμμα, επισημαίνοντας τις διαφορές ανάμεσα στα χειρόγραφα, και όλα αυτά σε μια προσπάθεια να διαφυλάξουν ένα αυθεντικό κείμενο. Οι προσπάθειές τους δεν ήταν μάταιες. Για να παραθέσουμε ένα μόνο παράδειγμα, η σύγκριση ανάμεσα σε Μασοριτικά κείμενα που υπάρχουν σήμερα και στους ρόλους της Νεκράς Θαλάσσης, που γράφτηκαν μεταξύ του 250 Π.Κ.Χ. και του 50 Κ.Χ., δεν δείχνει καμιά δογματική αλλαγή μέσα σε 1.000 χρόνια και πλέον.
Στην Ευρώπη, ο Μεσαίωνας ήταν γενικά συνώνυμος με τους Σκοτεινούς Αιώνες. Η ανάγνωση και η μάθηση είχαν υποβαθμιστεί ανάμεσα στο λαό. Τελικά, ακόμη και οι κληρικοί, ως επί το πλείστον, δεν ήταν πια σε θέση να διαβάζουν την εκκλησιαστική λατινική και συχνά δεν μπορούσαν να διαβάσουν ούτε τη δική τους γλώσσα. Κατά την περίοδο αυτή, επίσης, στην Ευρώπη έκλειναν τους Εβραίους σε γκέτο. Εν μέρει εξαιτίας αυτής της απομόνωσης διαφυλάχτηκε η λόγια γνώση της Βιβλικής εβραϊκής. Ωστόσο, εξαιτίας προκατάληψης και έλλειψης εμπιστοσύνης, η γνώση των Εβραίων συχνά ήταν απρόσιτη εκτός των γκέτο. Στη δυτική Ευρώπη, η γνώση της ελληνικής βρισκόταν επίσης σε παρακμή. Η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο λόγω της ευλάβειας που έτρεφε η Δυτική Εκκλησία για τη λατινική Βουλγάτα του Ιερώνυμου. Αυτή γενικά θεωρούνταν η μόνη έγκυρη έκδοση, παρ’ όλο που στο τέλος της Μασοριτικής περιόδου η λατινική κατέληξε σταδιακά να γίνει μια νεκρή γλώσσα. Έτσι, καθώς η επιθυμία για γνώση της Αγίας Γραφής άρχισε σιγά σιγά να αναπτύσσεται, είχε στηθεί το σκηνικό για μια μεγάλη σύγκρουση.
Η Μετάφραση της Αγίας Γραφής Αντιμετωπίζει Εναντίωση
Το 1079, ο Πάπας Γρηγόριος Ζ΄ εξέδωσε το πρώτο από μια σειρά πολλών μεσαιωνικών εκκλησιαστικών διαταγμάτων που απαγόρευαν την παραγωγή και, μερικές φορές, ακόμη και την κατοχή εκδόσεων στην καθομιλουμένη. Απέσυρε την έγκριση για τέλεση της Θείας Λειτουργίας στη σλαβονική με τη δικαιολογία ότι κάτι τέτοιο θα απαιτούσε να μεταφραστούν τμήματα της Αγίας Γραφής. Υιοθετώντας εντελώς διαφορετική στάση από ό,τι οι πρώτοι Χριστιανοί, έγραψε: «Ο Παντοδύναμος Θεός θέλησε να είναι η αγία γραφή απόρρητη σε ορισμένα μέρη». Εφόσον αυτή ήταν η επίσημη θέση της εκκλησίας, οι υποστηρικτές της ανάγνωσης της Αγίας Γραφής θεωρούνταν ολοένα και περισσότερο επικίνδυνοι.
Παρά το αρνητικό κλίμα, η αντιγραφή και η μετάφραση της Αγίας Γραφής στις κοινές γλώσσες συνεχίστηκε. Εκδόσεις σε πολλές γλώσσες κυκλοφόρησαν κρυφά στην Ευρώπη. Όλες αυτές είχαν γραφτεί με το χέρι, εφόσον η εκτύπωση με κινητά στοιχεία δεν εφευρέθηκε στην Ευρώπη παρά μόνο στα μέσα του 15ου αιώνα. Εντούτοις, εφόσον τα αντίγραφα ήταν ακριβά και περιορισμένα σε αριθμό, ο απλός πολίτης μπορούσε να θεωρεί τον εαυτό του ευτυχή αν αποκτούσε μόνο ένα μέρος από κάποιο βιβλίο της Αγίας Γραφής ή απλώς λίγες σελίδες. Μερικοί αποστήθιζαν τεράστιες περικοπές, ακόμη και ολόκληρες τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές!
Αργότερα, όμως, άρχισαν να εμφανίζονται εκτεταμένα κινήματα που ζητούσαν την αναμόρφωση της εκκλησίας. Αυτά υποκινούνταν εν μέρει από την ανανεωμένη συνειδητοποίηση της σπουδαιότητας του Λόγου του Θεού για την καθημερινή ζωή. Πώς θα επηρέαζαν την Αγία Γραφή αυτά τα κινήματα καθώς και η ανάπτυξη της τυπογραφίας; Και τι έγινε με τον Γουίλιαμ Τίντεϊλ και τη μετάφρασή του, που αναφέρθηκαν στην αρχή; Θα παρακολουθήσουμε αυτή τη συναρπαστική ιστορία μέχρι τη δική μας εποχή.
[Υποσημειώσεις]
Το βιβλίο «Ο Μεγαλύτερος Άνθρωπος που Έζησε Ποτέ», το οποίο είναι έκδοση της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά, αποτελεί ένα σύγχρονο παράδειγμα συνδυασμένης αφήγησης που βασίζεται και στα τέσσερα Ευαγγέλια.
Βλέπε «Ενόραση στις Γραφές», Τόμος 2, σελίδα 315 (στην αγγλική), που είναι έκδοση της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά.
- Αναδημοσίευση από τη ΣΚΟΠΙΑ της 15 Αυγούστου 1997
Σχόλια (0)