Το άρθρο είχε τη δική του ιστορία
Ο Λάκης Αλεξάνδρου δεν ζει πια ανάμεσά μας. Έφυγε για το μεγάλο ταξίδι χωρίς επιστροφή...
Το σημερινό κομμάτι ΔΕΝ είναι δικό μου. Αποτελεί, ωστόσο, κομμάτι της δημοσιογραφικής ιστορίας που οφείλω να την αποκαταστήσω κάποτε. Αργότερα, ίσως μπορέσω να πω περισσότερα πράγματα και για το άρθρο αυτό:
Κανονικά σήμερα θα έπρεπε να γράφω για τον ερασιτεχνικό Ολυμπιακό, που δεν μπορεί ν’ αποκτήσει διοίκηση, αφού αναβλήθηκαν για δεύτερη φορά οι αρχαιρεσίες. Για τον ερασιτεχνικό Παναθηναϊκό, που, επίσης, αντιμετωπίζει προβλήματα και το τμήμα του βόλεϊ μόνο χάρη στη φιλοτιμία των παικτών και των προπονητών δεν έχει διαλυθεί και, μάλιστα, η ομάδα αποδίδει πολύ καλά. Για τα πολλά προβλήματα του λεγόμενου ερασιτεχνικού αθλητισμού της πατρίδας μας.
Αλλά κάθε έτος, τέτοιες μέρες, νιώθω μια μελαγχολία κι ένα κενό μέσα μου. Γι’ αυτό επιτρέψτε μου κατ’ αρχήν να «μιλήσω» προσωπικά και να εξομολογηθώ για κάτι που με «τρώει» χρόνια τώρα. Οσο ζω δεν θα συγχωρήσω τον εαυτό μου, γιατί τότε, το 1973, δεν βρέθηκα στο Πολυτεχνείο. Ημουν 18 ετών και φοβήθηκα. Με απέτρεψε ο αείμνηστος πατέρας μου, που τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου 1967 έτρεχε να κρυφτεί, για να μην τον συλλάβουν επειδή πίστευε στην ισότητα όλων των ανθρώπων, στο δικαίωμά τους στην εργασία, στην υγεία και στην παιδεία. Και, φυσικά, στην ελευθερία. Από τότε αισθάνομαι, ότι δεν ολοκληρώθηκα ως άνθρωπος. Οτι δεν έκανα το καθήκον μου. Οτι δεν εκπλήρωσα μια αποστολή, που ναι μεν δεν μου ανέθεσε κάποιος άλλος, αλλά ο εαυτός μου.
Αρκετά, όμως, για εμένα. Αλλωστε, ποιον ενδιαφέρουν τα συναισθήματά μου; Το σπουδαίο ποίημα του Μίκη Θεοδωράκη, «Στον Αγνωστο Ποιητή», γραμμένο και μελοποιημένο το 1969, όταν βρισκόταν εκτοπισμένος στη Ζάτουνα, πιστεύω, ότι εκφράζει απόλυτα την κατάσταση της σημερινής Ελλάδος. Γι’ αυτό, ως ένδειξη τιμής για εκείνους που έδωσαν τη ζωή τους ή αγωνίσθηκαν τότε για να είμαστε σήμερα ελεύθεροι (έστω κι αν αυτή η ελευθερία δεν είναι ακριβώς εκείνη, που οραματίσθηκαν οι νέοι της εποχής), επέλεξα κάποια μέρη του, που θεωρώ, ότι είναι διαχρονικά. Οπως όλο το ποίημα, άλλωστε.
«Διονύσιε Σολωμέ, σε σέ κράζω - Κρατούμενοι και κρατούντες - δέροντες και δερόμενοι - διατάσσοντες και διατασσόμενοι - τρομοκρατούντες και τρομοκρατούμενοι - κατέχοντες και κατεχόμενοι - διηρημένοι οι Ελληνες.
Kωστή Παλαμά, σε σέ κράζω - Ποτέ άλλοτε τόσο φως δεν έγινε σκότος - τόση ανδρεία φόβος - τόση αδυναμία η δύναμη - τόσοι ήρωες μαρμάρινες προτομές - Πατρίς του Διγενή και του Διάκου η πατρίς μου - σήμερα χώρα υποτελών.
Νίκο Καζαντζάκη, σε σέ κράζω - Ομως αν λησμονούν οι θνητοί που μιλούν ακόμα τη γλώσσα του Ανδρούτσου - η μνήμη κατοικεί πίσω από τα σίδερα και τις σκοπιές - η μνήμη κατοικεί μέσα στα λιθάρια - φωλιάζει στα κίτρινα φύλλα - που σκεπάζουν το κορμί σου Ελλάδα.
Η ψυχήτης πατρίδας μου - είναι αυτός ο σπόρος - που άπλωσε ρίζες - πάνω στο βράχο - Είσαι συ μάννα, γυναίκα, κόρη - που αγναντεύεις τις θάλασσες και τα βουνά - Και κρυφά βάφεις με αίμα - τα κόκκινα αυγά της Ανάστασης - που εγκυμονούν οι καιροί και οι άντρες.
Αμποτε να ‘ρθει στη δύστυχη χώρα μου Πάσχα Ελλήνων. Αγνωστε ποιητή σε σέ κράζω».
Χωρίς σχόλιο...
Σχόλια (0)