Βραδιές παρέας όμορφες που γεμίζουν τον άνθρωπο
O Λάμπρος μας φωτογραφίζει από ψηλά. Χρειάστηκε να ανέβει στην ταράτσα. Όμορφη παρέα.
Τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται όμορφα, γεμάτοι, να μοιράζονται πράγματα και χωρίς ιδιαίτερα βαθιές αναλύσεις να είναι καλά; Είναι οι παρέες, οι φίλοι, τα βραδινά τραπέζια, που ξεκινούν από το τίποτα και καταλήγουν αργά τα μεσάνυχτα με ιστορίες, ανέκδοτα, γεγονότα.
Ζήσαμε χθες βράδυ μια τέτοια όμορφη παρέα. Είμασταν στην “Sport Cafe” στο Αρκαλοχώρι, όταν τηλεφώνησε η αδελφή μου η Στασούλα, να μας πει πως στο σπίτι μας περίμεναν φίλοι που ήρθαν να μας δουν, ο Αιμίλιος και η γυναίκα του Κατινιώ. Ολοκληρώσαμε το παιχνίδι που ήταν σε εξέλιξη και επιστρέψαμε στο χωριό. Στο χώρο που βάζουμε τη μηχανή κάθονταν οι άντρες, ο Αιμίλιος, ο Μενέλαος, ο Αγησίλαος και ο αδελφός του Μιχάλης. Κι απέναντι στο δρόμο, οι γυναίκες, η Στασούλα, η Κατινιώ, η Χρυσούλα, η Ιωάννα κάθονταν στη βεγγέρα τους. Ήταν κοντά δέκα το βράδυ. Σηκώθηκαν και οι δυο, ο Αιμίλιος και η Κατινιώ, να μας χαρετίσουν. Είχαν ανέβει Αθήνα στα παιδιά τους και μόλις επέστρεψαν. Κι έβαλαν προτεραιότητα να έρθουν να μας δουν.
Ήπιαμε δυο ρακές μαζί τους κι ύστερα, σε χρόνο ρεκόρ, η Στασούλα έστρωσε τραπέζι στην αυλή, να πιούμε ένα κρασί με το... βρισκούμενο. Έτσι λένε τα τραπέζια που δεν είναι προγραμματισμένα...
Δεν άλλαξα ποτό. Παρέμεινα στη ρακή γιατί μου άρεσε πολύ. Οι άντρες πίνουν και κουβεντιάζουν. Ιστορίες... Ο Αιμίλιος λέει για την εμπειρία του όταν πήγε σε κατάστημα στο Αρκαλοχώρι να πάρει, για τον γαμπρό του, ένα ζευγάρι γαλότσες νούμερο 46 και επειδή το σουλούπι του δεν έδειχνε να φοράει τόσο μεγάλο νούμερο η πωλήτρια τον κοίταζε κάπως περίεργα, νομίζοντας ότι την κοροϊδεύει.Ούτε που μπορούσε να φανταστεί η καημένη ότι θα ήταν για άλλον...
Οι γυναίκες μιλούν για τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους. Η Κατινιώ θυμήθηκε τον “Θραψανιώτη”, την εφημερίδα που έβγαζα στο χωριό στα πρώτα μου δημοσιογραφικά βήματα. “Όλα τα φύλλα τα έχω”, λέει. Μ' αρέσει που αγαπούν μια προσπάθεια που έγινε για το χωριό, με αγάπη, πριν από 35 χρόνια. Η αλήθεια είναι πως, ούτε εγώ τα έχω όλα τα φύλλα. Ήταν μια μηνιαία έκδοση, τετρασέλιδη, ασπρόμαυρη την αρχή, έγχρωμη αργότερα, σε σχήμα ταμπλόιτ. Και βγήκε σε μια περίοδο που η τυπογραφεία ήταν σε ραγδαία εξέλιξη. Ξεκίνησε στο κλασικό τυπογραφείο της οδού Μάρνης, στην Αθήνα, με μεταλλικά στοιχεία και πέρασε στην πρώτη φάση της φωτοσύνθεσης, τότε που έβγαιναν μασούρια φωτογραφικό χαρτί τα κείμενα κι ύστερα με κοπτοραπτική και κόλλα UHU έκαναν κασέ πάνω σε φωτεινούς πίνακες (μονταζιέρες). Η εποχή αυτή, πέρασε ανεπιστρεπτεί. Σήμερα οι μέθοδες είναι πολύ πιο απλές και εύκολες με ηλεκτρονική σελιδοποίηση. Τι μου θύμισαν χθες βράδυ...
Ο Λάμπρος αναλαμβάνει χρέη φωτογράφου. Ψηλά, από την ταράτσα καταγράφει τις στιγμές. Τις βλέπετε. Δεν ξέρω να μπορούν να μεταφέρουν κάτι από το κλίμα της χθεσινή παρέας, αλλά μ' αυτό το σκοπό μπήκαν στο σημερινό σημείωμα.
Λίγο πριν γυρίσει η μέρα, εκεί κατά τις δώδεκα, οι φίλοι έφυγαν. Είναι εργάσιμη μέρα σήμερα και όλοι έχουν τις υποχρεώσεις τους. Η Στασούλα δίδει δώρο μια γλάστρα βασιλικό στην Αντιγόνη, τη γυναίκα του Μενέλου, που στο μεταξύ την κάλεσαν και ήρθε κι εκείνη, μας προσκαλεί για αύριο βράδυ σπίτι της να μας κάνει το τραπέζι. Δεν αρνούμαστε. Είναι τόσο ωραίες αυτές οι συναναστροφές, αλλά “ίσως πάμε την Τετάρτη για μπάνιο στον Τσούτσουρα με τα παιδιά, τους Μάρτυρες του Ιεχωβά που υπηρετούν την κοινωνική τους θητεία στο Αρκαλοχώρι”. Η Αντιγόνη επιμένει γλυκά: “Δεν πειράζει, εγώ θα σας περιμένω ότι ώρα κι αν γυρίσετε...”
Σχόλια (0)