Η Γλώσσα Πέθανε — Η Αγία Γραφή Ζει. Μερικά πράγματα που δεν γνωρίζαμε, ας τα δούμε
Η λατινική είναι επίσης η γλώσσα στην οποία συντάχθηκαν ορισμένες από τις πρώτες και κύριες μεταφράσεις της Αγίας Γραφής. Θα μπορούσαν τέτοιες αποδόσεις σε μια απαρχαιωμένη γλώσσα να είναι «ζωντανές» σήμερα, επηρεάζοντας τους αναγνώστες της Γραφής στη δική μας εποχή; Η συναρπαστική ιστορία αυτών των μεταφράσεων μας βοηθάει να απαντήσουμε στο συγκεκριμένο ερώτημα.
Οι Παλαιότερες Λατινικές Μεταφράσεις
Η λατινική ήταν η πρώτη γλώσσα της Ρώμης. Ωστόσο, όταν ο απόστολος Παύλος έγραψε στη Χριστιανική κοινότητα εκείνης της πόλης, χρησιμοποίησε την ελληνική. Αυτό δεν αποτελούσε πρόβλημα, εφόσον ήταν συνηθισμένο να μιλούν οι άνθρωποι εκεί και τις δύο γλώσσες. Επειδή πολλοί από τους κατοίκους της Ρώμης προέρχονταν από την ελληνόφωνη ανατολή, λέχθηκε ότι η πόλη εξελληνιζόταν. Η γλωσσική κατάσταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας διέφερε από περιοχή σε περιοχή, αλλά καθώς η αυτοκρατορία μεγάλωνε, το ίδιο συνέβαινε και με τη σπουδαιότητα της λατινικής. Ως αποτέλεσμα, οι Άγιες Γραφές μεταφράστηκαν από την ελληνική στη λατινική. Αυτή η διαδικασία άρχισε από ό,τι φαίνεται το δεύτερο αιώνα Κ.Χ. στη Βόρεια Αφρική.
Τα διάφορα κείμενα που παράχθηκαν είναι γνωστά ως Βέτους Λατίνα, δηλαδή Παλαιά Λατινική μετάφραση. Σήμερα δεν έχουμε στα χέρια μας κάποιο αρχαίο χειρόγραφο το οποίο να περιέχει ολοκληρωμένη λατινική μετάφραση των Γραφών. Τα τμήματα που έχουν διασωθεί καθώς και τα τμήματα που παραθέτουν αρχαίοι συγγραφείς φαίνεται να υποδεικνύουν ότι η Βέτους Λατίνα δεν ήταν ένα ενιαίο, ενοποιημένο έργο. Απεναντίας, παράχθηκε προφανώς από αρκετούς μεταφραστές οι οποίοι εργάστηκαν ξεχωριστά σε διαφορετικές περιόδους και τοποθεσίες. Άρα, αντί να αποτελεί ενιαίο κείμενο, μπορεί να ειπωθεί ακριβέστερα ότι είναι μια συλλογή μεταφράσεων από την ελληνική.
Οι ανεξάρτητες πρωτοβουλίες για τη μετάφραση τμημάτων της Γραφής στη λατινική δημιούργησαν κάποια σύγχυση. Κατά το τέλος του τέταρτου αιώνα Κ.Χ., ο Αυγουστίνος πίστευε ότι «οποιοσδήποτε τύχαινε να έχει στα χέρια του κάποιο ελληνικό χειρόγραφο και νόμιζε ότι γνώριζε—έστω και ελάχιστα—τις δύο γλώσσες επιχειρούσε να μεταφράσει» στη λατινική. Ο Αυγουστίνος και άλλοι πίστευαν ότι κυκλοφορούσαν πάρα πολλές μεταφράσεις και αμφέβαλλαν για την ακρίβειά τους.
Η Μετάφραση του Ιερώνυμου
Ο άνθρωπος που προσπάθησε να τερματίσει αυτή τη μεταφραστική σύγχυση ήταν ο Ιερώνυμος, ο οποίος για κάποια διαστήματα διετέλεσε γραμματέας του Δαμάσου, επισκόπου της Ρώμης, το 382 Κ.Χ. Ο επίσκοπος ζήτησε από τον Ιερώνυμο να αναθεωρήσει το λατινικό κείμενο των Ευαγγελίων, και ο Ιερώνυμος ολοκλήρωσε το εγχείρημα μέσα σε λίγα μόλις χρόνια. Κατόπιν άρχισε να αναθεωρεί τη λατινική μετάφραση και άλλων Γραφικών βιβλίων.
Η μετάφραση του Ιερώνυμου, η οποία αργότερα ονομάστηκε Βουλγάτα, ήταν σύνθετο κείμενο. Ο Ιερώνυμος βάσισε τη μετάφρασή του των Ψαλμών στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα, μια ελληνική μετάφραση των Εβραϊκών Γραφών η οποία ολοκληρώθηκε το δεύτερο αιώνα Π.Κ.Χ. Αναθεώρησε τα Ευαγγέλια, και επίσης μετέφρασε μεγάλο τμήμα των Εβραϊκών Γραφών από την πρωτότυπη εβραϊκή. Οι υπόλοιπες Γραφές αναθεωρήθηκαν πιθανότατα από άλλους. Στη Βουλγάτα του Ιερώνυμου ενσωματώθηκαν τελικά και τμήματα της Βέτους Λατίνα.
Αρχικά το έργο του Ιερώνυμου αντιμετωπίστηκε με ψυχρότητα. Ακόμη και ο Αυγουστίνος το επέκρινε. Ωστόσο, καθιερώθηκε σιγά σιγά ως το πρότυπο για τις μονότομες Γραφές. Τον όγδοο και τον ένατο αιώνα, λόγιοι όπως ο Αλκουίνος και ο Θεόδουλφος άρχισαν τη διόρθωση γλωσσικών και κειμενικών λαθών που είχαν παρεισφρήσει στη μετάφραση του Ιερώνυμου εξαιτίας των επαναλαμβανόμενων αντιγραφών. Άλλοι χώρισαν το κείμενο σε κεφάλαια για να μπορεί κάποιος να συμβουλεύεται ευκολότερα τις Γραφές. Όταν εφευρέθηκε η εκτύπωση με κινητά τυπογραφικά στοιχεία, η μετάφραση του Ιερώνυμου ήταν η πρώτη Αγία Γραφή που τυπώθηκε.
Στη Σύνοδο του Τριδέντου το 1546, η Καθολική Εκκλησία ονόμασε για πρώτη φορά τη μετάφραση του Ιερώνυμου Βουλγάτα. Η σύνοδος χαρακτήρισε επισήμως αυτή την Αγία Γραφή «αυθεντική», καθιστώντας την έργο αναφοράς για τον Καθολικισμό. Παράλληλα, η σύνοδος ζήτησε επίσης να γίνει αναθεώρηση. Η επίβλεψη του έργου ανατέθηκε σε ειδικές επιτροπές, αλλά ο Πάπας Σίξτος Ε΄, ανυπομονώντας να το δει ολοκληρωμένο και προφανώς υπερεκτιμώντας κάπως τις ικανότητές του, αποφάσισε να τελειώσει ο ίδιος το πόνημα. Η εκτύπωση της αναθεωρημένης του έκδοσης είχε μόλις αρχίσει όταν πέθανε ο πάπας το 1590. Οι καρδινάλιοι απέρριψαν αμέσως το έργο, θεωρώντας ότι έβριθε λαθών, και το απέσυραν.
Μια νέα μετάφραση που εκδόθηκε το 1592 υπό την αιγίδα του Πάπα Κλήμεντος Η΄ έγινε τελικά γνωστή ως η Σίξτειος-Κλημέντειος έκδοση. Αυτή παρέμεινε η επίσημη μετάφραση της Καθολικής Εκκλησίας για πολύ καιρό. Η Σίξτειος-Κλημέντειος Βουλγάτα έγινε επίσης η βάση για Καθολικές μεταφράσεις στην καθομιλουμένη, όπως η μετάφραση του Αντόνιο Μαρτίνι στην ιταλική, η οποία ολοκληρώθηκε το 1781.
Μια Σύγχρονη Αγία Γραφή στη Λατινική
Η κριτική ανάλυση των κειμένων που έγινε τον 20ό αιώνα κατέστησε σαφές ότι η Βουλγάτα, όπως και άλλες μεταφράσεις, χρειαζόταν αναθεώρηση. Προς αυτόν το σκοπό, το 1965 η Καθολική Εκκλησία σύστησε μια Επιτροπή για τη Νέα Βουλγάτα και της ανέθεσε την ευθύνη να αναθεωρήσει τη λατινική μετάφραση με βάση τη σύγχρονη γνώση. Το νέο κείμενο επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί για τις Καθολικές τελετουργίες στη λατινική.
Το πρώτο τμήμα της νέας μετάφρασης εμφανίστηκε το 1969, και το 1979 ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ ενέκρινε τη Νόβα Βουλγάτα. Η πρώτη έκδοση περιείχε το θεϊκό όνομα, με τη μορφή Iahveh, σε αρκετά εδάφια, περιλαμβανομένων των εδαφίων Έξοδος 3:15 και 6:3. Κατόπιν, όπως το έθεσε ένα μέλος της επιτροπής, στη δεύτερη επίσημη έκδοση, η οποία κυκλοφόρησε το 1986, «εκδηλώθηκε μετάνοια. Η λέξη Dominus [“Κύριος”] επαναφέρθηκε στη θέση του Iahveh».
Όπως συνέβη με τη Βουλγάτα πριν από αιώνες, έτσι και η Νόβα Βουλγάτα επικρίθηκε, ακόμη και από Καθολικούς λογίους. Αν και αρχικά παρουσιάστηκε ως μετάφραση με ισχυρό οικουμενικό χαρακτήρα, πολλοί τη θεώρησαν εμπόδιο στο θρησκευτικό διάλογο, ιδιαίτερα επειδή προωθήθηκε ως δεσμευτικό πρότυπο για σύγχρονες μεταφράσεις. Στη Γερμανία, η Νόβα Βουλγάτα αποτέλεσε επίκεντρο αντιπαράθεσης ανάμεσα σε Προτεστάντες και Καθολικούς σε σχέση με την αναθεώρηση μιας διαθρησκευτικής μετάφρασης. Οι Προτεστάντες κατηγόρησαν τους Καθολικούς ότι επέμεναν να εναρμονιστεί εκείνη η νέα μετάφραση με τη Νόβα Βουλγάτα.
Παρότι η λατινική δεν αποτελεί πλέον κοινώς ομιλούμενη γλώσσα, η Αγία Γραφή στη λατινική έχει ασκήσει και άμεση και έμμεση επιρροή σε εκατομμύρια αναγνώστες. Έχει διαμορφώσει τη θρησκευτική ορολογία σε πολλές γλώσσες. Ωστόσο, ο Λόγος του Θεού, ανεξάρτητα από τη γλώσσα στην οποία παράγεται, συνεχίζει να ασκεί δύναμη, αλλάζοντας τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων οι οποίοι αγωνίζονται υπάκουα να ενεργούν σε αρμονία με τις πολύτιμες διδασκαλίες του.—Εβραίους 4:12.
Γιατί γράφτηκε μέρος της Γραφής στην ελληνική;
«Οι ιερές εξαγγελίες του Θεού» ήταν εμπιστευμένες στους Ιουδαίους, δήλωσε ο απόστολος Παύλος. (Ρωμαίους 3:1, 2) Γι’ αυτόν το λόγο, το πρώτο μέρος της Γραφής γράφτηκε κυρίως στην εβραϊκή, τη γλώσσα των Ιουδαίων. Ωστόσο, οι Χριστιανικές Γραφές γράφτηκαν στην ελληνική. Γιατί συνέβη αυτό;
Τον τέταρτο αιώνα Π.Κ.Χ., οι στρατιώτες που υπηρετούσαν υπό τις διαταγές του Μεγάλου Αλεξάνδρου μιλούσαν διάφορες διαλέκτους της κλασικής αρχαίας ελληνικής, οι οποίες βρίσκονταν σε στάδιο ανάμειξης διαμορφώνοντας την Κοινή Ελληνική. Οι κατακτήσεις του Αλεξάνδρου συνέβαλαν στο να γίνει η Κοινή Ελληνική η διεθνής γλώσσα εκείνης της εποχής. Όταν συνέβαιναν αυτές οι κατακτήσεις, οι Ιουδαίοι είχαν ήδη διασκορπιστεί σε μεγάλη κλίμακα. Πολλοί δεν επέστρεψαν ποτέ στην Παλαιστίνη από την εξορία τους στη Βαβυλώνα, η οποία είχε τερματιστεί αιώνες νωρίτερα. Ως αποτέλεσμα, πολλοί από τους Ιουδαίους έπαψαν τελικά να μιλούν τη γνήσια εβραϊκή γλώσσα και αντ’ αυτής χρησιμοποιούσαν την ελληνική. (Πράξεις 6:1) Προς όφελός τους εκπονήθηκε η Μετάφραση των Εβδομήκοντα, μια μετάφραση των Εβραϊκών Γραφών στην Κοινή Ελληνική.
Το «Λεξικό της Αγίας Γραφής» (Dictionnaire de la Bible) επισημαίνει ότι καμιά άλλη γλώσσα δεν είχε «τον πλούτο, την πλαστικότητα, καθώς και τον οικουμενικό και διεθνή χαρακτήρα της ελληνικής». Με το ευρύ και ακριβές λεξιλόγιό της, τη λεπτομερή γραμματική της και τα ρήματά της που εξέφραζαν εύστοχα λεπτές νοηματικές αποχρώσεις, ήταν «μια γλώσσα που προσφερόταν για επικοινωνία, για εξάπλωση, για διάδοση ιδεών—ακριβώς η γλώσσα που χρειαζόταν η Χριστιανοσύνη». Δεν είναι κατάλληλο το ότι η ελληνική ήταν η γλώσσα στην οποία γράφτηκε το Χριστιανικό άγγελμα;
Μια αμφιλεγόμενη οδηγία
Το 2001, ύστερα από τέσσερα χρόνια εργασίας, η Εκκλησία του Βατικανού για τη Θεία Λατρεία και τους Κανόνες των Μυστηρίων δημοσίευσε την οδηγία Liturgiam authenticam (Αυθεντική Λειτουργία). Αυτή η οδηγία έχει επικριθεί με δριμύτητα από πολλούς Καθολικούς λογίους.
Σύμφωνα με αυτή την οδηγία, εφόσον η Νόβα Βουλγάτα είναι η επίσημη έκδοση της εκκλησίας, πρέπει να χρησιμοποιείται ως πρότυπο για όλες τις άλλες μεταφράσεις, ακόμη και αν περιέχει παραλλαγές σε σχέση με τα αρχαία πρωτότυπα κείμενα. Μόνο αν μια Αγία Γραφή εναρμονίζεται με αυτή την κατεύθυνση μπορεί να γίνει αποδεκτή από την Καθολική ιεραρχία. Αυτή η οδηγία αναφέρει ότι, στις Καθολικές μεταφράσεις, «το όνομα του παντοδύναμου Θεού όπως εκφράζεται από το εβραϊκό τετραγράμματο (ΓΧΒΧ)» πρέπει να αποδίδεται στην «εκάστοτε καθομιλουμένη με μια λέξη νοηματικά αντίστοιχη» της λέξης Dominus, δηλαδή «Κύριος», όπως κάνει η δεύτερη έκδοση της Νόβα Βουλγάτα—παρότι η πρώτη έκδοση χρησιμοποιούσε τον τύπο «Iahveh».
- Αναδημοσίευση από τη ΣΚΟΠΙΑ 1 Απριλίου 2009, σελ. 20 -23
Σχόλια (0)