Αξιόλογες κυριακάτικες δράσεις με πολύ ενδιαφέρον...
Ας ξεκινήσουμε νωρίς το πρωί από το στέκι δράσης και αλληλεγγύης της ΕΚΑΠ, Θηναίας και Μοναστηρίου της ΕΚΑΠ. Σε λίγη ώρα, στις 11.30 έχει κουβέντα που αφορά τους πλειστηριασμούς σπιτιών. Δείτε ΕΔΩ περισσότερα. Να πάμε...
Το απόγευμα, στις 7.30, νύχτα πια, έχουμε δυο κινηματογραφικές προτάσεις. Δυο προβολές αξιόλογες που πρέπει εσείς να αποφασίσετε σε ποια θα πάτε. Η πρώτη αφορά την ΠΟΛΙΤΕΙΑ και την ταινία “Κλέφτης ποδηλάτων”.
Η δεύτερη προβολή θα γίνει στο στέκι δράσης αλληλεγγύης και πολιτισμού, Αμφιαράου 156 στα Σεπόλια κοντά στο ΜΕΤΡΟ. Προβάλει την ταινία “Οι αντάρτες του Μπρόντγουεϊ”. Ίδια ώρα είναι η προβολή.
Σήμερα επίσης ανοίγει η έκθεση μπιζού και μικροδώρων στην ΠΟΛΙΤΕΙΑ. Θα είναι στη διάθεση σας μέχρι την Κυριακή 29 Δεκέμβρη. Αν έχετε υπόψη σας να κάνετε κάποια δώρα στον εαυτό σας ή σε φίλους, προτιμήστε την ΠΟΛΙΤΕΙΑ.
Έχουμε συνηθίσει τις Κυριακές πιο χαλαρές... Και σωστά. Όταν τρέχει κανείς όλη την εβδομάδα κάπου έχει ανάγκη να πάρει μια ανάσα την Κυριακή, να ησυχάσει, να ηρεμήσει, να ξαναβρεί τους ρυθμούς του. Γιατί η Δευτέρα είναι δυο βήματα από την πόρτα μας και ξέρουμε ότι θα ξαναμπούμε στο ίδιο λούκι...
Ωστόσο το Site σας παίρνει από το χέρι και σας προτείνει μερικές δράσεις αξιόλογες να τις βάλετε στον προγραμματισμό σας, έτσι που πραγματικά να έχετε να πάρετε από αυτή την κοινωνική συμβίωση και συναναστροφή. Οι προτάσεις μας, τις βλέπετε και φωτογραφικά πιο πάνω, έχουν τοποθετηθεί κατά χρονολογική σειρά. Ας τις δούμε από πιο κοντά.
Σε λίγο, ώρα 11.30 στο στέκι της ΕΚΑΠ, Θηναίας και Μοναστηρίου έχει πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση με ειδικούς για τους πλειστηριασμούς, τα χαράτσια και όλο αυτό το απίστευτο φορολογικό σαφάρι σε βάρος μας. Θα είναι εκεί ειδικοί που θα μας καθοδηγήσουν και θα απαντήσουν στις ερωτήσεις που θα τους θέσουμε...
Το απόγευμα, νύχτα πια, στις 7.30 έχουμε δυο κινηματογραφικές προτάσεις. Η πρώτης αφορά την προβολή στην ΠΟΛΙΤΕΙΑ:
Πάρτε μια γεύση από το τρέιλερ της ταινίας... “Ο κλέφτης ποδηλάτων” είναι μια υπέροχη ταινία...
Ο κλέφτης ποδηλάτων
Η εξαιρετική ταινία του Βιτόριο Ντε Σίκα, που θεωρείται μια από τις κορυφαίες ταινίες του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, κέρδισε το ειδικό βραβείο Όσκαρ για καλύτερη ξένη ταινία 7 χρόνια πριν καθιερωθεί αυτή η κατηγορία. Ένας άνεργος Ιταλός βρίσκει μια δουλειά που απαιτεί ποδήλατο αλλά για κακή του τύχη, κάποιος του το κλέβει την πρώτη του μέρα στην δουλειά. Μαζί με τον νεαρό του γιο, ξεκινούν μια μανιώδη αναζήτηση για να βρουν τον κλέφτη και στην πορεία θα πάρουν πολλά μαθήματα από την ζωή.
Η ταινία αρχίζει σε μια αλάνα, όπου ένα γεμάτο αγωνία τσούρμο ανέργων περιμένει να ακούσει ένα καλό νέο από τον υπεύθυνο του γραφείου εύρεσης εργασίας. Η τύχη χαμογελά σε κάποιον άνδρα που ονομάζεται Αντόνιο Ρίτσι, ο οποίος επιλέχθηκε από το Δήμο της Ρώμης να εργαστεί ως αφισοκολλητής. Η δουλειά όμως απαιτεί ποδήλατο και ο Ρίτσι δεν έχει πια, το έχει δώσει ενέχυρο. Έτσι, θα πει ψέματα, θα πάρει τη δουλειά και μαζί μια ωραία στολή. Μέχρι αύριο πρέπει να βρει ένα ποδήλατο. Η γυναίκα του έχει τη λύση: δίνει ενέχυρο τα σεντόνια της προίκας της και το ποδήλατο επιστρέφει στην οικογένεια. Πριν ξημερώσει οι ποδηλάτες-αφισοκολλητές ξεχύνονται στους δρόμους. Ανάμεσά τους και ο, ευτυχισμένος ακόμα, Ρίτσι. Την ώρα όμως που ανεβασμένος στη σκάλα του κολλά μια αφίσα που διαφημίζει την τελευταία ταινία της Ρίτα Χέιγουορθ, κάποιοι του κλέβουν το ποδήλατο. Η Ρίτα Χέιγουορθ κοιτά χαμογελαστή από τον τοίχο τον Ρίτσι να κυνηγά απεγνωσμένα τον κλέφτη. Το σχόλιο για τον εμπορικό κινηματογράφο της εποχής και για τη σχέση του με την πραγματικότητα είναι σαφές.
Η επιβίωση της οικογένειας όμως εξαρτάται από το ποδήλατο. Έτσι, την επόμενη μέρα αρχίζει η αναζήτηση. Ο θεατής σιγά σιγά αρχίζει να συμπάσχει με τον Ρίτσι και με το μικρό του γιο, ακολουθώντας τους στις ατέρμονες περιπλανήσεις τους στους δρόμους της Ρώμης. Στις υπαίθριες αγορές, στα συσσίτια της εκκλησίας, στις φτωχογειτονιές, παντού υπάρχει δυστυχία. Το ποδήλατο γίνεται αντικείμενο-φετίχ. Τα κάδρα γεμίζουν από ρόδες, τιμόνια και κάθε είδους εξαρτήματα, εντείνοντας το δράμα.
Σε μια μνημειώδους απλότητας σκηνή, πατέρας και γιος κάθονται να φάνε σε ένα εστιατόριο. Εκεί υπό τους ήχους της λαϊκής ορχήστρας και με το στομάχι γεμάτο η αισιοδοξία επιστρέφει. Ο μικρός Μπρούνο πίνει κρασί. Μοιάζει να έχει ενηλικιωθεί μέσα σε μία μόλις ημέρα. Ωστόσο, το όνειρο διακόπτεται, όταν ξαναρχίζει η περιπλάνηση.
Ξαφνικά έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο με τον κλέφτη. Ο Ρίτσι τον πιάνει και τον πιέζει να του δώσει πίσω το ποδήλατο. Οι φτωχοί γείτονές του σπεύδουν να τον βοηθήσουν. Ο αστυνομικός που φτάνει κάνει έρευνα στο σπίτι του κλέφτη ένα σπίτι πανομοιότυπο σχεδόν με εκείνο της οικογένειας Ρίτσι. Δεν βρίσκει το ποδήλατο, μάρτυρες δεν υπάρχουν, τα πάντα χάνονται. Πατέρας και γιος φεύγουν σχεδόν κυνηγημένοι από τη γειτονιά.
Βαθιά απελπισμένος πια ο ήρωας αποφασίζει να κλέψει ένα από τα εκατοντάδες ποδήλατα που βρίσκονται γύρω του. Το δράμα κορυφώνεται. Αρπάζει πράγματι ένα, όμως, καθώς είναι άπειρος, συλλαμβάνεται αμέσως από τους περαστικούς. Στη θέα του τρομοκρατημένου Μπρούνο ο ιδιοκτήτης θα δείξει οίκτο προς τον κλέφτη, θα τον αφήσει ελεύθερο. Τότε ο ήρωας θα ξεσπάσει σε ένα σπαρακτικό κλάμα και αγκαλιά με το γιο του θα γίνει και πάλι ανώνυμος μέσα στο πλήθος των περαστικών.
Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι ο "Κλέφτης Ποδηλάτων" άλλαξε τη ροή της κινηματογραφικής τέχνης. Ο φτωχός εργάτης Λαμπέρτο Ματζοράνι και οι άλλοι ερασιτέχνες ηθοποιοί της ταινίας μεταξύ αυτών και ο δεκαεξάχρονος τότε Σέρτζιο Λεόνε, που υποδυόταν ένα από τα παπαδοπαίδια στη σκηνή της καταιγίδας δίδαξαν στους ακριβοπληρωμένους σταρ ένα νέο τρόπο υποκριτικής. Οι αυθεντικές σταγόνες ζωής του "Κλέφτη" ήλθαν σε αντιδιαστολή με την απόσταση και το στιλιζάρισμα των ακριβών ταινιών των στούντιο και μακροπρόθεσμα κέρδισαν τη μάχη. Άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο φτιάχνονταν και βλέπονταν οι ταινίες. Όπως είπε ο Όρσον Γουέλς, "ο Ντε Σίκα κατάφερε κάτι αδιανόητο: εξαφάνισε την κάμερα".
Η δεύτερη αφορά το στέκι δράσης αλληλεγγύης και πολιτισμού στην Αμφιαράου 153 στα Σεπόλια κοντά στο ΜΕΤΡΟ:
Το τρέιλερ της ταινίας “Οι αντάρτες του Μπρόντγουεϊ”. Δείτε το, αξίζει...
Οι αντάρτες του Μπρόντγουεϊ
Μια ταινία που καταπιάνεται με τα μεγάλα θέματα και της δικής μας εποχής, όπως είναι η σχέση ανάμεσα στην τέχνη και την πολιτική, το κράτος και το κεφάλαιο, το εργατικό κίνημα και την επανάσταση.
Αν πάρει κανείς στα σοβαρά τις εκπληκτικά ομόφωνες κριτικές των αμερικανικών και ελληνικών εντύπων, θα σχηματίσει την εντύπωση ότι ο Τιμ Ρόμπινς είναι το χαϊδεμένο κόκκινο παιδί του Χόλιγουντ και ότι η τελευταία ταινία του, Οι αντάρτες του Μπροντγουέι, αν και καλών προθέσεων, λυγίζει κάτω από το βάρος των πολλών προσώπων και “υποσεναρίων”, της υπέρμετρης φιλοδοξίας του σκηνοθέτη και της απλουστευμένης ιδεολογικής στάσης του. “Χοντροκομμένο λαϊκό μανιφέστο” τη χαρακτηρίζει το περιοδικό Σινεμά, ενώ το Time σχολιάζει ειρωνικά: “Αφού ο κύριος Ρόμπινς θεωρεί τους καπιταλιστές εξ ορισμού καθάρματα, γιατί ασχολείται μαζί τους;”
Στην πραγματικότητα, Οι αντάρτες του Μπροντγουέι είναι μια από τις σημαντικότερες και τις πιο πολιτικές ταινίες των τελευταίων δεκαετιών, που, αν και εξελίσσεται στη δεκαετία του ’30, καταπιάνεται με τα μεγάλα θέματα της δικής μας εποχής, όπως είναι η σχέση ανάμεσα στην τέχνη και την πολιτική, το κράτος και το κεφάλαιο, το εργατικό κίνημα και την επανάσταση, καθώς και την προδοσία τη “δήλωση μετανοίας” και την ανάκλησή της.
Ο συνωστισμός των αστεριών που δίνουν το παρών στην ταινία είναι εντυπωσιακός: από τη Βανέσα Ρεντγκρέιβ, τη Σούζαν Σάραντον, τον Τζον Κιούζακ και την Έμιλι Γουότσον (Δαμάζοντας τα κύματα) μέχρι τον χαρισματικό Τζον Τορτούρο και τον Μπιλ Μάρεϊ (εκπληκτικό στο ρόλο ενός εγγαστρίμυθου καλλιτέχνη), καθώς και τον σκηνοθέτη Τζον Κάρπεντερ –σημάδι της εκτίμησης που τρέφουν πολλοί άνθρωποι της τέχνης για τον Ρόμπινς.
Η ταινία στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα, αλλά τόσο συνταρακτικά και τόσο αποσιωπημένα που μοιάζουν να έχουν επινοηθεί. Η λογοκρισία, ο στραγγαλισμός της τέχνης είτε από το κράτος είτε από τους χορηγούς, είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφονται οι παράλληλες ιστορίες της ταινίας: για πρώτη φορά (και μάλιστα επί Ρούζβελτ!), η κυβέρνηση στέλνει πάνοπλους άντρες της Εθνοφυλακής για να εμποδίσουν το ανέβασμα ενός “φιλεργατικού” θεατρικού έργου το οποίο σκηνοθετεί ο 22χρονος τότε Όρσον Ουέλες. Ταυτόχρονα, ο φιλότεχνος μεγιστάνας Νέλσον Ροκφέλερ παραγγέλνει στον διάσημο μεξικανό επαναστάτη ζωγράφο Ντιέγκο Ριβέρα μια γιγάντια τοιχογραφία για το λόμπι ενός ουρανοξύστη στη Νέα Υόρκη (το Ροκφέλερ Σέντερ), αλλά μόλις ανακαλύπτει ότι ο ζωγράφος κάνει τα δικά του (απεικονίζει τον Λένιν απέναντι στον Αβραάμ Λίνκολν), ακυρώνει την παραγγελία του και διατάζει την καταστροφή του έργου, το ξήλωμά του με σφυριά και καλέμια. Πλάι στα υπαρκτά ιστορικά πρόσωπα (ο μεγαλοεκδότης Χερστ, μια καλλιτεχνική πράκτορας του Μουσολίνι, ένας γίγαντας της χαλυβουργίας, η Φρίντα Κάλο κ.ά.) περιστρέφονται αρκετά φανταστικά πρόσωπα, όπως μια άστεγη τραγουδίστρια του δρόμου, μια εκκεντρική κόμισσα και προστάτιδα των τεχνών, μια δημόσια υπάλληλος που βλέπει παντού την κόκκινη απειλή κ.ά.
Η Μεγάλη Ύφεση, μετά το κραχ του ’29, στάθηκε ολέθρια για τη θεατρική βιομηχανία καθώς συνδυάστηκε με την επέλαση του Χόλιγουντ. Για παράδειγμα, μόνο στη Νέα Υόρκη το 98% των θεάτρων έβαλε λουκέτο στη σεζόν 1931-32. Οι ορχήστρες που έπαιζαν ζωντανά καταργήθηκαν και δημιουργήθηκε μια τεράστια στρατιά άνεργων και απελπισμένων ηθοποιών, τεχνικών, μουσικών. Σ’ αυτό συνέβαλε και η διάλυση δεκάδων περιοδευόντων θιάσεων εξαιτίας των εξωφρενικών αυξήσεων στις τιμές των εισιτηρίων του σιδηροδρόμου.
Στο πλαίσιο του Νιου Ντιλ, η κυβέρνηση χρηματοδοτεί το FTP, το Ομοσπονδιακό Θεατρικό Πρόγραμμα, για την απορρόφηση του άνεργου καλλιτεχνικού προλεταριάτου και για τη φτηνή ψυχαγωγία του λαού. Να σημειωθεί ότι το θέατρο τότε ήταν ένα λαϊκό θέαμα που συνέβαλε σημαντικά στην κοινωνική συνοχή.
Μια από τις επιχορηγούμενες παραγωγές της εποχής είναι Το λίκνο θα ταρακουνηθεί (Cradle Will Rock), ένα μπρεχτικού ύφους μιούζικαλ. Όταν η κυβέρνηση απαγορεύει το έργο, τα σωματεία των ηθοποιών και των τεχνικών απειλούν με διαγραφή όποιον πάρει μέρος στην παράσταση. Η απώλεια της ιδιότητας του μέλους ισοδυναμεί με καταδίκη σε αιώνια ανεργία καθώς μόνο επαγγελματίες είχαν δικαίωμα συμμετοχής στο FTP. Εκατοντάδες εργάτες μαζεύονται έξω από το πολιορκημένο από ενόπλους θέατρο, καλλιτέχνες και τεχνικοί κυριολεκτικά το σκάνε από το παράθυρο και το έργο μεταφέρεται και ανεβάζεται στο δρόμο ή περίπου στο δρόμο σε μια εντυπωσιακά μοντέρνα εκδοχή, χωρίς κοστούμια και σκηνικά, χωρίς καν σκηνή. Κοινό και καλλιτέχνες συναδελφώνονται, τραγουδούν και χορεύουν αγκαλιασμένοι σ’ αυτήν τη μοναδική και πρωτοποριακή από σκηνοθετική άποψη παράσταση.
Εφτά χρόνια πάλεψε ο Ρόμπινς (που γεννήθηκε το 1958) για να εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση αυτής της ταινίας. Ενδιάμεσα γύρισε το Θα ζήσω κι έπαιξε σε εμπορικές ταινίες, καθώς, όπως λέει ο ίδιος “όσο και αν αποδοκιμάζεις το Χόλιγουντ υποχρεώνεσαι μερικές φορές να παίξεις με τους κανόνες του ώστε να μην περιθωριοποιηθείς”. Ωστόσο, δεν παύει να δηλώνει πως “ακόμα και κάτω από τις χειρότερες συνθήκες, υπάρχει περιθώριο για μια επανάσταση”.
Οι αντάρτες της τέχνης σήμερα
Η ταινία του Ρόμπινς κλείνει με μια πανοραμική νυχτερινή άποψη της φωταγωγημένης Τάιμς Σκουέαρ στη σημερινή Νέα Υόρκη: ο σκηνοθέτης μάς κλείνει πονηρά το μάτι, σαν να μας λέει ότι όλα αυτά τα συγκλονιστικά δεν συνέβαιναν μόνο την ταραγμένη δεκαετία του ’30 αλλά αφορούν τη δική μας εποχή –την τωρινή και αυτή που έρχεται.
“Τίποτα στην τέχνη δεν είναι ανάρμοστο”, λέει ο Ριβέρα στον Ροκφέλερ, όταν εκείνος του ζητά να ζωγραφίσει κάτι πιο πρόσχαρο και όχι πλήθη ξεσηκωμένων εργατών και το βάκιλλο της σύφιλης πάνω από τους “κακούς” καπιταλιστές. “Υποστηρίζω την τέχνη σου, αλλά όχι και την επανάστασή σου”, εξηγεί ο Ροκφέλερ, λίγο προτού ξηλώσει την τοιχογραφία του διάσημου μουραλίστα.
Τόσο ο πασίγνωστος Ριβέρα όσο και οι ταπεινοί εργάτες της τέχνης που εμφανίζονται στην ταινία φαίνεται να αντιμετωπίζουν το ίδιο δίλημμα: πού χαράζουμε τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην ανάγκη περιφρούρησης της αξιοπρέπειάς μας και στην ανάγκη της επιβίωσης; Ένα δίλημμα διαχρονικό που σήμερα εκφράζεται με διαφορετικούς όρους, καθώς η έννοια της επιβίωσης προσδιορίζεται ιστορικά και δεν περιορίζέται στο ψωμί και στο κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας.
Η σκιά της οικονομικής κρίσης στις ΗΠΑ σημάδεψε τη δεκαετία του ’30, μια εποχή αξιόλογων επαναστατικών καλλιτεχνικών σκιρτημάτων, που σκόπιμα αποσιωπούνται από την επίσημη ιστοριογραφία. Η δική μας εποχή σημαδεύεται από τη σκιά της κρίσης που έρχεται και των πολέμων που αναπόφευκτα θα ξεσπάσουν. Αν και η έννοια της ζωντανής, σύγχρονης λαϊκής τέχνης είναι ανύπαρκτη, ενώ η επίσημη τέχνη φαίνεται παντοδύναμη, η λογοκρισία και ο έλεγχος της καλλιτεχνικής δημιουργίας ενισχύονται διαρκώς.
Σήμερα η λογοκρισία ασκείται κυρίως έμμεσα όχι με το παραδοσιακό “ψαλίδι”, αλλά με την οικονομική ασφυξία που επιβάλλεται σε κάθε καλλιτεχνική προσπάθεια που ξεφεύγει από την πεπατημένη και, ταυτόχρονα, με την πολύμορφη εξαγορά των καλλιτεχνών, την κολακεία της μετριότητας. Μια άλλη μορφή έμμεσης λογοκρισίας είναι η χειραγώγηση του λαϊκού γούστου, η συντονισμένη επιβολή γραμμής, π.χ., με την αποθέωση υποπροϊόντων όπως είναι το Fight Club και το συντονισμένο θάψιμο εξαιρετικά αξιόλογων δημιουργιών όπως είναι Οι αντάρτες του Μπροντγουέι, μιας ταινίας που μας διδάσκει ότι η τέχνη είτε θα είναι επαναστατική και ανυπότακτη είτε δεν θα υπάρξει.
Τελευταίο αφήσαμε το παζάρι ή αλλιώς πως “'Εκθεση μπιζού και μικροδώρων” που ανοίγει τις πόρτες του σήμερα στην ΠΟΛΙΤΕΙΑ. Θα είναι ανοιχτή καθημερινά 17.00 – 23.00 και τα Σαββατοκύριακα 11.00 – 14.00 το ρπωί και 17.00 – 23.30 το βράδυ.
Τι γιατί σας το προτείνουμε είναι ευδιάκριτο φαντάζομαι: Αν υπάρχει η στοιχειώδης δυνατότητα για δώρα προτιμήστε τη γειτονιά, προτιμήστε τα παιδιά που συμμετέχουν στις κοινωνικές δράσεις. Ας στηρίζουμε ο ένας τον άλλον στον καιρό της κρίσης..