Φοβισμένοι στην πόλη μας
Ο απόλυτος ξεπεσμός για έναν κλέφτη... Να μπει σε μια κατοικημένη πολυκατοικία, να «ξηλώσει» και να πάρει μερικά μέτρα χακλοσωλήνων παροχής φυσικού αερίου. Συμπτωματικά δεν είχαν αέριο. Κι αν είχαν; Θα κινδύνευε η ζωή του και η δική μας που μένουμε εκεί...
Στους καιρούς που ζούμε νομίζουμε ότι τα έχουμε δει όλα... Αμ δε... Ποιος μπορούσε να φανταστεί πριν πριν μερικά χρόνια ότι θα έμπαιναν κλέφτες στην πυλωτή μιας πολυκατοικίας να κλέψουν τις χαλκοσωλήνες που μεταφέρουν το φυσικό αέριο στα διαμερίσματα; Κι όμως συνέβη σε μας στον Κολωνό...
Άδειες οι υποδοχές απ' όπου περνούσαν οι χαλκοσωλήνες. Την αρχή την έκαναν από την μια μεριά της πολυκατοικίας. Ύστερα ο φόβος ήρθε και φώλιασε με αποτέλεσμα κάποιοι συγκάτοικοι να τις βγάλουν μόνοι τους, αφού δεν τις χρησιμοποιούσαν. «Απλά να μην έχουν λόγο να ξανάρθουν»...
Τέτοιο φόβο είχα χρόνια να δω σε ανθρώπους. Και υποτίθεται ότι οι άνθρωποι της πόλης, επειδή ζουν ομαδικά, εάν υπάρχει μια στοιχειώδης αστυνόμευση δεν θα πρέπει να αισθάνεται έτσι...
Ωστόσο, όλη αυτή η υπόθεση με με την κοινωνική αναστάτωση που έχει υπάρξει από τιε αποφάσεις της κυβέρνησης με την εφαρμογή της πλέον αντιλαϊκής πολιτικής που έχει να κάνει με τα Μνημόνια που έχει υπογράψει με την τρόικα προκειμένου να λάβει τις δόσεις και να αποφύγει την πτώχευση έχει οδηγήσει την κοινωνία σε πλήρη αποδιάρθωση...
Περισσότεροι νεόπτωχοι προσθέτονται καθημερινά στις μεγάλες λίστες των ανέργων. Η ψαλίδα ανάμεσα στους έχοντες και μη έχοντες, μεγαλώνει. Και βεβαίως τέτοιες ώρες, κάποιοι από το περιθώριο αποθρασσυνονται και... κανουν πάρτι.
Μέρα - μεσημέρι κλέβουν ή κάνουν ζημιές σε αυτοκίνητα...
φόβος ο [fovos]: 1. έντονο δυσάρεστο συναίσθημα, που προκαλείται εξαιτίας (πραγματικού ή φανταστικού) κινδύνου ή απειλής: Yπερβολικός / παράλογος / ενδόμυχος ~. Tον πιάνει / τον κατέχει / τον συνέχει (ο) ~. Ο ~ του θανάτου / της τιμωρίας / του ευνουχισμού. Ο ~ σου είναι αδικαιολόγητος. Προσπάθησα να διασκεδάσω τους φόβους του. Kόπηκαν τα πόδια* μου από το φόβο. (Δεν) υπάρχει ~ να πέσει το κτίριο, κίνδυνος. Aνέβα ελεύθερα στη σκάλα, δεν έχει φόβο, δεν υπάρχει κίνδυνος. Kατου ρήθηκα / χέστηκα / τα ΄κανα πάνω μου από το φόβο, για πολύ μεγάλο φό βο. || ~
Θεού, δέος, σεβασμός. ΦΡ μετά φόβου Θεού, με πολλή προσοχή. (έκφρ.) παίρνω κπ. / κτ. από φόβο, με φοβίζει κάποιος ή κτ. ~ και τρόμος*. ΦΡ διά τον φόβο(ν) των Iουδαίων, εξαιτίας του κινδύνου, του ενδεχόμενου της τιμωρίας. ΠAΡ Ο ~ φυλάει τα έρημα / έρμα, η πιθανότητα ενδεχόμενης τιμωρίας δρα αποτρεπτικά, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει άμεσος, ορατός κίνδυνος αποκάλυψης μιας παράνομης πράξης. 2. (συνήθ. πληθ.) ανησυχία_: Εξέφρασε τους φόβους (του) για την πορεία των συνομιλιών. Προσπάθησα να διασκεδάσω τους φόβους του.
[αρχ. φόβος `πανικός΄]
Ιδού και η άλλη άποψη πέρα από το φόβο, μουσικά... “Αυτουργός” ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου...
Σχόλια (0)