Μια αληθινή Θραψανιώτικη ιστορία
Η Sport Cafe που περνώ πολλές από τις ελεύθερες ώρες μου... Εδώ έγραψε κι ο Κώστας αυτό το υπέροχο διήγημα. Με μια ανάσα το γράψιμό του, μέσα σε 20λεπτά, μου εξομολογήθηκε ο ίδιος...
Την ιστορία που ακολουθεί μου την έστειλε στο e-mail ο Κώστας Γκαντάτσιος με μια συστολή, επειδή την εμπνεύστηκε στο Cafe μια μέρα από αυτές που ήμουν κάτω και πέρασε, μπας και ήμουν τυχαία εκεί, να μιλήσουμε. Ήθελε, είπε, ακόμα δούλεμα, ένα σκαρίφημα ήταν και με παρακάλεσε να τη διαβάσω και να του πω τη γνώμη μου.
Μου άρεσε πολύ. Καθαρό γράψιμο, αυθεντικό. Είχε βάλει ντόπιους ήρωες, Θραψανιώτες, στο έργο του. Το διάβασα πολύ προσεκτικά μια και δυο και τρεις φορές. Κι όσο το διάβαζα, τόσο έβρισκα κι άλλα πράγματα να προσθέσω στη φαντασία μου. Ένα δημόσιο ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη του...Δυο χιλιάδες και κάτι λέξεις γεμάτες μεστά νοήματα... Απολαύστε το μαζί μου, χωρίς βιασύνη. Κάθε λέξη του είναι μοναδική...
Κανείς στο χωριό Αύγουστο μήνα. Τα καφενεία σχεδόν άδεια μόνο γυναίκες πηγαινοέρχονταν μόνες τους σέρνοντας και τα μικρά κοπελάκια ανεβοκατεβαίνοντας τον δρόμο προς το πηγάδι για να κουβαλούν νερό με τα σταμνιά. Άλλες για πλύσιμο,για μαγείρεμα για καθημερινή χρήση. Λίγα γεροντάκια καθόταν κάτω από τον πλάτανο που 'χε ακούσει χιλιάδες ιστορίες, χαρές και λύπες γλέντια μα και χειραψίες πολιτικάντηδων κάθε λοίς και χρώματος. Εκεί ήταν το στέκι τους.
-Πήρες κανένα μήνυμα από το Γιώργη σου; Σπάνια η αλληλογραφία βλέπετε τα μέσα δεν είναι όπως και σήμερα. Κέντρο του χωριού το ταχυδρομείο τα τρία Τ.Τ.Τ τηλέφωνο, τηλέγραφος, ταχυδρομείο.
Έτσι είχαν και τον ταχυδρόμο τέτοιο καιρό στο χωριό μπροστά του δεν βάνανε κανέναν, μήτε βουλευτής να ΄ταν.. Βλέπετε αυτός έφερνε τα μαντάτα, καμιά επιταγή και βέβαια του 'διναν και το κατιτίς τος.
Τα κοπέλια από κοντά μαθημένα στην πολύμηνη απουσία, βεγγερίζουν μαζί με τους γεροντότερους άλλοτε στις πεζούλες, άλλοτε στην πλατέα, στην αυλή του Εσταυρωμένου… Ένα περίεργο πράγμα –μια μύηση λες και γινόταν κάθε απόγευμα ένα πλάσιμο, το παιδί καθόταν και ανέβαινε όσο μπορούσε με σεβασμό στο επίπεδο του μεγάλου, κι ο έμπειρος γεροντάκος κατέβαινε με επιείκεια στα μικρά αθώα μυαλουδάκια με τα απανωτά ερωτήματά τους. Έτσι σχεδόν κάθε βράδυ δυο -τρεις γενιές σμίγαν μαζί ξεχνούσαν τις σκανταλιές, αλλά και τις τιμωρίες των μεγάλων. Μικρά και ζωηρά όπως ήταν σκανταλιάρικα, πότε θα πείραζαν κανένα μποστάνι, πότε κάνοντας πλάκες, πειράγματα ή κυνηγώντας ατσελέγους... Στις Λειβάδες…Ακούγοντας τα εξ αμάξης συνοδεία….
Το βράδυ όμως όλα άλλαζαν, σιωπή, εσωστρέφεια μύηση και μυσταγωγία. Περασμένα, ξεχασμένα τα πρωϊνά, καθόταν χάμω και μάθαινα τα νεότερα από τους βεντεμάρηδες. Δεν έλειπαν οι παρενθέσεις, όπου εκεί έπαιρναν το λόγο οι πιο παλιοί. Βροχή τα ερωτήματα από τα μικρά… Δικές τους εμπειρίες ήθελαν μονοβραδύς να τις ρουφήξουν να τις ζήσουν κι αυτοί με τον τρόπο τους…
Κι αν ετύχαινε καμιά αρρώστια παππού, είπε ένα σπιρτόζικο…..
Ανασκουμπώθηκε ο γέρος, θυμάμαι μια φορά και είχαμε πάει στο Ρέθεμνος στα βουνά, όχι στη χώρα. Μάθαμε ότι εκείνο τον καιρό γινόταν συνέχεια επαναστάσεις για την ελευθερία της Κρήτης και την ένωση με την Μητέρα Ελλάδα… Οι Οθωμανοί είχαν περάσει από τα ορεινά χωριά και τα είχαν ρημάξει… Σπάζοντας ακόμη και τα καθημερινά αντικείμενα… Πήλινα βέβαια….
Πήραμε τις απαραίτητες πληροφορίες για το πού έχει καλό χώμα εκεί κοντά αν έχει ξυλεία για το καμίνι, νερό για τον πηλό και το σβήσιμο των πιθαριών. Είπαμε με την ομάδα να πάμε για να κάνουμε λαϊνες, πού να φανταστούμε τι θα συναντούσαμε. Αποβραδίς ετοιμαστήκαμε και λίγο μετά του Αϊ Κωνσταντίνου φύγαμε….λίγες βεντεμοκουλούρες…λάδι…ρούχα… Τα απαραίτητα εργαλεία ο καθένας του.
Πήγαμε ώρες πολλές, μέσα από μονοπάτια εβγήκαμε από του Επανωσήφη οπίσω και κατεβήκαμε από τα παλιό μονοπάτι φτάξαμε στ΄Αρκάδι… Ταλαιπωρημένο αλλά ηρωϊκό και τιμημένο, κάναμε το σταυρό μας από μακρυά και τραβήξαμε για τον προορισμό μας. Ώσπου φτάσαμε…στήσαμε πρόχειρα μια αχυροκαλύβα… Και βάλαμε δύο τρεις καλαμιές για τον ήλιο… Το πρωί θα ξεκινούσαμε, άλλος το μάζεμα ξύλων, άλλος να βρει και να φέρει το χώμα, άλλος για νερό. Εγώ έκατσα και ξάνοιγα τον τόπο να βρω τόπο για το καμίνι… Δεν άργησα ένας βράχος όχι μεγαλωπός μου υπόδειξε την ιδανική θέση… Απήνεμο... Έτσι χρησιμοποίησα την μια μεριά και έστησα το καμίνι… Ο μικρός που ήταν δίπλα μου, παραγιός. Με βοήθαγε, καλό παιδί το Νικολιό, σπιρτόζος κοντά δεκαπεντάριζε και άρχιζε και βγαίνουν τα πρώτα χνούδια στα μάγουλα του… Τον συμπαθούσα, αλλά δεν του το 'δειχνα, είναι αλήθεια και ήμουν και αυστηρός πολλές φορές μαζί του.
Άμε βρες αστιβίδες να ανάψουμε φωτιά για το βράδυ, έτρεξε το κοπέλι βρήκε αχινοπόδια και ξύλα και σε λίγο ήταν έτοιμη μια θράκα. Λαμπύριζε… Σε λίγο ήρθαν και οι τελευταίοι…Και στρωθήκαμε γύρω από την φωτιά να τα πούμε πριν πάμε να ξαπλώσουμε πίνοντας και μια ρακί...
Το θυμάμαι σαν να ναι τώρα, του πα να πιάσει τ΄ασκί να μας κεράσει μια τελευταία, το κοπέλι πρόθυμο σηκώθηκε και σκόνταψε πέφτοντας πάνω στα κάρβουνα… Χυμήξαμε πάνω του και τραβήξαμε, τα ρούχα του είχαν καεί και είχαν γίνει ένα με το δέρμα… Δεν το ξεχώριζες… Πόνοι αφόρητοι… Σφάδαζε. Νύχτα ερημιά σε ξένο τόπο… Χωρίς γιατρικά…Τι να 'κανα….Φορτώσαμε δυο μουλάρια. Στο ένα βάλαμε το Νικολιό ξαπλωτό πάνω στη σέλα και του ρίξαμε μια πρόχειρη κουβέρτα… Ο ένας τον εκρατούσε μη πέσει, βλέπεις δεν μπορούσαμε να τον δέσουμε… Εγώ στο μπροστινό μουλάρι φόρτωσα δυο σταμνιά, λίγη κριθαροκουλούρα… Νερό και ρακί… Λίγα πανιά για να δροσίζουμε το μικρό. Αλλά όσο το ακουμπούσες τόσο αυτό πύρωνε… Πότε ο ένας, πότε ο άλλος τον εβαστού και πήραμε τον δρόμο να βρούμε το πρώτο χωριό.
Το δρομαλάκι στενό… Ίσα-ίσα χωρούσαν τα ζωντανά…Ανέβηκα ένα λοφάκι… Μοναχός μπα να δω τίποτα… Χάος… Ένα μικρό φωτάκι σαν να φαινότανε στην ερημιά… Τίποτις άλλο σπίτι ήταν, ξωκλήσι ήταν, κοιμητήρι….δεν έβλεπα… Πήρα το ρίσκο κάνοντας το σταυρό μου να κατεβούμε έχοντας τα θαρρητά μου στο Θεό.
Τα παιδιά άκουγαν το γεροβεντεμάρη να αφηγείται παραστατικά τα γεγονότα. Δεν τα αφηγούνταν απλώς. Από τα δακρυσμένα, θαμπά μάτια του, καταλάβαμε εμείς μικρά παιδιά ότι τα ξαναζούσε. Στιγμή προς στιγμή, λεπτό προς λεπτό... Έβλεπες την αγωνία του όχι μη χάσει τον παραγιό, αλλά για να γιάνει το χωριανάκι… Τα λεγε τόσο γλαφυρά… που μπήκαμε και μεις μαζί του στο χωριό με τα μουλάρια και με κομμένη την ανάσα.
Αφήσαμε τα ζώα στην άκρη να ξαποστάσουν… Φτάσαμε… Βρέξαμε το μέτωπο του μικρού, άρχισε να ανεβάζει πυρετό… Και πονούσε πιότερο από πριν. Μες στο πουθενά σ΄ ένα χαμόσπιτο τρεμόσβηνε μια λάμπα… Πιθανώς να 'ταν αυτή που 'δαμε από το λοφάκι… Δόξα τω Θεώ, είπα με την ελπίδα μέσα μου μπας να χει πράμα γιατρικό… Χωρίς δισταγμό κτύπησαν το κρικέλι της πόρτας… Ξεπρόβαλε μια γριούλα. Τι θέλετε νυχτιάτικα; Τις δείξαμε το παιδί που βογγούσε από τους πόνους σήκωσε τη λάμπα τον κοίταξε στις πληγές και σκιάχτηκε… Πρώτη φορά είχε δει τέτοιο κάψιμο… Ξεροκατάπιε, πώς να βοηθήσει αυτή δεν ήξερε τίποτα, μόνο είχε ακούσει διάφορα από παλιές γριές του χωριού είχαν μια –δυο πρακτικές γιάτρενες τα χρόνια εκείνα. Αλλά αυτή δεν ήξερε, ούτε τις χρειάστηκε ποτέ να τα εφαρμόσει. Πέρασε από το μυαλό της να επιχειρήσει να βοηθήσει. Δεν τόλμησε.
Η σκέψη όμως και η ματιά της γύρισε σε ένα ντουλάπι που χε μέσα δυο - τρία βότανα για τα κρύα του χειμώνα και κάτι χρειαζούμενα, της φύσης δώρα. Ένα κοντό χοντρό βαζάκι πρασινωπό ήταν στη γωνιά του ντουλαπιού. Γύρω από το στόμιο με σπάγκο και ύφασμα δεμένο έγραφε σ ένα χαρτί κιτρινισμένο. Για Καψήματα... Ανορθόγραφα… Ίσα - ίσα που τα διάβαζε. Έσυρε το σκαμνί και ανέβηκε αμοναχή της επάνω και το 'πιασε. Της το χε δώσει μια από τις τελευταίες πρακτικές του χωριού… Αλλά δεν έκανε μόνο του…Βούτυρο αγνό ήταν….Της είχε πει το γιατροσόφι με το βούτυρο, αλλά μήτε που χε δώσει σημασία, αλλά ούτε και τό 'χε αγγίξει… Ποτέ της. Να όμως που χρειάστηκε…Το πήρε με χέρια τρεμάμενα σαν του παπά που πιάνει τ΄Αγια, λες και κρατούσε κάρβουνο… Κατέβασε την λάμπα και τους έκανε νόημα να ακολουθήουν.
Μικρό το χωριό, λίγοι είχαν απομείνει… Μπήκαν στα στενά με τα ζώα… Αυτή μπροστά… Πρώτη φορά που δεν τους ένοιαζε αν τα μουλάρια κουτουλούσαν δεξιά κι αριστερά. άλλη ήταν η έγνοια τους, να σωθεί το παιδί…
Ώσπου η γριά σταμάτησε σε μια πόρτα καμαρωτή… Στο βάθος φαινόταν ένα σπιτάκι να ταν δύο δωμάτια όλο κι όλο… Χτύπησαν το ξωπόρτι, καμιάν απάντηση και δεύτερη και τρίτη… Ώσπου η επιμονή έφερε αποτέλεσμα. Ένα τρίξιμο ακούστηκε από μέσα και ξεπρόβαλε ένα γεροντάκι στα 90 κοντά με καμπούρα, κάτασπρος….Ήταν πρακτικός… Αλλά δεν τον βαστούσαν τα πόδια του…Του είπαν στα γρήγορα τι έχει το παιδί… Μια γρήγορη ματιά του γέρου που μας φάνηκε επιπόλαιη ήταν η ακτινογραφία της ασθένειας για αυτόν. Η γριά τράβηξε από τον μποξά το βάζο και το 'δωσε :Μου το 'δωσε πέρσι η γιάτραινα, είπε ότι είναι για καψίματα… Αλλά δεν κάνει από μόνο του, εσύ θα ξέρεις…
Είχαν να μιλήσουν από χρόνια βλέπεις τα κομματικά στη μέση, είχαν φτάσει και σ΄ αυτήν την απόμακρη γωνιά της Κρήτης. Κοίταξε τις πληγές του παιδιού και αμέσως σοβάρεψε δείχνοντας την σοβαρότητα της κατάστασης… Ξέχασε με μιας τις δικές του πληγές, βαθιές και ανεπούλωτες… Αλλά τι έφταιγε τώρα το κοπέλι. Τι τα θες, μονολόγησε και μπήκε μέσα στην κάμαρα, ένα σύρσιμο ακούστηκε σαν να τραβούσε μια κουρτίνα… Ήχοι περίεργοι για αρκετή ώρα. Ο γέρος παραμερίζοντας όλα τα άλλα, προσπαθούσε να θυμηθεί... Αυτά αυτά που έδωκε ο Θιός στη φύση, έλεγε η μάνα του, είναι για μορφωμένους και για αγράμματους για πλούσιους και φτωχούς….Άραγε ίσχυε για Βενιζελικούς και…
Τίναξε το κεφάλι του σα να θελε να διώξει τις μύγες του μυαλού του. Τέτοιες ώρες δεν είναι για τέτοιες σκέψεις. Άνθρωπος κινδυνεύει, ξένος ζητά γιατρειά στο σπιτικό στη γη που γέννησε τον Ξένιο Δία ,τον φιλόξενο. Ξένος ειμί και περιαγάγετέ με… Όλα στο μυαλό του…Τα γέρικα χέρια του μετατράπηκαν σε χέρια επιδέξιου ταχυδακτυλουργού, γρήγορα και με επιδέξιες κινήσεις, συντονισμένες ετοίμασαν το γιατρικό. Ήταν γνώστης των βοτάνων. Οι άλλοι περίμεναν χωρίς να βγάλουν άχνα. Είχαν καταλάβει το όλο σκηνικό… Δεν ήταν μόνο σε εκείνο το έρμο σαράκι της πολιτικής που δίχασε κοινωνίες και σόγια.΄
Ο γέρος πήρε αγκίνιο τηγάνι… Καθαρό… Έριξε μέσα σε αυτό μια χούφτα σπόρους από σιτάρι λευκό… Και το καβούρδισε…
Μπας να ναι τρελός είπαμε μέσα μας… Τους στριφογύρισε ελαφρά σαν να επρόκειτο για μετάξι στα χέρια του… Χρύσισαν στο άκουσμα της ζέστης… Τράβηξε το τηγάνι στην άκρη και πήρε το ένα μεγάλο μπρίκι έβαλε νερό μέσα μέχρι να γίνει χλιαρό. Τότε γύρισε στη γριά με χαμηλό βλέμμα και έπιασε τα πράσινο βαζάκι… Ξέπλυνε το βούτυρο που περιείχε μέσα… Επτά φορές με το χλιαρό νερό σε μια λεκανίδα… Τον βλέπαμε, τον παρακολουθούσαμε, δεν τον ξέραμε, αλλά όλως περιέργως, τον εμπιστευόμασταν. Η πείρα της ξενιτιάς είχε διδάξει στους Θραψανιώτες να ξεδιαλέγουν τους ανθρώπους σαν το άχυρο από το σιτάρι που 'χαν μπροστά τους είχαν μάθει να διαβάζουν μάτια.
Έριξε το χρυσαφένιο σιτάρι σε μια γαβάθα πέτρινη… Και με το γουδοχέρι το έκανε σκόνη… Φοβήθηκα δεν σας το κρύβω για την τύχη του παιδιού… Άλλη τέχνη η μια άλλη ετούτη που 'βλεπε τώρα. Σταύρωσε τρεις φορές τη σκόνη και πήγε στον άρρωστο… Σταμάτησε ο παππούς την αφήγηση, πήρε μια ανάσα, λες και ήθελε να ξαναζήσει εκείνη την αγωνία… Η ανάσα μας κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του…
Ο γέρος βγήκε έξω και πήγε στον κούμο-κοτέτσι διάλεξε ένα φτερό μεγαλωπό, το ξέπλυνε καλά με το χλιαρό νερό και ύστερα το στέγνωσε. Σε μια πετσέτα σιγομουρμουρίζοντας πάλι διάφορα λόγια. Είτε ήμασταν στο δωμάτιο, είτε όχι, για αυτόν ένα και το αυτό.. Ήταν αυτός, τα δώρα της φύσης, τα περίεργα ψελλίσματα που θυμόνταν απ΄ έξω ,συνεχίζοντας επιβλητικά… Άνοιξε ένα δικό του βάζο και βούτηξε μέσα ένα κουτάλι… Λίγο νερό στη σκόνη, λίγο ανακάτεμα με το υλικό του κουταλιού…. Και το ταρακούνησε ώσπου έγινε ένα σώμα... Πραγματικός πηλός… Αλλά για άλλη χρήση.
Ύστερα βγήκε έξω στο παιδί καθάρισε την πληγή του παιδιού με το νερό, τον βλέπαμε που σε κάθε άγγιγμα τιναζόταν από το τσούξιμο και τους πόνους… Ύστερα μας έδωκε το φτερό, πάρτε κι αλείψτε με το φτερό τα καμένα σημεία απαλά με το βούτυρο το λιωμένο…Εμείς υπακούσαμε. Τόσα χρόνια βεντεμάρης και πρώτη φορά με διέταζαν να κάνω κάτι και αν και αψύς δεν είπα κουβέντα. Το έκανα… Σα μαθητούδι. Αφού τελειώσαμε ήρθε ο γέρος και άλειψε τη σκόνη με το ίδιο φτερό πάνω στις πληγές. Πονάς γιε μου, ρώτησε…. Το παιδί έγνεψε καταφατικά και ψέλλισε : νοιώθω να με τραβάει το δέρμα μου… Απομείναμε άναυδοι… Έκανα να ρωτήσω πόσο θες για τον κόπο σου, δεν τόλμησα, εξάλλου κάτι δεκάρες είχα στη τσέπη μου. Χωρίς να τον ρωτήσω αν πιάσει το γιατρικό γύρισα στο μουλάρι και κατέβασα ένα φλασκί με λίγη ρακί, ένα κομμάτι τυρί για το κόπο του. Τα δέχτηκε λέγοντας «στην υγειά του κοπελιού και για το συγχώριο της μάνας μου…» Ήπιε μια και είπε, σε τρεις μέρες θα ναι καλά, πρώτα ο Θεός… Φεύγοντας είδα στ΄ ανώφλι της πόρτα την φωτογραφία που για αυτόν ήταν ίνδαλμα - ηγέτης για μένα όχι… Παραμέρισα και προσπέρασα με αδιαφορία λέγοντας μέσα μου αϊ σιχτίρ όλοι σας Άνθρωποι και πάλι άθρωποι.
Από τότες μήτε ξανασχολήθηκα με τα κόμματα είχα βάλει οριστικά τελεία στη ζωή μου…
Ακούστηκε η καμπάνα της Εκκλησίας, η ώρα είχε περάσει και μεις γυρίσαμε πίσω, ταξιδέψαμε ώρες και χρόνια μαζί τους καθήμενοι στα πεζούλια, χωρίς πολλά λόγια… Φορτωμένοι πάθη, μίση, αντιπαλότητες- κομματικές μικρότητες που δίχαζαν οικογένειες και χωριά.
Ο γερομάστορας μας έπλασε χωρίς να το καταλάβει την έννοια της δημοκρατίας και της αγάπης… Λέτε να το κανε επίτηδες; Μας άφησε εκεί να στεγνώξουμε σαν τα πιθάρια που περίμεναν τη δεύτερη στομωσά, την τρίτη για να βάλει στο τέλος τα αυτιά. Εξάλλου ο Θραψανιώτης όπου θέλει τα κολλεί και όπου θέλει τα βάνει, μόνο που αυτή τη φορά τα άνοιξε κιόλας…
Σχόλια (0)