Πέρασαν τόσα και όμως διακράτησαν την ακεραιότητα τους… Παραδείγματα προς μίμηση!
Αδελφοί και αδελφές ντυμένοι σαν πεζοπόροι μετέφεραν έντυπα στη Γερμανία διασχίζοντας τα Γιγάντια Όρη. Όλα αυτά τη δεκαετία του 1930, τα Γιγάντια Όρη χώριζαν την Τσεχοσλοβακία από τη Γερμανία και χρησιμοποιούνταν ως πέρασμα...
ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Ο ΡΟΥΝΤΟΛΦ ΓΚΡΑΪΧΕΝ
Προσμένω Υπομονετικά τον Ιεχωβά από τη Νεότητά Μου
Τους συναντήσαμε στη μελέτη της ΣΚΟΠΙΑΣ που κάναμε την Κυριακή που μας πέρασε (18/12/2016) στην εκκλησία μας και θεωρήσαμε σκόπιμο να το μοιραστούμε μαζί σας. Σίγουρα κι εσείς θα έχετε κάνει την έρευνά σας, αλλά εδώ, στον ΘΡΑΨΑΝΙΩΤΗ το συνηθίζουμε αυτό. Οι παλιότεροι αναγνώστες μας, το ξέρουν καλά…
Η συμφορά χτύπησε σαν αστραπή την οικογένειά μου όταν ήμουν μόλις 12 χρονών. Πρώτα, έριξαν τον πατέρα μου στη φυλακή. Κατόπιν, πήραν δια της βίας την αδελφή μου και εμένα από το σπίτι και μας έστειλαν να μείνουμε με ξένους. Αργότερα, η Γκεστάπο συνέλαβε τη μητέρα μου και εμένα. Εγώ πήγα στη φυλακή, και εκείνη κατέληξε σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Αυτή η σειρά γεγονότων ήταν μόνο η αρχή μιας περιόδου οδυνηρού διωγμού τον οποίο αντιμετώπισα στη νεότητά μου ως Μάρτυρας του Ιεχωβά. Η διαβόητη Γκεστάπο των Ναζί, και κατόπιν η ανατολικογερμανική Στάζι, προσπάθησαν να διαρρήξουν την ακεραιότητά μου στον Θεό. Τώρα, έπειτα από 50 χρόνια αφιερωμένης υπηρεσίας προς αυτόν, μπορώ να πω ό,τι είπε και ο ψαλμωδός: «Πολλάκις με επολέμησαν εκ νεότητός μου· αλλά δεν υπερίσχυσαν εναντίον μου». (Ψαλμός 129:2) Πόσο ευγνώμων είμαι στον Ιεχωβά!
Γεννήθηκα στις 2 Ιουνίου 1925, στη μικρή πόλη Λούκα, κοντά στη Λειψία της Γερμανίας. Προτού ακόμη γεννηθώ, οι γονείς μου, ο Άλφρεντ και η Τερέζα, διέκριναν τη σφραγίδα της Βιβλικής αλήθειας στα έντυπα των Σπουδαστών της Γραφής, όπως ήταν τότε γνωστοί οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Θυμάμαι ότι κάθε ημέρα παρατηρούσα τους πίνακες ζωγραφικής με τα Βιβλικά θέματα που κρέμονταν στους τοίχους του σπιτιού μας. Ένας από τους πίνακες έδειχνε το λύκο με το αρνί, το κατσικάκι με τη λεοπάρδαλη, και το μοσχάρι με το λιοντάρι—όλα μαζί ειρηνικά, και ένα αγοράκι να τα οδηγεί. (Ησαΐας 11:6-9) Αυτοί οι πίνακες έμειναν ανεξίτηλα χαραγμένοι στο μυαλό μου.
Όποτε ήταν δυνατόν, οι γονείς μου με συμπεριλάμβαναν στις δραστηριότητες της εκκλησίας. Για παράδειγμα, το Φεβρουάριο του 1933, μόλις λίγες ημέρες αφότου ανέλαβε εξουσία ο Χίτλερ, προβλήθηκε στη μικρή μας πόλη το «Φωτόδραμα της Δημιουργίας»—το οποίο συνδύαζε προβολή διαφανειών, κινηματογραφική ταινία, καθώς και ηχογραφημένη αφήγηση. Πόσο ενθουσιασμένος ήμουν που εγώ, ένα εφτάχρονο αγόρι, ανεβασμένος στην καρότσα ενός μικρού φορτηγού λάβαινα μέρος σε μια διαφημιστική πορεία μέσα στην πόλη για το «Φωτόδραμα»! Σε αυτήν καθώς και σε άλλες περιπτώσεις, οι αδελφοί με έκαναν να αισθάνομαι χρήσιμο μέλος της εκκλησίας παρά το νεαρό της ηλικίας μου. Έτσι, λοιπόν, από πολύ μικρή ηλικία, διδασκόμουν από τον Ιεχωβά και δεχόμουν την επιρροή του Λόγου του.
Εκπαιδεύομαι να Εμπιστεύομαι στον Ιεχωβά
Λόγω της αυστηρής Χριστιανικής ουδετερότητάς τους, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν συμμετείχαν στην πολιτική των ναζιστών. Ως αποτέλεσμα, το 1933 οι ναζιστές ψήφισαν νόμους που μας απαγόρευαν να κηρύττουμε, να συναθροιζόμαστε, ακόμη και να διαβάζουμε τα Βιβλικά μας έντυπα. Το Σεπτέμβριο του 1937, η Γκεστάπο συνέλαβε όλους τους αδελφούς της εκκλησίας μας, περιλαμβανομένου και του πατέρα μου. Αυτό με λύπησε πολύ. Ο πατέρας μου καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση.
Τα πράγματα έγιναν πολύ δύσκολα για εμάς στο σπίτι. Γρήγορα, όμως, μάθαμε να εμπιστευόμαστε στον Ιεχωβά. Κάποια ημέρα, όταν γύρισα από το σχολείο, η μητέρα μου διάβαζε τη ΣΚΟΠΙΑ. Θέλησε να μου ετοιμάσει ένα πρόχειρο γεύμα, και έτσι άφησε το περιοδικό πάνω σε ένα ντουλαπάκι. Μετά το φαγητό, όταν μαζεύαμε τα πιάτα, ακούστηκε ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα. Ήταν ένας αστυνομικός ο οποίος ήθελε να κάνει έρευνα στο διαμέρισμά μας για να βρει Βιβλικά έντυπα. Φοβήθηκα πάρα πολύ.
Έκανε ασυνήθιστη ζέστη εκείνη την ημέρα. Γι’ αυτό, το πρώτο πράγμα που έκανε ο αστυνομικός ήταν να βγάλει το κράνος του και να το ακουμπήσει πάνω στο τραπέζι. Κατόπιν ξεκίνησε την έρευνά του. Ενώ κοίταζε κάτω από το τραπέζι, άρχισε να γλιστράει το κράνος του. Τότε η μητέρα μου έπιασε στα γρήγορα το κράνος και το ακούμπησε στο ντουλάπι, ακριβώς πάνω στη ΣΚΟΠΙΑ! Ο αστυνομικός έκανε άνω κάτω το διαμέρισμά μας, αλλά δεν βρήκε κανένα έντυπο. Φυσικά, δεν σκέφτηκε καν να κοιτάξει κάτω από το κράνος του. Την ώρα που έφευγε, μουρμούρισε μια συγνώμη στη μητέρα μου ενώ συγχρόνως άπλωσε το χέρι του πίσω από την πλάτη του για να πάρει το κράνος του. Τι ανακούφιση ένιωσα!
Εμπειρίες όπως αυτή με προετοίμασαν για δυσκολότερες δοκιμασίες. Για παράδειγμα, στο σχολείο με πίεζαν να γίνω μέλος της Χιτλερικής Νεολαίας, στην οποία τα παιδιά εκπαιδεύονταν στη στρατιωτική πειθαρχία και εμποτίζονταν με τη ναζιστική φιλοσοφία. Μερικοί δάσκαλοι είχαν βάλει στόχο να πετύχουν 100 τοις εκατό συμμετοχή των μαθητών. Ο δάσκαλός μου, ο κ. Σνάιντερ, πρέπει να ένιωθε εντελώς αποτυχημένος επειδή, ανόμοια με όλους τους άλλους δασκάλους στο σχολείο μου, του έλειπε ένας μαθητής για να επιτύχει 100 τοις εκατό συμμετοχή. Εκείνος ο μαθητής ήμουν εγώ.
Κάποια ημέρα ο κ. Σνάιντερ ανακοίνωσε σε ολόκληρη την τάξη: «Παιδιά, αύριο θα πάμε εκδρομή». Σε όλους άρεσε η ιδέα. Κατόπιν πρόσθεσε: «Όλοι σας θα φοράτε τη στολή της Χιτλερικής Νεολαίας ώστε, όταν περπατάμε στο δρόμο, να μπορούν όλοι να δουν ότι είστε καλά παιδιά του Χίτλερ». Το επόμενο πρωί όλα τα αγόρια ήρθαν με τις στολές τους εκτός από εμένα. Ο δάσκαλος με κάλεσε μπροστά στην τάξη και μου είπε: «Δες γύρω σου τα άλλα αγόρια και μετά δες τον εαυτό σου». Κατόπιν πρόσθεσε: «Ξέρω ότι οι γονείς σου είναι φτωχοί και δεν μπορούν να σου αγοράσουν στολή· έλα, όμως, να σου δείξω κάτι». Με πήγε στην έδρα του, άνοιξε ένα συρτάρι και είπε: «Θέλω να σου δώσω αυτή την ολοκαίνουρια στολή. Δεν είναι όμορφη;»
Θα προτιμούσα να πεθάνω παρά να φορέσω τη ναζιστική στολή. Όταν ο δάσκαλός μου είδε ότι δεν είχα καμιά πρόθεση να τη φορέσω, νευρίασε, και ολόκληρη η τάξη με περιγελούσε. Έπειτα μας πήγε εκδρομή αλλά προσπαθούσε να με κρύψει, βάζοντάς με να περπατάω ανάμεσα στα άλλα αγόρια τα οποία φορούσαν στολές. Παρ’ όλα αυτά, πολλοί άνθρωποι στην πόλη μπορούσαν να με δουν, επειδή ξεχώριζα από τους συμμαθητές μου. Όλοι ήξεραν ότι οι γονείς μου και εγώ ήμασταν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Είμαι ευγνώμων στον Ιεχωβά για το ότι μου έδινε το απαραίτητο πνευματικό σθένος όταν ήμουν νέος.
Ο Διωγμός Εντείνεται
Μια ημέρα στις αρχές του 1938, πήραν την αδελφή μου και εμένα από το σχολείο και μας μετέφεραν με ένα περιπολικό σε κάποιο αναμορφωτήριο στην πόλη Στατρόντα, περίπου 80 χιλιόμετρα μακριά. Γιατί; Τα δικαστήρια είχαν αποφασίσει να μας απομακρύνουν από την επιρροή των γονέων μας και να μας δώσουν ναζιστική ανατροφή. Σύντομα το προσωπικό που διηύθυνε το αναμορφωτήριο παρατήρησε ότι η αδελφή μου και εγώ δείχναμε σεβασμό και υπακοή, αν και εμμέναμε στη Χριστιανική μας ουδετερότητα. Η διευθύντρια εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ ώστε θέλησε να συναντηθεί με τη μητέρα μου προσωπικά. Έγινε μια εξαίρεση, και επιτράπηκε στη μητέρα μου να μας επισκεφτεί. Η αδελφή μου, η μητέρα μου και εγώ ήμασταν πολύ χαρούμενοι και ευγνώμονες στον Ιεχωβά που μας έδωσε την ευκαιρία να βρεθούμε μαζί για να ανταλλάξουμε αμοιβαία ενθάρρυνση μια ολόκληρη ημέρα. Το είχαμε πραγματικά ανάγκη.
Μείναμε στο αναμορφωτήριο περίπου τέσσερις μήνες. Κατόπιν μας έστειλαν να μείνουμε με μια οικογένεια στο χώριο Πάνα. Αυτή η οικογένεια είχε λάβει οδηγίες να μας κρατήσει μακριά από τους συγγενείς μας. Ούτε η μητέρα μου δεν επιτρεπόταν να μας επισκεφτεί. Ωστόσο, μια δυο φορές, εκείνη βρήκε τρόπο να έρθει σε επαφή μαζί μας. Εκμεταλλευόμενη αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις, η μητέρα μου έκανε το καλύτερο που μπορούσε για να ενσταλάξει μέσα μας την απόφαση να παραμείνουμε πιστοί στον Ιεχωβά, όποιες και αν ήταν οι δοκιμασίες και οι συνθήκες που θα επέτρεπε αυτός.—1 Κορινθίους 10:13.
Και οι δοκιμασίες πράγματι ήρθαν. Στις 15 Δεκεμβρίου 1942, όταν ήμουν μόλις 17 χρονών, με συνέλαβε η Γκεστάπο και με έβαλε σε ένα κρατητήριο στην πόλη Γκέρα. Περίπου μια εβδομάδα αργότερα, συνέλαβαν και τη μητέρα μου και την έβαλαν στην ίδια φυλακή με εμένα. Εφόσον ήμουν ακόμη ανήλικος, τα δικαστήρια δεν μπορούσαν να με δικάσουν. Έτσι λοιπόν, η μητέρα μου και εγώ μείναμε έξι μήνες προφυλακισμένοι, καθώς τα δικαστήρια περίμεναν να κλείσω τα 18. Την ημέρα που γινόμουν ακριβώς 18 χρονών, η μητέρα μου και εγώ περάσαμε από δίκη.
Προτού το καταλάβω καλά - καλά, όλα είχαν τελειώσει. Ούτε που ήξερα ότι δεν θα ξαναέβλεπα τη μητέρα μου. Η τελευταία ανάμνηση που έχω από αυτήν είναι στο δικαστήριο, που την έβλεπα καθισμένη σε ένα σκούρο ξύλινο πάγκο, ακριβώς δίπλα μου. Κριθήκαμε ένοχοι και οι δύο. Εγώ καταδικάστηκα σε τέσσερα χρόνια φυλάκιση και η μητέρα μου σε ενάμιση χρόνο.
Εκείνον τον καιρό, χιλιάδες Μάρτυρες του Ιεχωβά κρατούνταν σε φυλακές και στρατόπεδα. Εμένα, όμως, με έστειλαν σε μια φυλακή στην πόλη Στόλμπεργκ, όπου ήμουν ο μόνος Μάρτυρας. Πέρασα ένα χρόνο και πλέον στην απομόνωση, αλλά ο Ιεχωβά ήταν μαζί μου. Η αγάπη που είχα καλλιεργήσει για αυτόν στη νεότητά μου ήταν το κλειδί της πνευματικής μου επιβίωσης.
Στις 9 Μαΐου 1945, αφού είχα παραμείνει δυόμισι χρόνια στη φυλακή, ακούσαμε καλά νέα—ο πόλεμος τελείωσε! Εκείνη την ημέρα αποφυλακίστηκα. Αφού περπάτησα 110 χιλιόμετρα, έφτασα στο σπίτι κυριολεκτικά άρρωστος από την εξάντληση και την πείνα. Χρειάστηκα αρκετούς μήνες για να αναρρώσω.
Μόλις έφτασα, έμαθα πολύ δυσάρεστα νέα. Πρώτα, για τη μητέρα μου. Αφού έμεινε στη φυλακή ενάμιση χρόνο, οι Ναζί τής ζήτησαν να υπογράψει μια δήλωση με την οποία θα αποκήρυττε την πίστη της στον Ιεχωβά. Εκείνη αρνήθηκε. Τότε η Γκεστάπο την έστειλε σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης γυναικών, στο Ράβενσμπρικ. Εκεί πέθανε από τύφο λίγο πριν τελειώσει ο πόλεμος. Ήταν πολύ θαρραλέα Χριστιανή—μια άοκνη αγωνίστρια που δεν ενέδωσε ποτέ. Είθε να τη θυμάται με ευμένεια ο Ιεχωβά.
Υπήρχαν επίσης νέα για το μεγαλύτερο αδελφό μου, τον Βέρνερ, ο οποίος δεν αφιερώθηκε ποτέ στον Ιεχωβά. Κατατάχθηκε στο γερμανικό στρατό και σκοτώθηκε στη Ρωσία. Ο πατέρας μου; Τελικά γύρισε στο σπίτι, αλλά, δυστυχώς, ήταν ένας από τους ελάχιστους Μάρτυρες που υπέγραψαν τη διαβόητη δήλωση αποκήρυξης της πίστης τους. Όταν τον είδα, έδειχνε μελαγχολικός και ψυχικά διαταραγμένος.—2 Πέτρου 2:20.
Μια Σύντομη Περίοδος Ένθερμης Πνευματικής Δραστηριότητας
Στις 10 Μαρτίου 1946 παρακολούθησα την πρώτη μου μεταπολεμική συνέλευση στη Λειψία. Τι συγκίνηση ένιωσα όταν ανακοινώθηκε ότι θα γινόταν βάφτισμα εκείνη την ημέρα! Αν και είχα αφιερώσει τη ζωή μου στον Ιεχωβά πολλά χρόνια νωρίτερα, αυτή ήταν η πρώτη ευκαιρία που είχα για να βαφτιστώ. Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνη την ημέρα.
Την 1η Μαρτίου 1947, αφού είχα κάνει σκαπανικό επί ένα μήνα, προσκλήθηκα στο Μπέθελ του Μαγδεμβούργου. Τα γραφεία της Εταιρίας είχαν υποστεί αρκετές ζημιές από τους βομβαρδισμούς. Ήταν προνόμιό μου να βοηθήσω στο έργο επισκευής! Έπειτα από εκείνο το καλοκαίρι διορίστηκα στην πόλη Βιτενμπέργκε ως ειδικός σκαπανέας. Μερικούς μήνες αφιέρωνα πάνω από 200 ώρες κηρύττοντας σε άλλους για τα καλά νέα της Βασιλείας του Θεού. Πόσο χαιρόμουν που ήμουν πάλι ελεύθερος — χωρίς πόλεμο, χωρίς διωγμό, χωρίς φυλακίσεις!
Δυστυχώς, όμως, αυτή η ελευθερία δεν κράτησε πολύ. Μετά τον πόλεμο η Γερμανία διχοτομήθηκε, και η περιοχή όπου ζούσα περιήλθε στον έλεγχο των κομμουνιστών. Το Σεπτέμβριο του 1950 η μυστική αστυνομία της Ανατολικής Γερμανίας, γνωστή ως Στάζι, άρχισε να συλλαμβάνει συστηματικά τους αδελφούς. Οι κατηγορίες που μου απαγγέλθηκαν ήταν γελοίες. Κατηγορήθηκα ότι ήμουν κατάσκοπος της αμερικανικής κυβέρνησης. Με έστειλαν στη χειρότερη φυλακή της Στάζι που υπήρχε στη χώρα, στο Βρανδεμβούργο.
Υποστήριξη από τους Πνευματικούς Αδελφούς Μου
Εκεί, η Στάζι δεν με άφηνε να κοιμηθώ κατά τη διάρκεια της ημέρας. Κατόπιν, με ανέκριναν όλη τη νύχτα. Αφού με βασάνισαν έτσι επί μερικές ημέρες, τα πράγματα χειροτέρεψαν. Ένα πρωί, αντί να με γυρίσουν στο κελί μου, με πήγαν σε ένα από τα διαβόητα Ου-Μποτ Τσέλεν (U-Boot Zellen, γνωστά ως υποβρύχια κελιά επειδή βρίσκονταν βαθιά σε ένα υπόγειο). Άνοιξαν μια παλιά, σκουριασμένη σιδερένια πόρτα και μου είπαν να μπω μέσα. Έπρεπε να περάσω πάνω από ένα ψηλό κατώφλι. Όταν πάτησα το πόδι μου κάτω, συνειδητοποίησα ότι το πάτωμα ήταν εντελώς καλυμμένο με νερό. Η πόρτα έκλεισε με πάταγο βγάζοντας έναν απαίσιο συριστικό ήχο. Δεν υπήρχε ούτε φως ούτε παράθυρο. Μόνο πυκνό σκοτάδι.
Επειδή υπήρχαν αρκετά εκατοστά νερού στο πάτωμα, δεν μπορούσα ούτε να καθίσω ούτε να ξαπλώσω ούτε να κοιμηθώ. Αφού περίμενα για κάποιο διάστημα το οποίο μου φάνηκε αιωνιότητα, με πήγαν πίσω για περαιτέρω ανάκριση κάτω από ισχυρά φώτα. Δεν ξέρω τι ήταν χειρότερο — να στέκομαι όρθιος στο νερό όλη την ημέρα μέσα σε απόλυτο σκοτάδι ή να υπομένω τους εκθαμβωτικούς προβολείς που ήταν στραμμένοι πάνω μου όλη τη νύχτα.
Σε αρκετές περιπτώσεις απείλησαν ότι θα με πυροβολήσουν. Αφού πέρασαν αρκετές νύχτες ανάκρισης, κάποιο πρωί με επισκέφτηκε ένας υψηλόβαθμος Ρώσος αξιωματικός. Είχα την ευκαιρία να του πω ότι η γερμανική Στάζι με μεταχειριζόταν χειρότερα ακόμη και από τη ναζιστική Γκεστάπο. Του είπα ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν παραμείνει ουδέτεροι υπό τη ναζιστική κυβέρνηση και επίσης παρέμεναν ουδέτεροι υπό την κομμουνιστική κυβέρνηση, και ότι εμείς πουθενά στον κόσμο δεν ανακατευόμαστε με την πολιτική. Αντίθετα, είπα, πολλοί που ήταν εκείνη τη στιγμή αξιωματικοί της Στάζι υπήρξαν και μέλη της Χιτλερικής Νεολαίας, όπου πιθανότατα έμαθαν πώς να διώκουν με ωμότητα αθώους ανθρώπους. Καθώς μιλούσα, το κορμί μου έτρεμε από το κρύο, την πείνα και την εξάντληση.
Όλως παραδόξως, ο Ρώσος αξιωματικός δεν θύμωσε μαζί μου. Αντίθετα, έβαλε μια κουβέρτα πάνω μου και μου φέρθηκε ευγενικά. Σύντομα μετά την επίσκεψή του, με πήγαν σε ένα πιο άνετο κελί. Έπειτα από λίγες ημέρες με παρέλαβαν τα γερμανικά δικαστήρια. Ενώ ήμουν υπόδικος, είχα το θαυμάσιο προνόμιο να μοιράζομαι ένα κελί με άλλους πέντε Μάρτυρες. Έπειτα από την απάνθρωπη μεταχείριση που υπέμεινα, πόσο αναζωογονητικό ήταν να έχω τη συντροφιά των πνευματικών αδελφών μου! —Ψαλμός 133:1.
Στο δικαστήριο κρίθηκα ένοχος κατασκοπείας και καταδικάστηκα σε φυλάκιση τεσσάρων ετών. Αυτή θεωρούνταν ελαφριά ποινή. Μερικοί αδελφοί καταδικάστηκαν σε φυλάκιση μεγαλύτερη των δέκα ετών. Με έστειλαν σε φυλακή υψίστης ασφαλείας. Νομίζω πως ούτε ποντίκι δεν μπορούσε να μπει ή να βγει έρποντας από αυτή τη φυλακή — τόσο αυστηρά ήταν τα μέτρα ασφαλείας. Εντούτοις, με τη βοήθεια του Ιεχωβά μερικοί γενναίοι αδελφοί μπόρεσαν να περάσουν κρυφά μια ολόκληρη Αγία Γραφή. Χάλασαν το δέσιμό της, και τη χώρισαν σε επιμέρους βιβλία, τα οποία κυκλοφορούσαν μεταξύ των φυλακισμένων αδελφών.
Πώς γινόταν αυτό; Ήταν πολύ δύσκολο. Η μόνη ώρα που μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας ήταν όταν κάναμε ντους, δηλαδή κάθε δύο εβδομάδες. Σε μια περίπτωση, ενώ έκανα ντους, ένας αδελφός μού ψιθύρισε στο αφτί ότι είχε κρύψει μερικές σελίδες της Αγίας Γραφής στην πετσέτα του. Μόλις θα τελείωνα το ντους, έπρεπε να πάρω τη δική του πετσέτα αντί για τη δική μου.
Κάποιος φύλακας είδε τον αδελφό που μου ψιθύρισε και τον χτύπησε πολύ άσχημα με ένα κλομπ. Χρειάστηκε να πάρω την πετσέτα γρήγορα και να χωθώ ανάμεσα στους άλλους φυλακισμένους. Ευτυχώς, δεν με έπιασαν με τις σελίδες της Γραφής. Διαφορετικά, θα κινδύνευε το πνευματικό μας πρόγραμμα διατροφής. Είχαμε πολλές παρόμοιες εμπειρίες. Διαβάζαμε την Αγία Γραφή πάντοτε στα κρυφά και με μεγάλο κίνδυνο. Τα λόγια του αποστόλου Πέτρου: «Να διατηρήσετε τη διανοητική σας διαύγεια, να είστε σε εγρήγορση», ήταν πράγματι πολύ κατάλληλα. —1 Πέτρου 5:8.
Για κάποιο λόγο, οι αρχές αποφάσισαν να μεταφέρουν τακτικά μερικούς από εμάς από φυλακή σε φυλακή. Σε μια περίοδο τεσσάρων ετών, μεταφέρθηκα σε δέκα περίπου διαφορετικές φυλακές. Ωστόσο, πάντοτε έβρισκα αδελφούς. Αγάπησα βαθιά όλους αυτούς τους αδελφούς, και κάθε φορά που με μετέφεραν αλλού ένιωθα μεγάλη λύπη στην καρδιά όταν τους αποχωριζόμουν.
Τελικά με έστειλαν στη Λειψία, και από εκεί αποφυλακίστηκα. Ο φρουρός που με άφησε ελεύθερο δεν μου είπε αντίο, αλλά: «Θα σε ξαναδούμε σύντομα». Το μοχθηρό μυαλό του με ήθελε και πάλι πίσω από τα σίδερα. Σκέφτομαι συχνά τα εδάφια Ψαλμός 124:2, 3, τα οποία λένε: ‘Αν δεν ήτο ο Ιεχωβά μεθ’ ημών, ότε εσηκώθησαν άνθρωποι εφ’ ημάς, ζώντας ήθελον μας καταπίει τότε, ενώ ο θυμός αυτών εφλέγετο εναντίον ημών’.
Ο Ιεχωβά Ελευθερώνει τους Όσιους Υπηρέτες Του
Τώρα ήμουν και πάλι ελεύθερος. Η δίδυμη αδελφή μου, η Ρουθ, και η αδελφή Χέρτα Σλένσογκ ήταν στην πύλη και με περίμεναν. Όλα αυτά τα χρόνια της φυλακής, η Χέρτα μού έστελνε ένα μικρό πακέτο με τρόφιμα κάθε μήνα. Πιστεύω στ’ αλήθεια πως, χωρίς αυτά τα μικρά πακέτα, θα είχα πεθάνει στη φυλακή. Είθε να τη θυμάται ο Ιεχωβά με ευμένεια.
Από την απελευθέρωσή μου και έπειτα, ο Ιεχωβά με έχει ευλογήσει με πολλά προνόμια υπηρεσίας. Υπηρέτησα ξανά ως ειδικός σκαπανέας στην πόλη Γκρόναου, στη Γερμανία, και ως επίσκοπος περιοχής στις γερμανικές Άλπεις. Αργότερα προσκλήθηκα να εγγραφώ στην 31η τάξη της Βιβλικής Σχολής Γαλαάδ της ΣΚΟΠΙΑΣ που εκπαιδεύει ιεραποστόλους. Η αποφοίτησή μας έγινε στο Στάδιο Γιάνκι, στη διάρκεια της διεθνούς συνέλευσης των Μαρτύρων του Ιεχωβά το 1958. Είχα το προνόμιο να μιλήσω στο μεγάλο πλήθος των αδελφών και να αφηγηθώ μερικές από τις εμπειρίες μου.
Μετά την αποφοίτησή μου ταξίδεψα στη Χιλή για να υπηρετήσω ως ιεραπόστολος. Εκεί υπηρέτησα και πάλι ως επίσκοπος περιοχής, στο νοτιότατο τμήμα της Χιλής —είχα κυριολεκτικά σταλεί στα πέρατα της γης. Το 1962 παντρεύτηκα την Πάτσι Μπόιτναγκελ, μια αξιαγάπητη ιεραπόστολο από το Σαν Αντόνιο του Τέξας, των Η.Π.Α. Απόλαυσα πολλά υπέροχα χρόνια υπηρεσίας προς τον Ιεχωβά με εκείνη στο πλευρό μου.
Στα 70 και πλέον χρόνια της ζωής μου, έχω ζήσει πολλές χαρούμενες στιγμές και πολλές συμφορές. Ο ψαλμωδός είπε: ‘Πολλές είναι οι συμφορές του δικαίου, όμως από όλες αυτές τον ελευθερώνει ο Ιεχωβά’. (Ψαλμός 34:19, ΜΝΚ) Το 1963, ενώ ήμασταν ακόμη στη Χιλή, η Πάτσι και εγώ ζήσαμε τον τραγικό θάνατο του μικρού μας κοριτσιού. Αργότερα, η Πάτσι αρρώστησε βαριά, και έτσι μετακομίσαμε στο Τέξας. Πέθανε ενώ ήταν μόνο 43 ετών, και μάλιστα υπό τραγικές συνθήκες. Προσεύχομαι συχνά στον Ιεχωβά να θυμηθεί με ευμένεια την αγαπημένη μου σύζυγο.
Τώρα, αν και είμαι φιλάσθενος και ηλικιωμένος, απολαμβάνω το προνόμιο της υπηρεσίας του τακτικού σκαπανέα και του πρεσβυτέρου στην πόλη Μπρέιντι του Τέξας. Είναι αλήθεια ότι η ζωή δεν ήταν πάντοτε εύκολη, και ίσως υπάρχουν και άλλες δοκιμασίες που πρέπει ακόμη να αντιμετωπίσω. Ωστόσο, μπορώ να πω ό,τι και ο ψαλμωδός: «Θεέ, συ με εδίδαξας εκ νεότητός μου· και μέχρι του νυν εκήρυττον τα θαυμάσιά σου».—Ψαλμός 71:17.
Σχόλια (0)