Παλιά εγκαταλειμμένα κονάκια στην Άνδρο που βρήκε και φωτογράφισε ο φίλος μας, Λούης
Την αρχή μας άρεσαν πολύ οι φωτογραφίες που είδαμε ανεβασμένες στο Facebook, από τον καλό μας φίλο από την Άνδρο, Λούη. Και του ζητήσαμε την άδεια να τις αναδημοσιεύσουμε στον ΘΡΑΨΑΝΙΩΤΗ. Εκείνος, με χαρά μας την έδωσε και τότε... άρχισε το πρόβλημα.
Ωραία, είχαμε αυτές τις μοναδικές από άποψη φυσικού κάλους, φωτογραφίες και ένα κείμενο που συνόδευε την ανάρτηση. Αυτό: "Παλιά κονάκια και αλώνια". Το δεύτερο το καταλαβαίναμε, επειδή κι εμείς σε χωριό μεγαλώσαμε και από αλώνια γνωρίσαμε...
Το πρώτο όμως, τα κονάκια; Έκανα έρευνα στο διαδίκτυο. Εκεί, λένε τα βρίσκεις όλα. Είναι μάλιστα όρος για κάτι που δεν γνωρίζουν, ότι θα το "γκουγκλάρουν" και θα βρουν τι εννοεί. Και ιδού, τι ανακάλυψα στη δική μου επισταμένη έρευνα.
Σύμφωνα με το λεξικό του Τριανταφυλλίδη. Κονάκι το [konáki] Ο44 : (λαϊκότρ.) 1. το σπίτι, με την έννοια του καταλύματος, του καταφυγίου, του προσωπικού χώρου. 2. (ιστ.) η κατοικία τοπικού άρχοντα, τσιφλικά. [μσν. κονάκι < τουρκ. konak `αρχοντικό΄ -ι]
Σύμφωνα με το λεξικό του Κριαρά. Κονάκι το· κονάκιν. 1) Κατάλυμα: εις το κονάκιν έφτασεν, στην τέντα του σεβαίνει (Παλαμήδ., Βοηβ. 1262)· φρ. κάνω κονάκι = καταλύω· σταθμεύω, σταματώ: (Διγ. O 960). 2) (Προκ. για μέτρηση απόστασης): τοσοίδε σταθμοί οδευθήναι πρός τινων λέγονται, άπερ νυν ημείς και κονάκια φαμέν (Metrol. 4639). 3) Kατοικία: (Λίμπον. 129).
Σύμφωνα με το εικονογραφημένο εγκυκλοπαιδικό λεξικό και πλήρες λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας της ΠΑΠΥΡΟΣ LAROUSSE, το παπιράκι. Κονάκι, το (λαικ) 1. κατοικία, κατάλυμα. 2. (παλαιότ.) κατοικία τσιφλικά. Τι μαθαίνει κανείς, διαβάζοντας, με αφορμή μερικές υπέροχες φωτογραφίες...
Σχόλια (0)