Το Καρότο, το Αυγό και το Τσάι, ένας πολύ διδακτικός μύθος που αξίζει να τον δούμε…
Με μια φύση, ανθισμένο μπουμπούκι, με μαργαρίτες από αυτές που γεμίζουν τον τόπο αυτή την εποχή, που φυτρώνουν παντού χωρίς να τις σπείρει κανείς, χωρίς να τις καλλιεργήσει, σας καλωσορίζω αυτή την εβδομάδα… Και με έναν μύθο (ή αλήθεια;) που θα μας ενισχύσει όλους…
Και γιατί ένας μύθος; Διότι καμιά φορά, στα απλά κρύβονται μεγάλες αλήθειες… Αλήθειες που κάτω από φυσιολογικές συνθήκες, τις ξέρουμε, τις κατανοούμε, τις εφαρμόζουμε… Στην πρώτη δυσκολία όμως «πνιγόμαστε», δεν ξέρουμε από πού να πιαστούμε…
Μην ψάχνετε να βρείτε αν η ιστορία που ακολουθεί είναι αληθινή ή όχι… Αν δηλαδή έχει συμβεί και σε ποιόν… Δεν έχει και τόσο σημασία. Ο καθένας μας θα μπορούσε να βρεθεί σ’ αυτή την κατάσταση. Στις μέρες που ζούμε, ιδιαίτερα, δεν θέλει και πολύ προσπάθεια να συμβεί στο καθένα μας…
Αυτό που πρέπει να μας μείνει, είναι ότι εμείς είμαστε σε θ’εση αν διαμορφώνουμε το χαρακτήρα μας με όλα όσα ακούμε και κάνουμε στη ζωή μας καθημερινά… Μην ξεχνάτε ότι είμαστε αυτόβουλα όντα, ικανά να παίρνουμε αποφάσεις που θα μας κάνουν ικανούς ή αδύνατους…
Η ιστορία έφτασε σε μένα, όπως και σε πάρα πολλούς άλλους, μέσω e-mail. Είναι ωραίο να μοιράζεσαι πράγματα, ιδίως αν από αυτά μπορείς να ωφεληθείς… Πρόλαβε βέβαια και τη δημοσίευσε το ιστολόγιο «Αντικλείδι» που έχει πολύ σοβαρές και υπεύθυνες αναρτήσεις.
Αλλά εδώ, στον ΘΡΑΨΑΝΙΩΤΗ, δεν διεκδικούμε αποκλειστικότητες. Δεν είναι ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά που το λέμε… Σας παρακαλούμε μόνο να τη διαβάσετε προσεκτικά την ιστορία και να πάρετε τα μηνύματα της που δεν είναι και τόσο βαθυστόχαστα… Είναι εμφανή με την πρώτη ματιά…
«Σου έχω πει την ιστορία την παλιά με το τσάι, το καρότο και τ’ αυγό;»
Η Έλλη γνέφει «όχι».
«Άκου, λοιπόν!» αρχίζει ο παππούς.
«Κάποτε παραπονιόταν ένας άνθρωπος πως είχε βάσανα πολλά. Τον κάλεσε, που λες, στο σπίτι της κάποια σοφή γερόντισσα, έβαλε ένα τσουκάλι με νερό να βράσει κι έριξε μέσα ένα καρότο κι ένα αυγό. Όταν έβρασαν καλά, έφτιαξε λίγο τσάι του βουνού και ρώτησε τον άνθρωπο τι βλέπει.
“Ένα καρότο που έχει μαλακώσει από το βράσιμο κι ένα σφιχτό αυγό”, της είπε κείνος.
“Και τι μυρίζει;” ρώτησε η γερόντισσα.
“Μοσχοβολάει τσάι του βουνού!” της απαντάει.
“Ε, λοιπόν, οι λύπες και οι στενοχώριες μοιάζουνε με νερό που βράζει” λέει η γερόντισσα. “Υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν δυνατοί, μα σαν τους βρουν αναποδιές, θαρρείς και πέφτουν στο βραστό νερό σαν το καρότο, που μαλακώνει και διόλου δύναμη δεν έχει πια.
Άλλοι πάλι μοιάζουνε με το αυγό. Μέσα τους είναι αδύναμοι και μόνο ένα τσόφλι έχουν απ’ έξω να τους προστατεύει. Όταν έρθουν δύσκολοι καιροί, θαρρείς και πέφτουν στο βραστό νερό σαν το αυγό και, σαν αυτό, γίνονται κι από μέσα τους σκληροί.
Μα είναι κι άλλοι που θυμίζουνε το τσάι. Όταν τους βρίσκουν βάσανα, είναι κι εκείνοι σαν να πέφτουν σε βραστό νερό, μα ούτε σκληραίνουν, ούτε μαλακώνουν. Μεταλλάζουν μόνο το νερό σε τσάι του βουνού που ευωδιάζει. Κι ευφραίνονται με τη μοσχοβολιά του όσοι βρίσκονται κοντά. Τις λύπες και τις στενοχώριες, πάει να πει, τις κάνουν γνώση, καλοσύνη και χαρά.
«Πήγαινε στο καλό λοιπόν» του λέει η γερόντισσα «και φρόντισε να είσαι σαν το τσάι».
- Απόσπασμα από το βιβλίο της Λότη Πέτροβιτς - Ανδρουτσοπούλου: «Στη σκιά της πράσινης βασίλισσας». Πηγή: istologio.org
- Δείτε κι αυτό ΕΔΩ. Δεν έχει άμεση σχέση με το κείμενο, αλλά είναι ένας προβληματισμός για την καύση των νεκρών…
Σχόλια (0)