«Άπλετο Φως» στην Αγία Γραφή από την Παλαιότερη Βιβλιοθήκη της Ρωσίας. Το γνωρίζατε;
Αυτή είναι η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ρωσίας στεγάζει μια από τις μεγαλύτερες συλλογές αρχαίων χειρογράφων στον κόσμο. Το όνομα της βιβλιοθήκης έχει αλλάξει εφτά φορές μέσα σε δύο αιώνες, αντανακλώντας τη ρωσική ιστορία.
Τόσο ο Σιναϊτικός Κώδικας, ένα χειρόγραφο τους βλέπετε εδώ, όσο και ο Κώδικας του Λένινγκραντ είχαν πολύτιμη συμβολή στη Μετάφραση Νέου Κόσμου, η οποία είναι έκδοση των Μαρτύρων του Ιεχωβά και κυκλοφόρησε στην πλήρη της μορφή το 1961.
Δυο λόγιοι αναζητούν αρχαία Βιβλικά χειρόγραφα. Ταξιδεύουν ο καθένας μόνος του μέσα από ερήμους και ψάχνουν σπηλιές, μοναστήρια και αρχαίες κατοικίες σε βράχους. Χρόνια αργότερα, οι δρόμοι τους συναντιούνται στην παλιότερη δημόσια βιβλιοθήκη της Ρωσίας, στην οποία φέρνονται κάποιες από τις πιο συναρπαστικές ανακαλύψεις Βιβλικών κειμένων που έχει γνωρίσει ποτέ ο κόσμος. Ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι; Πώς κατέληξαν στη Ρωσία οι θησαυροί που ανακάλυψαν;
Αρχαία Χειρόγραφα — Στοιχεία
Υπέρ του Λόγου του Θεού
Για να γνωρίσουμε τον έναν από αυτούς τους δύο λογίους, πρέπει να γυρίσουμε στην αρχή του 19ου αιώνα, όταν σάρωναν την Ευρώπη οι άνεμοι μιας επανάστασης στο χώρο της διανόησης. Επρόκειτο για μια εποχή επιστημονικής προόδου και πολιτιστικών επιτευγμάτων, η οποία προήγαγε το σκεπτικισμό για τις παραδοσιακές πεποιθήσεις. Οι ανώτεροι κριτικοί προσπαθούσαν να υπονομεύσουν το κύρος της Αγίας Γραφής. Μάλιστα, διάφοροι λόγιοι εξέφραζαν αμφιβολίες για την αυθεντικότητα του ίδιου του Βιβλικού κειμένου.
Ορισμένοι ειλικρινείς υπέρμαχοι της Γραφής διέκριναν ότι κάποια νέα στοιχεία —όπως αρχαία Βιβλικά χειρόγραφα που δεν είχαν ανακαλυφτεί ακόμα— θα υποστήριζαν αναμφίβολα την ακεραιότητα του κειμένου του Λόγου του Θεού. Αν μπορούσαν να βρεθούν παλιότερα χειρόγραφα από τα μέχρι τότε σωζόμενα, αυτά θα αποτελούσαν σιωπηλούς μάρτυρες υπέρ της γνησιότητας του κειμένου της Γραφής, παρότι είχαν γίνει επανειλημμένες απόπειρες να καταστραφεί ή να παραποιηθεί το άγγελμά της. Αυτά τα χειρόγραφα θα εξέθεταν επίσης τα λίγα σημεία όπου είχαν παρεισφρήσει εσφαλμένες αποδόσεις στο κείμενο.
Μερικές από τις πιο έντονες αντιλογίες γύρω από την αυθεντικότητα της Γραφής μαίνονταν στη Γερμανία. Εκεί κάποιος νεαρός καθηγητής εγκατέλειψε την άνετη ακαδημαϊκή ζωή του για να κάνει ένα ταξίδι το οποίο επρόκειτο να τον οδηγήσει σε μια από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις όλων των εποχών γύρω από την Αγία Γραφή. Ο Κονσταντίν φον Τίσεντορφ, όπως ονομαζόταν, ήταν λόγιος της Αγίας Γραφής ο οποίος, απορρίπτοντας την ανώτερη κριτική, υπερασπίστηκε με αξιοσημείωτη επιτυχία την αυθεντικότητα του Βιβλικού κειμένου. Το πρώτο του ταξίδι στην έρημο του Σινά το 1844 στέφθηκε με απίστευτη επιτυχία. Μια τυχαία ματιά στο καλάθι των αχρήστων κάποιου μοναστηριού αποκάλυψε ένα αρχαίο αντίγραφο της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα, δηλαδή της μετάφρασης των Εβραϊκών Γραφών στην ελληνική —το παλιότερο που είχε βρεθεί ποτέ!
Περιχαρής, ο Τίσεντορφ κατάφερε να πάρει μαζί του 43 φύλλα. Μολονότι ήταν πεπεισμένος ότι υπήρχαν και άλλα, όταν ξαναπήγε εκεί το 1853 βρήκε μόνο ένα απόσπασμα χειρογράφου. Πού ήταν τα υπόλοιπα; Καθώς οι χρηματικοί του πόροι είχαν εξαντληθεί, ο Τίσεντορφ επιζήτησε την οικονομική υποστήριξη κάποιου εύπορου χορηγού, και αποφάσισε να φύγει και πάλι από την πατρίδα του αναζητώντας αρχαία χειρόγραφα. Προτού, όμως, αναχωρήσει για αυτή την αποστολή, θα απευθυνόταν στον τσάρο της Ρωσίας.
Ο Τσάρος Ενδιαφέρεται
Ο Τίσεντορφ μπορεί κάλλιστα να αναρωτιόταν τι υποδοχής θα τύχαινε ένας Προτεστάντης λόγιος όπως αυτός στη Ρωσία, μια αχανή χώρα που είχε ασπαστεί την Ορθοδοξία. Ευτυχώς, η Ρωσία είχε εισέλθει σε μια ευνοϊκή εποχή αλλαγών και μεταρρυθμίσεων. Χάρη στην έμφαση που δινόταν στην εκπαίδευση, είχε ιδρυθεί η Αυτοκρατορική Βιβλιοθήκη της Αγίας Πετρούπολης το 1795 από την Αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄ (γνωστή επίσης ως Αικατερίνη η Μεγάλη). Ως η πρώτη δημόσια βιβλιοθήκη της Ρωσίας, είχε δώσει σε εκατομμύρια ανθρώπους πρόσβαση σε πληθώρα έντυπης ύλης.
Αν και έχαιρε αναγνώρισης ως μια από τις καλύτερες βιβλιοθήκες της Ευρώπης, η Αυτοκρατορική Βιβλιοθήκη είχε ένα μειονέκτημα. Πενήντα χρόνια μετά την ίδρυσή της, διέθετε μόνο έξι εβραϊκά χειρόγραφα. Δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στο αυξανόμενο ενδιαφέρον που υπήρχε στη Ρωσία για τη μελέτη των Βιβλικών γλωσσών και των διαφόρων μεταφράσεων της Αγίας Γραφής. Η Αικατερίνη Β΄ είχε στείλει λογίους σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια για να μελετήσουν την εβραϊκή. Μετά την επιστροφή των λογίων, άρχισαν να γίνονται μαθήματα εβραϊκής σε μεγάλες ρωσικές Ορθόδοξες θεολογικές σχολές, και για πρώτη φορά Ρώσοι λόγιοι άρχισαν να εργάζονται για να ετοιμάσουν μια επακριβή μετάφραση της Αγίας Γραφής από την αρχαία εβραϊκή στη ρωσική. Αντιμετώπισαν, όμως, έλλειψη χρηματικών πόρων αλλά και εναντίωση από συντηρητικούς εκκλησιαστικούς ηγέτες. Ο αληθινός διαφωτισμός δεν είχε αρχίσει ακόμα για τους εκζητητές της Γραφικής γνώσης.
Ο τσάρος Αλέξανδρος Β΄ κατάλαβε αμέσως την αξία της αποστολής του Τίσεντορφ και πρόσφερε την οικονομική του υποστήριξη. Παρά τη «ζηλόφθονη και φανατισμένη εναντίωση» ορισμένων, ο Τίσεντορφ επέστρεψε από την αποστολή του στο Σινά φέρνοντας το υπόλοιπο αντίγραφο της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα. Αυτό το αντίγραφο, το οποίο ονομάστηκε αργότερα Σιναϊτικός Κώδικας, εξακολουθεί να είναι ένα από τα παλιότερα Βιβλικά χειρόγραφα που υπάρχουν. Πίσω στην Αγία Πετρούπολη, ο Τίσεντορφ έσπευσε στην κατοικία του τσάρου, τα Αυτοκρατορικά Χειμερινά Ανάκτορα. Πρότεινε στον τσάρο να υποστηρίξει «ένα από τα μεγαλύτερα εγχειρήματα στην κριτική μελέτη και στην έρευνα του Βιβλικού κειμένου» —τη δημοσίευση του χειρογράφου που είχε ανακαλυφτεί πρόσφατα και το οποίο αργότερα τοποθετήθηκε στην Αυτοκρατορική Βιβλιοθήκη. Ο τσάρος συμφώνησε πρόθυμα, και ο πανευτυχής Τίσεντορφ έγραψε αργότερα: «Η θεία πρόνοια έδωσε στη γενιά μας . . . τη Σιναϊτική Βίβλο, ώστε να αποτελέσει για εμάς λαμπρό και άπλετο φως όσον αφορά το πραγματικό κείμενο του γραπτού Λόγου του Θεού, και να μας βοηθήσει να υπερασπιστούμε την αλήθεια εδραιώνοντας την αυθεντική μορφή της».
Βιβλικοί Θησαυροί από την Κριμαία
Στην αρχή του άρθρου αναφέρθηκε άλλος ένας λόγιος ο οποίος αναζητούσε Βιβλικούς θησαυρούς. Ποιος ήταν αυτός; Λίγα χρόνια προτού επιστρέψει ο Τίσεντορφ στη Ρωσία, έγινε μια προσφορά στην Αυτοκρατορική Βιβλιοθήκη η οποία ήταν τόσο απίστευτη ώστε κίνησε το ενδιαφέρον του τσάρου και έφερε στη Ρωσία λογίους από όλη την Ευρώπη. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους. Είχαν μπροστά τους μια τεράστια συλλογή που περιλάμβανε χειρόγραφα και άλλη ύλη. Η συλλογή αυτή αποτελούνταν από 2.412 κομμάτια —εκπληκτικός αριθμός— από τα οποία τα 975 ήταν χειρόγραφα και ρόλοι. Σε αυτά συγκαταλέγονταν 45 Βιβλικά χειρόγραφα που χρονολογούνταν πριν από το δέκατο αιώνα. Όσο απίστευτο και αν φαινόταν, όλα αυτά τα χειρόγραφα τα είχε συγκεντρώσει σχεδόν μόνος του κάποιος ονόματι Αβραάμ Φιρκόβιτς, Καραΐτης λόγιος ο οποίος ήταν τότε πάνω από 70 ετών! Αλλά ποιοι ήταν οι Καραΐτες;
Αυτό το ερώτημα ενδιέφερε πολύ τον τσάρο. Η Ρωσία είχε επεκτείνει τα όριά της συμπεριλαμβάνοντας εδάφη τα οποία ανήκαν προηγουμένως σε άλλα κράτη. Αυτό έφερε νέες εθνότητες στην αυτοκρατορία. Στη γραφική περιοχή της Κριμαίας, στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, κατοικούσε ένας λαός που φαινόταν ιουδαϊκός αλλά είχε τουρκικά έθιμα και μιλούσε μια γλώσσα συγγενική της ταταρικής. Αυτοί οι Καραΐτες κατάγονταν από Ιουδαίους που είχαν εξοριστεί στη Βαβυλώνα μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 607 Π.Κ.Χ. Ανόμοια με τους ραβινικούς Ιουδαίους, όμως, απέρριπταν το Ταλμούδ και έδιναν έμφαση στην ανάγνωση των Γραφών. Οι Καραΐτες της Κριμαίας επιθυμούσαν διακαώς να παρουσιάσουν στον τσάρο αποδείξεις για το ότι διέφεραν από τους ραβινικούς Ιουδαίους, ώστε εκείνος να τους αναγνωρίσει ξεχωριστή υπόσταση. Παρουσιάζοντας αρχαία χειρόγραφα που ανήκαν σε Καραΐτες, έλπιζαν να αποδείξουν ότι κατάγονταν από Ιουδαίους οι οποίοι είχαν μεταναστεύσει στην Κριμαία μετά την εξορία στη Βαβυλώνα.
Όταν ο Φιρκόβιτς άρχισε να ψάχνει για αρχαία συγγράμματα και χειρόγραφα, ξεκίνησε από τις κατοικίες στους βράχους που βρίσκονταν στο Τσουφούτ-Καλέ της Κριμαίας. Γενιές Καραϊτών είχαν ζήσει και είχαν ασκήσει τα λατρευτικά τους καθήκοντα μέσα σε αυτά τα μικρά σπίτια που ήταν χτισμένα με πέτρες τις οποίες είχαν αποσπάσει από τους βράχους και τις είχαν πελεκήσει. Οι Καραΐτες δεν κατέστρεφαν ποτέ τα φθαρμένα αντίγραφα των Γραφών όπου εμφανιζόταν το θεϊκό όνομα Ιεχωβά, επειδή θεωρούσαν μια τέτοια πράξη ιεροσυλία. Τα χειρόγραφα τοποθετούνταν προσεκτικά σε μια μικρή αποθήκη η οποία λεγόταν γκενίζα, που σημαίνει «κρυψώνα» στην εβραϊκή. Επειδή οι Καραΐτες είχαν βαθύ σεβασμό για το θεϊκό όνομα, σπάνια πείραζαν αυτές τις περγαμηνές.
Απτόητος από τη σκόνη τόσων αιώνων, ο Φιρκόβιτς ερεύνησε προσεκτικά τις γκενίζες. Σε μια από αυτές βρήκε το περίφημο χειρόγραφο του 916 Κ.Χ. Γνωστό ως Κώδικας της Πετρούπολης με τους Μεταγενέστερους Προφήτες, το χειρόγραφο αυτό είναι ένα από τα παλιότερα σωζόμενα αντίγραφα των Εβραϊκών Γραφών.
Ο Φιρκόβιτς κατάφερε να συγκεντρώσει μεγάλο αριθμό χειρογράφων, και το 1859 αποφάσισε να προσφέρει την τεράστια συλλογή του στην Αυτοκρατορική Βιβλιοθήκη. Το 1862, ο Αλέξανδρος Β΄ βοήθησε να αγοραστεί η συλλογή για λογαριασμό της βιβλιοθήκης έναντι του αστρονομικού για την εποχή ποσού των 125.000 ρουβλίων. Εκείνον τον καιρό, ολόκληρος ο ετήσιος προϋπολογισμός της βιβλιοθήκης δεν ξεπερνούσε τα 10.000 ρούβλια! Μεταξύ των νέων αποκτημάτων ήταν και ο πασίγνωστος Κώδικας του Λένινγκραντ (Β 19Α). Αυτός χρονολογείται από το 1008 και είναι το παλιότερο ολοκληρωμένο αντίγραφο των Εβραϊκών Γραφών στον κόσμο. Κάποιος λόγιος σχολίασε ότι αυτό είναι «πιθανότατα το σημαντικότερο χειρόγραφο της Βίβλου, διότι καθόρισε το κείμενο των πιο σύγχρονων κριτικών εκδόσεων των Εβραϊκών Γραφών». Το ίδιο εκείνο έτος, το 1862, εκδόθηκε ο Σιναϊτικός Κώδικας του Τίσεντορφ και έτυχε παγκόσμιας αποδοχής.
Πνευματική Διαφώτιση στους Σύγχρονους Καιρούς
Η βιβλιοθήκη που είναι τώρα γνωστή ως Εθνική Βιβλιοθήκη της Ρωσίας στεγάζει μια από τις μεγαλύτερες συλλογές αρχαίων χειρογράφων στον κόσμο. Το όνομα της βιβλιοθήκης έχει αλλάξει εφτά φορές μέσα σε δύο αιώνες, αντανακλώντας τη ρωσική ιστορία. Ένα πασίγνωστο όνομά της είναι Κρατική Δημόσια Βιβλιοθήκη Σαλτικόφ-Στσεντρίν. Μολονότι η βιβλιοθήκη δεν έμεινε αλώβητη από τις αναταραχές του 20ού αιώνα, τα χειρόγραφά της διασώθηκαν ακέραια και από τους δύο παγκόσμιους πολέμους καθώς και από την πολιορκία του Λένινγκραντ. Πώς ωφελούμαστε εμείς από αυτά τα χειρόγραφα;
Τα αρχαία χειρόγραφα είναι η αξιόπιστη βάση για πολλές σύγχρονες μεταφράσεις της Γραφής. Δίνουν στους ειλικρινείς εκζητητές της αλήθειας τη δυνατότητα να έχουν μια σαφή απόδοση των Αγίων Γραφών. Τόσο ο Σιναϊτικός Κώδικας όσο και ο Κώδικας του Λένινγκραντ είχαν πολύτιμη συμβολή στη Μετάφραση Νέου Κόσμου, η οποία είναι έκδοση των Μαρτύρων του Ιεχωβά και κυκλοφόρησε στην πλήρη της μορφή το 1961. Για παράδειγμα, η Μπίμπλια Χεμπράικα Στουτγκαρτένσια (Biblia Hebraica Stuttgartensia) και η Μπίμπλια Χεμπράικα (Biblia Hebraica) του Κίτελ, τις οποίες χρησιμοποίησε η Επιτροπή Μετάφρασης Νέου Κόσμου, βασίζονται στον Κώδικα του Λένινγκραντ και χρησιμοποιούν το Τετραγράμματο, δηλαδή το θεϊκό όνομα, 6.828 φορές στο πρωτότυπο κείμενο.
Σχετικά λίγοι αναγνώστες της Γραφής γνωρίζουν πόσα οφείλουν στην αθόρυβη βιβλιοθήκη της Αγίας Πετρούπολης και στα χειρόγραφά της, μερικά από τα οποία φέρουν το προηγούμενο όνομα της πόλης, Λένινγκραντ. Εντούτοις, οφείλουμε πολύ περισσότερα σε Εκείνον που ενέπνευσε τη συγγραφή της Αγίας Γραφής, τον Ιεχωβά, ο οποίος παρέχει πνευματικό φως. Γι’ αυτό, ο ψαλμωδός τον ικέτευσε: «Στείλε το φως σου και την αλήθεια σου. Αυτά ας με οδηγούν».—Ψαλμός 43:3.
Το θεϊκό όνομα ήταν γνωστό και χρησιμοποιούνταν
Ο Ιεχωβά με τη σοφία του φρόντισε να διατηρηθεί ο Λόγος του, η Αγία Γραφή, μέχρι τους σύγχρονους καιρούς. Η επιμελής εργασία των γραμματέων στο διάβα των αιώνων έπαιξε ρόλο στη διατήρησή της. Οι πιο σχολαστικοί από αυτούς ήταν οι Μασορίτες, επαγγελματίες Εβραίοι γραμματείς οι οποίοι εργάστηκαν από τον έκτο ως το δέκατο αιώνα Κ.Χ. Η αρχαία εβραϊκή γραφόταν χωρίς φωνήεντα. Με το πέρασμα του χρόνου αυτό αύξησε τον κίνδυνο να χαθεί η σωστή προφορά καθώς η αραμαϊκή αντικαθιστούσε την εβραϊκή. Οι Μασορίτες ανέπτυξαν ένα σύστημα φωνηεντικών σημείων τα οποία πρόσθεταν στο Βιβλικό κείμενο υποδεικνύοντας έτσι την ορθή προφορά των εβραϊκών λέξεων.
Είναι αξιοσημείωτο ότι σύμφωνα με τα μασοριτικά φωνηεντικά σημεία στον Κώδικα του Λένινγκραντ η προφορά του Τετραγράμματου —των τεσσάρων εβραϊκών συμφώνων από τα οποία αποτελείται το θεϊκό όνομα— θα μπορούσε να είναι Γεχβάχ, Γεχβίχ και Γεχοβάχ. «Ιεχωβά» είναι τώρα η πιο ευρέως γνωστή προφορά του ονόματος. Το θεϊκό όνομα ήταν ζωντανός, οικείος όρος για τους Βιβλικούς συγγραφείς και για τους άλλους ανθρώπους στους αρχαίους καιρούς. Σήμερα, το όνομα του Θεού το γνωρίζουν και το χρησιμοποιούν εκατομμύρια άτομα που αναγνωρίζουν ότι “ο Ιεχωβά είναι ο μόνος Ύψιστος όλης της γης”.—Ψαλμός 83:18.
[Υποσημειώσεις]
Έφερε επίσης μαζί του ένα πλήρες αντίγραφο των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών το οποίο χρονολογούνταν από τον τέταρτο αιώνα Κ.Χ.
Για περισσότερες πληροφορίες γύρω από τους Καραΐτες, βλέπε το άρθρο «Οι Καραΐτες και η Αναζήτησή τους για την Αλήθεια», στη Σκοπιά 15 Ιουλίου 1995.
Το μεγαλύτερο μέρος του Σιναϊτικού Κώδικα πουλήθηκε στο Βρετανικό Μουσείο. Μόνο μερικά αποσπάσματα παραμένουν στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ρωσίας.
- Αναδημοσίευση από τη ΣΚΟΠΙΑ της 15 Ιουλίου 2005
Σχόλια (0)