Ανοίγει ξανά ο διάλογος για το Ασφαλιστικό
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ 20/11/2009
Το διαβάζω και δεν το πιστεύω… Πάλι το Ασφαλιστικό είναι το πρώτο ζήτημα για το οποία καλούνται σε συζήτηση, από Δευτέρα, από το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, τα συνδικάτα του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα για τις αλλαγές που θα προκύψουν στο Ασφαλιστικό.
Τις σχετικές επιστολές έστειλε ο υπουργός Ανδρέας Λοβέρδος καλώντας τα προεδρεία της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ να προσδιορίσουν από κοινού τις προϋποθέσεις αυτού του διαλόγου.
Βιάζονταν μάλιστα να παρουσιάσουν τις προτάσεις γύρω από τις παρεμβάσεις που σκοπεύουν να προωθήσουν στο Ασφαλιστικό και οι οποίες απασχόλησαν και τη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου της περασμένης Τετάρτης, αλλά και τις συσκέψεις των συναρμόδιων υπουργείων (Οικονομίας, Εργασίας, Εσωτερικών, Υγείας)
Τι περιλαμβάνει η ατζέντα; Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα εφημερίδων που δικαιολογημένα ανέδειξαν το θέμα, αναμένεται να τεθούν υπό συζήτηση τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, η εισφοροδιαφυγή, το ύψος των συντάξεων, η παράταση του εργασιακού βίου, οι πρόωρες συνταξιοδοτήσεις κ.α.
Αμφιβάλει κανείς ότι οι λύσεις που αναζητούνται από τη μεριά της κυβέρνησης θα είναι σε βάρος των ασφαλισμένων, σε βάρος εκείνων των εργαζομένων που είναι απόλυτα συνεπείς όλα αυτά τα χρόνια και καταβάλλουν τις εισφορές τους στο Ταμείο τους προσδοκώντας ότι θα έρθει η στιγμή που θα απολαύσουν κάποιες μικρές χαρές στη ζωή τους.
Μήπως είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά που βλέπουμε αυτό το έργο; Κι αν τα προηγούμενα «δραστικά» μέτρα που πήραν άλλες κυβερνήσεις δεν απέδωσαν, τι κάνει τώρα τη νέα κυβέρνηση να πιστεύει πως ο δρόμος του… διαλόγου είναι ο καλύτερος; Περίμεναν να φτάσουμε εδώ που φτάσαμε σε δέκα χρόνια και τώρα «ξαφνιάζονται» που καλούνται πολύ νωρίτερα να αντιμετωπίσουν δραστικά το πρόβλημα.
Όλη την προηγούμενη βδομάδα είχαμε ένα μπαράζ ενορχηστρωμένων δημοσιευμάτων για να πιστούμε σε τι άσχημη κατάσταση είναι τα ασφαλιστικά ταμεία και να «ευαισθητοποιηθούμε» ότι είναι μεγάλη η ανάγκη να βάλουμε (και πάλι…) βαθιά το χέρι στην τσέπη και να συνεισφέρουμε σε χρήμα και χρόνια δουλειάς, προκειμένου να διασωθεί το σύστημα.