Ενα διήγημα. "Κεραζόζα"
Σας το υποσχέθηκα και το κάνω. Διαβάστε ένα πολύ όμορφο διήγημα της Χαρούλας Βερίγου:
Άνοιξε διάπλατα τα δύο μεγάλα μελένια μάτια ο Χάρης και δε χόρταινε να κοιτάζει όσα η φύση και ο μακρινός ορίζοντας του αποκάλυπταν. Μαγεμένος από τα μενεξελιά εκείνου του ανοιξιάτικου δειλινού και τις μυρωδιές του λεμονοδάσους που απλώνονταν στο χαμήλωμα του λόφου, πέρα προς τη θάλασσα, καβάλα στα φτερωτά του όνειρα ταξίδευε στη φαντασία και πιο μακριά. Το φως τρεμόπαιζε στο πρόσωπό του ίδιος νιούτσικος ντροπαλός λεμονανθός. Το φως, πάντα παίζει με τις αθωότητες, μέσα και έξω από τα ματοτσίνορα.
Παιχνίδισμα της βροχής και του φωτός το ουράνιο τόξο λίγα χωραφάμπελα πιο κάτω, στάθηκε επιβλητικό και μεγαλόπρεπο, κορνίζα θεϊκή, χρώμα και φως, ουράνιο.
- Παππού, παππού! κοίταξε παππού! είπε δυνατά το παιδί και ένας γλυκός ενθουσιασμός ρόδισε στα μάγουλα.
- Τι είναι γιε μου; απόρησε ο γέρος και σηκώνοντας τα μάτια από τη φρεσκοσκαμμένη γη έψαχνε με το βλέμμα ίσαμε πέρα στο σμίξιμο της βουνοκορφής και του χαμηλού συννεφιασμένου ορίζοντα.
- Ένα ουράνιο τόξο , παππού , νάτο εδώ , εδώ κοντά μας.
- Πού 'ναι γιε μου, πού είναι η Κεραζόζα; ρώτησε δήθεν αμήχανα
τρίβοντας τα βλέφαρα εκείνος.
- Πώς το 'πες αυτό παππού;
- Κεραζόζα, παιδί μου, Κε - ρα - ζό - ζα και γέλασε πλατιά, σαν έφηβος που καμαρώνει μπρος στον καθρέφτη ψηλαφίζοντας το χνούδι στ' απανωχείλι του.
- Κεραζόζα, ψιθύρισε ο Χάρης και την έδειξε με το χέρι του προς τα δυτικά. (συνεχίζεται)
Αγκάλιασε ο γέρος το μικρό στοργικά. Τα ροζιασμένα χέρια του έσφιξαν το παιδί με αγάπη, με τρυφεράδα. Τα ίδια χέρια μ' ευλάβεια θαρρείς έσκαβαν το χώμα και μ' ευλάβεια άγγιζαν τα λουλούδια, τα δέντρα και ό,τι άλλο βλάσταινε απ' αυτό βυζαίνοντας την κρυμμένη ευλογία του. Ήξερε ο κυρ-Δαμιανός να μοιράζεται και να δίνει αγάπη. Γονάτισε χαμηλώνοντας την περήφανη κορμοστασιά και ήρθε κοντά στο μπόι του παιδιού. Το κοίταζε στα μάτια ώρα πολλή , συλλογισμένος, σα να γύρευε χρόνο, σα να 'ψαχνε να βρει τις κατάλληλες λέξεις, να 'δει πώς θ' άρχιζε την κουβέντα.
- Βοήθα κι Εσύ Θεέ μου, βοήθα λιγάκι, γερνώ και νερουλιάζει το μυαλό μου, άντε ντε, άντε κι είναι τούτο το πιο τρυφερό και το πιο ακριβό βλαστάρι που 'χουν αγγίξει τα χέρια μου - είπε κι έσπασε τη σιωπή που προηγήθηκε.
Παππούς και εγγονός γίνονται ένα. Τέτοιες στιγμές νιώθουν πως κοινωνούν τα μυστήρια του κόσμου και γεύονται χαρές πέρα απ' τ' ανθρώπινα. Το ουράνιο τόξο , η Κεραζόζα , όπως το λένε πια και οι δυο στέκεται ακίνητο μπροστά τους.
- Σπουδαία "Πύλη" γιε μου, σπουδαία, έτσι θα 'ναι όλες κι οι μικρές κι οι μεγάλες Πύλες της πολιτείας των αγγέλων.
- Μ' αρέσει, να σ' ακούω παππού, μ' αρέσει.
Ξανασκέφτεται ο γέρος, ρουφώντας βαθιά το μυρωμένο αεράκι που φτάνει μέσα από τις φυλλωσιές. Δε ζορίζει όσα του φέρνει ο νους. Δε βιάζεται. Να περάσουν οι σκέψεις και από το παραθύρι της καρδιάς. Ύστερα, με κινήσεις αργές, σιγά-σιγά, έβγαλε από την τσέπη του ένα μαντήλι μ' ασπροκέντημα. Είχε κι ένα καλλιγραφικό μονόγραμμα στη γωνία, ένα κατακόκκινο, το άλφα δηλαδή.
Μια ιδέα άστραψε στο μυαλό του. Σηκώθηκε χαμογελώντας κι έπειτα έκλεισε απαλά τα μάτια τα μάτια του παιδιού με το μαντήλι, σαν όταν παίζουν τυφλόμυγα.
- Προσπάθησε να δεις την Κεραζόζα, έτσι, έσκυψε και του ψιθύρισε στ' αυτί.
- Μα πώς, πώς γίνεται, ρώτησε, πώς παππού;
- Μπορείς γιε μου, τα ίδια θαύματα που βλέπεις μπροστά απ' τα μάτια σου να τα δεις και πίσω απ' αυτά. Μπορείς. Άφησε λεύτερη την ψυχή σου, λεύτερη, να τριγυρίσει και να σεργιανίσει παντού, όπου αγαπάει η καρδιά κι όπου σε πάει η αθωότητα.
- Δύσκολο δεν είναι; ρώτησε ο μικρός.
- Όλες οι προσπάθειες είναι δύσκολες , μα μόνο στην αρχή γιε μου , παρηγόρησε ο γέρος. Στην αρχή θα δυσκολεύεσαι πάντα, μα κατόπιν, σαν θ' ανοίγει μια χαραμάδα φως μέσα σου, με τα μυστικά τα μάτια της ψυχή, θα βλέπεις , όσα τ' άλλα τα χωματένια δε μπορούν να δουν. Άντε Χαρούλη κάμε μια ευχή, όσο κρατάει ακόμα η Κεραζόζα και πάρε τα χώματα, τα δικά της χώματα να φτιάξεις ζωνάρι μεταξωτό και μ' αυτό να δέσεις τη ζωή, με τα' όνειρο και την αγάπη, την αγάπη σου.
Ευχαριστιέται ο κυρ-Δαμιανός την προσπάθεια του παιδιού. Το χαμόγελο φέρνει με την ευκολία μιας δροσερής αναπνοής το τραγούδι απ' τα φύλλα της καρδιά στα χείλη. Ξεχειλίζει η βαθιά αντρίκια φωνή μνήμες αγαπημένες και μεράκια απ' τα παλιά. Σμίγει το τραγούδι με την ανασεμιά της γης και τα χρώματα της Κεραζόζας. Σφαλιχτά κρατεί κι εκείνος τα ματοτσί-νορα. Γυρνούν οι θύμησες κοντά του, ξεδιπλώνονται οι αναμνήσεις μέσα του και τώρα να , δειλινά και δειλινά περνούν ξανά κάτω απ' τα κλειστά βλέφαρα. Νοστάλγησε τη νιότη του; Ίσως ναι, ίσως κι όχι. Ένα δάκρυ ακολούθησε μια βαθιά ρυτίδα και χάθηκε μέσα στ' άσπρα γένια. Δυο τρεις σταγόνες βροχή κύλησαν στις πευκοβελόνες κι ύστερα η μια μετά την άλλη λαμπερές-λαμπερές έπεσαν στα χέρια του.
- Αυτές είναι αληθινές διαμαντόπετρες, μονολόγησε, θαυμάζοντας τη ζωηράδα και τη λάμψη τους κάτω απ' τις δειλινές ηλιαχτίδες, αυτές που σε λίγο ετοιμάζονταν ακολουθώντας το φως της ημέρας, να ταξιδέψουν πέρα και πίσω απ' τη θάλασσα, σε άλλες μακρινές άγνωστες πολιτείες.
Ανεβοκατεβαίνει το λακκάκι στο λαιμό του Χάρη από την αγωνία του να βρει και να δει το ουράνιο τόξο πίσω απ' το μαντήλι. Τρεμοπαίζουν βυσσινοκέρασα τα χείλη κι αμήχανα τα χέρια σφίγγονται και ξανασφίγγονται μεταξύ τους.
Παρακολουθεί ο γέρος τούτη την ένταση. Πότε-πότε τού χτυπάει τον ώμο για να τον εμψυχώσει, σίγουρος για το αποτέλεσμα. Τον καμαρώνει, νιώθει περήφανος με τη φύτρα του.
- Δυο και τρεις και εκατό φορές γιος μου , σκέφτεται και φουσκώνει από χαρά το στήθος του.
Ξέβαψε το ουράνιο τόξο , διαλύθηκε σα νερόχρωμα στη φύση ολάκερο ή μήπως το πήρε ο άνεμος και το σκόρπισε με τις πνοές του. Την ίδια στιγμή, ο Χάρης φωνάζει δυνατά, πολύ δυνατά, χαρούμενος.
- Παππού, παππού, τα κατάφερα. Τα κατάφερα σού λέω παππού.
Χοροπηδάει ευτυχισμένος. Είναι παιδί.
Πριν τελειώσει τη σκέψη του, άνοιξε τα μάτια πετώντας το μαντήλι στον άνεμο ψηλά μ' ενθουσιασμό.
- Η Κεραζόζα παππού; πού είναι η Κεραζόζα;
- Στην καρδιά σου γιε μου, μέσα σου , δεν είναι απάντησε ο γέρος με στοχασμό και τα μάτια στυλωμένα πέρα μακριά στα μαβιά σύννεφα.
Έφερε το χέρι πάνω στο στήθος του ο μικρός σαν για να ψηλαφίσει όσα πριν από λίγο είχε κλείσει στην καρδιά του. Και ψηλάφισε το ουράνιο τόξο κι έτσι ψηλαφιστά ξεχώρισε τα χρώματα και τα ψιθύρισε ένα-ένα…. μπλε , κίτρινο , μωβ ……
Είχαν αρχίσει τα πουλιά τη βραδινή προσευχή. Η φύση έπαιρνε άλλη όψη καθώς έδυε ο ήλιος και δυνάμωνε το αεράκι. Από μακριά έφτανε ο ήχος της θάλασσας αργός, κυματιστός, σαν τα σιγανομουρμουρίσματα στις γειτονιές του νησιού τ' απόβραδα. Τούτη την ώρα χαρά Θεού η εξοχή. Τέτοια αρμονία γης και ουρανού ποιαν άλλη εποχή να τη γυρέψεις.
Ανοίγει ο κυρ-Δαμιανός την αγκαλιά του και κουρνιάζει σαν πουλάκι στη φωλιά ο Χάρης.
- Παππού γυρνάμε πίσω απ' τον καιρό; ρωτάει.
- Και πίσω και μπρος , όπου θέλεις εσύ γιε μου. Άηντε ένα χεράκι να γυρίσει η μυλόπετρα του χρόνου. Γέρασα του λόγου μου.
- Ένα φιλάκι θες να πεις παππού , διορθώνει και τον φιλάει στο μάγουλο.
Ανταποδίδει εκείνος την τρυφεράδα κι αρχίζει. Θυμάται ο γέρος τα παλιά. Έρχονται στο νου, τα δικά του παιδικά χρόνια γεμάτα νεράιδες και γοργόνες και ξωτικά που γυρνούσαν τις νύκτες στους ανεμόμυλους και πείραζαν τους μυλωνάδες ανακατεύοντας τ' αλεύρι με κοκκινόχωμα. Κι ύστερα μιλά για τους μαστόρους, που χτίζανε τα σπίτια και τις εκκλησίες, για τη βρύση κάτω στα πλατάνια και τα πέτρινα αρχοντόσπιτα γύρω της, για τους ανθρώπους του νησιού που ήταν φιλόξενοι και καλοσυνάτοι, για τις ξύλινες βάρκες, τους χορούς και τα πανηγύρια. Κι όλο τον σφίγγει στην αγκαλιά του πιο πολύ, πιο ζεστά και κάθε τόσο - άαχ γιε μου, του λέει, τον παλιό καλό καιρό -.
Τον παλιό καλό καιρό, οι γειτονιές ήταν γεμάτες κυράδες και παιδιά, πολλά παιδιά, θυμάται κι αναστενάζει λες και δε συμφωνεί και δεν του αρέσει που σήμερα δε μοιάζουν τούτες οι γειτονιές μ' εκείνες. Ας είναι, συνεχίζει ο γέρος την κουβέντα για τις γριές που έγνεθαν με τη ρόκα καθισμένες στο πλακόστρωτο της Παναγιάς και για τα γεροντάκια που έπαιζαν με τις κεχριμπαρένιες χάντρες στο καφενείο κάτω στο γιαλό τραγουδώντας όλοι μαζί, καημούς και μεράκια της ζωής και της θάλασσας.
- Πες μου ξανά για τη γιαγιά παππού, παρακαλάει ο Χάρης. Στη θύμηση τούτη το πρόσωπο του γέρου παίρνει άλλη έκφραση. Είναι κάτι σαν χαρμολύπη ή νοσταλγία. Τα μάτια του γίνονται πέλαγα και αρμενίζει εκείνη κουνώντας το μεταξωτό μαντήλι με το μονόγραμμα. Η Αρχοντούλα, ψηλή, λεβεντογυναίκα είχε έρθει στο νησί από τη Μικρασία και στέριωσε με τη φαμίλια της στο μικρό σπίτι, πίσω απ' τον Άη-Νικόλα. Μεγάλη ιστορία γιε μου, λέει ο γέρος και δένει κόμπο το μαντήλι, το μαντήλι της. Λύνεται ο κόμπος που 'χει σταθεί στο λαιμό του, βλέπεις, μόνο δώδεκα χρόνια έμειναν μαζί, λύνεται ο κόμπος και γίνεται η φωνή βαθειά, ακόμη πιο αντρίκια, γιατί μιλάει για την αγάπη , την αγάπη του. Ένα-ένα τα τραγούδια της φερμένα από τη Σμύρνη τού 'ρχονται στο νου. Άλλοτε μιλάει, άλλοτε τραγουδάει κι άλλοτε σωπαίνει. Σωπαίνει και συλλογίζεται. Ξέρει κι ο Χάρης το τραγούδι της αγάπης τους. Τού το 'χει μάθει ο παππούς και το λένε μαζί , σαν και τώρα ……. ήλιε μου στο ξημέρωμα περίμενε λιγάκι / να στείλω στην αγάπη μου ένα γαρουφαλάκι ……..
- Άαχ γιε μο , την αγάπησε ο ίδιος ο Αρχάγγελος και μου την πήρε ένα ξημέρωμα, παραπονιέται.
- Ναι, μα εκείνη αγάπησε μόνο εσένα, τονίζει ο Χάρης.
- Ναι, έχεις δίκιο γιε μου, συμφωνεί και σηκώνεται μαζεύοντας τα σκαλιστήρια, τα ψαλίδια και τ' άλλα σύνεργα. Έχεις δίκιο, μόνο εμένα αγάπησε η καλή μου, η Αρχοντούλα και το σπουδαιότερο με περιμένει ! Άαχ αγάπη, αγάπη …….
- Φεύγουμε παππού; ρωτάει ο Χάρης
- Πήρε να νυχτώνει παιδί μου, τι λες και 'συ;
- Αύριο θα ξανάρθουμε παππού;
- Βέβαια, έχουμε δουλειές. Δουλειές με φούντες, πολλές
- Το ουράνιο τόξο παππού;
- Αυτό το 'παμε, στην καρδιά σου την κρατάς την Κεραζόζα, γέφυρα μυστική δική σου.
- Ναι, συμφωνεί και ξαναφέρνει το χέρι του στο στήθος, και ψηλαφιστά ξαναβρίσκει τα χρώματα της ζώνης τ' ουρανού και τα ονειρεύεται δικά του, για τη ζωή και την αγάπη.
Ξεκινούν. Ο Χάρης θυμάται τα καναρίνια του. Ανησυχεί. Θα φοβούνται σκέφτεται. Είναι μόνα τους. Μαζεύει ανθισμένα κλαδάκια να στολίσει το κλουβί, έτσι για να τα αποζημιώσει. Τού τα έχει χαρίσει ο άλλος του παππούς, στην πόλη. Κελαηδούν όμορφα. Καμιά φορά τ' αφήνει να πετούν στο δωμάτιο για να ξεμουδιάσουν. Έπειτα, μπαίνουν μόνα τους πάλι στο κλουβί, θαρρείς και φοβούνται την ελευθερία. Προχωρώντας ανοίγει τα ρουθούνια και ανασαίνει βαθιά, το υγρό χώμα, το λεμονανθό και την αύρα της θάλασσας. Αφήνεται στη φαντασία. Ο κυρ-Δαμιανός τον κρατάει απ' το χέρι σφιχτά. Νιώθει το γρήγορο σφυγμό του. Καταλαβαίνει. Όλα τα καταλαβαίνει τούτος ο γέρος λες και διαβάζει το ίδιο καλά και τα έξω και τα μέσα της ψυχής.
- Τα καναρίνια γιε μου, θα σε περιμένουν, λέει κάπως αόριστα κι ανοίγει το βήμα πιο γοργό.
Ακολουθεί ο Χάρης ρουφώντας τη μύτη του που έχει κοκκινίσει απ' την υγρασία και τη φρεσκάδα του αέρα.
- Όλα τα καταλαβαίνεις παππού, ε; θαυμάζει ο μικρός τη σοφία.
Η αυλή μυρίζει χιώτικο γιασεμί και νερόκρινα. Το φεγγάρι στέκεται πάνω απ' το πηγάδι γιομάτο ασήμι! Ο σκύλος τρέχει πρώτος να μπει μέσα σπρώχνοντας με το πόδι του τη σιδερόπορτα. Γνωρίζει το χώρο του. Τα πάει μια χαρά με το χοντρό κεραμιδόγατο κι άσε να λένε "σαν το σκύλο με το γάτο". Τούτοι εδώ μαζί τρώνε, μαζί κοιμούνται , μαζί παίζουν , μαζί τεμπελιάζουν στην πολυθρόνα του παππού όταν δε χουζουρεύει εκείνος. Αχώριστοι φίλοι. Μόλις τους βλέπει νιαουρίζει χαρούμενος κι ο σκύλος κουνώντας την ουρά ανταποδίδει το χαιρετισμό.
Τα παραθυρόφυλλα είναι ανοιχτά, όπως τ' άφησαν το μεσημέρι. Η κουρτίνα ανεμίζει τα κεντημένα λουλούδια της στο μικρό βοριά. Το μικρό βοριά που κάνει κύκλους απόψε χαϊδεύοντας τις ανθισμένες λεμονιές, τ' αμπέλια, τα χωράφια, τ' ακροθαλάσσι, τις βάρκες, τα γκρεμισμένα παλιά σπίτια, το μοναστήρι, τις αυλές, τα όνειρα και τις ανθρώπινες καρδιές που περιμένουν την Ανάσταση.
Ανάβει ο Χάρης το φως, κατεβάζει το κλουβί με τα καναρίνια και το στολίζει. Φουσκώνουν και τινάζουν τα φτερά τους αναστατωμένα από την ξαφνική λάμψη. Είχαν κουρνιάσει. Συνέρχονται γρήγορα. Περιεργάζονται με το ράμφος τους τ' ανθισμένα κλαδάκια αφήνοντας ένα τιτίβισμα ευχαρίστησης.
- Το 'ξερα που θα σας αρέσει, λέει χαρούμενος και τους βάζει φρέσκο δροσερό νεράκι.
"Σαν να πεινάω κι εγώ" σκέφτεται και το άδειο του στομάχι διαμαρτύρεται μ' ένα μακρόσυρτο γουργουρητό.
- Παππού, πείνασα, δηλαδή τί πείνασα, τρώω και πέτρες μου φαίνεται, δηλώνει.
- Εμ γιε μου, το στομάχι δε χορταίνει με λόγια, δίκιο έχεις, να με συμπαθάς. Γιε μου, εγώ φταίω. Ξεχάστηκα με τις κουβέντες και μήτε λίγο ψωμοτύρι δεν σου 'δωσα κι ας το 'χα μαζί μου. Άηντε όμως να πλυθείς και θα φροντίσω να σ' αποζημιώσω και με το παραπάνω μάλιστα.
Ετοιμάζει ο γέρος τη φωτιά στην αυλή και σε λίγο μυρίζει η γειτονιά ψαράκι και χταπόδι στα κάρβουνα. Στρώνει ο Χάρης το τραπέζι στη βεράντα όπως κάθε φορά, όπως κάνει πάντα όταν τρώει με τον παππού. Φέρνει το μουσκεμένο παξιμάδι, τη σαλάτα, το τυρί, τις ελιές, δυο ποτήρια και κρασί. Νιώθει πιο μεγάλος τέτοιες στιγμές. Πίνει και κρασί, λίγο, λιγάκι, όσο πρέπει μα όχι νερωμένο, ο παππούς δεν κοροϊδεύει. Αρέσει και σ' εκείνον. Λέει πως το κρασί είναι το ζωνάρι της καρδιάς και των ονείρων κι ανοίγει μια χαραμάδα στην ευτυχία δένοντας όσους αγαπιούνται με τη ζωή.
- Στην υγειά σου παππού, λέει ο μικρός ξετρελαμένος απ' τη χαρά του κι απ' τις νοστιμιές που 'χει το τραπέζι τους. Φέρνει το γυαλένιο ποτηράκι στα χνουδάτα βελούδινα χείλη με φανερή ευχαρίστηση, κλείνει τα μάτια κι απολαμβάνει, το κρασί, τη στιγμή, τη ζωή.
- Στη ζωή και στη Ζωή σου γιε μου, λέει ο παππούς και μυρίζει πρώτα βαθιά μ' ευλάβεια το ρουμπίνι κρασί πριν το γευτεί.
Τρώνε, πίνουν, γελούν, τραγουδούν, γεύονται την ίδια τη ζωή δηλαδή, ακέρια σ'΄όλο της το μεγαλείο. Το βλέμμα του γέρου σκουραίνει τέτοιες ώρες. Γίνεται πιο περήφανο, πιο μερακλίδικο, πιο αντρίκιο. Τα μάτια παρατηρούν μ' επιμονή τις λεπτομέρειες. Στέκονται στοχαστικά σε κάθε τι, θαρρείς κι είναι τούτη η στερνή, η τελευταία φορά που βλέπουν και θέλουν όλα να τα αγκαλιάσουν, όλα να τα κλείσουν μέσα τους παντοτινά, να μη χαθούν ποτέ.
- Παππού, ό,τι αγαπάς, ποτέ δε χάνεται; ρωτάει ξαφνικά.
- Ποτέ γιε μου, ό,τι αγαπάς με την ψυχή ποτέ.
Βάζει και δεύτερο ποτήρι κρασί ο κυρ-Δαμιανός. Το κρατάει μετέωρο στον αέρα και θαυμάζει το χρώμα το κατακόκκινο κάτω απ' το φως. "Δεν χάνονται τέτοιες στιγμές , δεν χάνονται" ψιθυρίζει κάτω απ' τα μουστάκια του. Γελάει ευτυχισμένος.
Λέει και ξαναλέει ο Χάρης "σ' αγαπώ παππού , σ' αγαπώ" και τα χείλη του στάζουν μέλι και ροδόσταμο.
Ευχαριστιέται ο γέρος με τούτη τη γλυκιά εξομολόγηση του παιδιού και κάνει συγκινημένος το σταυρό του.
"Σ' ευχαριστώ Θεέ μου , σ' ευχαριστώ που μ' αξίωσες να ζήσω και ν' αγαπήσω, μα πιότερο" συλλογίζεται "σ' ευχαριστώ γιατί μ' αξίωσες ν' αγαπηθώ , ν' αγαπηθώ".
- Πες μου παππού για το κρασί , άλλη μια φορά.
- Το κρασί γιε μου - τα 'παμε δεν τα 'παμε. Είναι τέχνη, είναι μεράκι, είναι αγάπη, είναι αίμα Του Χριστού, δηλαδή ευλογία στο τέλος-τέλος, κατάλαβες;
- Ναι παππού. Αγαπάς πρώτα το κλήμα που εμπιστεύεσαι στην αγκαλιά της γης, κι ύστερα τ' άλλα έρχονται με τη σειρά τους. Είδες πως θυμάμαι! Έλα πες μου τ' άλλα, εκείνα με τα όνειρα, παρακαλάει.
- Α! τη φιλοσοφία του κυρ-Δαμιανού, θες μαθές να ξανακούσεις. Άκου λοιπόν, τι έχει η καρδιά : δεν είναι δύσκολο. Άηντε πες το. 'κεινο, ε , τι θέλει η καρδιά; δεν είναι δύσκολο. Άηντε πες το.
- Κόκκινο κρασί παππού ! κι εβίβα τα ποτήρια μας.
- Κοκκινο , γιατί η καρδιά είναι ονειροπόλα και συνέχεια ταξιδεύει δίχως να λογαριάζει τι λέει ο νους. Κόκκινο λοιπόν για να μεθούν τα όνειρα της καρδιάς κι έτσι μεθυσμένα ν' ανεβαίνουν στους ουρανούς κι η καρδιά να ευφραίνεται. Άαχ γιε μου , "το κόκκινο είναι τση καρδιάς και το λευκό τσ' αγάπης" , έτσι το θυμάμαι , όπως το 'λεγε κι εμένα ο παππούς μου , τότε τον παλιό καλό καιρό.
- Για την αγάπη; ρωτάει ο μικρός κι ανοίγει διάπλατα τα μάτια του.
- Ναι , την αγάπη ………… Αναστενάζει βαθιά και συνεχίζει. Η αγάπη δένει ψυχή μ' άλλη ψυχή και της πρέπει η λευκότης. Σαν συναντηθούν άντρας και γυναίκα και ταιριάξουν , πρέπει ν' αφήσουν να φτάσει ο λόγος στην ψυχή, να μιλήσει εκεί που αφέντρα είναι η σιωπή και να μιλήσει με έργα γιε μου, με έργα. Άαχ πού 'ναι εκείνος ο παλιός καλός καιρός , πάει ………. Το λευκό κρασί φέρνει τον έρωτα κι έτσι η ζωή μας αποκτά πιο μεγάλη ακόμα σημασία. Όπως και να 'χει , το κρασί παιδί μου κόκκινο ή λευκό σμίγει ανθρώπους, σημαδεύει στιγμές αιώνιες στο πέρασμα του καιρού που θέλει όλα να τα σακατέψει. Θέλει Χαρούλη μου όμως και σεβασμό το κρασί , όχι να σε πίνει μα να το πίνεις ……………. Κι ύστερα σιωπή , βαθειά σιωπή.
- Τι σκέφτεσαι παππού;
- Άαχ γιε μου, σκέφτομαι …….. μεγάλη που 'ναι η στιγμή μπρος στο Άγιο Δισκοπότηρο, μεγάλη στιγμή γιε μου να σε κερνάει ο ίδιος ο Χριστός. Για σκέψου!
Με τούτες τις κουβέντες πώς να μην ανοίξουν οι μυστικές πόρτες της καρδιάς; Χαράζονται βαθιά μέσα μας ιδιαίτερα σαν είμαστε παιδιά και τις κουβαλάμε παντού, ίδιες ακύμαντες μεγάλες θαλασσογραμμές που στα όνειρά μας ακολουθούμε.
"Ο θάνατος" έλεγε ο γέρο-Δαμιανός , "ο θάνατος σαν έχεις ζήσει όσα πρέπει κι όπως πρέπει κατά πώς προστάττει η συνείδηση, δεν είναι τίποτα κακό. Δεν σου παίρνει τίποτα , δεν μπορεί. Το μεδούλι της ζωής είναι η σκέψη, ο λόγος, κι αυτά μένουν σ' άλλες καρδιές και πάντα θαμένουν να μπολιάζουν κι άλλες ζωές, πίσω απ' όποιον κάνει τούτο το ταξίδι. Κι ύστερα, πώς αλλιώς να πορευτείς στο Θεό. Ο θάνατος είναι δρόμος, ένας ακόμη μεγάλος δρόμος, μπορεί κι ο μεγαλύτερος".
Στην άκρη των χειλιών του παιδιού, αντάμωνε την ηλιαχτίδα της νιότης του, εκείνης που τώρα στα δικά του χείλη είχε γίνει ρυτίδα βαθειά.
"Δε βάζω μαράζι γιε μου" του 'λεγε "και τις ηλιαχτίδες μου τις χάρηκα και τις ρυτίδες μου γλεντώ, να όπως τώρα μαζί σου, τις γλεντώ και με το παραπάνω μάλιστα".
- Σ' αγαπώ , παππού.
Ο Χάρης γράφει γράμμα στους γονείς του. Δεν ξέρει τι να πρωτογραψει για τον παππού. Στο τέλος με κεφαλαία σημειώνει "Ο ΓΕΡΟ-ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΣΠΟΥΔΑΙΟΣ ΑΝΤΡΑΣ".
- Αύριο ………… αύριο θα φύγω, έρχομαι, παραμιλάει στο διπλανό δωμάτιο ο γέρος κοιτάζοντας τη φωτογραφία της καλής του. Με το τραγούδι της κοιμάται, γαλήνιος, ήρεμος, περήφανος.
Οι νύχτες είναι ονειροπόλες από τη φύση τους. Είναι το μυστήριο των άστρων που κεντά το σκοτάδι και τη φαντασία. Ποιος δεν ακροβατεί σ' ένα ασημένιο φεγγάρι όταν στέκεται πεισματικά πίσω στα τζάμια ή μισοκρύβεται κάπου-κάπου σ' ένα βιαστικό περαστικό σύννεφο, ή, πάλι όταν χαμηλώνει επίτηδες μέχρι το περβάζι και μπαίνει ολόκληρο στην κορνίζα, στο παράθυρο πιάνοντας κουβεντολόι με τα γιασεμολούλουδα και τις πεταλούδες; Εκεί στην ασημογραμμή του φεγγαριού ακροβατεί ο Χάρης, μεσάνυχτα και κάτι, με το ραδιόφωνο ανοιχτό και μια χαραμάδα στην καρδιά που δεν θέλει να σμίξει με το σκοτάδι. Μένει ανοικτή στο ασήμι και στο φως.
Φοβάται ο Χάρης. Φοβάται για τον παππού. Παρακαλάει στην προσευχή του "Θεέ μου κάνε κάτι να μην …………". Δεν το λέει , φοβάται ακόμη και να το πει. Είναι παιδί. Έτσι είναι όλα του κόσμου τα παιδιά. Ξορκίζουν το θάνατο με χρωματιστά παραμύθια και παραμυθένια τρυφερά όνειρα. Κοιμάται ο Χάρης. Ο ύπνος διπλοκλειδώνει τα βλέφαρα. Το φεγγάρι ανέβηκε πολύ ψηλά στον ουρανό. Πάνω απ' τη θάλασσα καθρεπτίζεται κι όλο φεύγει πιο ψηλά , πιο μακριά μετρώντας προβατάκια τ' ουρανού και της θάλασσας.
Το ξημέρωμα βρίσκει τον παππού ίδιο κουρασμένο ταξιδιώτη στο κρεβάτι. Μια παράξενη υγρασία έχουν τα μάτια του. Λάμπουν αλλιώτικα. Φωτίζονται από κάπου αλλού, το νιώθει. Το νιώθει κι ο Χαρούλης πως κάτι συμβαίνει. Προσπαθεί να του χαμογελάσει, μα κάτι τον σφίγγει περίεργα.
- Τι είναι αμαρτία παππού, ρωτάει με σπασμένη φωνή. Ανακαθίζει ο γέρος στο κρεβάτι και παίρνει στην αγκαλιά του τον μικρό.
- "Αμαρτία για μου" λέει "είναι ν' αφήσεις απαίδευτη την ψυχή και να τη χάσεις. Ό,τι ακούς , ό,τι βλέπεις , ό,τι αγγίζεις , ό,τι μυρίζεις , ό,τι γεύεσαι , ό,τι δηλαδή οι αισθήσεις σου καταλαβαίνουν πρέπει να το ελέγχεις αν είναι σωστό ή λάθος και ανάλογα να πράττεις. Να έχεις μέτρο σε όλα για να μην μπεις στην αμαρτία. Οι αμαρτίες σέρνονται χαμηλά , γι' αυτό εσύ πάντα ψηλά να σηκώνεις τα μάτια , να προσπαθείς να ανταμώσεις το βλέμμα του θεού στον ουρανό".
Σταματά ο κυρ-Δαμιανός . στοχάζεται κι ύστερα ζητάει λίγο νερό.
Τρέχει ο Χάρης να ξεδιψάσει τον παππού και κατόπιν ανοίγει διάπλατα το παράθυρο αντίκρυ όπως του παραγγέλνει.
- Τί θέλεις να δεις παππού; ρωτάει. Θα κρυώσεις.
- Άσε να μπει η πρωινή αύρα γιε μου, έρχεται από τα βάθη της θάλασσας κι άνοιξε διάπλατα τα μάτια και τα χωματένια και τ' άλλα που ξέρεις, εσύ θέλω να δεις.
Θαυμάζει ο Χάρης τον ήλιο που ανασταίνεται γεμάτος υποσχέσεις , προσδοκίες, φορτωμένος ζωή και όνειρα. Μυρίζει την αρμύρα της λουλακιάς θάλασσας που σκορπίζεται στο δωμάτιο. Ακούει τα καναρίνια και θυμάται "τα πουλιά αινούν τον Θεόν". Προσεύχεται, από μέσα του, παρακαλάει, ικετεύει. Σφίγγει το χέρι του παππού στα χέρια του και τον ακούει.
"Αμαρτία γιε μου είναι να προσπεράσεις τούτο το θαύμα που απλώνεται μεγαλόπρεπα μπροστά σου και να μην το καταλάβεις, να μη νιώσεις τίποτα, να μην πεις ευχαριστώ σ' Εκείνον που το δημιούργησε με τόση σοφία και το χάρισε σε όλους, με πόση αλήθεια αγάπη. Αμαρτία παιδί μου είναι να μην βλέπεις το δέντρο που ανθίζει και να μην λυπάσαι για εκείνο που ξεραίνεται. Μάθε ν' απλώνεις τη ματιά σου παντού, ολόγυρα και ό,τι εισπράττεις να το αποταμιεύεις στην καρδιά. Η καρδιά είναι μεγάλο ταμιευτήριο. Ν' ακούς το κάλεσμα της γης και να αφουγκράζεσαι τη φύση με τις λεπτομέρειες. Οι λεπτομέρειες δίνουν νόημα στη ζωή. Την αγάπη γιε μου, μην αρνηθείς στην καρδιά σου, την αγάπη και με την αγάπη γνώμονα να πορεύεσαι".
Οι τελευταίες μέρες του Απρίλη είναι πιο ζεστές και γλυκιές. Ο Χάρης γυρνάει με κοντομάνικο στο γιαλό μαζεύοντας βότσαλα. Μόνον ο κυρ-Δαμιανός κρυώνει, κρυώνει και τις νύχτες θέλει συντροφιά. Βυθίζεται σε ύπνο βαθύ πότε-πότε κι όταν ξυπνάει μιλάει για το ταξίδι, το ταξίδι του. Το σπίτι γεμίζει ανθρώπους. Πηγαινοέρχονται κι όλο θυμούνται, τούτο, εκείνο, τ' άλλο ο κυρ-Δαμιανός. Πλησιάζει η Ανάσταση. Στα χείλη του γέρου μένει νόμιμα ένα μισοσβησμένο χαμόγελο. Η ζωή που φεύγει, η ψυχή που ετοιμάζεται.
Ήταν δειλινό, γεμάτο μυρωδιές και χρώματα. Απ' τ' ανοιχτό παράθυρο έμπαινε το βουητό της θάλασσας ίδιο παράπονο πικρό. Ήρθε ένα σύννεφο και στάθηκε πάνω απ' τις λεμονιές, κι ύστερα κι άλλο, κι άλλο κι άλλα πολλά, πολλά σύννεφα πλάι στ' αρμύρικα. Έσμιξαν το 'να κοντά στ' άλλο, θαρρεί και μπήκαν όλα στην ίδια αγκαλιά. Σκούρυναν θυμωμένα. Από λευκά έγιναν σταχτί με κάτι χοντρές μολυβιές.
- Τα σύννεφα φέρνουν τη βροχή, συλλογίζεται ο μικρός και μια ψιχάλα πέφτει απ' τα δικά του συννεφιασμένα ματοτσίνορα.
- Βαριανασαίνει ο παππούς. Θαρρείς κουράστηκε.
Ήρθε κι η βροχή, περαστική μόνον για εκείνη την ώρα. Έτσι έπρεπε. Κι ύστερα ήλιος και βροχή μαζί. Η βροχή απ' τη θάλασσα κι ο ήλιος πάνω απ' τις χορταριασμένες κεραμιδοσκεπές. Κι ένα αεράκι μυρωμένο ανάμεσά τους. Όπως άλλοτε.
Ο Χάρης μένει με τα μάτια καρφωμένα ίσια μπροστά περιμένοντας. Είναι σίγουρος. Θα 'ρθει, θα φανεί, τούτη την ώρα είναι δυνατόν να μην υπάρχει κεραζόζα". Όλο περισσότερο χαμηλώνουν τα σύννεφα και παίρνουν τη βροχή πιο μακριά. Ανοίγει ένα μεγάλο παραθύρι στον ουρανό και τούτες οι ηλιαχτίδες τρυπούν την υγρασία της ατμόσφαιρας και τη διάφανη ομίχλη και μαζεύονται απέναντι σ' ένα μεγαλόπρεπο τόξο.
- Παππού, παππού, η ΚΕΡΑΖΟΖΑ, παππού, το 'ξερα, παππού νάτην, φωνάζει ο Χάρης για να πνίξει το λυγμό του.
Η σιωπή του παππού εκείνη την ώρα μαρτυρούσε πιο πολλά απ' όσα μπορούσε το παιδί να φανταστεί. Μόνον άνοιξε διάπλατα τα μάτια δείχνοντας αόριστα προς το παράθυρο για μια στιγμή κι ύστερα έγειρε στο πλάι το κεφάλι κι ήταν σαν να κοιμήθηκε. Το πρόσωπό του φώτιζε ένα του άλλου κόσμου χαμόγελο παράξενα γαλήνιο και τρυφερό. Εφτασφράγιστα έμειναν τα ματοτσίνορα κι η καρδιά κλειστό χρυσόδετο άγιο βαγγέλιο γι 'αλλού πια ετοιμάστηκε ν' ανοίξει και να ξεδιπλώσει τα φύλλα της.
Λυπάται ο Χάρης και κλαίει. Ξαναζεί στη μνήμη του τις τελευταίες μέρες με τον παππού. Όλα όσα θυμάται τ' αγαπάει, είναι ωραία, τα 'χει κλείσει στο μυρογυάλι της ψυχής κι είναι μυρωδιές αγάπης , αγαπημένες δικές του παντοτινά. Αυτό θα 'πει αθανασία συλλογίζεται και δεν έχει άδικο. Ο κυρ-Δαμιανός έχει μπολιάσει τη ζωή του παιδιού με μηνύματα και αξίες ζωής κι αυτά δε χάνονται , βρίσκουν ένα μονοπάτι στο νου κι από 'κει προσπαθούν να διαφεντέψουν όλες τις στράτες του.
"Είναι αλήθεια" σκέφτεται "ο παππούς μου όλες μα όλες τις ηλιαχτίδες της νιότης του και τίμησε με το παραπάνω κάθε ρυτίδα του".
Νιώθει περήφανος. Ξέρει πως η ψυχή του γέρου αρμενίζει αρχόντισσα κι αφέντρα να συναντήσει το φως πέρα από θάλασσες κι από στεριές , πέρα απ' τους ουρανούς που βλέπουν τα χωματένια μάτια μας. Ο θάνατος δε μπόρεσε να του πάρει τίποτα", σκέφτεται, "όλα τα έχω εγώ καλά φυλαγμένα στην καρδιά και στο μυαλό μου".
Φαντάζεται τον παππού απέναντι από τον Χάροντα, να τον κερνάει κόκκινο κρασί, να τον μεθάει και να ονειρεύεται μεθυσμένος ο Χάροντας πως τάχα μου ζει και ξέρει ν' αγαπάει, να πονάει, να ερωτεύεται και άηντε εβίβα τα ποτήρια στη Ζωή και την αθανασία και στα μυστήρια του σύμπαντος κόσμου και του πάνω και του κάτω. Ακούει το γέλιο του παππού και ξέρει πως εκείνος με τον τρόπο του νίκησε και το θάνατο, δίχως να φοβάται, τον νίκησε γιατί ήξερε ν' αγαπά τη Ζωή με τα μικρά και τα μεγάλα της, τα δίκια και τα' άδικα, τις χαρές και τις πίκρες, τα τραγούδια, τα ξεφαντώματα, τα ευαγγέλια και τα μοιρολόγια.
- Καλό ταξίδι παππού, καλό ταξίδι , λέει ο Χάρης και σκορπίζει μια χούφτα χώμα, αντικρίζοντάς τον για τελευταία φορά , μέσα στα γαρύφαλλα κι έρχεται στα χείλη του το τραγούδι του κυρ-Δαμιανού : "Ήλιε μου στο ξημέρωμα περίμενε λιγάκι / να στείλω στην αγάπη μου ένα γαρουφαλλάκι".
Ο ήχος της καμπάνας σημαίνει μακρινός , σημαίνει πολλά , μα τούτα τα πολλά δε λέγονται , μένουν με τρόπο προσωπικό στην καρδιά του καθενός χωριστά και την καρδιά του Χάρη με τρόπο ξεχωριστό , πιο ξεχωριστά ακόμη σφράγισε εκείνο το μακρόσυρτο νταααάν, νταααάν, νταααάν ……………….
Ζωή Φτέρη
Σχόλια (0)