Κεραυνός εν αιθρία ο θάνατος του Γιάννη
Απόγευμα Δευτέρας, λίγο μετά τις 7 το απόγευμα. Το μήνυμα σκληρό: “Έφυγε πριν από λίγο ο Γιάννης της Γιωργίας μας”. Έμεινα, Όχι πως ξαφνιάστηκα, δεν ήταν καλά τα τελευταία χρόνια, αλλά δεν είμαστε επαρκώς προετοιμασμένοι για την πιο δύσκολη ώρα...
Είχα σηκωθεί πριν από λίγο, έχω αυτή την “πολυτέλεια” τώρα. Και σχεδιάζαμε να πάμε μια βόλτα από το σπίτι στης Ειρήνης που περνάει κι αυτή μεγάλο λούκι με τη δουλειά της κι από 'κει να κατέβαινα στην ταβέρνα “Η Γωνιά του Πλάτωνα”, όπου στις 8 μαζεύονται οι άνθρωποι της ΕΚΑΠ.
Σχεδίαζα.. Γιατί, όπως ήταν φυσικό, το τηλεφώνημα μου άλλαξε όλους τους προγραμματισμούς.
Η επόμενη κίνησή μου ήταν ένα τηλέφωνο στη Μαλάμω. Να δούμε πώς θα πάμε. Αποφασίζουμε με καράβι, αλλά ο χρόνος πιέζει, αν θέλουμε να το προλάβουμε. Βγήκα στο δρόμο για το λιμάνι. Ένα ταξί με φέρνει Πειραιά. Τακτοποιήθηκα εύκολα, γρήγορα. Χειμώνας είναι. Δεν έχει στο καράβι το συνωστισμό του καλοκαιριού.
Στο σαλόνι βρίσκω εύκολα θέση να πάρω μια ανάσα περιμένοντας και τους άλλους να έρθουν. Τον Νίκο, τη Μαλάμω, την Αργυρώ και τον Λάμπρο.
Και δες τώρα κύκλους που κάνει η ζωή... Πέρσι τέτοιον καιρό, μόλις μια εβδομάδα νωρίτερα ήταν που κατεβήκαμε για να “αποχαιρετήσουμε” τη γυναίκα του Γιάννη και αδερφή μου, Γεωργία. Μόνο που τότε έπεφτε Σαββατοκύριακο και είχαμε το χρόνο να προετοιμαστούμε, ενώ τώρα στην αρχή της εβδομάδας.
Ο Γιάννης είχε ταλαιπωρηθεί πολύ. Τα τελευταία χρόνια δεν μπορούσε ούτε να αυτοεξυπηρετηθεί. Μετά το φευγιό της Γεωργίας τα παιδιά του είχαν βάλει μια κοπέλα να τον φροντίζει. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Η καθεμιά από τις τέσσερις έχει την οικογένεια της, τα παιδιά της, ήταν αδύνατον να είναι εκεί, κοντά του 24 ώρες το 24ωρο...
Τα τελευταία χρόνια ο Γιάννης έδειχνε να μη μας γνωρίζει πια. Έτρωγε μηχανικά, σε κοίταζε στα μάτια μ' ένα βλέμμα απλανές και δεν μιλούσε. Ούτε αστεία πια, ούτε τίποτα, αυτός που το καλαμπούρι ήταν τρόπο ζωής όταν ήταν στα καλά του.
Και να, τώρα στο καράβι περιμένοντας και τους άλλους, κάθομαι και γράφω. Το δικό μου αποκούμπι, η δική μου συντροφιά στο ξαφνικό ταξίδι μου στο χωριό.
Ανθρώπινες καταστάσεις... Ποτέ δεν ξέρεις το τέλος. Είσαι εκεί, κάνεις τα σχέδια σου και οι ανατροπές έρχονται, σου χτυπάνε την πλάτη και σε καλούν να προσαρμοστείς στα νέα δεδομένα.
8.30 στο πλοίο FESTOS PALLAS. Μου τηλεφωνεί η Αργυρώ. Έρχονται. Τους είπα πού θα με βρουν. Τους περιμένω. Έξω κάνει πολύ κρύο. Ευτυχώς, μέσα στο πλοίο έχει πολύ ζέστη...
Σχόλια (0)