"Κλείσαμε" το τ. 176, της εφημερίδας "ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΣ Σιδηρόδρομος". Και τώρα, πιεστήριο!

ilektrikos.176

Αυτό είναι το φύλλο του ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΥ τ. 176, το φύλλο που ολοκληρώσαμε προχθες και έφυγε για πιεστήριο. Μπορείτε να το δείτε όπως είναι τυπωμένο ΕΔΩ. Σταθερός, όπως πάντα στην παρουσία του! Σταθεροί και οι άνθρωποι που έχουν την ευθύνη έκδοσης του, από το Σωματείο Συνταξιούχων ΗΣΑΠ, τη Διοίκηση του. Την Παρασκευή 27/12/2024 πήρα ύλη για το νέο τεύχος. Και την Τετάρτη το μεσημέρα κατά τη μία, πήγαμε στο τυπογραφείο κάναμε τις τελευταίες "πινελλιές" και την "κλείσαμε".

anagrafi.040324

Εδώ, σ' αυτό το τυπογραφείο, την ΑΝΑΓΡΑΦΗ, στο Περιστέρι, γίνεται η τεχνική επεξεργασία του "ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΥ Σιδηρόδρομου". Η Ανδρομάχη ή Μάχη είναι η κοπέλα που συνεργαζόμαστε. Την ευχαριστούμε για την άψογη συνεργασία, όπως και τους ανθρώπους του τυπογραφείου, Σάκη και Δημήτρη.

ilektrikos.171Η έκδοση μιας εφημερίδας είναι ένας κύκλος. Μόλις ολοκληρωθεί ένα τεύχος και αφού περάσει λίγος καιρός και το χαρούν οι ανθρωποι του, αρχίζουμε να ετοιμάζουμε το επόμενο. Έτσι λοιπόν  την Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024 κατέβηκα στον Πειραιά για να παραλάβω το υλικό για το νέο τεύχος 176.  Και παρότι ήταν μια περίοδος γιορτών με πολλές ενδιάμεσες αργίες, όλα πήγαν καλά και χθες το μεσιμέρι, ώρα 13:00 πήγαμε εκεί και την "κλείσαμε" δίνοντας τις τελευταίες πινελιές ώστε να φύγει για το πιεστήριο... 

Χαίρομαι κάθε φορά που συμβαίνει να  ολοκληρώνουμε αυτή τη διαδικασία, επειδή είναι απόλυτα σταθεροί και κάνουμε πραγματική δουλειά, όταν βρισκόμαστε από κοντά... Όλα τριγύρω αλλάζουμε κι όλα τα ίδια μένουν, λέει ένας ποιητής. Ο χρόνος φεύγει σαν αέρας. Είναι μια όμορφη διαδικασία που γίνεται, κάθε δίμηνο. Διότι κάθε πράγμα που αξίζει, έχει τη δουλειά του. Τίποτα και πουθενά, κάτι, δε γίνεται "μαγικά" κι από μόνο του.

Το συναίσθημα; Χαρά για κάτι όμορφο που δημιουργούμε τακτικά με συνέπεια και συνέχεια. Μια όμορφη διαδικασία που επαναλαμβάνεται σταθερά, χρόνια τώρα. Και δεν ξέρω το γιατί (ή μάλλον ξέρω...) αλλά μ' αρέσει πολύ όλη αυτή η διαδικασία. Κι αυτό, το κάνουν οι άνθρωποι του να φαίνεται έτσι. Ιδιαίτερα ο πρόεδρος Θύμιος Ρουσιάς! Νιώθω την αγάπη τους, τη ζεστασιά, την καλή συνεργασία τους που αποτυπώνεται και στην ποιότητα της δουλειάς μας.

Και κάπως έτσι η ιστορία μας με το Σωματείο Συνταξιούχων ΗΣΑΠ, σύνεχίζεται. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που θεωρώ μεγάλο προνόμιο μου να συνεχίζω μαζί τους αυτό που ξεκίνησε εδώ και 30 χρόνια, από τη γέννηση της εφημερίδας με τους συνταξιούχους του ΗΣΑΠ. Ανθρώπους ξεχωριστούς, με ήθος και συνείδηση που σπάνια βρίσκεις στον κόσμο, στο συνάφι εκείνων που ασχολούνται με τα κοινά. 

Αν και έχω αλλάξει δύο ανθρώπους, στις θέσεις ευθύνης του προέδρου στο Σωματείο, τον Μανώλη Φωτόπουλο στο ξεκίνημα και για 15 χρόνια και τον Θύμιο Ρουσιά τα τελευταία 12 χρόνια, ποτέ δεν είχα πρόβλημα από κανέναν τους. Τον Θύμιο τον ήξερα και συνεργάστηκα μαζί του, άλλα δέκα χρόνια πριν, καθώς ήταν ο Γραμματέας του Σωματείου, επί εποχής Φωτόπουλου.

Εξαιρετικοί άνθρωποι! Είναι από αυτούς που λύνουν, αντί να δημιουργούν προβλήματα, που χαίρονται μ' αυτό που κάνουν και δεν μιζεριάζουν από λάθη που μπορεί να συμβούν. Και επιπλέον, εκτιμούν πολύ τη δουλειά που τους προσφέρω, όλα αυτά τα χρόνια.

Κι όταν λέω «φτιάχνω» την εφημερίδα που βλέπετε, εννοώ ότι τη σχεδιάζω και την υλοποιώ ως έκδοση. Δίνω δηλαδή μορφή στα άψυχα κείμενα. Στην έκδοση που μπορείτε να δείτε πατώντας ΕΔΩ, και που είναι η τελευταία, όπως θα διαπιστώσετε.

Είναι ένα έντυπο «συνδικαλιστικό», με την έννοια ότι προβάλλει τη δράση του Σωματείου, αλλά και δημιουργεί εκείνες τις προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες για να διατηρείται (το Σωματείο και οι άνθρωποι του) ενωμένο και αγαπημένο στα μάτια των 2.000- 2.500 περίπου μελών του, συνταξιούχων του ΗΣΑΠ σε όλη την Ελλάδα, όπου κι αν μένουν.

Βέβαια, όπως σε όλους, η πανδημία του Covid-19, δημιούργησε κι εδώ τα προβλήματα της. Εκείνον τον καιρό, θυμάμαι, οι άνθρωποι του Σωματείου, παίρνοντας όλα τα μέτρα ασφαλείας, πήγαιναν τρεις φορές την εβδομάδα στον Πειραιά, στα γραφεία τους και σαν τα μυρμήγκια, ιδιαίτερα ο Θύμιος, ακόμα και από το σπίτι του, μάζευε την ύλη του 16σέλιδου ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΥ σε σχήμα ταμπλόιντ.

Μ’ αυτόν τον τρόπο και με καλό προγραμματισμό, κατάφεραν να μην χάσουν εκδόσεις, παρά μόνο μία! Άθλος, αν σκεφτεί κανείς, από τι περάσαμε… Και τι περνάμε! Αφού ο φόβος για τον Covid-19 δεν έχει φύγει, εντελώς.

Διατηρούν επίσης ένα εξαιρετικό διαδικτυακό τόπο για την άμεση ενημέρωση των μελών τους. Τις άμεσες ανακοινώσεις τις «ανεβάζει» η Ελευθερία, που έχει και τη γραμματειακή υποστήριξη του Σωματείου. Και τη γενική επιμέλεια έχω εγώ. Δείτε το ΕΔΩ, παρακαλώ.

Γενικά, είμαι πολύ χαρούμενος που συνεργάζομαι μαζί τους. Ακούν τις παρατηρήσεις μου, προσεκτικά και τις περισσότερες φορές τις εφαρμόζουν. Κάνουν τη δουλειά μου δημιουργική και ευχάριστη και τους ευχαριστώ γι’ αυτό. Και καθώς κι εγώ είμαι πια ο ίδιος συνταξιούχος, τους καταλαβαίνω όλο και περισσότερο. Το Σωματείο Συνταξιούχων ΗΣΑΠ, αποτελεί ένα πρότυπο δημιουργικότητας.

Κάποιοι λένε ότι τα Σωματεία Συνταξιούχων, είναι για απομάχους της δουλειάς. Που ζουν στο περιθώριο και ζουν με τις μνήμες τους από τα παλιά. Μπορεί να είναι και αυτό, αλλά πιστέψτε με, πολλοί νέοι θα ήθελαν να τους μιμηθούν στη δουλειά που προσφέρουν, εθελοντικά, για το κοινό καλό!

Επικαιρότητα

Ενα διήγημα. "Κεραζόζα"

Σας το υποσχέθηκα και το κάνω. Διαβάστε ένα πολύ όμορφο διήγημα της Χαρούλας Βερίγου:

Άνοιξε διάπλατα τα δύο μεγάλα μελένια μάτια ο Χάρης και δε χόρταινε να κοιτάζει όσα η φύση και ο μακρινός ορίζοντας του αποκάλυπταν. Μαγεμένος από τα μενεξελιά εκείνου του ανοιξιάτικου δειλινού και τις μυρωδιές του λεμονοδάσους που απλώνονταν στο χαμήλωμα του λόφου, πέρα προς τη θάλασσα, καβάλα στα φτερωτά του όνειρα ταξίδευε στη φαντασία και πιο μακριά. Το φως τρεμόπαιζε στο πρόσωπό του ίδιος νιούτσικος ντροπαλός λεμονανθός. Το φως, πάντα παίζει με τις αθωότητες, μέσα και έξω από τα ματοτσίνορα.

Παιχνίδισμα της βροχής και του φωτός το ουράνιο τόξο λίγα χωραφάμπελα πιο κάτω, στάθηκε επιβλητικό και μεγαλόπρεπο, κορνίζα θεϊκή, χρώμα και φως, ουράνιο.

- Παππού, παππού! κοίταξε παππού! είπε δυνατά το παιδί και ένας γλυκός ενθουσιασμός ρόδισε στα μάγουλα.

- Τι είναι γιε μου; απόρησε ο γέρος και σηκώνοντας τα μάτια από τη φρεσκοσκαμμένη γη έψαχνε με το βλέμμα ίσαμε πέρα στο σμίξιμο της βουνοκορφής και του χαμηλού συννεφιασμένου ορίζοντα.

- Ένα ουράνιο τόξο , παππού , νάτο εδώ , εδώ κοντά μας.

- Πού 'ναι γιε μου, πού είναι η Κεραζόζα; ρώτησε δήθεν αμήχανα

τρίβοντας τα βλέφαρα εκείνος.

- Πώς το 'πες αυτό παππού;

- Κεραζόζα, παιδί μου, Κε - ρα - ζό - ζα και γέλασε πλατιά, σαν έφηβος που καμαρώνει μπρος στον καθρέφτη ψηλαφίζοντας το χνούδι στ' απανωχείλι του.

- Κεραζόζα, ψιθύρισε ο Χάρης και την έδειξε με το χέρι του προς τα δυτικά. (συνεχίζεται)

Αγκάλιασε ο γέρος το μικρό στοργικά. Τα ροζιασμένα χέρια του έσφιξαν το παιδί με αγάπη, με τρυφεράδα. Τα ίδια χέρια μ' ευλάβεια θαρρείς έσκαβαν το χώμα και μ' ευλάβεια άγγιζαν τα λουλούδια, τα δέντρα και ό,τι άλλο βλάσταινε απ' αυτό βυζαίνοντας την κρυμμένη ευλογία του. Ήξερε ο κυρ-Δαμιανός να μοιράζεται και να δίνει αγάπη. Γονάτισε χαμηλώνοντας την περήφανη κορμοστασιά και ήρθε κοντά στο μπόι του παιδιού. Το κοίταζε στα μάτια ώρα πολλή , συλλογισμένος, σα να γύρευε χρόνο, σα να 'ψαχνε να βρει τις κατάλληλες λέξεις, να 'δει πώς θ' άρχιζε την κουβέντα.

- Βοήθα κι Εσύ Θεέ μου, βοήθα λιγάκι, γερνώ και νερουλιάζει το μυαλό μου, άντε ντε, άντε κι είναι τούτο το πιο τρυφερό και το πιο ακριβό βλαστάρι που 'χουν αγγίξει τα χέρια μου - είπε κι έσπασε τη σιωπή που προηγήθηκε.

Παππούς και εγγονός γίνονται ένα. Τέτοιες στιγμές νιώθουν πως κοινωνούν τα μυστήρια του κόσμου και γεύονται χαρές πέρα απ' τ' ανθρώπινα. Το ουράνιο τόξο , η Κεραζόζα , όπως το λένε πια και οι δυο στέκεται ακίνητο μπροστά τους.

- Σπουδαία "Πύλη" γιε μου, σπουδαία, έτσι θα 'ναι όλες κι οι μικρές κι οι μεγάλες Πύλες της πολιτείας των αγγέλων.

- Μ' αρέσει, να σ' ακούω παππού, μ' αρέσει.

Ξανασκέφτεται ο γέρος, ρουφώντας βαθιά το μυρωμένο αεράκι που φτάνει μέσα από τις φυλλωσιές. Δε ζορίζει όσα του φέρνει ο νους. Δε βιάζεται. Να περάσουν οι σκέψεις και από το παραθύρι της καρδιάς. Ύστερα, με κινήσεις αργές, σιγά-σιγά, έβγαλε από την τσέπη του ένα μαντήλι μ' ασπροκέντημα. Είχε κι ένα καλλιγραφικό μονόγραμμα στη γωνία, ένα κατακόκκινο, το άλφα δηλαδή.

Μια ιδέα άστραψε στο μυαλό του. Σηκώθηκε χαμογελώντας κι έπειτα έκλεισε απαλά τα μάτια τα μάτια του παιδιού με το μαντήλι, σαν όταν παίζουν τυφλόμυγα.

- Προσπάθησε να δεις την Κεραζόζα, έτσι, έσκυψε και του ψιθύρισε στ' αυτί.

- Μα πώς, πώς γίνεται, ρώτησε, πώς παππού;

- Μπορείς γιε μου, τα ίδια θαύματα που βλέπεις μπροστά απ' τα μάτια σου να τα δεις και πίσω απ' αυτά. Μπορείς. Άφησε λεύτερη την ψυχή σου, λεύτερη, να τριγυρίσει και να σεργιανίσει παντού, όπου αγαπάει η καρδιά κι όπου σε πάει η αθωότητα.

- Δύσκολο δεν είναι; ρώτησε ο μικρός.

- Όλες οι προσπάθειες είναι δύσκολες , μα μόνο στην αρχή γιε μου , παρηγόρησε ο γέρος. Στην αρχή θα δυσκολεύεσαι πάντα, μα κατόπιν, σαν θ' ανοίγει μια χαραμάδα φως μέσα σου, με τα μυστικά τα μάτια της ψυχή, θα βλέπεις , όσα τ' άλλα τα χωματένια δε μπορούν να δουν. Άντε Χαρούλη κάμε μια ευχή, όσο κρατάει ακόμα η Κεραζόζα και πάρε τα χώματα, τα δικά της χώματα να φτιάξεις ζωνάρι μεταξωτό και μ' αυτό να δέσεις τη ζωή, με τα' όνειρο και την αγάπη, την αγάπη σου.

Ευχαριστιέται ο κυρ-Δαμιανός την προσπάθεια του παιδιού. Το χαμόγελο φέρνει με την ευκολία μιας δροσερής αναπνοής το τραγούδι απ' τα φύλλα της καρδιά στα χείλη. Ξεχειλίζει η βαθιά αντρίκια φωνή μνήμες αγαπημένες και μεράκια απ' τα παλιά. Σμίγει το τραγούδι με την ανασεμιά της γης και τα χρώματα της Κεραζόζας. Σφαλιχτά κρατεί κι εκείνος τα ματοτσί-νορα. Γυρνούν οι θύμησες κοντά του, ξεδιπλώνονται οι αναμνήσεις μέσα του και τώρα να , δειλινά και δειλινά περνούν ξανά κάτω απ' τα κλειστά βλέφαρα. Νοστάλγησε τη νιότη του; Ίσως ναι, ίσως κι όχι. Ένα δάκρυ ακολούθησε μια βαθιά ρυτίδα και χάθηκε μέσα στ' άσπρα γένια. Δυο τρεις σταγόνες βροχή κύλησαν στις πευκοβελόνες κι ύστερα η μια μετά την άλλη λαμπερές-λαμπερές έπεσαν στα χέρια του.

- Αυτές είναι αληθινές διαμαντόπετρες, μονολόγησε, θαυμάζοντας τη ζωηράδα και τη λάμψη τους κάτω απ' τις δειλινές ηλιαχτίδες, αυτές που σε λίγο ετοιμάζονταν ακολουθώντας το φως της ημέρας, να ταξιδέψουν πέρα και πίσω απ' τη θάλασσα, σε άλλες μακρινές άγνωστες πολιτείες.

Ανεβοκατεβαίνει το λακκάκι στο λαιμό του Χάρη από την αγωνία του να βρει και να δει το ουράνιο τόξο πίσω απ' το μαντήλι. Τρεμοπαίζουν βυσσινοκέρασα τα χείλη κι αμήχανα τα χέρια σφίγγονται και ξανασφίγγονται μεταξύ τους.

Παρακολουθεί ο γέρος τούτη την ένταση. Πότε-πότε τού χτυπάει τον ώμο για να τον εμψυχώσει, σίγουρος για το αποτέλεσμα. Τον καμαρώνει, νιώθει περήφανος με τη φύτρα του.

- Δυο και τρεις και εκατό φορές γιος μου , σκέφτεται και φουσκώνει από χαρά το στήθος του.

Ξέβαψε το ουράνιο τόξο , διαλύθηκε σα νερόχρωμα στη φύση ολάκερο ή μήπως το πήρε ο άνεμος και το σκόρπισε με τις πνοές του. Την ίδια στιγμή, ο Χάρης φωνάζει δυνατά, πολύ δυνατά, χαρούμενος.

- Παππού, παππού, τα κατάφερα. Τα κατάφερα σού λέω παππού.

Χοροπηδάει ευτυχισμένος. Είναι παιδί.

Πριν τελειώσει τη σκέψη του, άνοιξε τα μάτια πετώντας το μαντήλι στον άνεμο ψηλά μ' ενθουσιασμό.

- Η Κεραζόζα παππού; πού είναι η Κεραζόζα;

- Στην καρδιά σου γιε μου, μέσα σου , δεν είναι απάντησε ο γέρος με στοχασμό και τα μάτια στυλωμένα πέρα μακριά στα μαβιά σύννεφα.

Έφερε το χέρι πάνω στο στήθος του ο μικρός σαν για να ψηλαφίσει όσα πριν από λίγο είχε κλείσει στην καρδιά του. Και ψηλάφισε το ουράνιο τόξο κι έτσι ψηλαφιστά ξεχώρισε τα χρώματα και τα ψιθύρισε ένα-ένα…. μπλε , κίτρινο , μωβ ……

Είχαν αρχίσει τα πουλιά τη βραδινή προσευχή. Η φύση έπαιρνε άλλη όψη καθώς έδυε ο ήλιος και δυνάμωνε το αεράκι. Από μακριά έφτανε ο ήχος της θάλασσας αργός, κυματιστός, σαν τα σιγανομουρμουρίσματα στις γειτονιές του νησιού τ' απόβραδα. Τούτη την ώρα χαρά Θεού η εξοχή. Τέτοια αρμονία γης και ουρανού ποιαν άλλη εποχή να τη γυρέψεις.

Ανοίγει ο κυρ-Δαμιανός την αγκαλιά του και κουρνιάζει σαν πουλάκι στη φωλιά ο Χάρης.

- Παππού γυρνάμε πίσω απ' τον καιρό; ρωτάει.

- Και πίσω και μπρος , όπου θέλεις εσύ γιε μου. Άηντε ένα χεράκι να γυρίσει η μυλόπετρα του χρόνου. Γέρασα του λόγου μου.

- Ένα φιλάκι θες να πεις παππού , διορθώνει και τον φιλάει στο μάγουλο.

Ανταποδίδει εκείνος την τρυφεράδα κι αρχίζει. Θυμάται ο γέρος τα παλιά. Έρχονται στο νου, τα δικά του παιδικά χρόνια γεμάτα νεράιδες και γοργόνες και ξωτικά που γυρνούσαν τις νύκτες στους ανεμόμυλους και πείραζαν τους μυλωνάδες ανακατεύοντας τ' αλεύρι με κοκκινόχωμα. Κι ύστερα μιλά για τους μαστόρους, που χτίζανε τα σπίτια και τις εκκλησίες, για τη βρύση κάτω στα πλατάνια και τα πέτρινα αρχοντόσπιτα γύρω της, για τους ανθρώπους του νησιού που ήταν φιλόξενοι και καλοσυνάτοι, για τις ξύλινες βάρκες, τους χορούς και τα πανηγύρια. Κι όλο τον σφίγγει στην αγκαλιά του πιο πολύ, πιο ζεστά και κάθε τόσο - άαχ γιε μου, του λέει, τον παλιό καλό καιρό -.

Τον παλιό καλό καιρό, οι γειτονιές ήταν γεμάτες κυράδες και παιδιά, πολλά παιδιά, θυμάται κι αναστενάζει λες και δε συμφωνεί και δεν του αρέσει που σήμερα δε μοιάζουν τούτες οι γειτονιές μ' εκείνες. Ας είναι, συνεχίζει ο γέρος την κουβέντα για τις γριές που έγνεθαν με τη ρόκα καθισμένες στο πλακόστρωτο της Παναγιάς και για τα γεροντάκια που έπαιζαν με τις κεχριμπαρένιες χάντρες στο καφενείο κάτω στο γιαλό τραγουδώντας όλοι μαζί, καημούς και μεράκια της ζωής και της θάλασσας.

- Πες μου ξανά για τη γιαγιά παππού, παρακαλάει ο Χάρης. Στη θύμηση τούτη το πρόσωπο του γέρου παίρνει άλλη έκφραση. Είναι κάτι σαν χαρμολύπη ή νοσταλγία. Τα μάτια του γίνονται πέλαγα και αρμενίζει εκείνη κουνώντας το μεταξωτό μαντήλι με το μονόγραμμα. Η Αρχοντούλα, ψηλή, λεβεντογυναίκα είχε έρθει στο νησί από τη Μικρασία και στέριωσε με τη φαμίλια της στο μικρό σπίτι, πίσω απ' τον Άη-Νικόλα. Μεγάλη ιστορία γιε μου, λέει ο γέρος και δένει κόμπο το μαντήλι, το μαντήλι της. Λύνεται ο κόμπος που 'χει σταθεί στο λαιμό του, βλέπεις, μόνο δώδεκα χρόνια έμειναν μαζί, λύνεται ο κόμπος και γίνεται η φωνή βαθειά, ακόμη πιο αντρίκια, γιατί μιλάει για την αγάπη , την αγάπη του. Ένα-ένα τα τραγούδια της φερμένα από τη Σμύρνη τού 'ρχονται στο νου. Άλλοτε μιλάει, άλλοτε τραγουδάει κι άλλοτε σωπαίνει. Σωπαίνει και συλλογίζεται. Ξέρει κι ο Χάρης το τραγούδι της αγάπης τους. Τού το 'χει μάθει ο παππούς και το λένε μαζί , σαν και τώρα ……. ήλιε μου στο ξημέρωμα περίμενε λιγάκι / να στείλω στην αγάπη μου ένα γαρουφαλάκι ……..

- Άαχ γιε μο , την αγάπησε ο ίδιος ο Αρχάγγελος και μου την πήρε ένα ξημέρωμα, παραπονιέται.

- Ναι, μα εκείνη αγάπησε μόνο εσένα, τονίζει ο Χάρης.

- Ναι, έχεις δίκιο γιε μου, συμφωνεί και σηκώνεται μαζεύοντας τα σκαλιστήρια, τα ψαλίδια και τ' άλλα σύνεργα. Έχεις δίκιο, μόνο εμένα αγάπησε η καλή μου, η Αρχοντούλα και το σπουδαιότερο με περιμένει ! Άαχ αγάπη, αγάπη …….

- Φεύγουμε παππού; ρωτάει ο Χάρης

- Πήρε να νυχτώνει παιδί μου, τι λες και 'συ;

- Αύριο θα ξανάρθουμε παππού;

- Βέβαια, έχουμε δουλειές. Δουλειές με φούντες, πολλές

- Το ουράνιο τόξο παππού;

- Αυτό το 'παμε, στην καρδιά σου την κρατάς την Κεραζόζα, γέφυρα μυστική δική σου.

- Ναι, συμφωνεί και ξαναφέρνει το χέρι του στο στήθος, και ψηλαφιστά ξαναβρίσκει τα χρώματα της ζώνης τ' ουρανού και τα ονειρεύεται δικά του, για τη ζωή και την αγάπη.

Ξεκινούν. Ο Χάρης θυμάται τα καναρίνια του. Ανησυχεί. Θα φοβούνται σκέφτεται. Είναι μόνα τους. Μαζεύει ανθισμένα κλαδάκια να στολίσει το κλουβί, έτσι για να τα αποζημιώσει. Τού τα έχει χαρίσει ο άλλος του παππούς, στην πόλη. Κελαηδούν όμορφα. Καμιά φορά τ' αφήνει να πετούν στο δωμάτιο για να ξεμουδιάσουν. Έπειτα, μπαίνουν μόνα τους πάλι στο κλουβί, θαρρείς και φοβούνται την ελευθερία. Προχωρώντας ανοίγει τα ρουθούνια και ανασαίνει βαθιά, το υγρό χώμα, το λεμονανθό και την αύρα της θάλασσας. Αφήνεται στη φαντασία. Ο κυρ-Δαμιανός τον κρατάει απ' το χέρι σφιχτά. Νιώθει το γρήγορο σφυγμό του. Καταλαβαίνει. Όλα τα καταλαβαίνει τούτος ο γέρος λες και διαβάζει το ίδιο καλά και τα έξω και τα μέσα της ψυχής.

- Τα καναρίνια γιε μου, θα σε περιμένουν, λέει κάπως αόριστα κι ανοίγει το βήμα πιο γοργό.

Ακολουθεί ο Χάρης ρουφώντας τη μύτη του που έχει κοκκινίσει απ' την υγρασία και τη φρεσκάδα του αέρα.

- Όλα τα καταλαβαίνεις παππού, ε; θαυμάζει ο μικρός τη σοφία.

Η αυλή μυρίζει χιώτικο γιασεμί και νερόκρινα. Το φεγγάρι στέκεται πάνω απ' το πηγάδι γιομάτο ασήμι! Ο σκύλος τρέχει πρώτος να μπει μέσα σπρώχνοντας με το πόδι του τη σιδερόπορτα. Γνωρίζει το χώρο του. Τα πάει μια χαρά με το χοντρό κεραμιδόγατο κι άσε να λένε "σαν το σκύλο με το γάτο". Τούτοι εδώ μαζί τρώνε, μαζί κοιμούνται , μαζί παίζουν , μαζί τεμπελιάζουν στην πολυθρόνα του παππού όταν δε χουζουρεύει εκείνος. Αχώριστοι φίλοι. Μόλις τους βλέπει νιαουρίζει χαρούμενος κι ο σκύλος κουνώντας την ουρά ανταποδίδει το χαιρετισμό.

Τα παραθυρόφυλλα είναι ανοιχτά, όπως τ' άφησαν το μεσημέρι. Η κουρτίνα ανεμίζει τα κεντημένα λουλούδια της στο μικρό βοριά. Το μικρό βοριά που κάνει κύκλους απόψε χαϊδεύοντας τις ανθισμένες λεμονιές, τ' αμπέλια, τα χωράφια, τ' ακροθαλάσσι, τις βάρκες, τα γκρεμισμένα παλιά σπίτια, το μοναστήρι, τις αυλές, τα όνειρα και τις ανθρώπινες καρδιές που περιμένουν την Ανάσταση.

Ανάβει ο Χάρης το φως, κατεβάζει το κλουβί με τα καναρίνια και το στολίζει. Φουσκώνουν και τινάζουν τα φτερά τους αναστατωμένα από την ξαφνική λάμψη. Είχαν κουρνιάσει. Συνέρχονται γρήγορα. Περιεργάζονται με το ράμφος τους τ' ανθισμένα κλαδάκια αφήνοντας ένα τιτίβισμα ευχαρίστησης.

- Το 'ξερα που θα σας αρέσει, λέει χαρούμενος και τους βάζει φρέσκο δροσερό νεράκι.

"Σαν να πεινάω κι εγώ" σκέφτεται και το άδειο του στομάχι διαμαρτύρεται μ' ένα μακρόσυρτο γουργουρητό.

- Παππού, πείνασα, δηλαδή τί πείνασα, τρώω και πέτρες μου φαίνεται, δηλώνει.

- Εμ γιε μου, το στομάχι δε χορταίνει με λόγια, δίκιο έχεις, να με συμπαθάς. Γιε μου, εγώ φταίω. Ξεχάστηκα με τις κουβέντες και μήτε λίγο ψωμοτύρι δεν σου 'δωσα κι ας το 'χα μαζί μου. Άηντε όμως να πλυθείς και θα φροντίσω να σ' αποζημιώσω και με το παραπάνω μάλιστα.

Ετοιμάζει ο γέρος τη φωτιά στην αυλή και σε λίγο μυρίζει η γειτονιά ψαράκι και χταπόδι στα κάρβουνα. Στρώνει ο Χάρης το τραπέζι στη βεράντα όπως κάθε φορά, όπως κάνει πάντα όταν τρώει με τον παππού. Φέρνει το μουσκεμένο παξιμάδι, τη σαλάτα, το τυρί, τις ελιές, δυο ποτήρια και κρασί. Νιώθει πιο μεγάλος τέτοιες στιγμές. Πίνει και κρασί, λίγο, λιγάκι, όσο πρέπει μα όχι νερωμένο, ο παππούς δεν κοροϊδεύει. Αρέσει και σ' εκείνον. Λέει πως το κρασί είναι το ζωνάρι της καρδιάς και των ονείρων κι ανοίγει μια χαραμάδα στην ευτυχία δένοντας όσους αγαπιούνται με τη ζωή.

- Στην υγειά σου παππού, λέει ο μικρός ξετρελαμένος απ' τη χαρά του κι απ' τις νοστιμιές που 'χει το τραπέζι τους. Φέρνει το γυαλένιο ποτηράκι στα χνουδάτα βελούδινα χείλη με φανερή ευχαρίστηση, κλείνει τα μάτια κι απολαμβάνει, το κρασί, τη στιγμή, τη ζωή.

- Στη ζωή και στη Ζωή σου γιε μου, λέει ο παππούς και μυρίζει πρώτα βαθιά μ' ευλάβεια το ρουμπίνι κρασί πριν το γευτεί.

Τρώνε, πίνουν, γελούν, τραγουδούν, γεύονται την ίδια τη ζωή δηλαδή, ακέρια σ'΄όλο της το μεγαλείο. Το βλέμμα του γέρου σκουραίνει τέτοιες ώρες. Γίνεται πιο περήφανο, πιο μερακλίδικο, πιο αντρίκιο. Τα μάτια παρατηρούν μ' επιμονή τις λεπτομέρειες. Στέκονται στοχαστικά σε κάθε τι, θαρρείς κι είναι τούτη η στερνή, η τελευταία φορά που βλέπουν και θέλουν όλα να τα αγκαλιάσουν, όλα να τα κλείσουν μέσα τους παντοτινά, να μη χαθούν ποτέ.

- Παππού, ό,τι αγαπάς, ποτέ δε χάνεται; ρωτάει ξαφνικά.

- Ποτέ γιε μου, ό,τι αγαπάς με την ψυχή ποτέ.

Βάζει και δεύτερο ποτήρι κρασί ο κυρ-Δαμιανός. Το κρατάει μετέωρο στον αέρα και θαυμάζει το χρώμα το κατακόκκινο κάτω απ' το φως. "Δεν χάνονται τέτοιες στιγμές , δεν χάνονται" ψιθυρίζει κάτω απ' τα μουστάκια του. Γελάει ευτυχισμένος.

Λέει και ξαναλέει ο Χάρης "σ' αγαπώ παππού , σ' αγαπώ" και τα χείλη του στάζουν μέλι και ροδόσταμο.

Ευχαριστιέται ο γέρος με τούτη τη γλυκιά εξομολόγηση του παιδιού και κάνει συγκινημένος το σταυρό του.

"Σ' ευχαριστώ Θεέ μου , σ' ευχαριστώ που μ' αξίωσες να ζήσω και ν' αγαπήσω, μα πιότερο" συλλογίζεται "σ' ευχαριστώ γιατί μ' αξίωσες ν' αγαπηθώ , ν' αγαπηθώ".

- Πες μου παππού για το κρασί , άλλη μια φορά.

- Το κρασί γιε μου - τα 'παμε δεν τα 'παμε. Είναι τέχνη, είναι μεράκι, είναι αγάπη, είναι αίμα Του Χριστού, δηλαδή ευλογία στο τέλος-τέλος, κατάλαβες;

- Ναι παππού. Αγαπάς πρώτα το κλήμα που εμπιστεύεσαι στην αγκαλιά της γης, κι ύστερα τ' άλλα έρχονται με τη σειρά τους. Είδες πως θυμάμαι! Έλα πες μου τ' άλλα, εκείνα με τα όνειρα, παρακαλάει.

- Α! τη φιλοσοφία του κυρ-Δαμιανού, θες μαθές να ξανακούσεις. Άκου λοιπόν, τι έχει η καρδιά : δεν είναι δύσκολο. Άηντε πες το. 'κεινο, ε , τι θέλει η καρδιά; δεν είναι δύσκολο. Άηντε πες το.

- Κόκκινο κρασί παππού ! κι εβίβα τα ποτήρια μας.

- Κοκκινο , γιατί η καρδιά είναι ονειροπόλα και συνέχεια ταξιδεύει δίχως να λογαριάζει τι λέει ο νους. Κόκκινο λοιπόν για να μεθούν τα όνειρα της καρδιάς κι έτσι μεθυσμένα ν' ανεβαίνουν στους ουρανούς κι η καρδιά να ευφραίνεται. Άαχ γιε μου , "το κόκκινο είναι τση καρδιάς και το λευκό τσ' αγάπης" , έτσι το θυμάμαι , όπως το 'λεγε κι εμένα ο παππούς μου , τότε τον παλιό καλό καιρό.

- Για την αγάπη; ρωτάει ο μικρός κι ανοίγει διάπλατα τα μάτια του.

- Ναι , την αγάπη ………… Αναστενάζει βαθιά και συνεχίζει. Η αγάπη δένει ψυχή μ' άλλη ψυχή και της πρέπει η λευκότης. Σαν συναντηθούν άντρας και γυναίκα και ταιριάξουν , πρέπει ν' αφήσουν να φτάσει ο λόγος στην ψυχή, να μιλήσει εκεί που αφέντρα είναι η σιωπή και να μιλήσει με έργα γιε μου, με έργα. Άαχ πού 'ναι εκείνος ο παλιός καλός καιρός , πάει ………. Το λευκό κρασί φέρνει τον έρωτα κι έτσι η ζωή μας αποκτά πιο μεγάλη ακόμα σημασία. Όπως και να 'χει , το κρασί παιδί μου κόκκινο ή λευκό σμίγει ανθρώπους, σημαδεύει στιγμές αιώνιες στο πέρασμα του καιρού που θέλει όλα να τα σακατέψει. Θέλει Χαρούλη μου όμως και σεβασμό το κρασί , όχι να σε πίνει μα να το πίνεις ……………. Κι ύστερα σιωπή , βαθειά σιωπή.

- Τι σκέφτεσαι παππού;

- Άαχ γιε μου, σκέφτομαι …….. μεγάλη που 'ναι η στιγμή μπρος στο Άγιο Δισκοπότηρο, μεγάλη στιγμή γιε μου να σε κερνάει ο ίδιος ο Χριστός. Για σκέψου!

Με τούτες τις κουβέντες πώς να μην ανοίξουν οι μυστικές πόρτες της καρδιάς; Χαράζονται βαθιά μέσα μας ιδιαίτερα σαν είμαστε παιδιά και τις κουβαλάμε παντού, ίδιες ακύμαντες μεγάλες θαλασσογραμμές που στα όνειρά μας ακολουθούμε.

"Ο θάνατος" έλεγε ο γέρο-Δαμιανός , "ο θάνατος σαν έχεις ζήσει όσα πρέπει κι όπως πρέπει κατά πώς προστάττει η συνείδηση, δεν είναι τίποτα κακό. Δεν σου παίρνει τίποτα , δεν μπορεί. Το μεδούλι της ζωής είναι η σκέψη, ο λόγος, κι αυτά μένουν σ' άλλες καρδιές και πάντα θαμένουν να μπολιάζουν κι άλλες ζωές, πίσω απ' όποιον κάνει τούτο το ταξίδι. Κι ύστερα, πώς αλλιώς να πορευτείς στο Θεό. Ο θάνατος είναι δρόμος, ένας ακόμη μεγάλος δρόμος, μπορεί κι ο μεγαλύτερος".

Στην άκρη των χειλιών του παιδιού, αντάμωνε την ηλιαχτίδα της νιότης του, εκείνης που τώρα στα δικά του χείλη είχε γίνει ρυτίδα βαθειά.

"Δε βάζω μαράζι γιε μου" του 'λεγε "και τις ηλιαχτίδες μου τις χάρηκα και τις ρυτίδες μου γλεντώ, να όπως τώρα μαζί σου, τις γλεντώ και με το παραπάνω μάλιστα".

- Σ' αγαπώ , παππού.

Ο Χάρης γράφει γράμμα στους γονείς του. Δεν ξέρει τι να πρωτογραψει για τον παππού. Στο τέλος με κεφαλαία σημειώνει "Ο ΓΕΡΟ-ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΣΠΟΥΔΑΙΟΣ ΑΝΤΡΑΣ".

- Αύριο ………… αύριο θα φύγω, έρχομαι, παραμιλάει στο διπλανό δωμάτιο ο γέρος κοιτάζοντας τη φωτογραφία της καλής του. Με το τραγούδι της κοιμάται, γαλήνιος, ήρεμος, περήφανος.

Οι νύχτες είναι ονειροπόλες από τη φύση τους. Είναι το μυστήριο των άστρων που κεντά το σκοτάδι και τη φαντασία. Ποιος δεν ακροβατεί σ' ένα ασημένιο φεγγάρι όταν στέκεται πεισματικά πίσω στα τζάμια ή μισοκρύβεται κάπου-κάπου σ' ένα βιαστικό περαστικό σύννεφο, ή, πάλι όταν χαμηλώνει επίτηδες μέχρι το περβάζι και μπαίνει ολόκληρο στην κορνίζα, στο παράθυρο πιάνοντας κουβεντολόι με τα γιασεμολούλουδα και τις πεταλούδες; Εκεί στην ασημογραμμή του φεγγαριού ακροβατεί ο Χάρης, μεσάνυχτα και κάτι, με το ραδιόφωνο ανοιχτό και μια χαραμάδα στην καρδιά που δεν θέλει να σμίξει με το σκοτάδι. Μένει ανοικτή στο ασήμι και στο φως.

Φοβάται ο Χάρης. Φοβάται για τον παππού. Παρακαλάει στην προσευχή του "Θεέ μου κάνε κάτι να μην …………". Δεν το λέει , φοβάται ακόμη και να το πει. Είναι παιδί. Έτσι είναι όλα του κόσμου τα παιδιά. Ξορκίζουν το θάνατο με χρωματιστά παραμύθια και παραμυθένια τρυφερά όνειρα. Κοιμάται ο Χάρης. Ο ύπνος διπλοκλειδώνει τα βλέφαρα. Το φεγγάρι ανέβηκε πολύ ψηλά στον ουρανό. Πάνω απ' τη θάλασσα καθρεπτίζεται κι όλο φεύγει πιο ψηλά , πιο μακριά μετρώντας προβατάκια τ' ουρανού και της θάλασσας.

Το ξημέρωμα βρίσκει τον παππού ίδιο κουρασμένο ταξιδιώτη στο κρεβάτι. Μια παράξενη υγρασία έχουν τα μάτια του. Λάμπουν αλλιώτικα. Φωτίζονται από κάπου αλλού, το νιώθει. Το νιώθει κι ο Χαρούλης πως κάτι συμβαίνει. Προσπαθεί να του χαμογελάσει, μα κάτι τον σφίγγει περίεργα.

- Τι είναι αμαρτία παππού, ρωτάει με σπασμένη φωνή. Ανακαθίζει ο γέρος στο κρεβάτι και παίρνει στην αγκαλιά του τον μικρό.

- "Αμαρτία για μου" λέει "είναι ν' αφήσεις απαίδευτη την ψυχή και να τη χάσεις. Ό,τι ακούς , ό,τι βλέπεις , ό,τι αγγίζεις , ό,τι μυρίζεις , ό,τι γεύεσαι , ό,τι δηλαδή οι αισθήσεις σου καταλαβαίνουν πρέπει να το ελέγχεις αν είναι σωστό ή λάθος και ανάλογα να πράττεις. Να έχεις μέτρο σε όλα για να μην μπεις στην αμαρτία. Οι αμαρτίες σέρνονται χαμηλά , γι' αυτό εσύ πάντα ψηλά να σηκώνεις τα μάτια , να προσπαθείς να ανταμώσεις το βλέμμα του θεού στον ουρανό".

Σταματά ο κυρ-Δαμιανός . στοχάζεται κι ύστερα ζητάει λίγο νερό.

Τρέχει ο Χάρης να ξεδιψάσει τον παππού και κατόπιν ανοίγει διάπλατα το παράθυρο αντίκρυ όπως του παραγγέλνει.

- Τί θέλεις να δεις παππού; ρωτάει. Θα κρυώσεις.

- Άσε να μπει η πρωινή αύρα γιε μου, έρχεται από τα βάθη της θάλασσας κι άνοιξε διάπλατα τα μάτια και τα χωματένια και τ' άλλα που ξέρεις, εσύ θέλω να δεις.

Θαυμάζει ο Χάρης τον ήλιο που ανασταίνεται γεμάτος υποσχέσεις , προσδοκίες, φορτωμένος ζωή και όνειρα. Μυρίζει την αρμύρα της λουλακιάς θάλασσας που σκορπίζεται στο δωμάτιο. Ακούει τα καναρίνια και θυμάται "τα πουλιά αινούν τον Θεόν". Προσεύχεται, από μέσα του, παρακαλάει, ικετεύει. Σφίγγει το χέρι του παππού στα χέρια του και τον ακούει.

"Αμαρτία γιε μου είναι να προσπεράσεις τούτο το θαύμα που απλώνεται μεγαλόπρεπα μπροστά σου και να μην το καταλάβεις, να μη νιώσεις τίποτα, να μην πεις ευχαριστώ σ' Εκείνον που το δημιούργησε με τόση σοφία και το χάρισε σε όλους, με πόση αλήθεια αγάπη. Αμαρτία παιδί μου είναι να μην βλέπεις το δέντρο που ανθίζει και να μην λυπάσαι για εκείνο που ξεραίνεται. Μάθε ν' απλώνεις τη ματιά σου παντού, ολόγυρα και ό,τι εισπράττεις να το αποταμιεύεις στην καρδιά. Η καρδιά είναι μεγάλο ταμιευτήριο. Ν' ακούς το κάλεσμα της γης και να αφουγκράζεσαι τη φύση με τις λεπτομέρειες. Οι λεπτομέρειες δίνουν νόημα στη ζωή. Την αγάπη γιε μου, μην αρνηθείς στην καρδιά σου, την αγάπη και με την αγάπη γνώμονα να πορεύεσαι".

Οι τελευταίες μέρες του Απρίλη είναι πιο ζεστές και γλυκιές. Ο Χάρης γυρνάει με κοντομάνικο στο γιαλό μαζεύοντας βότσαλα. Μόνον ο κυρ-Δαμιανός κρυώνει, κρυώνει και τις νύχτες θέλει συντροφιά. Βυθίζεται σε ύπνο βαθύ πότε-πότε κι όταν ξυπνάει μιλάει για το ταξίδι, το ταξίδι του. Το σπίτι γεμίζει ανθρώπους. Πηγαινοέρχονται κι όλο θυμούνται, τούτο, εκείνο, τ' άλλο ο κυρ-Δαμιανός. Πλησιάζει η Ανάσταση. Στα χείλη του γέρου μένει νόμιμα ένα μισοσβησμένο χαμόγελο. Η ζωή που φεύγει, η ψυχή που ετοιμάζεται.

Ήταν δειλινό, γεμάτο μυρωδιές και χρώματα. Απ' τ' ανοιχτό παράθυρο έμπαινε το βουητό της θάλασσας ίδιο παράπονο πικρό. Ήρθε ένα σύννεφο και στάθηκε πάνω απ' τις λεμονιές, κι ύστερα κι άλλο, κι άλλο κι άλλα πολλά, πολλά σύννεφα πλάι στ' αρμύρικα. Έσμιξαν το 'να κοντά στ' άλλο, θαρρεί και μπήκαν όλα στην ίδια αγκαλιά. Σκούρυναν θυμωμένα. Από λευκά έγιναν σταχτί με κάτι χοντρές μολυβιές.

- Τα σύννεφα φέρνουν τη βροχή, συλλογίζεται ο μικρός και μια ψιχάλα πέφτει απ' τα δικά του συννεφιασμένα ματοτσίνορα.

- Βαριανασαίνει ο παππούς. Θαρρείς κουράστηκε.

Ήρθε κι η βροχή, περαστική μόνον για εκείνη την ώρα. Έτσι έπρεπε. Κι ύστερα ήλιος και βροχή μαζί. Η βροχή απ' τη θάλασσα κι ο ήλιος πάνω απ' τις χορταριασμένες κεραμιδοσκεπές. Κι ένα αεράκι μυρωμένο ανάμεσά τους. Όπως άλλοτε.

Ο Χάρης μένει με τα μάτια καρφωμένα ίσια μπροστά περιμένοντας. Είναι σίγουρος. Θα 'ρθει, θα φανεί, τούτη την ώρα είναι δυνατόν να μην υπάρχει κεραζόζα". Όλο περισσότερο χαμηλώνουν τα σύννεφα και παίρνουν τη βροχή πιο μακριά. Ανοίγει ένα μεγάλο παραθύρι στον ουρανό και τούτες οι ηλιαχτίδες τρυπούν την υγρασία της ατμόσφαιρας και τη διάφανη ομίχλη και μαζεύονται απέναντι σ' ένα μεγαλόπρεπο τόξο.

- Παππού, παππού, η ΚΕΡΑΖΟΖΑ, παππού, το 'ξερα, παππού νάτην, φωνάζει ο Χάρης για να πνίξει το λυγμό του.

Η σιωπή του παππού εκείνη την ώρα μαρτυρούσε πιο πολλά απ' όσα μπορούσε το παιδί να φανταστεί. Μόνον άνοιξε διάπλατα τα μάτια δείχνοντας αόριστα προς το παράθυρο για μια στιγμή κι ύστερα έγειρε στο πλάι το κεφάλι κι ήταν σαν να κοιμήθηκε. Το πρόσωπό του φώτιζε ένα του άλλου κόσμου χαμόγελο παράξενα γαλήνιο και τρυφερό. Εφτασφράγιστα έμειναν τα ματοτσίνορα κι η καρδιά κλειστό χρυσόδετο άγιο βαγγέλιο γι 'αλλού πια ετοιμάστηκε ν' ανοίξει και να ξεδιπλώσει τα φύλλα της.

Λυπάται ο Χάρης και κλαίει. Ξαναζεί στη μνήμη του τις τελευταίες μέρες με τον παππού. Όλα όσα θυμάται τ' αγαπάει, είναι ωραία, τα 'χει κλείσει στο μυρογυάλι της ψυχής κι είναι μυρωδιές αγάπης , αγαπημένες δικές του παντοτινά. Αυτό θα 'πει αθανασία συλλογίζεται και δεν έχει άδικο. Ο κυρ-Δαμιανός έχει μπολιάσει τη ζωή του παιδιού με μηνύματα και αξίες ζωής κι αυτά δε χάνονται , βρίσκουν ένα μονοπάτι στο νου κι από 'κει προσπαθούν να διαφεντέψουν όλες τις στράτες του.

"Είναι αλήθεια" σκέφτεται "ο παππούς μου όλες μα όλες τις ηλιαχτίδες της νιότης του και τίμησε με το παραπάνω κάθε ρυτίδα του".

Νιώθει περήφανος. Ξέρει πως η ψυχή του γέρου αρμενίζει αρχόντισσα κι αφέντρα να συναντήσει το φως πέρα από θάλασσες κι από στεριές , πέρα απ' τους ουρανούς που βλέπουν τα χωματένια μάτια μας. Ο θάνατος δε μπόρεσε να του πάρει τίποτα", σκέφτεται, "όλα τα έχω εγώ καλά φυλαγμένα στην καρδιά και στο μυαλό μου".

Φαντάζεται τον παππού απέναντι από τον Χάροντα, να τον κερνάει κόκκινο κρασί, να τον μεθάει και να ονειρεύεται μεθυσμένος ο Χάροντας πως τάχα μου ζει και ξέρει ν' αγαπάει, να πονάει, να ερωτεύεται και άηντε εβίβα τα ποτήρια στη Ζωή και την αθανασία και στα μυστήρια του σύμπαντος κόσμου και του πάνω και του κάτω. Ακούει το γέλιο του παππού και ξέρει πως εκείνος με τον τρόπο του νίκησε και το θάνατο, δίχως να φοβάται, τον νίκησε γιατί ήξερε ν' αγαπά τη Ζωή με τα μικρά και τα μεγάλα της, τα δίκια και τα' άδικα, τις χαρές και τις πίκρες, τα τραγούδια, τα ξεφαντώματα, τα ευαγγέλια και τα μοιρολόγια.

- Καλό ταξίδι παππού, καλό ταξίδι , λέει ο Χάρης και σκορπίζει μια χούφτα χώμα, αντικρίζοντάς τον για τελευταία φορά , μέσα στα γαρύφαλλα κι έρχεται στα χείλη του το τραγούδι του κυρ-Δαμιανού : "Ήλιε μου στο ξημέρωμα περίμενε λιγάκι / να στείλω στην αγάπη μου ένα γαρουφαλλάκι".

Ο ήχος της καμπάνας σημαίνει μακρινός , σημαίνει πολλά , μα τούτα τα πολλά δε λέγονται , μένουν με τρόπο προσωπικό στην καρδιά του καθενός χωριστά και την καρδιά του Χάρη με τρόπο ξεχωριστό , πιο ξεχωριστά ακόμη σφράγισε εκείνο το μακρόσυρτο νταααάν, νταααάν, νταααάν ……………….

Ζωή Φτέρη

Σχόλια (0)

There are no comments posted here yet

Υποβάλετε το σχόλιό σας

Posting comment as a guest. Sign up or login to your account.
Συννημένα (0 / 3)
Share Your Location

Αυτό είναι το χωριό μου, το όμορφο Θραψανό, που ονειρευόμουν να ζήσω, κάποτε...

Αυτό είναι το χωριό μου, το Θραψανό... Φωτογραφημένο στις 6 Ιουλίου 2012. Τον αγαπώ αυτόν τον τόπο. Και κάποτε, ονειρευόμουν να ζήσω εκεί αρκετό καιρό, όταν θα έβγαινα στη σύνταξη.  Τώρα πια είμαι συνταξιούχος, έχοντας αλλάξει άποψη και πρωτεραιότητες στη ζωή μου... Η στιγμή που νόμιζα ότι δεν θα ερχόταν ποτέ, ήρθε! Δείτε ΕΔΩ μερικά πράγματα για το χωριό μου...

spiti.ktiti.dek23

Όταν η ζωή δεν το βάζει κάτω… Οι βουκαμβίλιες που ξεράθηκαν από την παγωνιά του Γενάρη 2017, όταν το χιόνι το έστρωσε για τα καλά στο χωριό (δες την ακριβώς από κάτω φωτογραφία, διότι είναι πολύ σπάνιο το χιόνι στο χωριό μας σε υψόμετρο 350 μ.). Χρειάστηκε να περιμένουμε λίγο... Αλλά ο χρόνος δεν είναι πρόβλημα, όσο είμαστε όρθιοι, μπορούμε και αντέχουμε τις αντιξοότητες… Η φωτογραφία αυτή, είναι τραβηγμένη το Νοέμβρη του 2023 όταν βάψαμε με άλλο χρώμα την εξωτερική και εσωτερική αυλή του σπιτιού...

xionismeno.spiti090117

Φωτογραφία τραβηγμένη στις 9/1/2017, στο χιονιά που άρεσε σε όλο το Θραψανό. Το πατρικό μου σπίτι, χιονισμένο. Απόλαυση οφθαλμών… Ευχαριστώ όσους είχαν την καλοσύνη και την προνοητικότητα να μου στείλουν αυτή τη φωτογραφία… Κάθε εποχή στο χωριό μου είναι όμορφη. Έτσι το βλέπω εγώ, έχοντας προσωπικά βιώματα… Οι όμορφες βουκαμβίλιες, από αυτόν τον πάγο, ξεράθηκαν, σε αντίθεση με την τριανταφυλλιά που, για άλλη μια φορά, αποδείχτηκε πολύ δυνατή και άντεξε... Αλλά η ζωή δεν σταματά! Ξαναπέταξαν πράσινα κλαριά, ξαναζωντάνεψαν!

parteria6

Φτιάξαμε και τα παρτέρια στα δυο περιβολάκια στην εξωτερική αυλή... Ο επόμενος στόχος, αν το θέλει ο Θεός και τον καταφέρουμε, είναι να μπουν πλακάκια και στις αυλές, τόσο στην εσωτερική, όσο και στην εξωτερική. Και μια πραγματική εξώπορτα που θα προστατεύει το σπίτι μας, καλύτερα, από τους ανόητους που δεν λείπουν. Ο στόχος παραμένει. Ελπίζω να τα καταφέρουμε να τον υλοποιήσουμε σ' αυτή τη ζωή.

thrapsano.arxio

Και μια ιστορική φωτογραφία που δείχνει το χωριό των πιθαράδων... Κρήτη, Θραψανό, 1958-1962, φωτογραφία του Roland Hampe. Την είδαμε δημοσιευμένη στη εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ Ηρακλείου της 10/5/2023. Τα νέα παιδιά, στις μέρες μας, συνεχίζουν αυτή την τέχνη. Αν τα βοηθούσε λίγο και η Πολιτεία, όλα θα ήταν καλύτερα... Δείτε κι αυτό ΕΔΩ το υπέροχο ντοκιμαντέρ για την αγγειοπλαστική στο Θραψανό που προβλήθηκε το Φλεβάρη του 2024  από την ΕΡΤ 3.

patris220624

Από την ημερήσια Ηρακλειώτικη εφημερίδα, ΠΑΤΡΙΣ. Την είδαμε δημοσιευμένη στη στήλη Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ, το Σάββατο 22/6/2024 με την ένδειξη: 1958-1962, Κρήτη, Θραψανό. Φωτογραφία Roland Hame (πηγή: Άσπρο και Μαύρο). Η φωτογραφία έχει και μια ακόμα συναισθηματική αξία για μένα. Τραβήχτηκε, όταν εγώ γενήθηκα. Και προφανώς έχει επιχρωματιστεί. Δεν υπήρχε χρωματιστό φίλμ, τότε...

Σε ποια φάση βρίσκεται σήμερα η σελήνη; Θέλετε να ξέρετε;

Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΣ ΚΑΙ Η ΠΙΣΤΗ ΜΑΣ

Η Αγία Γραφή περιγράφει μερικές φορές τους ανθρώπους με βάση την εργασία που έκαναν. Μιλάει για τον “Ματθαίο, τον εισπράκτορα φόρων”, τον “Σίμωνα τον βυρσοδέψη” και τον “Λουκά, τον αγαπητό γιατρό”. (Ματθ. 10:3· Πράξ. 10:6· Κολ. 4:14) Κάτι άλλο που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους είναι οι πνευματικοί διορισμοί ή τα προνόμιά τους. Διαβάζουμε για τον Βασιλιά Δαβίδ, τον προφήτη Ηλία και τον απόστολο Παύλο. Αυτοί οι άντρες εκτιμούσαν τους θεόδοτους διορισμούς τους. Παρόμοια και εμείς, αν έχουμε προνόμια υπηρεσίας, πρέπει να τα εκτιμούμε.

Ο αρχικός σκοπός του Ιεχωβά για την ανθρωπότητα ήταν να ζει για πάντα εδώ στη γη. (Γέν. 1:28· Ψαλμ. 37:29) Ο Θεός πρόσφερε γενναιόδωρα στον Αδάμ και στην Εύα διάφορα πολύτιμα δώρα που τους έδιναν τη δυνατότητα να απολαμβάνουν τη ζωή. (Διαβάστε Ιακώβου 1:17) Ο Ιεχωβά τούς χάρισε ελεύθερη βούληση, την ικανότητα να κάνουν λογικές σκέψεις και τη δυνατότητα να αγαπούν και να απολαμβάνουν φιλίες.

Ο Δημιουργός μιλούσε στον Αδάμ και τον συμβούλευε για το πώς να δείχνει την υπακοή του. Ο Αδάμ μάθαινε επίσης πώς να καλύπτει τις ανάγκες του καθώς και πώς να φροντίζει τα ζώα και τη γη. (Γέν. 2:15-17, 19, 20) Ο Ιεχωβά προίκισε επίσης τον Αδάμ και την Εύα με τις αισθήσεις της γεύσης, της αφής, της όρασης, της ακοής και της όσφρησης. Έτσι μπορούσαν να απολαμβάνουν πλήρως την ομορφιά και τα άφθονα αγαθά του παραδεισένιου σπιτιού τους. Για το πρώτο ανθρώπινο ζευγάρι, οι δυνατότητες να έχουν απόλυτα ικανοποιητική εργασία, να νιώθουν πλήρεις και να κάνουν ανακαλύψεις, ήταν απεριόριστες.

Τι μπορούμε να μάθουμε από τα λόγια που είπε ο Ιησούς στον Πέτρο; Χρειάζεται να προσέξουμε ώστε να μην αφήσουμε την αγάπη μας για τον Χριστό να εξασθενήσει και την προσοχή μας να αποσπαστεί από τα συμφέροντα της Βασιλείας. Ο Ιησούς γνώριζε πολύ καλά τις πιέσεις που σχετίζονται με τις ανησυχίες αυτού του συστήματος πραγμάτων. Ας μάθουμε, να εκτιμούμε όσα έχουμε...

ΕΝΑ SITE "ΑΠΑΓΚΙΟ" ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ!

Αυτόν τον ιστότοπο τον «παλεύω» πολλά χρόνια. Πολύ πριν γνωρίσω την αλήθεια και βρω σκοπό στη ζωή μου. Φανταζόμουν τον εαυτό μου συνταξιούχο στο χωριό, με μια σχετικά καλή οικονομική επιφάνεια, δεδομένης μιας καλής σύνταξης που είχα οικοδομήσει πολλά πάνω της και ήθελα να έχω κάτι, για να περνάω το χρόνο μου.

Σήμερα, όλα έχουν αλλάξει γύρω μου, όλα εκτός από το Site αυτό. Δηλαδή, άλλαξε κι αυτό λιγάκι προσανατολισμό… Αντί να περνάει την ώρα του με κούφια δημοσιογραφικά θέματα, που δεν είχαν να προσφέρουν και πολλά πράγματα στους ανθρώπους, προσφέρει ελπίδα για ένα βέβαιο, καλύτερο αύριο.

Αυτήν την αληθινή ελπίδα, προσπαθεί να βάλει στις καρδιές των αναγνωστών του και να τους ενθαρρύνει να πιστέψουν ότι όλες αυτές οι δυσκολίες κάθε μορφής που ζούμε είναι παροδικές. Τα ωραία, είναι μπροστά μας... Και μπορούμε να τα ζήσουμε, φτάνει να το θέλουμε πραγματικά.

Αρκεί να μη στηριζόμαστε στην αξιοπιστία των ανθρώπων που σήμερα είναι κι αύριο όχι… Ούτε στις δυνάμεις μας. Αλλά στον Λόγο Εκείνου που είναι απόλυτα αξιόπιστος και να ακολουθούμε στη ζωή μας τις φωτεινές προειδοποιητικές  πινακίδες που έχει βάλει στο δρόμο μας…

ΚΡΕΟΝΤΑΣ, τέλος...

Το φύλλο που βλέπετε εδώ είναι το τελευταίο της εκδοτικής προσπάθειας του Εξωραϊστικού Συλλόγου της Κολοκυνθούς,  “Κρέοντας”. Δείτε το ΕΔΩ. Είναι το τεύχος 25 κι ΕΔΩ δείτε το αμέσως προηγούμενο. Ο ΚΡΕΟΝΤΑΣ αναγκάστηκε να αναστέλλει την έκδοσή του στην πρώτη μεγάλη οικονομική κρίση. Σε δύσκολες εποχές δεν άντεχε άλλο, τα δυσβάσταχτα οικονομικά βάρη. Βέβαια κάθε φύλλο που αναστέλλει την έκδοσή του, θέλει να ελπίζει και ονειρεύεται την επανέκδοση του... Μακάρι να γίνει έτσι. Και να μην είναι μόνο οι καλές προθέσεις των ανθρώπων του Συλλόγου...

Στο ρόλο του Συνταξιούχου

Αν έχεις κάπου να κρατηθείς, αν μπορείς να περιμένεις, η υπομονή αμείβεται.
Άπό τις 24/10/2020 είμαι πια συνταξιούχος!… Όλα εξελίχθηκαν καλά, όπως το περίμενα και τον Νοέμβρη του 2020 μπήκαν τα χρήματα της σύνταξης μου στο λογαριασμό μου. κι από τότε όλα γίνονται κανονικά, στην ώρα τους... Η αγωνία μου μετρούσε από τον Νοέμβριο του 2019, οπότε και κατέθεσα τα χαρτιά μου. Μια διαδικασία που κράτησε σχεδόν ένα χρόνο! 

Όλα αυτά έγιναν μέσα σε μια πρωτόγνωρη, δύσκολη εποχή του κορονοϊού Covid-19, με λοκντάουν και χωρίς τις μικρές εφημερίδες που βγάζω. Και όμως, όλα πήγαν καλά! Με τη βοήθεια ανθρώπων που μας αγαπούν, των παιδιών της Σούλας, δεν έχασα καμιά από τις ρυθμίσεις που είχα κάνει... Και δεν στερηθήκαμε τίποτα, από τα βασικά πράγματα. Ο Ιεχωβά να τους ευλογεί!

Δοξάζω τον Ιεχωβά για την καλή έκβαση του πράγματος! Και τον ευχαριστώ, γιατί αν δεν ήταν το ισχυρό χέρι Του να με οπλίζει με υπομονή και εγκαρτέρηση, όλα θα ήταν πολύ πιο δύσκολα!

Μικρές πινελιές αγάπης

athina1

Γεμάτος όμορφες, ξεχωριστές πινελιές, είναι αυτός ο ιστότοπος που διαβάζετε. Ξεκίνησε, για να καλύψει κάποιες ανάγκες έκφρασης, με δημοσιογραφικό κυρίως περιεχόμενο και τον βλέπουμε να εξελίσσεται ουσιαστικά σε ένα σημείο συνάντησης και επαφής, ανάμεσα σε φίλους. Και η αναφορά στις πινελιές δεν είναι καθόλου τυχαία. Κάπως έτσι δεν λειτουργούν και οι ζωγράφοι; Μόνο που εδώ το πράγμα μοιράζεται, ανάμεσα στις λέξεις και τις εικόνες. Και περιγράφουν μια ζωή πραγματική, όχι από αυτές που κυριαρχούν στη φαντασία και στο διαδίκτυο.

Δοκιμασία από τον Covid-19

Ότι μέχρι χθες, μόνο ως θεωρία γνωρίζαμε, το είδαμε να εφαρμόζεται στη ζωή μας... Και πήραμε τα μαθήματα μας. Δείτε ΕΔΩ κι ΕΔΩ κι ΕΔΩ.

Το "φευγιό" της αδερφής μου

Η Γιωργία μας "έφυγε" για πάντα από κοντά μας το 2011. Και ο θάνατος του Γιάννη έναν ακριβώς χρόνο, μετά. Λιγοστεύουμε...

Έφυγε και ο Κωστής μας

Λιγοστεύουμε... Μετά τη Γεωργία μας, "έφυγε" και ο Κωστής μας. Τον αποχαιρετήσαμε (δείτε ΕΔΩ) με συγκίνηση... Θα τα ξαναπούμε αδελφέ!

Developed by OnScreen - Content by Nikos Theodorakis - Powered by FRIKTORIA