«Στον Ιεχωβά, η Πεποίθησή μου από τα Νεανικά μου Χρόνια». Μια πολύ μεγάλη αλήθεια!
Ήταν το έτος 1920, ο τόπος, οι λόφοι της Αρκαδίας στην όμορφη Πελοπόννησο στην Ελλάδα. Ήμουν στο κρεβάτι, σοβαρά άρρωστος από τη φοβερή ισπανική γρίπη που σάρωνε τον κόσμο.
ΚΑΘΕ φορά που χτυπούσε η καμπάνα της εκκλησίας, καταλάβαινα ότι ανακοίνωνε το θάνατο ενός ακόμα θύματος. Μήπως θα ήμουν εγώ το επόμενο θύμα; Ευτυχώς εγώ ανέρρωσα, εκατομμύρια όμως δεν ανέρρωσαν. Μολονότι ήμουν τότε μόνο οχτώ χρονών, αυτή η τρομακτική εμπειρία παραμένει ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη μου.
Πρώτες Πνευματικές Ανησυχίες
Λίγο καιρό αργότερα, πέθανε ο παππούς μου. Μετά την κηδεία, θυμάμαι τη μητέρα μου να έρχεται και να κάθεται μαζί με την αδελφή μου και εμένα στο μπαλκόνι του σπιτιού μας. Προσπαθώντας, χωρίς αμφιβολία, να μετριάσει τη λύπη μας, είπε με απαλή φωνή: «Λοιπόν, παιδιά, όλοι μας πρέπει να γεράσουμε και να πεθάνουμε».
Παρ’ όλο που το διατύπωσε με τόση ηρεμία, τα λόγια της με προβλημάτισαν. ‘Πόσο λυπηρό! Πόσο άδικο!’ σκέφτηκα. Αλλά και οι δυο μας χαρήκαμε όταν η μητέρα πρόσθεσε: «Ωστόσο, όταν έρθει ξανά ο Κύριος θα αναστήσει τους νεκρούς, και δεν θα πεθαίνουμε πια!» Ω, πόσο παρηγορητικό ήταν αυτό!
Από τότε και ύστερα άρχισα να ενδιαφέρομαι βαθιά να ανακαλύψω πότε ακριβώς θα ερχόταν αυτός ο ευτυχισμένος καιρός. Ρώτησα πολλούς ανθρώπους, αλλά κανένας δεν μπορούσε να μου πει τίποτα, και για να λέμε την αλήθεια, κανένας δεν φαινόταν να ενδιαφέρεται καν να συζητήσει αυτό το ζήτημα.
Μια μέρα όταν ήμουν περίπου 12 χρονών, ο πατέρας μου έλαβε ένα βιβλίο από τον αδελφό του που ζούσε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είχε τον τίτλο «Η Κιθάρα του Θεού», και ήταν έκδοση της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά. Κοίταξα τον πίνακα των περιεχομένων και τα μάτια μου φωτίστηκαν από χαρά όταν είδα το κεφάλαιο «Η Επάνοδος του Κυρίου ημών». Το διάβασα με μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά απογοητεύτηκα επειδή δεν αναφερόταν το έτος της επανόδου του Κυρίου. Ωστόσο, το βιβλίο έδειχνε ότι αυτή δεν ήταν πολύ μακριά.
Σύντομα άρχισα να πηγαίνω στο γυμνάσιο και απορροφήθηκα εντελώς από τις σπουδές μου. Όμως, κάπου - κάπου, ο θείος μου από την Αμερική μου έστελνε αντίτυπα της ΣΚΟΠΙΑΣ, τα οποία μου άρεσε πολύ να διαβάζω. Επίσης, κάθε Κυριακή πήγαινα στο κατηχητικό, όπου ερχόταν συχνά ο μητροπολίτης και μας μίλαγε.
Κάποια συγκεκριμένη Κυριακή, ο μητροπολίτης ήταν πολύ αναστατωμένος και είπε: «Υπάρχουν επισκέπτες που γεμίζουν την πόλη μας με αιρετικά έντυπα». Κατόπιν μας έδειξε ένα αντίτυπο της ΣΚΟΠΙΑΣ και φώναξε: «Αν κάποιος από εσάς βρει τέτοια έντυπα στο σπίτι του, να τα φέρει στην εκκλησία και εγώ θα τα κάψω».
Ο τόνος της φωνής του με ενόχλησε, αλλά ακόμα περισσότερο με ενόχλησε το εκδικητικό του πνεύμα. Γι’ αυτό δεν συμμορφώθηκα με το αίτημά του. Ωστόσο, έγραψα στο θείο μου και του ζήτησα να μη μου στέλνει πια άλλα έντυπα της Εταιρίας Σκοπιά. Εντούτοις, συνέχισα να συλλογίζομαι το ζήτημα της επανόδου του Χριστού.
Η Πνευματική Όρεξη Μεγαλώνει
Όταν έφτασαν οι καλοκαιρινές διακοπές, έβγαλα τη βαλίτσα μου για να πακετάρω τα ρούχα μου. Εκεί, στον πάτο της βαλίτσας, υπήρχαν τρία βιβλιάρια που είχαν εκδοθεί από την Εταιρία Σκοπιά. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, ποτέ πριν δεν τα είχα προσέξει. Το ένα είχε τον τίτλο «Πού Είναι οι Νεκροί;»
‘Αυτό φαίνεται ενδιαφέρον’, σκέφτηκα. Παρ’ όλο που θυμόμουνα την προειδοποίηση του μητροπολίτη, αποφάσισα να διαβάσω τα βιβλιάρια προσεκτικά για να βρω τα λάθη που πίστευα ότι περιείχαν. Πήρα ένα μολύβι και άρχισα προσεκτικά την έρευνά μου. Προς έκπληξή μου, όλα όσα υπήρχαν στα βιβλιάρια φαίνονταν λογικά, και για κάθε δήλωση παρατίθονταν εδάφια ώστε να μπορεί ο αναγνώστης να ελέγχει τι λέει η Αγία Γραφή.
Εφόσον δεν είχαμε Αγία Γραφή, αναρωτιόμουν μήπως γινόταν λάθος εφαρμογή των εδαφίων που παρατίθονταν για να ταιριάζουν με το σκοπό των συγγραφέων. Έτσι, έγραψα στο θείο μου και του ζήτησα να μου στείλει ένα αντίτυπο ολόκληρης της Αγίας Γραφής. Εκείνος μου την έστειλε αμέσως. Τη διάβασα από την αρχή μέχρι το τέλος δυο φορές, και μολονότι υπήρχαν σε αυτήν πολλά πράγματα που δεν μπορούσα να καταλάβω, μου κίνησαν το ενδιαφέρον τα βιβλία του Δανιήλ και της Αποκάλυψης. Ήθελα να κατανοήσω τα πράγματα που προφήτευαν, αλλά δεν υπήρχε κανένας γύρω μου που να μπορούσε να με βοηθήσει.
Σταμάτησα το σχολείο το 1929, και σύντομα έπειτα από αυτό, ο θείος μου που ήταν στην Αμερική μου έστειλε ξανά αντίτυπα της ΣΚΟΠΙΑΣ. Άρχισαν να μου αρέσουν όλο και περισσότερο και του ζήτησα να μου τα στέλνει τακτικά. Άρχισα επίσης να μιλάω σε άλλους αναφορικά με την ελπίδα που υπάρχει σχετικά με το μέλλον για την οποία μάθαινα από τα περιοδικά. Κατόπιν, όμως, η ζωή μου άλλαξε με συγκλονιστικό τρόπο.
Πνευματική Πρόοδος στη Βιρμανία
Οι αδελφοί της μητέρας μου είχαν μεταναστεύσει στη Βιρμανία (τώρα Μιανμάρ), και η οικογένεια αποφάσισε ότι, αν πήγαινα και εγώ μαζί τους, αυτό θα διεύρυνε τους ορίζοντές μου και θα μου άνοιγε ίσως επαγγελματικές ευκαιρίες. Η Ανατολή με γοήτευε πάντοτε, γι’ αυτό η προοπτική να πάω εκεί με ενθουσίαζε. Στη Βιρμανία, συνέχισα να λαβαίνω τη ΣΚΟΠΙΑ από το θείο μου, αλλά ποτέ δεν είχα συναντήσει προσωπικά ένα Σπουδαστή της Γραφής, όπως ονομάζονταν τότε οι Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Κάποια μέρα συγκινήθηκα όταν είδα μια ανακοίνωση στη ΣΚΟΠΙΑ σχετικά με τα βιβλία «Φως», δυο τόμους που εξηγούσαν το Γραφικό βιβλίο της Αποκάλυψης. Επιπρόσθετα, έμαθα ότι το τμήμα της Εταιρίας Σκοπιά στην Ινδία, το οποίο βρισκόταν στη Βομβάη, φρόντιζε για τη δραστηριότητα των Σπουδαστών της Γραφής στη Βιρμανία. Τους έγραψα αμέσως για να τους παρακαλέσω να μου στείλουν τα βιβλία «Φως», καθώς επίσης να τους ζητήσω να σταλούν Σπουδαστές της Γραφής από την Ινδία για να κηρύξουν στη Βιρμανία.
Τα βιβλία έφτασαν γρήγορα με το ταχυδρομείο και περίπου μια εβδομάδα αργότερα, με επισκέφτηκαν ντόπιοι Βιρμανοί Σπουδαστές της Γραφής. Χάρηκα όταν έμαθα ότι υπήρχε ένας μικρός όμιλος από αυτούς στην πόλη που έμενα, στη Ρανγκούν (τώρα Γιανγκόν), την πρωτεύουσα της Βιρμανίας. Με προσκάλεσαν να παρακολουθώ την τακτική τάξη μελέτης τους της Αγίας Γραφής και επίσης να συμμετέχω μαζί τους στο κήρυγμα από σπίτι σε σπίτι. Στην αρχή ήμουν λιγάκι διστακτικός, αλλά σύντομα άρχισα να απολαμβάνω τη μετάδοση της Γραφικής γνώσης σε Βουδιστές, Ινδουιστές και Μουσουλμάνους, καθώς επίσης σε κατ’ όνομα Χριστιανούς.
Το τμήμα της Ινδίας έστειλε τότε στη Ρανγκούν δυο ολοχρόνιους διακόνους (σκαπανείς), τον Γιούαρτ Φράνσις και τον Ράνταλ Χόπλεϊ. Και οι δυο τους κατάγονταν από την Αγγλία αλλά υπηρετούσαν στην Ινδία αρκετά χρόνια. Με ενθάρρυναν πάρα πολύ και, το 1934, βαφτίστηκα συμβολίζοντας την αφιέρωσή μου στον Ιεχωβά.
Μια Θαρραλέα Μάρτυρας
Αργότερα το τμήμα της Ινδίας έστειλε περισσότερους σκαπανείς στη Βιρμανία. Δυο από αυτούς, ο Κλάουντ Γκούντμαν και ο Ρον Τίπιν, επισκέφτηκαν ένα σιδηροδρομικό σταθμό και μίλησαν στον Σίντνεϊ Κουτ, το σταθμάρχη. Εκείνος δέχτηκε τα βιβλία, τα διάβασε από την αρχή μέχρι το τέλος και άρχισε να γράφει στην παντρεμένη αδελφή του, την Ντέζι Ντε Σούζα, που βρισκόταν στη Μανταλέι. Και εκείνη επίσης βρήκε τα βιβλία ενδιαφέροντα και ζήτησε περισσότερα.
Η Ντέζι, η οποία ήταν δραστήρια Καθολική, ήταν άτομο που είχε μεγάλο θάρρος. Άρχισε να επισκέπτεται τους γείτονές της και να τους λέει τα πράγματα που μάθαινε. Μάλιστα, όταν την επισκέφτηκε ο ιερέας της ενορίας, ο οποίος ζήτησε να μάθει γιατί είχε σταματήσει να πηγαίνει στην εκκλησία, αυτή του έδειξε ότι η Αγία Γραφή δεν υποστήριζε τα πράγματα που δίδασκε εκείνος, όπως ήταν ο πύρινος άδης.
Τελικά, τη ρώτησε: «Έπειτα από όλα αυτά τα χρόνια που τους λέω για έναν πύρινο άδη, πώς μπορώ τώρα να τους πω ότι δεν υπάρχει τέτοιο μέρος; Κανένας δεν θα θέλει να έρθει στην εκκλησία».
«Αν είσαι έντιμος Χριστιανός», αποκρίθηκε η Ντέζι, «θα τους διδάξεις την αλήθεια, άσχετα με τις συνέπειες». Κατόπιν πρόσθεσε: «Αν δεν το κάνεις εσύ, τότε θα το κάνω εγώ!» Και το έκανε.
Ο Ντικ, η Ντέζι και οι δυο μεγαλύτερες κόρες τους βαφτίστηκαν στη Ρανγκούν τον ίδιο καιρό που βαφτίστηκα και εγώ. Τρία χρόνια αργότερα, το 1937, παντρεύτηκα τη δεύτερη κόρη τους, τη Φίλις.
Διαφυγή στην Ινδία
Οι ιαπωνικές δυνάμεις εισέβαλαν στη Βιρμανία στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, και η Ρανγκούν έπεσε στις 8 Μαρτίου 1942. Οι ξένοι πολίτες αναγκάστηκαν να καταφύγουν βιαστικά στην Ινδία. Εκατοντάδες προσπάθησαν να ξεφύγουν περνώντας μέσα από τις ζούγκλες, αλλά πολλοί πέθαναν στη διάρκεια του ταξιδιού. Εγώ τύχαινε να ξέρω προσωπικά τον αξιωματικό που ήταν υπεύθυνος για την εκκένωση, και έτσι μπόρεσα να εξασφαλίσω εισιτήρια σε ένα από τα τελευταία φορτηγά πλοία που έφευγε από τη Ρανγκούν για την Καλκούτα. Ήταν πολύ λυπηρή στιγμή για όλους μας το να αφήσουμε το σπίτι μας και τα αποκτήματά μας με τόσο βιαστικό τρόπο. Η Βιρμανία ήταν υπό ιαπωνική κατοχή από το 1942 έως το 1945.
Όταν φτάσαμε στην Ινδία τα οικονομικά μας ήταν άθλια και το να βρούμε εργασία δεν ήταν εύκολο. Αυτό κατέληξε σε δοκιμασία της πίστης. Συνάντησα ένα Βρετανό αξιωματικό, ο οποίος μου πρόσφερε μια επικερδή μη μάχιμη εργασία, αλλά αυτή περιλάμβανε το να υπηρετώ ως μέρος του στρατιωτικού μηχανισμού. Με τη βοήθεια του Ιεχωβά, μπόρεσα να απορρίψω την προσφορά και να διατηρήσω έτσι καθαρή Χριστιανική συνείδηση. (Ησαΐας 2:2-4) Αισθανθήκαμε το στοργικό χέρι του Ιεχωβά και με άλλους τρόπους επίσης.
Εγκατασταθήκαμε στο Νέο Δελχί, την πρωτεύουσα της Ινδίας, όπου ήταν σχεδόν αδύνατον να βρει κανείς σπίτι. Παρ’ όλα αυτά, βρήκαμε ένα ευρύχωρο διαμέρισμα ακριβώς στην καρδιά της πόλης. Είχε ένα μεγάλο καθιστικό με ανεξάρτητη είσοδο, και αυτό το δωμάτιο χρησιμοποιήθηκε τα επόμενα λίγα χρόνια ως η Αίθουσα Βασιλείας της Εκκλησίας Δελχί των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Ωστόσο, εξαιτίας της απαγόρευσης που είχε επιβληθεί το 1941 σε όλα τα έντυπα της Εταιρίας Σκοπιά στην Ινδία, δεν μπορούσαμε να πάρουμε Βιβλικά έντυπα.
Πώς Άρθηκε η Απαγόρευση
Μια Κυριακή του 1943, εκείνοι που παρακολουθούσαν τη λειτουργία στις εκκλησίες του Χριστιανικού κόσμου στο Δελχί πήραν ένα φυλλάδιο υπογραμμένο από 13 ιερείς διαφορετικών εκκλησιών. Αυτό περιείχε την εξής προειδοποίηση: «ΠΟΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΔΕΛΧΙ ΦΥΛΑΧΤΕΙΤΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ». Η κατηγορία ήταν πως είχαμε τεθεί υπό απαγόρευση στην Ινδία για πολιτικούς λόγους.
Με την έγκριση του γραφείου τμήματος στη Βομβάη, αμέσως τυπώσαμε και διανείμαμε ένα φυλλάδιο που εξέθετε τον κλήρο. Εφόσον εγώ ήμουν ο προεδρεύων επίσκοπος, το όνομα και η διεύθυνσή μου τυπώθηκαν στο κάτω μέρος αυτού του φυλλαδίου, το οποίο ήταν γραμμένο σε έντονο ύφος. Σύντομα έπειτα από αυτό, όταν η αστυνομία βρήκε τη Μάργκριτ Χόφμαν και εμένα να μοιράζουμε αντίτυπα αυτού του φυλλαδίου, μας συνέλαβε και μας φυλάκισε. Εντούτοις, σύντομα αποφυλακιστήκαμε με εγγύηση.
Αργότερα, στη διάρκεια της διακονίας της, η Μάργκριτ επισκέφτηκε το σπίτι του Σερ Σριβαστάβα, ενός πολύ γνωστού υπουργού στο ινδικό υπουργικό συμβούλιο του αντιβασιλιά. Ο Σερ Σριβαστάβα τη δέχτηκε φιλόξενα, και στη διάρκεια της συζήτησης εκείνη του είπε ότι τα έντυπά μας είχαν άδικα απαγορευτεί στην Ινδία. Την ίδια μέρα η Μάργκριτ έτυχε επίσης να συναντήσει ένα μέλος του κοινοβουλίου από την επαρχία του Μαντράς. Αυτός βρισκόταν στην πόλη για να παρακολουθήσει μια συνέλευση του κοινοβουλίου. Εκείνη του ανέφερε το πόσο άδικη ήταν η απαγόρευση που είχε επιβληθεί στα έντυπά μας, και αυτός της υποσχέθηκε να φέρει αυτό το ζήτημα σε μια από τις επόμενες συνελεύσεις.
Τότε εργαζόμουν ως φυσιοθεραπευτής σε ένα τοπικό νοσοκομείο. Ο Σερ Σριβαστάβα έτυχε να τραυματιστεί και το νοσοκομείο με έστειλε να δω αν θα μπορούσε να τον βοηθήσει η φυσιοθεραπεία. Διαπίστωσα ότι ο Σερ Σριβαστάβα ήταν φιλικό άτομο και καθώς κουβεντιάζαμε του ανέφερα περιστασιακά ότι η δεσποινίδα Χόφμαν και εγώ είχαμε αποφυλακιστεί με εγγύηση. Του εξήγησα πως το γεγονός ότι τα Βιβλικά μας έντυπα είχαν απαγορευτεί για πολιτικούς λόγους οφειλόταν στην πίεση του κλήρου και ότι εμείς δεν είχαμε καμιά απολύτως σχέση με την πολιτική. Ο αντιπρόσωπος του τμήματός μας, ο Έντουιν Σκίνερ, συνέχισα, έχει υποβάλει αιτήσεις για να υπάρξει κάποια συνέντευξη στην οποία θα εξηγήσει τη θέση μας, αλλά τις απέρριψαν.
Λίγες μέρες αργότερα, ο Σερ Σριβαστάβα μου είπε: «Ο κ. Τζένκινς [ο κυβερνητικός αξιωματούχος που αντιμετώπιζε αρνητικά το έργο μας] θα συνταξιοδοτηθεί σε λίγες μέρες, και τη θέση του θα πάρει ο Σερ Φράνσις Μάντι. Πείτε στον κ. Σκίνερ να έρθει και θα τον συστήσω στον Σερ Φράνσις».
Ο Σερ Σριβαστάβα διευθέτησε να γίνει η συνάντηση όπως είχε υποσχεθεί. Στη διάρκειά της, ο Σερ Φράνσις Μάντι είπε στον αδελφό Σκίνερ: «Δεν μπορώ να σας υποσχεθώ τίποτα, αλλά θα εξετάσω το ζήτημα». Εφόσον το κοινοβούλιο επρόκειτο να αρχίσει τις εργασίες του σε λίγες μέρες, ο αδελφός Σκίνερ έμεινε για να δει ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα. Κρατώντας το λόγο του, το μέλος του κοινοβουλίου από το Μαντράς σηκώθηκε και ρώτησε: «Είναι αλήθεια ότι τα έντυπα της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά είναι απαγορευμένα για πολιτικούς λόγους;»
«Όχι, η απαγόρευση επιβλήθηκε για προληπτικούς λόγους», απάντησε ο Σερ Φράνσις Μάντι, «αλλά η κυβέρνηση έχει τώρα αποφασίσει να ανακαλέσει την απαγόρευση».
Τι συγκινητική στιγμή ήταν για εμάς όταν ακούσαμε εκείνα τα νέα! Μια εβδομάδα αργότερα το γραφείο τμήματος στη Βομβάη έλαβε μια επιστολή που επιβεβαίωνε το τέλος της απαγόρευσης.
Επιστροφή στη Σπαρασσόμενη από τον Πόλεμο Βιρμανία
Η βρετανική κυριαρχία επανήλθε στη Βιρμανία μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και δέκα Μάρτυρες επιστρέψαμε στη Ρανγκούν λίγους μήνες αργότερα. Χαρήκαμε που είδαμε ξανά τους λίγους ντόπιους Μάρτυρες που είχαν απομείνει. Η χώρα ήταν σε οικτρή κατάσταση. Οι δημόσιες υπηρεσίες, περιλαμβανομένης της εταιρίας ηλεκτρισμού και των δημόσιων μέσων μεταφοράς, βρίσκονταν εκτός λειτουργίας. Γι’ αυτό αγοράσαμε ένα τζιπ από το στρατό και το χρησιμοποιήσαμε για καλό σκοπό μεταφέροντας ανθρώπους στις συναθροίσεις που είχαμε οργανώσει λίγο μετά την επιστροφή μας.
Ένα ενδιαφερόμενο άτομο μας πρόσφερε γη και, με τη βοήθεια καλοσυνάτων ανθρώπων στην περιοχή, χτίσαμε μια αρκετά μεγάλη Αίθουσα Βασιλείας. Για την κατασκευή της χρησιμοποιήθηκαν χοντρές κολόνες από μπαμπού, ψάθινοι τοίχοι από μπαμπού και στέγη από καλάμια. Εδώ έκαναν ομιλίες, τον Απρίλιο του 1947, ο τότε πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά Νάθαν Ο. Νορ και ο γραμματέας του Μίλτον Τζ. Χένσελ, στη διάρκεια της επίσκεψής τους στη Ρανγκούν. Εκείνον τον καιρό, είχαμε 19 Μάρτυρες σε όλη τη Βιρμανία. Αλλά τη δημόσια ομιλία που έκανε ο αδελφός Νορ, στο Νιου Εξέλσιορ Θίατερ, την παρακολούθησαν 287 άτομα!
Η Εγκατάστασή μας στην Αυστραλία
Στις 4 Ιανουαρίου 1948, παρασχέθηκε στη Βιρμανία ανεξαρτησία από τη Μεγάλη Βρετανία, και οι περισσότεροι Ευρωπαίοι θεώρησαν ότι θα ήταν καλύτερο να φύγουν από τη χώρα. Αφού σκεφτήκαμε το ζήτημα με προσευχή, η Φίλις και εγώ αποφασίσαμε να πάρουμε την κόρη μας και να μεταναστεύσουμε στην Αυστραλία. Εγκατασταθήκαμε στο Περθ, την πρωτεύουσα του δυτικού τμήματος της Αυστραλίας.
Το να φύγουμε από τη Βιρμανία ξανά, και αυτή τη φορά για πάντα, ήταν πολύ λυπηρή στιγμή για εμάς. Πότε - πότε, μαθαίναμε νέα από τα αγαπητά μας πρόσωπα που έμεναν εκεί και ήμασταν χαρούμενοι που ξέραμε ότι το έργο της Βασιλείας προόδευε σταθερά σε εκείνη τη χώρα.
Αρχίζοντας από το 1978, και επί τέσσερα χρόνια, είχαμε τη χαρά να υπηρετούμε όλες τις ελληνόφωνες εκκλησίες στις μεγαλύτερες πόλεις της Αυστραλίας. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να ταξιδεύουμε πολύ, εφόσον η απόσταση από τη δυτική ακτή μέχρι την ανατολική ακτή αυτής της μεγάλης χώρας είναι πάνω από 4.200 χιλιόμετρα. Έπειτα από λίγο καιρό, το κλίμα, το οποίο διαφέρει αρκετά από τη μια πολιτεία στην άλλη, συνέβαλε στην εξασθένηση της υγείας μας. Έτσι, εγκατασταθήκαμε ξανά στο Περθ, όπου συνεχίζω να υπηρετώ ως πρεσβύτερος σε μια από τις 44 εκκλησίες της πόλης.
Με το πέρασμα των ετών, η όρασή μου έχει ελαττωθεί και μου είναι δύσκολο να διαβάζω. Ωστόσο, παρά τα προβλήματα υγείας που έχουμε, η καρδιά μας είναι ακόμα νέα. Περιμένουμε και οι δυο με πεποίθηση την ευτυχισμένη μέρα που όλοι όσοι φοβούνται τον Ιεχωβά θα δουν τον ήλιο της εύνοιάς του να ‘ανατέλλει, με θεραπεία στα φτερά του και εμείς θα προχωράμε και θα χτυπάμε το έδαφος με τα πόδια μας σαν θρεμμένα μοσχάρια’. —Μαλαχίας 4:2, ΜΝΚ.
[Υποσημειώσεις]
Στις 13 Δεκεμβρίου 1992, ενώ ολοκληρωνόταν αυτή η βιογραφία, ο αδελφός Τσάτος κοιμήθηκε στο θάνατο.
- Αναδημοσίευση από τη ΣΚΟΠΙΑ 1/8/1993
Σχόλια (0)