Εικόνες ανάκατες μέσα μου
Στους δρόμους κολλημένα τα αγγελτήρια θανάτου.Έτσι γίνεται στις μικρές κοινωνίες...
Τις λέξεις αυτές τις γράφω μέσα στο καράβι, αργά το βράδυ, στο ταξίδι μας για την Κρήτη. Είμαι μόνος μου στο σαλονάκι δίπλα στα ψιλικά και τα καταστήματα και προσπαθώ να βάλω σε μια τάξη τις εικόνες που έχω από την αδερφή μου, όπως μου έρχονται ανάκατες.
Μικρός δεν τη θυμάμαι πολύ. Είχαμε μεγάλη διαφορά ηλικία, κοντά 20 χρόνια και το πρώτο της παιδί, η Αργυρώ, είναι ένα χρόνο μικρότερή μου.
Είχε λοιπόν τα δικά της παιδιά να αναθρέψει όταν χρειαζόμουν κι εγώ λίγη στοργή,χάδια και συμπάθεια. Αυτό το ρόλο τον έπαιξε επάξια η Μαλάμω, μικρότερη μερικά χρόνια από τη Γιωργία και τον Κωστή μας.
Τη θυμάμαι μικρός να πηγαίνουμε να τους βοηθάμε στις ελιές, στα αμπέλια (κι είχαν αρκετά για σταφίδα). Κάποτε μου πήραν ένα πουκάμισο ως... πλερωμή για τη δουλειά το καλοκαίρι στα χωράφια τους και ήμουν πολύ χαρούμενος. Εξάλλου θεωρούσαμε πολύ λογική αυτή την αλληλεγγύη. Είχε τέσσερα θηλυκά να αναθρέψει...
Αργότερα έφυγα από το χωριό. Όταν κατέβαινα στο χωριό, σε καμιά άδεια, τα πρώτα χρόνια και χειμώνες για να βοηθώ στο μάζεμα των ελιών και αργότερα καλοκαίρια για διακοπές, το σπίτι της ήταν πάντα ανοιχτό, φιλόξενο και διαθέσιμη η ίδια να σου προσφέρει ότι καλύτερο διέθετε. Στην κουζίνα της ήταν πάρα πολύ καλή και γεύσεις της φημίζονταν. Τα πιάτα της ήταν εξαιρετικά. Με μια απλή πατάτα μπορούσε να φτιάξει απίστευτα πιάτα τηγανητής πατάτας.
Ερχόνταν πάντα να με χαιρετίσει και το τραπέζι, ένα ή δύο βράδια στο σπίτι της ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει οπωσδηποτε... Ποτέ δεν είχε να βγάλει μόνο ένα φαϊ. Και η ρακή κυκλοφορούσε στο σπίτι για τους καλεσμένους της.
Τα τελευταία χρόνια είχε δώσει το σπίτι της στην Ελένη να ζήσει εκεί με την οικογένεια της, ενώ εκείνη με τον άνδρα της Γιάννη αποσύρθηκαν σε δυο δωματιάκια, το ένα κουζίνα, το άλλο κρεβατοκάμαρα. Το καλοκαίρι που την είχα δει ήταν πολύ χαρούμενη που κατάφερε να κάνει μια εσωτερική πόρτα για να ενώνονται τα δυο δωμάτια.
Τελευταία φορά που την είδα ήταν τον περασμένο Οκτώβρη, προς το τέλος του, όταν κατεβήκαμε ένα διήμερο με τη Μαλάμω και τα παιδιά της να δω την πρόοδο της δουλειάς στο πατρικό μου κι εκείνοι να... σχεδιάσουν το δικό τους.
Ήταν πολύ αδύνατη και καταπονημένη, αλλά όλοι νομίσαμε πως ήταν η κούραση και η ταλαιπωρία από το Γιάννη, τον άνδρα της που ζούσανε μαζί και είχε πια καταπέσει πολύ. Σαν τώρα, θυμάμαι, απόγευμα Σαββάτου ήταν που πήγα να βρω σπίτι της, τη Μαλάμω και τη Στασούλα. Κι αυτή χαμογελαστή μου είπε πως είχαν πάει στο... γήπεδο να δουν την ομάδα του χωριού που έπαιζε μπάλα. Είχε και δυο εγγονούς ποδοσφαιριστές.
“Κάτσε να σου βάλω μια ρακή” μου είπε. Δεν κάθισα. Το 'κοψα με τα πόδια για να πάω στο γήπεδο. Τώρα που το ξανασκέπτομαι λέω πως έπρεπε να κάτσω και να την πιω αυτή τη ρακή...
Η Γιωργία μας ευτύχησε να δει από τα 4 κορίτσια της οκτώ εγγόνια κι αν ζούσε λίγο ακόμα θα έβλεπε και δισέγγονα... Όμως “έφυγε” από κοντά μας... Θα μας λείψει πολύ το χαμόγελό της. Θα μας λείψει η αδερφή μας...