«Δια ταύτα», τόμος Α’ (Γνωμοδοτήσεις μιας Ζωής), του Θανάση Ρέππα...
Αυτό είναι το εξώφυλλο του «Δια ταύτα» (Γνωμοδοτήσεις μιας Ζωής), τόμος Α’ του Θανάση Ρέππα, από τις εκδόσεις «Φανάρι», Αθήνα 2007.
Κι αυτή εδώ μια τιμητική προσωπική αφιέρωση του συγγραφέα προς εμένα… Τον ευχαριστώ από την καρδιά μου…
Επιχειρώ σήμερα κάτι ξεχωριστό… Έχω διαπιστώσει ότι σας αρέσουν τα γραφτά του Θανάση Ρέππα, σε όποια μορφή τους και να τα έχετε δει ως τώρα… Και τα έχετε δει ως φωτογραφίες σκαναρισμένων σελίδων από τις οποίες μπορείτε να διαβάσετε λόγω του ότι η ανάλυση είναι καλή…
Λέω λοιπόν, να πάω ακόμα ένα βήμα πιο πέρα και να σας δώσω ολόκληρο τον Α’ τόμο του «Δια ταύτα» (Γνωμοδοτήσεις μια Ζωής) που εξέδωσε το «Φανάρι», το 2007. 500 αποφθέγματα!
Θα χρειαστεί βέβαια να ακολουθήσετε τον κανόνα που είδατε και στο δημοσίευμα με τη μετάφραση της εκπομπής του Νοεμβρίου από την διαδικτυακή τηλεόρασης εξαιρετικής ευκρίνειας JW Broagcasting…
Στο τέλος δηλαδή αυτής της ανάρτησης θα δείτε ένα “Read More” που στα ελληνικά σημαίνει «Διαβάστε περισσότερα». Πατώντας το με τον κένσορα σας ή με το δάκτυλο σας αν η οθόνη σας είναι τατς, θα ανοίξει μπροστά σας ολόκληρο το βιβλίο του Θανάση Ρέππα.
Προτείνω να το διαβάσετε προσεκτικά… Και χωρίς βιασύνη… Όπως λέει και ο ίδιος στο πρόλογο του, πρόκειται για ένα «θησαυρό» που βρήκε ο ίδιος ανάμεσα στις δικογραφίες, στα περιθώρια των βιβλίων του, σε χαρτοπετσέτες ή στα πιο παράξενα μέρη που μπορείτε να φανταστείτε… Αποφθέγματα και σταλαγματιές σοφίας ενός ανθρώπου που πρόσφερε και προσφέρει πολλά στους συνανθρώπους του.
Ήρεμα, ήσυχα κι απλά, ρουφήξτε κάθε λέξη του… Σίγουρα δεν είναι γραμμένα τυχαία. Έχει λόγους και εκπέμπει μηνύματα… Μπορεί κάπου να δούμε τον εαυτό μας… Κι αυτό είναι όμορφο γιατί μπορεί να λάβουμε αυτές τις αλήθειες ως αφορμή για διαπαιδαγώγηση.
Ελάτε να τολμήσουμε μαζί κάτι εξαιρετικά όμορφο που σίγουρα θα μας ωφελήσει…
ΘΑΝΑΣΗ ΡΕΠΠΑ
Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α
(Γνωμοδοτήσεις μιας Ζωής)
Τόμος Α΄
Ο Θανάσης Ρέππας Γεννήθηκε στο Φανάρι Ολυμπίας το 1938. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και με την ιδιότητα του δικηγόρου δραστηριοποιήθηκε ιδιαίτερα σε υποθέσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Στα γράμματα εμφανίστηκε νωρίς με δημοσιεύματα σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες.
Το 1979 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «ΓΙΑ ΛΟΓΟΥΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ», που έχει μεταφραστεί στα Αγγλικά, στα Γερμανικά και στα Πολωνικά.
Μέχρι τώρα έχουν κυκλοφορήσει δεκα-επτά βιβλία του: Ένα μυθιστόρημα, εννέα ποιητικές συλλογές, τέσσερις διηγημάτων και τρία θεατρικά.
Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α
(Γνωμοδοτήσεις μιας Ζωής)
Τόμος Α΄
ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ
1.- ΓΙΑ ΛΟΓΟΥΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ: Μυθιστόρημα, 1979. Δεύτερη έκδοση 1981. (Εκδόθηκε επίσης στα Αγγλικά το 1987 με τίτλο: SOASNEVERTOKNOWWAR, στα Γερμανικά το 1988 με τίτλο: AUSGEWISSENSGRUNDEN και στα Πολωνικά το 2003 με τίτλο: NIGDYNIECEJWOJNY)
2.- ΝΕΑ ΤΑ ΠΑΝΤΑ: Ποίηση, 1980.
3.-ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΕΚΒΑΝ: Διηγήματα, 1982.
4.-ΦΙΓΟΥΡΕΣ ΧΩΡΙΣ ΧΡΩΜΑΤΑ: Διηγήματα, 1985.
5.-ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΒΑΡΥΣΚΟΠΟΥΣ:
Θέατρο, Α΄ ΕΚΔΟΣΗ1985, Β’ ΕΚΔΟΣΗ 2007.
6.-ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ ΤΩΝ ΟΛΩΝ: Ποίηση, 1986.
7.-ΤΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΗΡΙΑ: Θέατρο. Α΄ ΕΚΔΟΣΗ 1987.
Β΄ ΕΚΔΟΣΗ 2007
8.-ΑΡΜΕΝΙΖΟΝΤΑΣ ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ: Ποίηση, 1997.
9.-ΑΣΤΕΓΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ: Ποίηση, 2000.
10.-ΤΑ ΜΗΔΕΝΙΚΑ ΤΩΝ ΣΤΕΦΑΝΙΩΝ: Ποίηση, 2001.
11.-ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ ΣΥΝΤΟΜΑ: Διηγήματα, 2002.
12.-ΣΤΗΝ ΞΗΡΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ: Ποίηση, 2003.
13.-ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΡΝΗΣΗ: Ποίηση, 2004.
14.-Η ΡΗΝΙΩ: Διηγήματα, 2004
15.-ΑΔΙΑΒΑΣΤΑ ΒΙΒΛΙΑ: Ποίηση, 2005
16.-ΟΙ ΤΕΩΣ: Θέατρο, 2006
17.-ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ (Τόμος Α΄) Αποφθεγματική ποίηση
___.____
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Δεν ήταν στις προθέσεις μου να δημοσιεύσω αυτό το βιβλίο. Η συγγραφή του και η έκδοσή του έγιναν εντελώς απρογραμμάτιστα..
Θέλησα να κάνω ότι κάνει κάθε άνθρωπος όταν αρχίζει να μετράει τη ζωή του σε υπόλοιπο και διαπιστώνει ότι, σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα, έχει ζήσει αρκετά και ας του φαίνονται τα χρόνια λίγα.
Αποφάσισα λοιπόν τα τακτοποιήσω τα πράγματά μου και βρέθηκα μπροστά σε μια έκπληξη. Η έκπληξη μου ήταν εκατοντάδες σημειώσεις διάσπαρτες, άλλες σε μικρά χαρτάκια, άλλες σε φακέλους δικογραφιών, άλλες σε χαρτομάντιλα και χαρτοπετσέτες, σε λογαριασμούς ΟΤΕ, ΔΕΗ, εστιατορίων, σε εισιτήρια λεωφορείων, αεροπλάνων και όπου μπορεί να φανταστεί κανείς. πολλές βρήκα και σε περιθώρια βιβλίων, περιοδικών και εφημερίδων.
Για μια στιγμή σκέφτηκα να τις πετάξω ή να τις προσπεράσω αλλά κάτι με εμπόδιζε. Άρχισα να τις διαβάζω και συγκινήθηκα. Ήταν εκεί αποτυπωμένα αποφθεγματικά συνθήματα, ιστορία και εμπειρίες μισού αιώνα.
Μπορούσα να βλέπω κάτω από τη χλομάδα της πολύκαιρίας μηνύματα αλλοτινής, αλλά αχνίζουσας για μένα επικαιρότητας.
Αρκετά είναι εκείνα που δεν μπορώ να θυμηθώ γιατί και πού τα έγραψα, ελπίζω να τα καταφέρω με τον καιρό.
Ξεκίνησα να τα βάλω σε κάποια τάξη, παραιτήθηκα όμως αμέσως από την προσπάθεια, γιατί φαινόταν αρκετά δύσκολη. Έτσι άρχισα να τα καθαρογράφω όπως τα εύρισκα μπροστά μου, χωρίς καμιά σειρά χρονολογική ή θεματική. Καθαρόγραψα τα πρώτα πεντακόσια.
Καθώς τα διάβαζα τυπωμένα μου άρεσαν. Σκέφτηκα να κάνω κάποιες διορθωτικές παρεμβάσεις αλλά δεν το αποτόλμησα, γιατί θα αφαιρούσαν από την ομορφιά και τη νοστιμιά του παλιού και ιδιαίτερα του αυθόρμητου.
Μόλις τα διάβασα όλα μου ήρθε η ιδέα να τα τυπώσω σε βιβλίο, γιατί βρίσκω πως, λόγω της συντομίας τους, ταιριάζουν στη βιαστική εποχή μας. Ξεκίνησα αμέσως τη διαδικασία της έκδοσής τους.
Δεν έλλειπε τίποτε άλλο εκτός από τον τίτλο. Με βασάνισε πολύ και τελικά κατέληξα στο « ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ», μια φράση που, στην επαγγελματική μου διαδρομή, την έγραψα και τη διάβασα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη.
Πέραν τούτου πιστεύω ότι ταιριάζει σε αυτά τα κείμενα, λόγω της συμπερασματικής και τελειωτικής έννοιας που περιέχει.
Βέβαια δεν αποτόλμησα να συμπληρώσω τον τίτλο με το καθιερωμένο «ΑΙΤΟΥΜΑΙ, αφού από καιρό έχω ξεπεράσει την εποχή των αιτημάτων και βρίσκομαι στο σημείο της εξόφλησης λογαριασμών.
«ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ» λοιπόν και χωρίς «ΑΙΤΟΥΜΑΙ». Αυτό, αν θέλει μπορεί να το συμπληρώσει ο αναγνώστης, ακόμα και να προσφέρει χωρίς αίτημα την επιείκειά του, που μου χρειάζεται σίγουρα και θα είναι καλοδεχούμενη.
Μερικά από αυτά τα κείμενα υπάρχουν σε κάποια από τα βιβλία μου, είτε ολόκληρα είτε τμήματά τους και άλλα υπήρξαν το ερέθισμα για κάποιο ποίημα η διήγημά μου.
Αυτά είναι τα πρώτα πεντακόσια που καθαρόγραψα. Στα συρτάρια μου και αλλού υπάρχουν ακόμα αρκετά. Δεν ξέρω αν θα ακολουθήσει και άλλη συλλογή. Πάντως για κάθε ενδεχόμενο έβαλα σε τούτη την ένδειξη: «Τόμος Α΄» και με την επιφύλαξη για κάθε ενδεχόμενο συνέχειας την παραδίνω στην επιεική κρίση του αναγνώστη.
Μάης 2007
1
Τα ληξιαρχικά μου στοιχεία μαρτυρούν,
πως βρίσκομαι στο «Δια ταύτα» της ζωής μου.
Κι ακόμα δεν άρχισα να γράφω το αιτιολογικό της!
2
Ο Μεγάλος Δάσκαλος
μας άφησε δύο μοναδικά δείγματα έκφρασης:
Την επί του όρους ομιλία Του
και την ενώπιον του Πιλάτου σιωπή Του.
3
Είμαι σίγουρος ότι ο Ήλιος θα βγει αύριο.
Αν θα τον δω δεν ξέρω.
4
Επειδή δεν φταις εσύ που γεννήθηκες φτωχός,
μισείς τα παιδιά των πλουσίων. Γιατί;
Μήπως φταίνε εκείνα που γεννήθηκαν πλούσια;
5
Όταν αντίκρισα το ματωμένο ηλιοβασίλεμα,
κατάλαβα πως αιμορραγούσε η καρδιά μου.
6
Μαζεύουμε τα υπόλοιπα του φόβου μας,
μαζί με τα υπόλοιπα των υπαρχόντων μας,
που, σαν διψασμένες βδέλλες,
απομυζούν το υπόλοιπο της ζωής μας.
7
Μην τον ζηλεύεις που γελάει την ημέρα,
θέλει να πατσίσει τα κλάματα της νύχτας.
8
Στην πόλη μας δεν έχουμε πια πέτρες.
Τις ξοδέψαμε όλες, πετροβολώντας κάποιους,
που άλλοι μας είπαν πως είναι ένοχοι.
9
Απόχτησε πολλά αλλά φεύγει χρεωμένος.
Άφησε ακάλυπτη την επιταγή της φιλοδοξίας του.
10
Έγραψε πολλές σελίδες, καμία όμως στην ιστορία.
11
Για να μη στενοχωριέσαι όταν μένεις από λεφτά,
να θυμάσαι πως άλλοι έμειναν από ζωή.
12
Ξέρει πολλές γλώσσες,
αγνοεί όμως εντελώς την ανθρώπινη.
Πολύ δύσκολη η γλώσσα της ανθρωπιάς.
13
Δεν πρόσβαλε κανένα με βρισιά,
περιφρόνησε όμως πολλούς με τη σιωπή του.
14
Πολλοί άκουσαν τον Χριστό, λίγοι τις αλήθειες του.
15
Δεν σου ζήτησα να με θυμάσαι, να μη με ξεχάσεις σου είπα.
16
Τον θαυμάζουν για τα πολλά που ξέρει.
Εκείνος όμως ντρέπεται για τα περισσότερα που αγνοεί.
17
Καθώς βλέπει τη ζωή του ελαφριά στη ζυγαριά του χρόνου,
νοσταλγεί εκείνη τη ζυγαριά που είχε στην Κατοχή.
Τότε που ήταν μαυραγορίτης παντοπώλης και θησαύριζε.
18
Μη θαυμάζεις τη θάλασσα για το γαλάζιο χρώμα της.
Δεν είναι δικό της, δανικό το πήρε από τον άχρωμο ουρανό.
19
Θέλεις να πλουτίσεις; σκέψου τι σου λείπει όχι τι δεν έχεις.
20
Μου είπες πως πήρα λάθος δρόμο, ίσως είχες δίκιο.
Δεν ήξερες όμως ότι κι ο άλλος που είχα μπροστά μου,
ήταν κι εκείνος Γολγοθάς.
21
Όταν σε είδα δακρυσμένο,
κατάλαβα πως το κλάμα δεν είναι μόνο για τους αδύνατους.
22
Τον έβλεπα από μακριά και θαύμαζα το ύψος του.
Όταν όμως πέρασε δίπλα μου είδα πως ήταν νάνος.
Κι ας φορούσε και ψιλά τακούνια.
23
Όταν πληθαίνουν οι αναμνήσεις, λιγοστεύουν οι προοπτικές.
Όταν μεγαλώνει το παρελθόν μας, μικραίνει το μέλλον μας.
24
Ήταν εκ γενετής τυφλός και ζήλευε τους άλλους που βλέπουν.
Έπαψε όμως να τους ζηλεύει όταν σκέφτηκε πως κι εκείνοι,
είναι, ίδια μ’ αυτόν, εκ γενετής θνητοί.
25
Σαν είχα τη ζωή μπροστά μου την έβλεπα πελώριο βουνό.
Τώρα την νιώθω πίσω μου, μικρό ρινίδι σκόνης.
26
Όταν τον αδίκησαν άνθρωποι, λυπήθηκε αλλά το ξέχασε.
Πόνεσε όμως αγιάτρευτα, όταν η ίδια η «Δικαιοσύνη»
του ’κλεψε το δίκιο του μέσα στον «ναό» της.
27
Σκότωσε όλους τους εχθρούς του, αλλά φοβάται ακόμα.
Έχει αφήσει ζωντανό τον εαυτό του.
28
Τους είδα και τους δυο να κλαίνε.
Ο ένας γιατί δεν βλέπει, ο άλλος για αυτά που βλέπει.
29
Μοιάζω με θάλασσα.
Κάθε μέρα συναντώ ναυάγια και δέχομαι απόβλητα.
30
Δεν οπλοφορούσε, με τη ματιά του με μαχαίρωσε.
31
Το λουλούδι στην άκρη του δρόμου,
ήταν πολύ όμορφο και το άρωμά του μεθυστικό.
Στάθηκα να δω τη ρίζα του.
Φύτρωνε δίπλα σε αγωγό ακαθάρτων υδάτων.
32
Με κουβαλάς μια ζωή, κουράστηκα πια, θέλω να κατέβω.
33
Τη ζηλεύουν για τα χρυσά βραχιόλια της,
δεν ξέρουν πως είναι χειροπέδες των κρυφών καημών της.
34
Όταν ακούς: «πέθανε ο τελευταίος των μεγάλων»,
μην το πιστεύεις, διαδόσεις είναι, πέρσι είχε ξαναπεθάνει.
35
Δεν φοβάμαι τη μοναξιά, όσο υπάρχουν τα σπουργίτια.
36
Πρόσεχε εκείνους που συνωστίζονται κάτω απ’ τη σκιά σου. Έχουν ακονισμένα τα τσεκούρια και τα πριόνια τους
και είναι έτοιμοι να σε τεμαχίσουν για τη φωτιά,
μόλις αρχίσεις να γέρνεις και πέσουν τα φύλα σου.
37
Αγοράζουμε ημερολόγια για να διαγράφουμε τις μέρες μας.
38
Για πολλούς είπαν και θα πουν: «έγραψε ιστορία».
Για κανέναν όμως: «διέγραψε ιστορία».
Γιατί η ιστορία γράφεται αλλά δεν διαγράφεται.
39
Έζησε πολύ, είδε πολλά, πίστεψε μερικά.
Τα περισσότερα όμως δεν τα πίστεψε.
Και στο τέλος είπε: «ένα ψέμα ειν’ η ζωή».
40
Σε όλη του τη ζωή ανέβαινε, έτσι πίστευε.
Όταν όμως έφτασε στο ψηλότερο σκαλοπάτι,
είδε πως τον είχε πάρει η κατηφόρα.
41
Αφού δεν φεύγουν οι άλλοι, φύγε εσύ για να γλιτώσεις.
42
Ξέρω πως άργησα, αλλά κι εσύ ξέρεις πως δεν φταίω.
Σκέψου όμως και το άλλο:
Μήπως δεν είμαι εγώ που άργησα αλλά εσύ βιάστηκες;
43
Μην του δίνεις το χέρι κάθε φορά που θέλει ν’ ανέβει,
γιατί όταν θα χρειαστεί να κατέβει μπορεί να λείπεις,
και θα πέσει.
44
Καταδικάστηκε για προσβολή της μνήμης νεκρού.
Κι όμως δεν είχε τιμωρηθεί ποτέ άλλοτε
κι ας τον είχε πολλές φορές προσβάλει όταν ζούσε.
45
Δεν είχε ποτέ δική του γνώμη,, γιατί φοβόταν την κοινή.
46
Θέλει να φτάσει ψηλά και γρήγορα,
γι’ αυτό αναβαίνει μόνος κι από τη σκάλα.
47
Δεν έκανε ποτέ παράβαση νόμου.
Είχε λευκό ποινικό μητρώο και τον έλεγαν έντιμο.
Εκείνος όμως ήξερε πως ήταν μόνο δειλός!
48
Κάποτε μου λέγανε πως έφτασα νωρίς.
Τώρα μου λεν πως άργησα.
49
Δεν με πλήγωσε η δική σου μαχαιριά κι ας ήταν βαθιά.
Το βόλι που έβαλες στο όπλο του εχθρού μου,
αυτό με σκότωσε!
50
Είναι δύσκολη η στιγμή,
που αρχίζεις να μετράς τη ζωή σου σε υπόλοιπο.
51
Άντεξε μέρες και χρόνια θλίψης,
τον γονάτισε όμως ένα θλιμμένο δευτερόλεπτο,
που μένει καρφωμένο στη μνήμη του.
52
-Γιατί χαμηλώνει το φως των αστεριών την αυγή;
-Τότε βγαίνουν στην πίστα τα αηδόνια!
53
Μην απορείς που δεν χαίρονται για την άνοδό σου.
Είναι απασχολημένοι, μαζεύουν τη χαρά τους,
να τη δείξουν στην πτώση σου.
54
Από τότε που έμπλεξε με τη μεγαλοσύνη,
έχασε και τις μικρές απολαύσεις,
εκείνες που ήταν στα μέτρα του.
55
Έδωσε πολλούς αγώνες στη ζωή του.
Δεν κέρδισε καμιά σπουδαία νίκη,
ούτε μεγάλο έπαθλο πήρε ποτέ.
Άλλοι όμως στεφανώθηκαν χωρίς αγώνα.
56
Αγάπησε πολλούς, έτσι έλεγε.
Μόνο τον πλησίον του δεν μπόρεσε ν’ αγαπήσει.
Τον μισούσε πάντα σαν τον εαυτό του.
57
Απ’ όλα όσα χαράμισα τη νιότη μου λυπάμαι.
58
Καυχιόταν για την αρχοντική καταγωγή του.
Όταν όμως του ζήτησαν να δείξει τις δουλειές του,
έφυγε γιατί δεν είχε δείγμα.
59
Ολοι κάποια στιγμή ζήσαμε σαν ένα λάθος.
Μερικοί του εαυτού μας, κάποιοι της οικογένειας,
άλλοι της γειτονιάς, του χωριού, της πόλης,
και, ευτυχώς λίγοι, της Ιστορίας.
60
Του έλεγαν πως κέρδισε πολλά στη ζωή
κι εκείνος το παραδεχόταν.
Χθες όμως έχασε τη ζωή μαζί με όλα του τα κέρδη.
61
Δεν σε ξέχασα, απλά δεν θυμόμουν ως είχες φύγει.62
Μίσησε τη δόξα αλλά ήταν αργά.
Του είχε πια σκοτώσει τη χαρά και τη σκέψη.
63
-Είπα την αλήθεια και πλήρωσα ακριβά.
-Ετσι είναι τα σπάνια κοστίζουν.
64
Για λίγα γραμμάρια άνοστης ζωής,
ξοδεύουμε τόνους αξιοπρέπεια.
65
Όταν ήρθες με λύπησε πολύ η παρουσία σου.
Με αποζημίωσε όμως η χαρά της φυγής σου.
66
Προσπαθώντας να φτιάξουμε θεούς,
δεν μας έμεινε καιρός να γίνουμε άνθρωποι.
67
Κάθε μέρα μελετώ τον κόσμο αλλά μου είναι ακατανόητος,
Δεν μου λέει τίποτα κι ας τον λέω κόσμο μου.
68
Κάποτε την αντίσταση την είχαν στις καρδιές.
Τώρα την κρεμάσανε καρφίτσα στο πέτο και οξειδώθηκε.
69
-Είδες αυτόν που κέρδισε το λαχείο;
-Δεν πρόλαβα, έβλεπα τους άλλους που δεν κέρδισαν.
70
Χθες έκλαψα. Σήμερα ξανασκέφτηκα την αιτία και γέλασα.
Το γέλιο μου ήταν πικρό, ήταν όμως γέλιο.
71
Στην αρχή είναι πνοή ζωής, αργότερα γίνεταιστεναγμός.
Και όταν σβήνεις βόγγος. Επιθανάτιο ρόγχο τον λένε.
72
Για να αναβαθμιστεί,
επικαλείται την «έξωθεν καλήν μαρτυρίαν»,
επειδή από καιρό έχει χάσει την «έσωθεν».
73
Θέλησε να κοιτάξει την Ευτυχία κατάματα
κι από τότε εκείνη του γύρισε την πλάτη.
74
Αν ήταν τα όνειρά μας χρόνια,
θα είχαμε κατακτήσει την αιωνιότητα.
75
Ήταν πάντα της αναβολής.
Όλα τα ανέβαλε, ακόμα και να ζήσει.
Έτσι άρχισε να ζει γέρος, είναι εξ αναβολής.
76
Κάποτε γκρεμίζαμε τα τείχη για να μπουν οι ήρωες.
Αργότερα για να βγουν οι μετανάστες.
Και τώρα για να βάλουμε μηχανήματα διοδίων.
77
Πέθανε, είπαν, από φυσιολογικά αίτια, με φυσικό θάνατο.
Υπάρχει τέτοιος;
78
Δεν φοβάμαι το θάνατο γιατί, κάθε φορά που κινδυνεύω,
θυμάμαι τότε που έζησα την αιωνιότητα σε μια λέξη.
79
Έβλεπα τους άνεργους στη σειρά να περιμένουν εργοδότη,
δίπλα στα χριστουγεννιάτικα δέντρα,
που περιμένουν αγοραστές να τα στολίσουν.
80
Ήταν βέβαιος για τη σωστή απόφασή του.
Όταν όμως,, περισσότερο για τους τύπους,
ζήτησε την εγγύηση της πραγματικότητας,
εκείνη του δήλωσε αναλφάβητη.
81
Είπε: «Δεν φοβάμαι κανέναν και τίποτα»
Σίγουρα είχε ξεχάσει τα γηρατειά.
82
Είναι πολύ οδυνηρή η μαχαιριά του ανέφικτου
83
Το βράδυ έλεγε πως ήθελε να πεθάνει.
Τα μεσάνυχτα ζήτησε να τον πάνε στο γιατρό,
γιατί ένιωθε αρρυθμία και φοβόταν.
84
Μη δυσκολεύεις τη ζωή σου, ζητώντας το απίθανο.
Μη χασομεράς ψάχνοντας απαντήσεις για όλα.
Εκείνες που χρειάζεσαι θα ’ρθουν μόνες τους.
Θα τις φέρει μπροστά σου η ίδια η ζωή.
85
Για το παρελθόν έχουμε πάντα θαυμασμούς κι επαίνους.
Για το παρόν, μόνο κατάρες με πολλά θαυμαστικά.
86
Κουράστηκε η Ειρήνη και μπήκε στη μάχη να ξαποστάσει.
87
Είχε ιδέες πολλές, που τις νόμιζε καθαρές και σταθερές.
Τις πίστευε βαθιά και τις διαφήμιζε πολύ.
Τελικά ήταν τρύπιες, όπως τα πανό που τις διαφήμιζαν.
88
Αγωνιζόμαστε με την αβεβαιότητα του παρόντος,
που το λέμε: «Ζωή»,
για να φτάσουμε στη σιγουριά του μέλλοντος,
που δεν το λέμε αλλά είναι: «Θάνατος»!
89
Αν τα πολλά χρόνια φέρνουν χαρά,
γιατί οι κόρακες έχουν μαύρα φτερά;
90
Για να φτιάξουμε τους αυριανούς πολίτες,
θυσιάζουμε τους σημερινούς ανθρώπους
91
Έχει από καιρό τελειώσει το κείμενο της ζωής του,
αλλά δεν βρίσκει χώρο να βάλει την τελεία.
Κι όμως χρειάζεται για να μη δείχνει ημιτελές.
92
Βλέπω πως κινδυνεύω αλλά δεν ζητώ βοήθεια.
Φοβάμαι μη με σπρώξουν οι «διασώστες»
και πέσω πριν την ώρα μου. Και το χειρότερο:
θα πουν παντού ότι προσπάθησαν να με σώσουν!
93
Πεινούσε πολύ και ίδρωσε
όταν πέρασε δίπλα από το φούρνο με τις ζεστές φρατζόλες,
94
Πέθανε στην καυτή έρημο της ζωής,
κρατώντας στο στόμα του το άδειο παγούρι της ελπίδας.
95
Για όλους μας έρχεται κάποτε η ώρα του νεκροθάφτη,
μόνο που δεν τον ειδοποιούμε εμείς.
Τον καλούν άλλοι για να απαλλαγούν από το πτώμα μας.
96
Δεν μπορώ, ούτε θέλω, να βλέπω το μέλλον,
γιατί οι σκέψεις μου, αιχμάλωτες στο παρελθόν,
ζουν εκεί, τη δική τους αποταμιευμένη αιωνιότητα.
97
-Κρίμα ,έχασα το λεωφορείο.
-Κι εγώ έχασα την αυγή.
-Τα πουλιά όμως δεν χάνουν ποτέ την αυγή,
-Ούτε το λεωφορείο!
98
Μόλις άρχισε να ζει άνετα, είδε πως τέλειωνε η ζωή του.
99
Καυχιέται πως δεν πάτησε μυρμήγκι και λέει αλήθεια,
αφού οι μπότες του ήταν μεγάλες για μυρμήγκια.
Γι’ αυτό πατούσε μόνο ανθρώπους.
100
Με κοίταξε με άγριο βλέμμα, με μάτια που σκοτώνουν.
Μέσα τους διάβασα: «οφθαλμόν αντί οφθαλμού»
και πάγωσα!
101
Τον απείλησαν πως θα του κάνουν μεγάλο κακό.
Δεν φοβήθηκε γιατί είχε πάθει το μεγαλύτερο.
Κι εκείνοι, βλέποντας το θάρρος του,
δίστασαν και δεν πραγματοποίησαν την απειλή τους.
102
Λέει πως είναι ποιητής. Δεν λέει αλήθεια, αφού γελάει.
103
Ζητάμε προθεσμία από το Θεό κι Εκείνος μας την δίνει,
αλλά φεύγουμε εκπρόθεσμοι,
χωρίς να θυμόμαστε πού και πώς ξοδέψαμε τη ζωή μας.
104
Το Φθινόπωρο βρίσκει πάντα τα δέντρα θλιμμένα,
γιατί, σαν τους γέρους, δεν προσμένουν άλλο από τον θάνατο.
105
-Τι ψάχνουν τόσα αεροπλάνα στον Ουρανό;
-Θέλουν να ξεκρεμάσουν τ’ αστέρια.
106
Καλά δεν μπόρεσες να γίνεις στρατηγός,
από στρατιώτης όμως γιατί παραιτήθηκες;
107
Χρόνος: ο μεγάλος προδότης,
ο αληθινός μάρτυρας, ο σωστός εκτιμητής.
108
Ο καθένας μας, επειδή το θέλει πολύ,
πιστεύει πως εκείνος θα είναι ο τελευταίος κάτοικος της Γης.
109
Έγινε επαναστάτης και τον είπαν ήρωα.
Κανείς δεν είπε πως ήταν πεινασμένος, κι ας το ’ξεραν όλοι.
110
Ντρεπόταν επειδή δεν φορούσε ακριβό κραγιόν.
Φορούσε όμως τριάντα δύο κάτασπρα δικά της δόντια.
111
Χθες το βράδυ σ’ ονειρεύτηκα, ήσουν πολύ όμορφη.
Έμοιαζες με φρατζόλα ψωμί στα μάτια πεινασμένου.
112
Τη ζηλεύουν επειδή την αγάπησαν πολλοί.
Κανείς όμως δεν τη λυπάται που εκείνη δεν αγάπησε κανέναν.
113
Στην αρχή πίστευε ότι αγωνιζόταν για να ζήσει καλά.
Στο τέλος όμως είδε πως πάλευε για να πεθάνει με αξιοπρέπεια.
114
Επειδή ξέρει πως δεν έχει δίκιο,
ρωτάει συνέχεια τους δικηγόρους
και τρέχει στα δικαστήρια μήπως βρει.
115
Χρήμα: Φονιάς όσων το ψάχνουν κι όσων το έχουν.
116
Ανησυχούν οι ειδικοί, επειδή ξεμένουμε από νερό.
Κανείς τους όμως δεν ανησυχεί που, χρόνια τώρα,
έχουμε ξεμείνει από αγάπη.
117
Εχει μάθει να ζει με δανεικά.
Ακόμα και όταν βρίζει, δανείζεται τις λέξεις
από τα γήπεδα και την αλάνα της γειτονιάς του.
118
Όταν τον απείλησαν με θάνατο για την πίστη του,
δεν φοβήθηκε, γιατί πίσω από τις απειλές τους,
έβλεπε την αιωνιότητα να τον καλεί χαμογελώντας.
119
Του είπαν να βρει κάτι ανεπανάληπτο και σκέφτηκε τη ζωή του.
120
Καυχιέται πως έγινε επώνυμος με την αξία του.
Ξέχασε τους τόσους νονούς του που πάτησε πάνω τους,
επειδή εκείνοι έμειναν ανώνυμοι.
121
Τα καλύτερα τραγούδια είναι της μοναξιάς,
γιατί τα σιγοντάρει η βραχνή από τους μονόλογους,
κιθάρα της ψυχής μας.
122
Κατακτήσαμε πολλά, απολαύσαμε περισσότερα.
αφήσαμε όνομα, γράψαμε ιστορία.
Ένα μόνο μας ξέφυγε: η Ζωή!
123
-Γιατί είναι τόσο μεγάλη η Θάλασσα;
-Για να κολυμπούν τ’ αστέρια
124
Ψάχνει στα παλιά του στέκια,
για κάποιες σκόρπιες στιγμές ευτυχίας,
ξεχασμένες στην αλάνα της ζωής του.
125
Αναζητούσε την ευτυχία στην πραγματικότητα.
Γι’ αυτό δεν ευτύχησε ποτέ.
126
Μας ζέσταναν η τεχνολογία και ο πολιτισμός,
θαμπώσαμε όμως τον ορίζοντα με τα χνώτα μας,
και κυκλοφορούμε στα τυφλά, ψηλαφώντας τη ζωή.
127
Κάνοντας τον απολογισμό του τα βρήκε όλα πλούσια.
Μόνο τη ζωή του βρήκε φτωχή και λίγη.
128
Αν γευτείς μια μεγάλη χαρά, μείνε σ’ εκείνη.
Προσπάθησε να την ξαναζήσεις σαν ανάμνηση.
Μην αποζητάς άλλη, δεν θα βρεις.
129
Θυμάσαι πάντα τη μία κατάρα που σου είπα κάποτε.
Ξεχνάς όμως τις ευχές μου κι ας ήτανε χιλιάδες.
130
Πολλοί παραπονούνται και διαμαρτύρονται
για τις ανατιμήσεις της αγοράς,
αλλά λίγοι ανησυχούν για την υποτίμηση της ζωής.
131
Χθες άδειασα τον εαυτό μου κι έχω μείνει χωρίς εμένα.
132
Καυχιέται για το λευκό ποινικό του μητρώο
κι ας ξέρει πως έχει όλες τις αποχρώσεις του μαύρου.
133
Πώς να με καταλάβεις αφού δεν είσαι εγώ;
134
Όσο ζούσε ανάμεσά τους, δεν ξέρανε το ανάστημά του.
Το λογαριάσανε όμως, μετά τη φυγή του,
με τη μεζούρα της απουσίας και το βρήκαν τεράστιο.
135
Όταν ζεις με νοικιασμένη αγάπη έχεις το φόβο της έξωσης,
γιατί ξέρεις πως δεν σε καλύπτει το ενοικιοστάσιο,
αφού η αγάπη δεν είναι επαγγελματική στέγη.
136
Άδικα με κατηγορείς πως είπα ψέματα, αφού είπα ότι είδα.
137
Όταν γελάν οι γύρω σου, μη γελάς αν δεν ξέρεις το λόγο.
Τις πιο πολλές φορές γελάν μ’ εσένα.
138
Πίνει παλιό κρασί για να σβήσει καινούργιους καημούς.
139
Μας έμαθαν οι μαθηματικοί πως ένα κι ένα κάνουν δύο.
Το πιστέψαμε τόσο που αν κάποιος μας πει πως κάνουν τρία,
αν δεν τον σκοτώσουμε, θα τον κλείσουμε στο τρελοκομείο.
140
Το παρελθόν του ήταν σκληρό.
Το μέλλον του φαίνεται δυσοίωνο.
Εκείνος όμως απολαμβάνει ήρεμος το παρόν του.
141
Τα κρυφά δάκρυα είναι καυτά, γιατί είναι για μας.
Τα φανερά δεν καίνε τόσο, είναι για τους άλλους.
142
Έρωτας και Δικαιοσύνη, τα καλύτερα ονόματα.
Κρίμα που τα έχουν τυφλοί.
143
Κοντεύει να φύγει κι ακόμα ψάχνει
για την ευκαιρία της ζωής του.
Εκείνη όμως, τον έχει από χρόνια προσπεράσει.
144
Ποτέ δεν ντύθηκε τη ζωή του, μόνο την προβάριζε.
Τελικά, αντί για τη ζωή, φόρεσε τα σάβανα,
που του ήρθαν γάντι κι ας μην τα είχε προβάρει ποτέ.
145
Βαρέθηκε τη μοναξιά του δάσους κι έφυγε στην πόλη.
Τώρα ζει εκεί, βουβός κι αμίλητος, τη μοναξιά του πλήθους.
146
Ζητούσε την αλήθεια, όταν όμως την είδε γυμνή,
ντράπηκε κι έτρεξε να κρυφτεί πίσω από το ψέμα.
147
Ορκίζεσαι πως δεν κράτησες ποτέ σου όπλο.
Φαίνεται ξεχνάς πόσους σκότωσαν
τα βέλη του ματιού σου και οι λόγχες της γλώσσας σου.
148
Αγαπάει πολύ τα λουλούδια, αλλά δεν έχει ούτε γλάστρα,
γι’ αυτό τα φύτεψε στην καρδιά του.
149
Θυμάμαι πάντα εκείνη τη στιγμή που η ανάγκη,
με την άγρια όψη της, μου ’φραξε το δρόμο.
150
-Αφού δεν σ’ ακούει κανείς, γιατί λες συνέχεια: “μη”;
-Ακούω εγώ!
151
Όταν ο γιατρός σε βρίσκει υγιή,
μη λυπάσαι για τα λεφτά της επίσκεψης
152
Έγραψε ένα ποίημα για τη θάλασσα.
Φοβόταν όμως να το διαβάσει, γιατί δεν ήξερε κολύμπι.
153
Καυχιέσαι πως έσπασες και πέταξες τις αλυσίδες,
δείχνεις όμως συνέχεια τα χρυσά βραχιόλια στα χέρια σου.
154
Ήθελε να είναι τα παιδιά του αγαπημένα
και τους άφησε μόνη κληρονομιά τ’ όνομά του.
155
Δεν σου απάντησα, επειδή σε άκουγα να λες συνέχεια «εγώ»
και νόμισα πως μιλούσες στον εαυτό σου.
156
Πολλοί μεθούν με κρασί, οι περισσότεροι είναι ακίνδυνοι.
Είναι όμως επικίνδυνοι όλοι, όσοι μεθούν με γνώση.
157
Έβλεπε το βουνό να φεύγει από μπροστά του
και η χαρά του ήταν μεγάλη, γιατί το είχε σπρώξει εκείνος.
158
Αφού οι πεθαμένοι πάνε στον ουρανό,
γιατί τον κόσμο τους τον λένε κάτω κόσμο;
159
Έκοψε τη γραβάτα του,
επειδή δεν μπορούσε να λύσει τον κόμπο της,
όπως ο Αλέξανδρος τον Γόρδιο Δεσμό.
Από τότε νιώθει «μέγας» και το δείχνει..
160
Χθες είχαμε εκλογές, ψήφισαν πολλοί.
ψηφίστηκαν λίγοι, εκλέχτηκαν λιγότεροι.
Σήμερα όλοι έδειξαν πως το πήραν αψήφιστα.
161
Δεν τον βαραίνουν οι λύπες.
Οι χαρές που δεν πρόλαβε να γευτεί τον λύγισαν.
162
Πέταξα στα σκουπίδια τα λουλούδια που μου ’στειλες.
Δεν άντεχα την οσμή του μίσους σου.
163
Οι απειλές και οι κραυγές των χορτάτων,
με τους ενισχυτές της ενημέρωσης,
έπνιξαν τις οιμωγές των πεινασμένων
και κανείς δεν τους ακούει πια.
164
Παραπονιέσαι πως δεν σου χάρισα τίποτα.
Σίγουρα ξέχασες εκείνο το λουλούδι,
που στο μίσχο του είχα ακουμπήσει την καρδιά μου.
165
Είναι τυφλός αλλά χαίρεται τη ζωή,
γιατί μπορεί και τη βλέπει με τα μάτια των ονείρων του.
166
Μικροί παίζαμε κλέφτες κι αστυνόμους.
Τώρα, για οικονομία, έχουμε κλέφτες αστυνόμους.
167
Μου πρότειναν να ξαναγίνω νέος, δεν θέλω.
Φοβάμαι μήπως δεν προλάβω να ξαναγεράσω.
168
Δεν θέλω ν’ ανέβω κι άλλο, να κατέβω θέλω,
αλλά φοβάμαι μην πέσω.
169
Όταν τον είπαν άγιο,
τότε ανακάλυψαν όλοι τι ήταν πριν αγιάσει.
170
Είπε τη χθεσινή ημέρα χειρότερη της ζωής του.
Σήμερα άλλαξε γνώμη.
171
Μπήκε στο λεωφορείο και τρόμαξε που το οδηγούσε ένας τυφλός.
Ησύχασε όμως όταν σκέφτηκε πως τον κόσμο τον οδηγούν τρελοί.
172
Μην λυπάσαι αυτόν που μάχεται σ’ ένα χαμένο πόλεμο,
όταν δεν έχει να κάνει κάτι καλύτερο.
173
Είναι πάντα μεθυσμένος, όχι από ποτά αλλά από όνειρα.
Γι’ αυτό όταν ξυπνάει λαχταράει να ξανακοιμηθεί.
174
Ήταν τίποτα και ζούσε καλά.
Υποφέρει όμως από τότε που πίστεψε πως έγινε κάτι.
175
Είναι φορές που ντρέπομαι για την πατρίδα μου,
όταν βλέπω ποιοί την επαινούν και την υπερασπίζονται.
176
Μη θορυβείτε όταν κοιμούνται τα όνειρα των φτωχών.
Θα τα ξυπνήσετε και θα πεθάνουν από ασιτία.
177
Το πιο λακωνικό είναι η ζωή.
Δεν υπήρξε φλύαρη για κανέναν, ούτε για τον Μαθουσάλα.
178
Καθώς βλέπω τις εκκρεμότητες που αφήνω πίσω μου,
νιώθω έντονα την ανάγκη της αιωνιότητας.
179
Μην κυκλοφορείς τα μεσημέρια, όταν ψηλώνει ο ήλιος,
κονταίνει ο ίσκιος σου και φαίνεσαι λίγος.
180
Ρωτάς γιατί έφυγα.
Δεν θα ρωτούσες αν είχες καταλάβει πως ποτέ δεν ήρθα.
181
Τον κατηγόρησαν ότι έπεσε πολύ χαμηλά, άδικη κατηγορία.
Απλά ο άνθρωπος στάθηκε στο ύψος του.
182
Η Ζυγαριά της Δικαιοσύνης άλλαξε, μπήκε στην τεχνολογία.
Έγινε ηλεκτρονική, και τώρα λειτουργεί με συνδυασμούς.
183
«Ξέρεις από πόλεμο», τον ρώτησε.
«’Εχω ακουστά», είπε κι έριξε τα ζάρια ψάχνοντας εξάρες.
184
Καυχιέται πως ξέρει πολλά.
Ακόμα όμως δεν έμαθε ότι γέρασε κι ας κοντεύει τα εκατό.
185
Λέμε πως πίνουμε για να ξεχνάμε,
αλλά όταν πίνουμε θυμόμαστε τα πάντα, γι’ αυτό λέμε πολλά.
186
Να σε ξεχνάνε ζωντανό είναι καημός μεγάλος.
187
Ζούμε με το παρελθόν.
αναλωνόμαστε σχεδιάζοντας το μέλλον
και θάβουμε ανέπαφο το παρόν.
188
Όταν βλέπεις πως τα χάνεις όλα,
δεν λυπάσαι πια γι’ αυτά που δεν κέρδισες.
189
Παππού, σε θαύμαζα γιατί ήξερες να ζεις.
Υποκλίθηκα όμως ευλαβικά,
μπροστά στη γνώση σου να πεθαίνεις.
190
Καυχιόταν πως δεν αρρώστησε ποτέ, σήμερα πέθανε.
191
Θέλει να ζει αλλά ντρέπεται, γιατί δεν μπορεί να το αιτιολογήσει.
192
Λογαριάζω τη ζωή μου με τα έργα μου και τη βρίσκω λίγη.
Όταν όμως την μετρώ με τα λάθη και τις παραλείψεις μου,
κατανοώ την αιωνιότητα.
193
Ποτάμι ο χρόνος κι εμείς στα νερά του ναυαγοί,
που το καταλαβαίνουμε λίγο πριν μας σκεπάσει το κύμα του.
194
Αλλάζει συχνά βλεφαρίδες και το χρώμα των ματιών της,
μόνο το δάκρυ της δεν μπορεί ν’ αλλάξει.
Εκείνο έχει πάντα την ίδια πίκρα.
195
Δεν έμαθε να τραγουδά, μόνο να σφυρίζει αδιάφορα ξέρει.
196
Δεν ονειρεύεται ποτέ τα βράδια,
γιατί κοιμάται κουρασμένος από τα όνειρα της ημέρας.
197
Θυμάμαι πάντα με τρόμο,
τότε που είδα το μίσος να τρέχει από τα μάτια σου.
198
Η Ζωή μας, σε κάποιες φάσεις της, μοιάζει με σκορπιό,
γι’ αυτό πρέπει να προσέχουμε πολύ την ουρά της.
199
Είπε ο Βιομήχανος στον ποιητή:
«Πάρε τα εργοστάσιά μου και δώσε μου την ποίηση».
Κι ο ποιητής: «Κάτσε στη φτώχεια σου».
200
Μην φυλακίζεις τις άσχημες στιγμές ισόβια στη μνήμη σου.
Δεν τους αξίζει η αιωνιότητα, καλύτερα εκτέλεσέ τες.
201
Δεν κλειδώνει ποτέ την πόρτα του.
Όταν τον ρωτούν γιατί λέει: «περιμένω την αγάπη».
202
Του έδιωξε όλες τις χαρές, του έσβησε όλες τις ελπίδες.
Μόνο τη ντροπή δεν μπόρεσε να του διώξει ούτε να του σβήσει.
203
Ετοίμασε τις νέες ιδέες του για να γίνει μεταρρυθμιστής.
Όταν όμως είδε πως έμεναν αζήτητες τις απαρνήθηκε
και τώρα κυκλοφορεί, όπως όλοι, με μεταχειρισμένα ιδανικά.
204
Όταν σε χειροκροτούν γι’ αυτά που λες,
αναλογίσου, τι θα έκαναν αν ήξεραν και όσα σκέφτεσαι.
205
Δεν τον πείραξε που η ζωή τον καταδίκασε άδικα.
Έφυγε όμως με παράπονο γιατί δεν απολογήθηκε.
206
Στο φαγητό και στη ζωή μη χορταίνεις με το πρώτο πιάτο.
Μπορεί τα επόμενα να είναι καλύτερα.
207
Όταν μου είπες ευχαριστώ για τη σταγόνα που σου ’δωσα,
ντράπηκα για τα ποτάμια που σου ’χω στερήσει.
208
Ήταν πολύ απασχολημένος σχεδιάζοντας το μέλλον που περίμενε,
και όταν εκείνο ήρθε δεν το είδε. Έτσι τώρα ζει χωρίς μέλλον.
209
Δεν υπάρχουν πια γελωτοποιοί.
Δεν έχουν πέραση και μένουν άνεργοι όταν μεσουρανούν οι γελοίοι.
210
Απόψε είναι πανσέληνος.
Δεν βρήκα θέση να καθήσω και βλέπω όρθιος τ’ όνειρό μου.
211
Δεν λυπάμαι για τη ζωή που χάνω, αφού δεν ήταν δική μου.
Για τις αναμνήσεις μου κλαίω, εκείνες ήταν όλες δικές μου!
212
Θαυμάζουμε περισσότερο αυτά που φτιάχνουν τα χέρια μας,
από όσα βλέπουν τα μάτια μας.
213
Το Ευαγγέλιο δεν είναι κανάλι να παρατηρούμε τους άλλους,
αλλά καθρέφτης να βλέπουμε τον εαυτό μας.
214
Στα νιάτα μου έκανα πολλά λάθη.
Τώρα όμως προσέχω,
γιατί δεν με παίρνει ο χρόνος να τα διορθώσω.
215
Ρώτησαν τον εργένη:
«Τι θα ’κανες αν είχες γυναίκα και παιδιά»;
Κι εκείνος: «Δεν έχω!»
216
Επειδή ζούσε ήσυχα, τον είπαν δειλό.
217
Χθες αποχαιρετήσαμε την παλιά φρουρά.
Σήμερα περιμέναμε την καινούργια,
αλλά δεν ήρθε και είμαστε αφρούρητοι.
218
Τις νύχτες, όταν ακούει τους χτύπους της καρδιάς του,
νομίζει πως είναι φίλοι που χτυπούν την πόρτα του.
Χαίρεται πολύ και λέει καλοσυνάτα: «Εμπρός ...»
219
Τα παιδιά μέτρησαν την πατρική κληρονομιά, ήταν μεγάλη,
αλλά λίγη να καλύψει το κενό του χρόνου που τους στέρησε
ο αξιόλογος πατέρας τους, προσπαθώντας να την αυξήσει.
220
Σκέφτεται πολύ, γι’ αυτό αλλάζει συχνά γνώμη.
221
Μου ζήτησε μία δραχμή, ετοιμάστηκα να του τη δώσω.
Όταν όμως θυμήθηκα πως μου την είπε «δραχμούλα»,
κατάλαβα πως ήθελε πολλά και δεν του την έδωσα.
222
Είπαν το έγκλημά του «έγκλημα τιμής».
Ο ίδιος όμως, μέσα του, το λέει «έγκλημα ντροπής».
223
Όταν του καταπάτησαν όλα τα δικαιώματα,
ανακάλυψε το δικαίωμά του στη νοσταλγία.
Από τότε το ασκεί λεύτερα,
χωρίς το φόβο να το χάσει κι εκείνο.
224
Η Ζωή είναι σαν το αυτοκίνητο,
ύστερα από μερικά χρόνια σου ζητάει.
225
Όταν θωρώ τα δύσκολα με το δικό μου μέτρο,
χάνομαι μες τον κόσμο μας, βουλιάζω σαν τον Πέτρο.
226
Μην απαιτείς το γέλιο κανενός.
Είναι ιδιωτικής χρήσηςκι ο καθένας το χαρίζει όπου θέλει.
227
Πίστευε πως είναι τραγικό
να περιμένει ανεκπλήρωτες ελπίδες.
Τώρα όμως βλέπει πως υπάρχει τραγικότερο:
Να μην περιμένει ούτε αυτές.
228
Είχα χαρά μεγάλη και στο είπα.
Όταν είδα πως χάρηκες κι εσύ, έγινε απέραντη.
229
Νιώθει πως χάνει τη ζωή κι αναζητά παρηγοριά στη μνήμη,
που του λένε πως θα ’ναι αιώνια, αλλά για τους άλλους.
230
Χθες , στο σπίτι μου, μιλούσες συνέχεια για σκοινί.
Επίτηδες το έκανες ή ξέχασες πως είμαι κρεμασμένος;
231
Λες πως σου πήρα πολλά, ειν’ αλήθεια.
Δεν θυμάμαι όμως να μου ’δωσες κάτι.
232
Πάντα θυμάμαι τις χαρές, μέσα στις δυσκολίες.
233
Δεν σεβάστηκε ποτέ τους κανόνες της ζωής,
γιατί ήθελε να δείχνει πως είναι η εξαίρεσή τους.
234
Με ρώτησες πόσο θα μείνω εδώ, δεν σου απάντησα.
Ήξερα πως δεν θα με καταλάβαινες αν σου ’λεγα:
«Θέλω να είμαι παντοτινός ένοικος»!
235
Μη σιγουρεύεσαι επειδή, όπως λες, μαζεύεις σαν μυρμήγκι,
γιατί φτάνει μια μπόρα να πνίξει τη σοδειά σου.
236
Θαυμάζω το μέλλον για την ταχύτητά του.
Έρχεται τόσο γρήγορα.
237
Σήμερα: μια μέρα πιο κοντά στο θάνατο ή στη ζωή..
238
Μαζεύει τα μαραμένα φύλλα των αναμνήσεών του.
Θέλει να τα κάμει στρωσίδι να πλαγιάσει ο χρόνος.
239
Ψάχνουμε συνέχεια για θέση αλλά δεν βρίσκουμε,
γιατί θέλουμε τη θέση κάποιου άλλου.
Τελικά φεύγουμε ξαπλωτοί, πριν προλάβουμε να κάτσουμε.
240
Κοντεύει να φύγει απ’ τη ζωή,
κι ακόμα δεν ξέρει αν της χρωστά ή του χρωστάει.
241
Βλέπω τις ομορφιές της φύσης και λυπάμαι,
που έχω μόνο δυο μάτια κι εκείνα θολά,
από τους καταρράχτες του πολιτισμού μας.
242
Δικαιοσύνη σ’ έκρυψε το σύννεφο της γνώσης.
243
Ζούσε πάντα καλά με τη ματαιοδοξία του.
Τώρα όμως που γέρασαν κι εκείνος κι εκείνη,
ψάχνουν κι οι δύο για άσυλο και για άλλοθι.
244
Πολλά φοβήθηκα στη ζωή μου, πιο πολύ όμως τον έπαινο.
Γι’ αυτό κάθε φορά που τον ακούω ανησυχώ.
245
Δεν φοβάμαι το θάνατο, την πτώση τρέμω.
Δεν θέλω να φύγω πεσμένος.
246
Τον κατηγορούν για ψευδορκία.
Άδικη κατηγορία, αφού δεν ψευδόρκησε ποτέ,
μόνο πίστευε εκείνους που ψευδορκούσαν σε βάρος του.
247
Όνειρο ο καθένας μας, που την αυγή ξεχνιέται
248
Υπογράψανε ειρήνη και βάλανε τις βόμβες να κοιμηθούν.
Όμως με το θόρυβο που κάνουν πανηγυρίζοντας
θα τις ξυπνήσουν και τότε...
249
Το μηδέν είναι κάτι: ένας κύκλος, μια κουλούρα.
Μόνο το τίποτα είναι τίποτα!
250
Μόλις πέθανε ο επώνυμος φτωχός, πήγαν όλοι στην κηδεία του.
Δεν υπήρχε πια κίνδυνος να τους ζητήσει βοήθεια.
251
Αφού θα φτάσουμε στο ίδιο τέρμα,
αξίζει να μαλώνουμε για τη διαδρομή;
252
Στην Κατοχή έζησε την πείνα και το φόβο αλλά δεν λύγισε.
Η ευημερία και η ησυχία που ζει τώρα τον έχουν γονατίσει.
253
Τους έδωσε όλη τη ζωή του και η ανταπόδοση;
μικρότερη κι από το αντίδωρο του παπά.
254
Όσοι φοβούνται τη ζωή ,την προσπερνούν δήθεν αδιάφοροι,
όπως οι γριές τον καθρέφτη.
255
Χθες έσβησε η μεγάλη πυρκαγιά, σήμερα πέρασα από κει.
Είδα το τοπίο κατάμαυρο σαν χαροκαμένη ανθρώπινη ψυχή.
256
Λυπάμαι που στη ζωή μου με μίσησαν πολλοί.
Παρηγοριέμαι όμως όταν σκέφτομαι πως δεν είχαν λόγους.
257
Μη χειροκροτείς τον πολεμιστή, όταν πηγαίνει στον πόλεμο.
Κράτα καλύτερα το χειροκρότημά σου για την επιστροφή.
258
Φοβήθηκα όταν είδα την όψη του,
ήταν πεινασμένη σαν άκαυτη μπαρούτη.
259
Όταν μικρός ζητούσα κάτι, μου λέγανε: «άμα μεγαλώσεις...»
Τώρα που μεγάλωσα, μου λένε: «μην κάνεις σαν παιδί!»
260
Στη ζωή του ήθελε και πέτυχε να είναι πρωταγωνιστής.
Τώρα δίνει τα πάντα να διατηρηθεί σ’ αυτήν,
έστω και σαν κομπάρσος.
261
Μια ζωή δούλευε και μάζευε στο νου και στην τσέπη.
Τώρα τέλειωσε τις δουλειές του, μία του μένει μόνο:
Να κανονίσει σε ποιόν θα αφήσει όσα απόχτησε.
262
Δεν ειν’ ο κόσμος μας μικρός, η μοναξιά σου είναι μεγάλη.
263
Έβαλα το στηθοσκόπιο της αλήθειας ν’ ακροαστώ τις ιδέες.
Τις βρήκα όλες άρρωστες, με βαριάς μορφής ακροαστικά.
Έτσι εξηγείται η θορυβώδης εποχή μας.
264
Όταν άκουσα τη γειτόνισσα να λέει:
«Ο Αϊ - Νικόλας έσωσε το γιο μου», αναρωτήθηκα:
«Πόσους άφησε να πνιγούν»;
265
Είπε πολλές αλήθειες σε πολλούς.
Όμως ο ίδιος δεν άκουσε καμία.
Γι’ αυτό τώρα ψάχνει και κρυφακούει.
266
Η Ιστορία έγραψε πολλά, παρέλειψε περισσότερα.
267
Αγαπάει πολύ τις ρυτίδες της, γιατί είναι τα ράφια,
που πάνω τους ακουμπάει τα χαμένα όνειρά
και τις ανεκπλήρωτες ελπίδες της.
268
Μην αναλώνεσαι ψάχνοντας για τις χαμένες ευκαιρίες,
γιατί έτσι ξεχνάς κι αυτές που κέρδισες.
269
Το πρωί πήγα στην κηδεία της θείας μου.
Το βράδυ στο γάμο του ανιψιού μου. Συμμετείχα και στα δύο.
Είναι κοινωνικές υποχρεώσεις, αλλά και δικές μου ανάγκες.
270
Απονομή δικαιοσύνης, όπως λέμε: «η εκφορά του νεκρού».
271
Κρίμα που δεν έγινε πόλεμος, πήγαν χαμένα τόσα όπλα!
272
Δεν είναι θέατρο η ζωή κι ας την λένε,
αφού οι σκηνές είναι αληθινές και παίζονται χωρίς πρόβα.
273
Του έκοψαν τη θέα στη θάλασσα.
Δεν στενοχωριέται αφού βλέπει λεύτερα προς τον ουρανό.
274
Ήμουν στην παραλία και έκανα σχέδια για το μέλλον μου.
Με διέκοψε η φωνή ενός μικρού, που φώναξε: «παππού!»
Κοίταξα γύρω μου. Είμαστε μόνο εγώ κι εκείνο.
275
Δεν φοβάται για τη μέλλουσα ζωή, για την παρούσα αγωνιά.
276
Μη ζητάς ολότητα σε μια ζωή κερματισμένη.
277
Δεν ήξεραν το βάρος του ίσκιου.
Όταν έφυγε εκείνος, είδαν πόσο ασήκωτος ήταν ο δικός του.
278
Δεν ευχαριστήθηκε ποτέ το σήμερα,
επειδή ζούσε πάντα με τις προκαταβολές του αύριο.
279
Χθες ξομολογήθηκε τις αμαρτίες του
κι από σήμερα, συχωρεμένος και ακριμάτιστος,
μπορεί να κάνει άλλες, για να έχει λόγο να ξαναξομολογηθεί.
280
Όταν ο νεαρός μου παραχώρησε τη θέση του στο λεωφορείο,
τον ευχαρίστησα για την ευγένειά του.
Σκέφτηκα όμως και την αγένεια του χρόνου που του την επέβαλε.
281
Καυχιέται πως δεν χρωστάει σε κανέναν.
Φαίνεται ξέχασε το ληγμένο γραμμάτιο της Μιχαλούς.
282
Πέθανε νέος, αλλά η ζωή του έδειχνε μεγάλη,
επειδή είχε από νωρίς εκπληρώσει το καθήκον του.
283
Μέχρι χθες με διαβεβαίωναν πως η ζωή είναι μπροστά μου.
Τώρα τη βλέπω πίσω μου και δεν θυμάμαι πότε την προσπέρασα:
Τότε που με κυνηγούσαν ή τότε που εγώ κυνηγούσα το μέλλον;
284
Η βραδινή μπόρα ήταν ξαφνική και άγρια.
Τσάκισε τα λουλούδια πάνω στον ανθό τους.
Τα είδα το πρωί στον κήπο, σαν σκοτωμένους στρατιώτες.
285
Λες πως έχεις πολλά παράπονα από τον κόσμο.
Σκέφτηκες ποτέ τα παράπονα που έχει ο κόσμος από σένα;
286
Πήρε μέτρα και απαλλάχτηκε από τους θορύβους.
Τον βασανίζει όμως όλο και εντονότερα,
εκείνος ο εκκωφαντικός θόρυβος της σιωπής.
287
Διάβασε πως πλάστηκε «καθ’ ομοίωσιν Θεού».
Το πήρε κατά γράμμα κι έζησε αόρατος.
288
Κάποτε πέταγε αλόγιστα καρβέλια ζωής.
Τώρα σκυφτός και φοβισμένος,
μαζεύει ψίχουλα από τα σκόρπια απομεινάρια της.
289
Δεν με απασχολεί το αν θα πεθάνω, αφού είναι δεδομένο.
Ούτε το πότε λογαριάζω.Μόνο το πώς σκέφτομαι.
Και πιο πολύ το… γιατί;
290
Ρώτησαν τον ηλικιωμένο διάσημο ποινικολόγο,
ποιος είναι ο μεγαλύτερος εγκληματίας.
«Ο Χρόνος», είπε χωρίς να σκεφτεί.
291
Το πιο οδυνηρό είναι ο θάνατός μας,
αλλά, ευτυχώς, δεν θα τον μάθουμε ποτέ.
292
Ζούσε ήρεμα με τη σιγουριά της αθωότητας.
Τώρα όμως, οι αμφίβολες ματιές των γύρω του,
τον κάνουν ύποπτο ακόμα και στον εαυτό του.
293
Φοβάμαι πολύ τον άγριο κόσμο μας.
Ηρεμώ όμως όταν τις νύχτες βλέπω τ’ αστέρια,
γιατί μου θυμίζουν πως αγρυπνά ο Θεός.
294
Θέλει να γράψει τα απομνημονεύματά του,
γιατί ξέρει πως οι γύρω του αγνοούν την ύπαρξή του.
295
-Αφού βρίζεις τον υπουργό, γιατί τον ψήφισες;
-Γι’ αυτό!
296
Ήθελε το πτυχίο του γιου του κουρτίνα στο παράθυρο,
για να κόψει τη θέα του υβριστή γείτονα.
297
Όταν παραιτήθηκε από τη ζωή,
έπαψε να φοβάται τον θάνατο.
298
Τα δάκρυα του γέρου καίνε, γιατί είναι απόσταγμα διπλής ζωής:
Εκείνης που θυμάται πως έχασε κι εκείνης που βλέπει πως χάνει.
299
Πολλοί δρόμοι λέγονται Ειρήνης και κανένας Πολέμου.
Κι όμως όλοι στην οδό Πολέμου πορεύονται.
300
Έζησε πολλά χρόνια.
Για να συντηρηθεί έφαγε όλο το μέλλον του.
301
Μικρός έκανε πολλά όνειρα.
Τώρα, μεγάλος, συναντά κάθε μέρα εφιάλτες.
302
Ο ένοχος νυστάζει αλλά δεν κοιμάται.
Φοβάται μήπως δει στον ύπνο του πως καταδικάστηκε.
303
Σπουδάζουμε τρόπους να κερδίσουμε τη ζωή μας.
Στο τέλος τη χάνουμε, παρά τις σπουδές και τα διπλώματα.
304
Δεν μάλωσε ποτέ με άνθρωπο.
Όχι γιατί του άρεσε η ειρήνη, αλλά γιατί δεν είχε χρόνο.
Ήταν συνέχεια σε πόλεμο με τον εαυτό του.
305
Δικαιοσύνη, όμορφη λέξη, αλλά δυσανάγνωστη.
Γι’ αυτό δεν αποδίδεται σωστά.
306
Δεν κλαίνε τον παππού που πέθανε,
για τη ζωή που χάθηκε θρηνούν.
307
Του έλεγαν πως είναι λεύτερος και το πίστεψε.
Όταν όμως πήγε να πετάξει με τα δικά του φτερά,
θυμήθηκε τον Ίκαρο.
308
-Γιατί αυτός πάει μπροστά;
-Πάντα οι τυφλοί προηγούνται, γιατί αυτοί που βλέπουν, καθυστερούν παρατηρώντας γύρω τους.
309
Ήθελε να περπατά με το κεφάλι ψηλά,
τον έστειλαν στη λαιμητόμο.
310
Κάθε πρωί επιβάλει έπαρση της σημαίας.
Έτσι νιώθει πως ανεβαίνει ο ίδιος στον ιστό.
311
Το καναρίνι με μια κουταλιά κανναβούρι κελαηδά όλη μέρα.
Καθώς το ακούω, μου θυμίζει κάποιους τραγουδιστές,
τις αμοιβές τους και προπαντός τα…τραγούδια τους.
312
Στα νιάτα του κυνήγησε πολλά.
Στα στερνά του ζει ήσυχα με τα λίγα που μπόρεσε.
313
Τα νιάτα φεύγουν γρήγορα,
βιάζονται να αράξουν στο λιμάνι της φρονιμάδας.
314
Από τότε που έφυγες, δεν σκέφτομαι την απουσία σου,
την παρουσία σου θυμάμαι, αυτή μου λείπει.
315
Στο άλμα της ζωής, έβαλε μόνος του τον πήχη ψηλά.
Δεν τα κατάφερε και πέρασε από κάτω.
316
΄Εχει ιδιόκτητο τάφο, αλλά μόνο όσο ζει.
Με το θάνατο κάθε ιδιοκτησία περνά στους κληρονόμους.
317
Απόψε ξενύχτησα διαβάζοντας τα όνειρά μου.
Αύριο δίνω εξετάσεις στη ζωή, είμαι βλέπεις ανεξεταστέος.
318
Όταν σκότωσαν τις ερινύες, πέθαναν μαζί και οι τύψεις
και από τότε οι συνειδήσεις κυκλοφορούν αδέσποτες.
319
Καλά δεν λυπήθηκες εκείνον που σκότωσες,
τον εαυτό σου που τον έκανες φονιά, δεν τον σκέφτηκες;
320
Ανέβηκε ψηλά και χαίρεται γιατί βλέπει πολλούς.
Ξεχνά όμως ότι τον βλέπουν πολλοί.
321
Κάθε άνοιξη τα κλαδιά των δένδρων μπουμπουκιάζουν.
Με το άρωμα και το χρώμα τους δοξάζουν την αιωνιότητα.
322
Είδα βροχή στον ύπνο μου, κατακλυσμό μεγάλο.
Ξύπνησα, αλλά δεν πρόλαβα να γλιτώσω τα όνειρά μου,
πνίγηκαν όλα!
323
Του είπαν να ζωγραφίσει τη ζωή.
Ζωγράφισε μια φέτα ψωμί και από κάτω έγραψε:
«Τον άρτον ημών…»
324
Νιώθω μικρός κι αδύναμος,
γι’ αυτό μπήκα στην επιτροπεία του Θεού.
325
Σαράντα χρόνια κόλλαγε ένσημα στο βιβλιάριο ασθενείας.
Σήμερα κόλλησε η γλώσσα του από τον πυρετό,
αλλά οι γιατροί του ΙΚΑ απεργούν.
326
Πέθανε μια μεγάλη αλήθεια και λυπάμαι γι’ αυτό.
Πιο πολύ όμως λυπάμαι,
γιατί στη θέση της δεν γεννήθηκε άλλη και χηρεύει.
327
Όταν ψυχορραγεί ο ποιητής,
αυτό που ακούγεται δεν είναι ο ρόγχος του θανάτου.
Είναι οι στίχοι που δεν πρόλαβε να πει.
328
Τα βράδια μένει ξάγρυπνος,
από το ποδοβολητό της χαράς του, που φεύγει κυνηγημένη.
329
Όσο ζούσε βόηθησε και ανακούφισε πολλούς,
όχι γιατί ήταν σπουδαίος, αλλά γιατί ήταν διαθέσιμος.
Εκείνοι όμως σήμερα δεν του διαθέτουν ούτε τη μνήμη τους.
330
Αφού το Δικαστήριο της ζωής δεν σε αθώωσε
αλλά σε απάλλαξε «λόγω αμφιβολιών»,
φρόντισε να ζεις ήρεμα εκτός φυλακής
και μην πανηγυρίζεις σαν να δικαιώθηκες.
331
Αγαπάει τη ζωή αλλά φοβάται που ζει,
γιατί βλέπει να κινδυνεύει η τιμή του.
332
Πέτυχε ό,τι δεν πετύχαμε εμείς: κάψτε τον!
333
Όσο ζούσε τον αποστρέφονταν.
Όταν πέθανε ανακάλυψαν πως ήταν καλός,
χωρίς να νοσταλγούν την παρουσία του.
334
Ζηλεύω τα ολάνθιστα κρίνα πάνω στο μνήμα,
γιατί δεν φοβούνται το θάνατο.
Έχουν φαίνεται συμμαχήσει με την Άνοιξη
και εξασφάλισαν την Ανάσταση.
335
Για να γλιτώσει από την αβάσταχτη κάψα του κόσμου,
βρήκε καταφύγιο στον ίσκιο του Θεού.
336
Δεν ήξερε από νόμους κι έγινε επαναστάτης.
337
Δεν εργάστηκε ποτέ του σήμερα,
επειδή λογάριαζε να εργαστεί σκληρά αύριο.
Αλλά το αύριο είναι πάντα αύριο.
338
Μου είπες να μην έχω ψευδαισθήσεις.
Δεν έχω ψευδαισθήσεις, αληθινές έχω, γι’ αυτό κλαίω.
339
Τι είναι Λαός;
Εξαρτάται: Ποιος το λέει, γιατί το λέει.
Και προπαντός, σε ποιόν και πότε ...
340
Ηταν αισιόδοξος και πάντα έλεγε: «είμαι καλά».
Μόνο μια φορά είπε: «δεν είμαι καλά»,
και ήταν αρκετή να σβήσει όλες τις άλλες.
341
Τον λυπάται επειδή δεν έχει τίποτα.
Δεν βλέπει τα λουλούδια που ανθίζουν στο βλέμμα του.
342
Στα γεράματα του χάρισαν μπαστούνι με χρυσή λαβή.
Δεν σκέφτηκαν όμως ποιος θα το σηκώνει;
343
Ζωή, είδος σε ανεπάρκεια που μπήκε στη διατίμηση.
Πρόλαβαν όμως και την πήραν οι μαυραγορίτες.
Και τώρα μας την πουλάνε λειψή και νοθευμένη.
344
Στα καθώς πρέπει σπίτια, κάθε βράδυ πλένουν τα πιάτα.
Θέλουν να εξαφανίσουν τα ίχνη της αμαρτίας του φαγητού,
επειδή ξέρουν πως άλλοι κοιμήθηκαν νηστικοί.
345
Επειδή δεν έχουμε ομόλογα και καταθέσεις ζωής,
ζούμε με δανεικά όνειρα από τους τοκογλύφους της ελπίδας.
346
Ο άνθρωπος κλαίει μόλις γεννιέται.
Είναι το κλάμα του η προκαταβολή για τον πόνο της ζωής.
347
Κυκλοφορούσε μόνος τη νύχτα, τον νόμισαν διαρρήκτη.
Στην Αστυνομία του έκαναν σωματική έρευνα.
Στις τσέπες βρήκαν του χαρτάκια με στίχους .΄Ηταν ποιητής!
348
Έχει ξηρασία φέτος, κι ας συννεφιάζει συχνά.
Είναι που στέρεψαν τα δάκρυα των φτωχών,
και κλαίνε αδάκρυτοι.
349
Σκεφτόταν τη ζωή του και τον πήραν τα δάκρυα.
Δεν είχε μαντίλι να σκουπιστεί κι έγραψε ένα ποίημα.
350
Δεν είχε τη δύναμη να νικήσει.
Κατάφερε όμως να ζήσει νικημένος.
351
Ξομολογιόμαστε πολλές φορές σε πολλούς,
αλλά ποτέ ή σπάνια στον εαυτό μας,
επειδή εμείς ξέρουμε πόσο ειλικρινείς είμαστε.
352
Του είπε: «Η Ζωή μου κρέμεται στα χέρια σου».
Έτρεξε στην αγκαλιά του και είδε πως ήταν κουλός!
Από τότε αιωρείται στο κενό.
353
Δεν παντρεύτηκε για να μείνει πιστός στη ζωή του.
Εκείνη όμως δεν του έμεινε πιστή.
354
Στόχευε το άπειρο αλλά όταν το κατάκτησε,
είδε πως ήταν περιτύλιγμα του εφήμερου.
355
Καθώς βλέπω αυτόν τον κόσμο,
το μόνο που μ’ ευχαριστεί είναι που δεν του μοιάζω.
356
Όταν τον παρατηρούν για τα λάθη του δικαιολογείται:
«Δε βαριέσαι, όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα».
357
Μιλάει συνέχεια για το Σύμπαν και το άπειρο,
ποτέ για σπόρους και λουλούδια.
358
Λες πως είμαι εκτός πραγματικότητας.
Δεν βλέπεις πως είμαι βυθισμένος στις ανάγκες μου;
359
Κάθε φορά που την επισκέπτεται ο γιός της στο γηροκομείο,
θυμάται τότε που κι εκείνη τον πήγαινε στον παιδικό σταθμό.
360
Σημαδεύτηκε από τη λάβα του απόλυτου,
όταν το πλησίασε προσπαθώντας να το κατακτήσει.
361
Δεν είναι κακό να βαδίζεις στα τέσσερα, όλοι έτσι ξεκινάν.
Το σκύψιμο όμως, μπροστά σε άνθρωπο, είναι κατάντια.
362
Πέρασε πόνους, βάσανα πολλά, δεν λύγισε.
Συντρίφτηκε όμως μπροστά στην προσβολή.
363
Με σκότωσες πολλές φορές, χωρίς να θέλεις, τις ξέχασα όλες.
Θα θυμάμαι όμως πάντα εκείνη που μ’ έσπρωξες σκόπιμα.
364
- Αφού δεν πείραξε κανένα, γιατί τον κυνηγούν;
-Γι’ αυτό!
365
-Σε βλέπω βιαστικό, σε περιμένει κανείς;
-Ναι, οι σκέψεις μου, όπως πάντα.
366
Θέλεις να φύγουμε αλλά δεν σ’ ακολουθώ,
αφού δεν μου λες πού θα πάμε.
Δεν μου αρέσουν οι πορείες χωρίς προορισμό.
Και φοβάμαι πολύ τη φυγή προς το τίποτα.
367
Δεν ξέρω τι έλεγα, μη με ρωτάς γι’ αυτό.
Μόνο τι σκέπτομαι τώρα ρώτα με.
368
Την είπαν «εποποιία». Θα της ταίριαζε καλύτερα «πολεμοποιία».
369
Ήθελε να πατήσει κάπου, αλλά δεν είχε τίποτα δικό του,
γι’ αυτό πάτησε τον όρκο του.
370
Οι πλούσιοι, και γέροι, θέλουν ν’ αυξήσουν τα πλούτη τους.
Δεν έμαθαν πως μπορούν να πεθάνουν και με λιγότερα.
371
Παραπονιέται επειδή τον λένε κοντό.
Εχει δίκιο γιατί δεν είναι.
Επιλέγει όμως πάντα να βρίσκεται δίπλα σε ψηλούς
κι έτσι κόντυνε μόνος του.
372
Κάθε μέρα παίζει με τα παιδιά του, αλλά κρυφά,
μήπως τον δουν οι γείτονες και φθονήσουν τη χαρά του.
373
Τα βάσανα είναι πολλά αλλά ευτυχώς εφήμερα, όπως η ζωή.
374
Λυπόταν γιατί δεν μπόρεσε να φτιάξει τον κόσμο.Παρηγορήθηκε όμως όταν σκέφτηκε πως κι ο Χριστός
δεν τον έφτιαξε, τον νίκησε.
375
Πέρασε απόψε το φεγγάρι απ’ το χωριό.
Έκανε προσκλητήριο και βρήκε πολλούς απόντες.
Γι’ αυτό φαίνεται δακρυσμένο.
376
Όταν άρχισα να βήχω με πήγαν στο γιατρό.
Όταν άρχισα να ρωτώ μ’ έστειλαν στο σχολείο.
Ο βήχας μου λιγόστεψε, οι ερωτήσεις μου όχι.
377
Τον μισούσαν επειδή δεν είναι σαν αυτούς.
Προσπάθησε να τους μιμηθεί αλλά δεν μπόρεσε.
Δεν κατάφερε να ξεπεράσει το κληρονομικό αρχοντιλίκι του.
378
Όσα διαβάζουμε για τις χαρές των γηρατειών,
δεν τα ’χουν γράψει γέροι, ούτε γέροι τα’ παν «τιμημένα»,
αφού οι άνθρωποι στα στερνά τους δεν λένε ψέματα.
379
Παραπονιέσαι πως δεν σου ’δωσα το δίκιο σου.
Μήπως πήρα το δικό μου;
Ίδια μ’ εσένα είμαι κι εγώ αδικημένος.
380
Μερικές φορές τα γηρατειά φαίνονται όμορφα,
σαν την τελευταία κουταλιά νόστιμου φαγητού
και σαν το δειλινό που προηγείται της νύχτας.
381
Ήθελε πολύ να γίνει μεγάλος.
Έκανε τους λογαριασμούς του αλλά είδε πως ήταν αργά,
αφού ήταν αρκετά μεγάλος και δεν τον έπαιρνε ο χρόνος.
382
Πάλι με έβρισε αναίτια αυτός ο τύπος.
Είναι η ανανέωση της διαβεβαίωσης ότι ζω.
383
Με την παρουσία του δεν απόδειξε ότι ζει,
ελπίζει να το κάνει με την απουσία του.
384
Κάποτε, ήμουν ο νεαρότερος της παρέας,
με φώναζαν «μικρό» και ντρεπόμουν.
Τώρα είμαι ο μεγαλύτερος,
με φωνάζουν «παππού» και φοβάμαι.
385
Καυχιέται επειδή μιλάει πολλές γλώσσες.
Σίγουρα δεν έχει σκεφτεί πόσες δεν μιλάει.
386
Του είπαν πως δεν πέτυχε τίποτα στη ζωή του.
Και είχε φυτέψει χιλιάδες ελιές στα καταράχια!
387
«Παππού τι είναι αιώνας;» ρώτησε ο μικρός τον παππού του.
«Το δευτερόλεπτο παιδί μου», του είπε εκείνος με σιγουριά.
388
Έχασε την τωρινή φήμη του και αγωνίζεται για την μετά θάνατον.
Για την υστεροφημία του, όπως λέει.
389
Ο Θεός έκαμε τον κόσμο μεγάλο.
Οι άνθρωποι, με τα μέσα επικοινωνίας τον μίκρυναν.
Τώρα προσπαθούν να μικρύνουν και τον ίδιο τον Θεό,
για να φανεί το αόρατο ανάστημά τους.
390
Ήταν σοφός αλλά δεν μίλησε ποτέ για τον εαυτό του,
μιλούσε όμως καθημερινά με τον εαυτό του.
391
Όλοι οι καλοί δρόμοι έχουν μαύρο επίστρωμα,
για να θυμίζουν στους διαβάτες τον τελικό προορισμό τους.
392
Βιάζομαι να προσφέρω στον κόσμο τη σιωπή μου,
πριν μου την επιβάλει εκείνος.
393
Όταν μετρώ τους φίλους μου,
βρίσκω πως μου περισσεύουν δάχτυλα.
394
Λένε τα γηρατειά: «η τρίτη ηλικία»,
για να μην τα πουν «προθάλαμο θανάτου».
395
Καυχιέσαι πως είσαι ο πρώτος
αλλά δεν πρόσεξες πως είσαι μόνος.
396
Αν είναι να πεθαίνουμε γιατί ειν’ όμορφη η ζωή;
397
Προτίμησα να μείνω χαμηλά για να μην πέσω από ψηλά.
Έμεινα μικρός για να μη μικρύνω άλλο.
398
Όταν μου ’δωσες το χέρι σου να σηκωθώ, δεν το πήρα,
γιατί θυμήθηκα πως εσύ μ’ έσπρωξες κι έπεσα.
399
Έκανε πολλά όνειρα, αλλά δεν του βγήκαν.
Γι’ αυτό τώρα πουλάει ονειροκρίτες.
400
Μου λες πως σου είπα πολλά
και δεν άκουσες αυτά που σου είπα σιωπώντας.
401
Βρίσκεται σε κίνδυνο, ερωτεύτηκε την πραγματικότητα.
402
Αφού λες πως αγαπάς όλο τον κόσμο,
τότε εγώ δεν είμαι στον κόσμο.
403
Χθες είδα στον ύπνο μου τον παππού μου.
Με ρώτησε γιατί είμαι ανήσυχος.
«Περιμένουμε πόλεμο!» του είπα.
«Ακόμα;» αναρωτήθηκε κατάπληκτος
404
Βλέπεις εκείνη τη γριά; δεν είναι γυναίκα,
η ποίηση είναι που αγουρογέρασε,
από την περιφρόνηση των διανοουμένων.
405
Οι γέροι δεν αυτοκτονούν,
γιατί δεν έχουν πια ζωή για χάσιμο.
406
Δεν φοβήθηκα ποτέ τη λάβα της φωτιάς σου.
Η παγωνιά σου με τρομάζει.
407
Μου φαινόταν πολύ δυνατός, ατσαλένιος.
Έτσι τον νόμιζαν όλοι, το καυχιόταν κι ο ίδιος.
Όταν όμως ακούμπησα πάνω του να στηριχτώ,
κατάλαβα πως ήταν χάρτινος.
408
«Το χτήμα είναι δικό μου», είπε με έπαρση ο νεαρός
«Έτσι έλεγαν και ο πατέρας σου και ο παππούς σου»,
του απάντησε ο ηλικιωμένος γείτονάς του.
409
Έψαξα για ελεύθερο χρόνο, δυσκολεύτηκα πολύ.
Όταν τελικά βρήκα δεν είχα ελεύθερη θέση στη σκέψη μου.
410
Αφού λες: «δεν υπάρχει Θεός»,
όταν ακούς αστροπελέκι από ποιόν κρύβεσαι;
411
Μη ζητάς νόμο και τάξη
στην κοινωνία των ανόμων και ατάκτων.
412
Βλέπει πως του περισσεύουν βιβλία και τα χαρίζει,
σημάδι πως γέρασε.
413
Επειδή δεν ξέρει τίποτα για την πρώτη,
φοβάται τη δεύτερη παρουσία του Χριστού.
414
Όταν πίνεις μπορείς να κρύψεις το μπουκάλι,
όχι όμως και το μεθύσι.
415
Πιλάτος ο Κόσμος, ρωτάει δήθεν για την αλήθεια,
την ώρα που τη φτύνει κατά πρόσωπο.
416
Φροντίζει να είναι πάντα κοντά σε φτωχούς,
για να φαίνεται καλύτερα ο πλούτος του.
417
Δεν ήταν μεγάλο το λάθος,
εκείνος που το ’κανε ήταν επώνυμος.
418
Αντί να παραπονιέσαι για όσα δεν έχεις,
σκέψου ειλικρινά πόσα αξίζεις.
419
Όσα τους είπε ήταν τόσο γνωστά,
που δεν τα πρόσεξε, ούτε τα κατάλαβε κανείς.
420
Μου ’βαλαν κέρινα φτερά και μου ’παν να πετάξω.
421
Λες πως είμαι τυφλός, το ξέρω,
αλλά δεν χρειάζομαι μάτια, ούτε γυαλιά,
για να σου πω που πάει ο κόσμος.
422
Όταν μιλάει λέει πάντα τι ήταν και τι θα κάνει.
Οι γύρω του όμως δεν τον ακούνε,
γιατί βλέπουν τι είναι και τι κάνει.
423
Πήρε όλα του τα δικαιώματα προκαταβολή,
και τώρα ζει με το επίδομα νοσταλγίας,
από το ταμείο των αναμνήσεων.
424
Τον πρόδωσαν τα μάτια του και τα ’βγαλε μονάχος.
425
Έχει ελαφριά συνείδηση γι’ αυτό αγοράζει βαριά χαρτιά.
426
Μας είπαν πως θα μας βάλουν στο θεωρείο της ζωής,
αλλά τη βλέπουμε θαμπά από τον εξώστη
κι ας πληρώσαμε ακριβό εισιτήριο.
427
Είναι εύκολο να μοιραστείς τα υπάρχοντά σου με άλλους,
για τις λύπες σου όμως και τις χαρές σου,
δύσκολα θα βρεις συνεταίρο.
428
Φοβόταν μήπως αδικήσει και ήταν πάντα επιεικής.
Δεν είχε καταλάβει πως η μεγάλη επιείκεια
είναι κι αυτή μορφή αδικίας.
429
Έφυγε μόνος του αλλά παραπονιέται πως τον εγκατέλειψαν.
430
Ξέρεις; Υπάρχω!
Έχω και ταυτότητα που το γράφει,
λέει πως είμαι εγώ. Το πιστεύεις;
431
Στην Εθνική Αντίσταση δεν κουράστηκε.
Η αντίσταση στο χρόνο τον έχει συντρίψει.
432
Περπάτησα στην ξηρασία του Κόσμου.
Δίψασα πολύ και πολλές φορές δάκρυσα,
για να ποτίσω τα διψασμένα χελιδόνια.
433
Δεν είναι αφηρημένος.
Αγωνίζεται να φαίνεται ότι προσέχει
κι έχει καρφώσει το βλέμμα του στο κενό.
434
Όταν έμαθα για την προδοσία σου, θυμήθηκα τον Βρούτο.
Στην αρχή λυπήθηκα αλλά μετά χάρηκα,
γιατί μπόρεσα να νιώσω για λίγο Καίσαρας.
435
Μη λυπάσαι που με σκότωσες.
Εγώ σ’ ευχαριστώ που δεν με πλήγωσες ποτέ.
436
-Εγώ ξέρω τη λύση! Αλλά βλέπεις δεν είμαι μόνος,
έχω οικογένεια: γυναίκα, παιδιά, εγγόνια, αλλιώς…
-Κι εγώ έχω τη λύση, αλλά, βλέπεις, είμαι μόνος, αλλιώς...
437
Δεν πνίγηκε σε ναυάγιο.
Τα όνειρά του τον έπνιξαν στη θάλασσα των στόχων του.
Έβλεπε πολλά τελευταία και δεν ήξερε ονειρικό κολύμπι.
438
Όταν της ζήτησε να τον συντροφέψει στη ζωή,
τον ευχαρίστησε αλλά αρνήθηκε.
«Δεν είναι που δεν σε θέλω», του είπε,
«αλλά είμαι από χρόνια πεθαμένη».
439
Στέρεψαν πια η πηγές των ιδανικών,
και τώρα ξεδιψάμε με εμφιαλωμένες ιδέες.
440
Όταν υπόδικος γίνεται κατάδικος,
τότε γι’ αυτόν αλλάζει ο κόσμος.
441
Όλοι είχαν να πουν κάτι, αυτός δεν είχε τίποτα.
Βρήκε όμως διέξοδο λέγοντας πως είναι άθεος.
Τότε πολλοί τον θαύμασαν για τις γνώσεις του.
442
Προσπαθήσαμε να μετρήσουμε το χρόνο μας
με το δικό Σου μέτρο, Κύριε,
με το χρονόμετρο της αιωνιότητας,
και χαθήκαμε στο πρώτο δευτερόλεπτο.
443
Όταν του είπε ο γιατρός πως θα πεθάνει χάρηκε,
γιατί έτσι θα ξοφλούσε τη ντροπή του.
444
Γέρασε ψάχνοντας αυτό που θέλει, αλλά δεν το βρήκε.
Αναζητά το ανύπαρκτο.
445
Λες πως δεν έχεις κανένα εχθρό.
Δεν λες αλήθεια ή έχεις ξεχάσει τον καθρέφτη σου,
τον σκληρό τύραννο, εχθρό και εραστή σου.
446
Ανάγκη, εσύ μου ’διωξες και φόβο και δειλία.
447
Αποφεύγει να περπατά μόνος στο δάσος,
γιατί μικρός ήταν ξυλοκόπος
και φοβάται την εκδίκηση των κομμένων δέντρων,
τώρα που τα βλαστάρια τους έγιναν κλαριά.
448
Μου λένε πως μεγάλωσα πολύ.
Κι όμως, είμαι δυο πόντους κοντύτερος.
449
Ψάχνει κάθε μέρα να βρει λόγους ζωής,
μπροστά του όμως συναντά μόνο λόγους θανάτου.
450
Του πεινασμένου δώσε του να φάει, όχι όμως πολύ,
γιατί άμα χορτάσει, θα διψάσει για δόξα και εκδίκηση.
451
Είναι κρίμα να ’σαι μόνος και να ζεις στο Σύμπαν.
452
Ήθελε να κρυφτεί. Άλλαξε εμφάνιση και φωνή.
Μέχρι και την αναπνοή του πρόσεχε.
Τον αναγνώρισαν όμως εύκολα από την έπαρσή του,
που δεν μπόρεσε ούτε να την κρύψει ούτε να την αλλάξει.
453
Αγόρασε καινούργιο κουστούμι
και ψάχνει για δανική αρχοντιά να το βγάλει βόλτα.
454
Έφυγε για να γλιτώσει αλλά, στη βιάση του,
δεν είδε πως πήγαινε γρηγορότερα στο στόμα του λύκου.
455
Η Δικαιοσύνη δεν έγινε μάνα ή αδελφή των αδύνατων.
Είναι μόνιμη υπηρέτρια των ισχυρών.
456
Προσπάθησα πολύ να ευχαριστήσω ανθρώπους.
Φοβάμαι πως δεν κατάφερα να ικανοποιήσω κανέναν.
Είμαι όμως σίγουρος ότι δυσαρέστησα πολλούς.
457
Κάποτε θα κλείσει το παράθυρο
ανάμεσα σ’ εμένα και στον Κόσμο.
Δεν ξέρω όμως αν θα το κλείσω εγώ
ή ο Κόσμος θα το κλείσει σ’ εμένα.
458
Κάθε μέρα εκατοντάδες γέροι,
τριγυρνούν σκυφτοί στους δρόμους,
ψάχνοντας να βρουν τα χαμένα τους χρόνια.
Μάταιος κόπος.
459
Είναι σκληρό να περιμένεις χωρίς να περιμένεις τίποτα.
460
Έχει πολλά αγαθά αλλά τα βλέπει λίγα,
γιατί τα κοιτάζει με το μάτι του ιδιοκτήτη
και τα συγκρίνει με το Σύμπαν, που δεν είναι δικό του.
461
Είπες πως θα με πας στον Παράδεισο
και για εισιτήριο μου έδωσες μισή αγάπη.
Αλλά το μισό ποτέ δεν είναι Παράδεισος.
Κόλαση είναι γιατί είναι κομμένο.
462
Μαζεύτηκαν να τιμήσουν τον νεκρό,
μόνο που εκείνος δεν το ξέρει.
Ήξερε όμως πόσο τον ατίμασαν όταν ζούσε,
εκείνοι που τον τιμούν σήμερα.
463
Η καλύτερη κρυψώνα είναι το ανάχωμα του απίθανου.
464
Όταν είδε το χέρι του ζητιάνου απλωμένο μπροστά του
και δεν είχε να του δώσε κάτι,
κατάλαβε πως ήταν κι εκείνος φτωχός.
465
Κουράστηκα να βλέπω τα όντα
γονατιστά να εκλιπαρούν τα τίποτα.
466
Είναι σκληρό, να ζεις στο Χειμώνα
και να μην καρτερείς Άνοιξη.
467
Θαυμάζω τα λουλούδια και πιο πολύ όσα βλασταίνουν
σε ροζιασμένους κορμούς γέρικων δέντρων.
468
Σ’ ευχαριστώ γιατί, όταν έπεφτα,
άπλωσες το δίχτυ της αγάπης σου και δεν σκοτώθηκα.
469
Ήρθε στην Πρωτεύουσα με περίσσευμα καλημέρες,
δεν εύρισκε όμως κανέναν να τις χαρίσει.
Τις πήρε και γύρισε πίσω στο χωριό του.
470
Επειδή δεν μπορούσε να γίνει όπως οι άλλοι,
λάνσαρε δική του μόδα κι έγιναν οι άλλοι όπως εκείνος.
471
Μεγάλο το δίλημμα, να έχεις να διαλέξει ανάμεσα:
στην εξύμνηση των γελοίων και στη σιωπή.
472
Ο άνθρωπος εξερευνά το σύμπαν.
Αγνοεί όμως το δικό του σύμπαν, το εγώ του.
473
-Δεν χρωστάω σε κανέναν, όσα έχω μου τα χάρισε η φύση.
-Γιατί; είναι γνωστή σου;
474
Από τότε που έμαθε πως ξεκίνησε από το τίποτα,
δεν ανησυχεί μήπως δεν φτάσει πουθενά.
475
Επειδή αμφιβάλουμε πολύ για τον εαυτό μας,
βάλαμε παντού καθρέφτες.
476
Ζυγίζει τη ζωή του και τη βρίσκει λειψή.
Δεν ξέρει αν φταίει η ζυγαριά ή ο προμηθευτής,
πάντως του λείπει μεγάλη ποσότητα.
477
Μετράει τα πλούτη του και χαίρεται.
Ξέχασε πως τα αγόρασε με την τιμή του.
478
Του κρέμασαν στο στήθος πολλά παράσημα
για να κρύψουν τη μαύρη και ματωμένη καρδιά του.
479
Μου βάζεις δύσκολα, όταν με ρωτάς ποιό είναι βαθύτερο:
η μοναξιά ή η άβυσσος, γιατί δεν ξέρω.
480
Βαρέθηκε τη ζωή του αλλά δεν αυτοκτονεί.
Δεν θέλει να χαρούν οι κληρονόμοι του.
481
Ανίκανοι να καταλάβουν το μεγαλείο του Θεού,
κάποιοι τον διέγραψαν και άλλοι, για να τους ταιριάζει,
τον έβαλαν σε ανθρώπινες διαστάσεις.
482
Ήθελε να γκρεμίσει το κατεστημένο,
αλλά βιάστηκε και γκρεμίστηκε κι αυτός μαζί του.
483
Μας αρέσουν τα ονόματα των άλλων, όχι το δικό μας,
γιατί το ταυτίζουμε με τα ελαττώματά μας.
484
Χθες κατάργησε το άπειρο, σήμερα τον Θεό.
Μόνο τον κάλο από το δάχτυλο του ποδιού του
δεν μπορεί να καταργήσει και κουτσαίνει.
485
Τον μελαγχολεί ο Ήλιος,
γιατί το φως και η ζέστη του, τού θυμίζουν
τη σκοτεινιά και παγωνιά τής ψυχής του.
486
Από τότε που μας σκότωσαν τις ελπίδες,
τρεφόμαστε με τις βιταμίνες του μίσους,
γι’ αυτό είμαστε μισάνθρωποι.
487
Είπαν πως έφυγε πλήρης ημερών.
Εκείνος όμως ένιωθε εντελώς άδειος από ημέρες
κι ας είχε από καιρό περάσει τα εκατό.
488
Όταν φτάνεις στο σημείο που δεν έχει επιστροφή,
τότε βλέπεις καθαρά το ξεκίνημα και τη διαδρομή σου.
Γιατί μόνο τότε έχεις πλήρη ορατότητα.
489
Έδωσε σε πολλούς καλές συμβουλές.
Μόνο στον εαυτό του δεν έδωσε καμία.
Δεν πρόλαβε, ήταν απασχολημένος με του άλλους!
490
Είδηση: το σύγχρονο εμπόρευμα.
Πάμπλουτοι οι έμποροι και οι μεσάζοντες.
Φτωχοί οι παραγωγοί της, όπως οι γεωργοί.
491
Η αγάπη απεργεί παντού και δεν υπάρχουν απεργοσπάστες,
αφού τα συνδικάτα του μίσους, με τις ομάδες περιφρούρησης,
αγρυπνούν για την επιτυχία της απεργίας.
492
Καθώς στερεύουν οι πηγές της ζωής μας,
αναζητούμε τις γεύσεις μιας άλλης ανεξάντλητης,
493
-Βλέπεις ποτέ φαντάσματα;
-Χρόνια ζω μαζί τους.
494
Μην καυχιέσαι, δεν με κέρδισες εσύ.
Η αδυναμία μου με νίκησε.
495
Πανηγυρίζουν για την ειρήνη που πέτυχαν
και δεν ακούν τους θρήνους των μανάδων,
που κλαίνε τα παιδιά τους που χάθηκαν γι’ αυτήν.
496
Φοβόμαστε για το χρόνο και γεμίσαμε χρονόμετρα.
497
Έχει συνέχεια πονοκέφαλο,
είναι από τις συγκρούσεις των ιδεών στη διάνοιά του.
498
Είμαι πολυάσχολος όσο ποτέ,
αλλά όταν με ρωτούν τι κάνω λέω: «τίποτα».
499
Δεν ξέρω πότε ήταν καλύτερα:
Τότε που σε φανταζόμουν η τώρα που σε βλέπω.
500
Είπε: « Ο Θεός θα δώσει τη λύση» και γέλασαν όλοι.
Τότε τους ζήτησε τη δική τους.
Κανένας δεν είχε καμία, ούτε για γέλια.
SET: 978-960-89493-1-7 ISBN : 978-960-89493-2-4
Σχόλια (6)