Σάμουελ Μπέκετ: «Περιμένοντας τον Γκοντό»: μια «κωμικοτραγωδία», από την Ομάδα CARTEL
Μερικές σκηνές από το έργο, όχι από τη σκηνή όπως αντιληφθήκαμε ως θεατές, αλλά από την περιοχή (Βοτανικός στο ύψος της Αγίας Άννης) όπου παίζεται η παράσταση "Περιμένοντας τον Γκοντό". Το έργο δεν μας ενθουσίασε... Το θέατρο μ’ αρέσει όταν μιλά απλά στην καρδιά του θεατή. Κι αυτό δεν μίλησε…
Τα περίπλοκα νοήματα του έργου και η εμπλοκή του συγγραφέα με κομμάτια της Γραφής, παραποιημένα, στο έργο του, εκεί που κατά τη γνώμη μας δεν είχαν καμιά σχέση και κυρίως, αυτή η ατέλειωτη φιλοσοφία και φλυαρία των ανθρώπων επί σκηνής, ήταν από τα αρνητικά του σημεία…
Μερικές φορές, απροκατάλυπτος, προσπαθώ να παρακολουθήσω τους ανθρώπους της τέχνης (επειδή μ’ αρέσει η πνευματική δημιουργία…) για να την καταλάβω και να ωφεληθώ από αυτήν… Ειλικρινά δεν μπορώ να αντιληφθώ την υπερτίμηση της παράστασης «Περιμένοντας τον Γκοντό».
Το γεγονός ότι μια ομάδα νέων παιδιών, ηθοποιών, η CARTEL, προσπάθησε για το καλύτερο, δεν είναι αρκετό για να τη σώσει… Ευτυχώς η συνέχεια της βραδιάς μας ήταν καλύτερη… Την κάναμε, δηλαδή εμείς καλύτερη, με επιλογές πιο σοφές…
Είχαμε ακούσει πολλά για αυτή τη θεατρική παράσταση και είπαμε να πάμε να τη δούμε. Χρειάστηκε να ψάξουμε πολύ στη βιομηχανική περιοχή του Βοτανικού, στα γεωγραφικά όρια του Αιγάλεω για να βρούμε τη θεατρική σκηνή CARTEL και να δούμε το έργο του Σάμουελ Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό».
Ούτε κι εγώ θυμάμαι πόσα χρόνια ακούω γι’ αυτή την παράσταση… Απόδειξη και η αφίσα δίπλα, από άλλο, προηγούμενο ανέβασμά της από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος… Δεν την είχαμε δει και αποφασίσαμε να πάμε, όπως είπα… Και το τολμήσαμε χθες το βράδυ…
Ειλικρινά, το λιγότερο είναι ότι ταλαιπωρηθήκαμε ανάμεσα σε χωματόδρομους (στην Αθήνα!) μέχρι να το βρούμε. Η ίδια η παράσταση μας απαγοήτευσε. Όχι η ερμηνεία των ηθοποιών. Αλλά το σενάριο… Αυτό ακριβώς που άλλοι εκθείαζαν.
Ας είναι… Το σημείωμα αυτό γράφτηκε απλά ως καταγραφή της εμπειρίας μας. Και φυσικά δεν προτρέπει κανέναν να πάει να τη δει… Δεν μας εντυπωσίασε, ούτε μας βοήθησε να κατανοήσουμε καλύτερα το έργο το σημείωμα στο πρόγραμμα της παράστασης, φτωχικό σε περιεχόμενο, αν και με μόλις ένα ευρώ. Έτσι δεν μπορέσαμε καν να προσεγγίσαμε τα μηνύματα του έργου. Και, προσωπικά, δεν θεωρώ ότι χάσαμε και τίποτα…
Τα όσα ακολουθούν σχετικά με την υπόθεση του έργου, είναι από την ιστοσελίδα της αξιόλογης θεατρικής ομάδας:
Δύο περιπλανώμενοι αλήτες δίνουν ραντεβού στη βιομηχανική περιοχή του Βοτανικού. Σ' έναν έρημο δρόμο. Στο μοναδικό δέντρο που διακόπτει τη μονοτονία του τοπίου. Περιμένουν κάποιον να έρθει.
«Τίποτα δεν συμβαίνει. Κανένας δεν έρχεται. Κανένας δεν φεύγει. Είναι φοβερό!»
Ο Εστραγκόν έχει την τάση να ξεχνά κάτι αμέσως μόλις συμβεί, είναι ευμετάβολος, συχνά σκεπτικός και κάπως ανυπεράσπιστος, βλέπει συχνά όνειρα, βρωμάνε τα πόδια του, κάποτε -λέει- ήταν ποιητής και πιστεύει ακράδαντα πως «οι άνθρωποι είναι για τα πανηγύρια». Ο Βλαδίμηρος είναι πιο πρακτικός τύπος, κάπως επίμονος, ούτε θέλει να ακούει για όνειρα, θυμάται λεπτομερώς κάθετί που συμβαίνει, έχει βαθιά ελπίδα πως ο Γκοντό θα έρθει, είναι προστατευτικός, ξέρει νανουρίσματα, αλλά μυρίζει το στόμα του.
Καβγαδίζουν, βαριούνται, επαναλαμβάνονται.
Απειλούν ότι θα αυτοκτονήσουν. Κάνουν γυμναστικές επιδείξεις. Παίζουν θέατρο. Και διαρκώς μιλούν για κάποιο ραντεβού. Αρκούν αυτά για να ξεφύγουν από την ανία και την πλήξη της ύπαρξης; Αρκεί να περιμένεις κάτι; Ή κάποιον;
Περιμένοντας τον κύριο Γκοντό
Με την ελπίδα ένα γεγονός (ή πράγμα ή πρόσωπο ή θάνατος) να αλλάξει με τρόπο θαυματουργό την κατάσταση, να παρακαμφθεί το αδιέξοδο. Να σταματήσει αυτή την κατάσταση αναμονής, κατά την οποία η ροή του χρόνου παίρνει την πιο καθαρή, φανερή, δραστική και αδυσώπητή της μορφή. Να πάψει τις στιγμές που μας φέρνουν αντιμέτωπους με το βασικό πρόβλημα της ύπαρξης.
Λίγα λόγια για τον Σάμουελ Μπέκετ
Ο Σάμουελ Μπέκετ γεννήθηκε το 1906, στο Φόξροκ της Ιρλανδίας (κάπου στα περίχωρα του Δουβλίνου), διαμορφώθηκε ως πνευματική προσωπικότητα κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου και το 1969 πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ανήκει στη γενιά των δραματουργών (Μπέκετ, Ιονέσκο, Ζενέ, Αντάμωφ, Πίντερ, Άλμπυ) που, μακριά ο ένας από τον άλλο, αρνούνται συγχρόνως τους παραδοσιακούς κανόνες που επί αιώνες δέσμευσαν την θεατρική έκφραση και που με πλήθος κοινών στοιχείων, αποκρυσταλλώνουν ένα ολοκαίνουριο είδος σκηνικής γραφής.
Το πιο γνωστό του έργο και -κατά πολλούς- το σημαντικότερο θεατρικό έργο του 20ου αιώνα, γράφτηκε στα 1948-1949, στα ερείπια της καταστροφής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ πρωτοπαίχτηκε το 1953, στην αποφασιστική για τις εξελίξεις της σύγχρονης δραματικής τέχνης, δεκαετία του 1960.
Ο Ιρλανδός συγγραφέας προτίμησε να γράψει τα αριστουργήματά του στα Γαλλικά, σε μια επίκτητη γι΄ αυτόν γλώσσα, προκειμένου να απαλλαγεί από οποιοδήποτε ύφος και να διοχετεύσει την ευφυΐα του, όχι σε στολίδια, αλλά σε μια απόλυτη σαφήνεια και οικονομία έκφρασης, ως αποτέλεσμα μιας οδυνηρής πάλης με το ίδιο του το εκφραστικό μέσο.
Στο «Περιμένοντας τον Γκοντό», την «ιλαροτραγωδία» που περιγράφει τη ζωή δύο ημερών δύο ηρώων και στο οποίο το ζήτημα της αβεβαιότητας αποτελεί ουσία, δεν υπάρχουν «κλειδιά» που βοηθούν στην αποκρυπτογράφηση. Πρόκειται για ένα έργο - ερώτηση, που αναζητά επίμονα απάντηση στα «Ποιος είμαι;» και «Τι σημαίνει όταν εγώ λέω "εγώ";» και που διαισθητικά παρουσιάζει την αντίληψη του συγγραφέα σχετικά με την ανθρώπινη ύπαρξη. Που στερείται πλοκής -ακόμη πιο ολοκληρωτικά απ' τα υπόλοιπα έργα του «Θεάτρου του Παραλόγου»- και που επιδοκιμάστηκε από κορυφαίους, μα και ανόμοιους, θεατρικούς συγγραφείς της γενιάς του, όπως ο Ζαν Ανούιγ και ο Θόρντον Ουάιλντερ, οι οποίοι αισθάνθηκαν με την εμφάνισή του, πως το πεδίο της θεατρικής γραφής έπαψε να έχει σύνορα.
Η προστάτις της τέχνης και διάσημη συλλέκτρια έργων τέχνης, Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ, είχε πει για τον Μπέκετ πως «είχε διατηρήσει μια τρομερή ανάμνηση της ζωής μέσα στη μήτρα της μητέρας του, απ' την οποία ποτέ δε λυτρώθηκε». Ο Μπέκετ, που ένιωθε τη ρουτίνα σαν «καρκίνο του χρόνου» και την κοινωνική συναναστροφή ως «σκέτη πλάνη», αποτύπωσε στον «Γκοντό» την τρομακτική σταθερότητα του κόσμου.
Όταν ο Alan Schneider, ο πρώτος Αμερικανός σκηνοθέτης του έργου, ρώτησε τον Μπέκετ τι θέλησε να πει με το έργο, έλαβε την απάντηση: «Αν το ήξερα, θα το έλεγα στο έργο». Όταν ο Άγγλος ηθοποιός, που έπαιξε τον Εστραγκόν, PeterWoodthorpe, τον ρώτησε, επίσης, μια μέρα σ’ ένα ταξί, ποιο είναι το θέμα του έργου: «Όλο το θέμα είναι η συμβίωση, Πήτερ· η συμβίωση είναι», απάντησε ο Μπέκετ.
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Νίκος Καραγέωργος.
Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Γιώργος Γεροντιδάκης, Βασίλης Μπισμπίκης, Κατερίνα Σιώζου, Παναγιώτης Σούλης, Στέλιος Τυριακίδης.
Ο σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί έχουν επιμεληθεί τα σκηνικά, τα κοστούμια και τους φωτισμούς ως μέρος της διαδικασίας των δοκιμών.
Φωτογραφίες – βίντεο: Αθηνά Λιάσκου.
Προβολή - Επικοινωνία: BrainCo.
Παραστάσεις: Από την Παρασκευή 22 Μαΐου στον Τεχνοχώρο CARTEL. Κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στις 9.00 μ.μ.. Τιμές εισιτηρίων: 12€, 8€ (φοιτητικό), 5€ (ατέλειες, ανέργων). Κάθε Παρασκευή γενική είσοδος 8€, 5€ (ατέλειες, ανέργων). Διάρκεια: 90 λεπτά. Τηλέφωνο κρατήσεων: 693 9898258 (ώρες επικοινωνίας 14:00-21:00)
Σχόλια (0)