Χαμένος για πάνω από 20 Χρόνια. Μια συγκλονιστική αληθινή ιστορία που αξίζει να δούμε
«Είστε ο αδελφός μου και η αδελφή μου. Σας περίμενα!»
Με πόσο ενθουσιασμό είπε ο Τζίμι αυτά τα λόγια όταν τον συναντήσαμε η σύζυγός μου κι εγώ! Για πάνω από 20 χρόνια ζούσε απομονωμένος κάτω από συνθήκες όμοιες μ’ εκείνες που επικρατούν στις φυλακές. Όμως, όταν τον επισκεφτήκαμε το 1977, άρχισε γι’ αυτόν μια περίοδος ανακούφισης.
Αλλά πώς και πού θα μπορούσε να συναντήσει κανείς τέτοιες μεσαιωνικές συνθήκες στην εποχή μας; Πρώτα ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Μια Τραγική Ζωή Φωτίζεται Από τη Βιβλική Αλήθεια
Ο Τζίμι Σουτέρα γεννήθηκε στις 13 Ιουνίου 1913 και μεγάλωσε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Το πραγματικό του όνομα ήταν Βίνσεντ όμως πάντα τον φώναζαν Τζίμι. Όταν ήταν μωρό, προσβλήθηκε άσχημα από εγκεφαλονωτιαία μηνιγγίτιδα και έμεινε ανάπηρος. Από τα παιδικά του χρόνια ακόμα, άρχισε να νοσηλεύεται αλλεπάλληλες φορές σε νοσοκομεία.
Μια μέρα, αφού είχε επιστρέψει στο σπίτι από την εκκλησία, ο Τζίμι καθόταν στην αυλή και έκλαιγε εξαιτίας της μοναξιάς του. Μια καλοσυνάτη κυρία που την έλεγαν Ρεβέκκα συγκινήθηκε από τη σκηνή και άρχισε να τον παρηγορεί. Του εξήγησε ότι ο Θεός ενδιαφερόταν γι’ αυτόν και ότι ο Θεός έχει ένα όνομα, το οποίο είναι Ιεχωβά. Ο Τζίμι συνέλαβε πολύ γρήγορα τον καθαρό ήχο της αλήθειας που είχε το πολύτιμο μήνυμά της. Ήταν μια Μάρτυρας του Ιεχωβά (που τότε ήταν γνωστοί ως Σπουδαστές της Γραφής).
Οι γονείς του Τζίμι, οι αδελφοί του και οι αδελφές του αποδοκίμασαν τη νέα του πίστη. Έτσι, ο Τζίμι φρόντιζε να βρίσκει τη Βιβλική γνώση στα κρυφά. Οι γονείς του νόμιζαν ότι πήγαινε στην εκκλησία, αλλά αυτός στην πραγματικότητα παρακολουθούσε συναθροίσεις των Σπουδαστών της Γραφής και συμμετείχε μαζί τους στη δημόσια διακονία.
Το 1932 ο Τζίμι αφιέρωσε τη ζωή του στον Θεό και το συμβόλισε αυτό με βάφτισμα στο νερό. Είναι ενδιαφέρον ότι την ομιλία του βαφτίσματος την παρουσίασε ο τότε πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, Ι. Φ. Ρόδερφορντ.
Αν και ο Τζίμι περπατούσε με δυσκολία, συμμετείχε στο κήρυγμα της Βασιλείας από σπίτι σε σπίτι χρησιμοποιώντας τις κάρτες μαρτυρίας και το φωνόγραφο. Στη δεκαετία του ’30 η κύρια μέθοδος που εφάρμοζαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά για να διαδίδουν το άγγελμα της Βασιλείας ήταν να παίζουν ηχογραφημένες ομιλίες στις πόρτες των ανθρώπων. Δεν ήταν καθόλου εύκολο για τον Τζίμι να κουβαλάει πράγματα, παρ’ όλα αυτά όμως, εκείνος πήγαινε στο έργο κρατώντας με το ένα χέρι το φωνόγραφο και με το άλλο μια τσάντα γεμάτη Βιβλικά έντυπα.
Περιορισμένος σε μια Ιδιωτική Κλινική
Στη συνέχεια όμως, ο Τζίμι προσβλήθηκε από πολιομυελίτιδα και έπειτα από μια σειρά εξάρσεων της αρρώστιας αχρηστεύτηκε η αριστερή πλευρά του σώματός του. Έπασχε επίσης από τη νόσο του Πάρκινσον και μπορούσε να μιλήσει μόνο με μεγάλη δυσκολία και σπασμωδικά. Οι γονείς του, που ήταν τότε αρκετά ηλικιωμένοι, αποφάσισαν να αναθέσουν τη φροντίδα του σε μια ιδιωτική κλινική που βρισκόταν εκεί κοντά στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Αυτό συνέβηκε το 1958.
Μ’ έναν αξιέπαινο τρόπο τα μέλη της οικογένειάς του εκδήλωσαν πραγματικό ενδιαφέρον κάνοντάς του επισκέψεις αρκετές φορές την εβδομάδα, αν και μερικοί απ’ αυτούς εναντιώνονταν φοβερά στη θρησκεία του. Δυστυχώς η διοίκηση της ιδιωτικής κλινικής αποδείχτηκε εχθρική. Αφού ήταν σωματικά ανίκανος να χρησιμοποιήσει ακόμα και το τηλέφωνο για να τηλεφωνήσει στους πνευματικούς αδελφούς του, έχασε κάθε επαφή με το λαό του Ιεχωβά. Ζούσε μέσα στην ιδιωτική κλινική μόλις λίγα χιλιόμετρα μακριά από τα παγκόσμια κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά, αποκλεισμένος σαν να ήταν φυλακισμένος και απομονωμένος από κάθε πνευματική συναναστροφή!
Οι συνθήκες στην ιδιωτική κλινική ολοένα και χειροτέρευαν, και τελικά, η πολιτεία κήρυξε ακατάλληλες τις εγκαταστάσεις στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Ωστόσο, εξαιτίας της έλλειψης ιδιωτικών κλινικών στην πόλη της Νέας Υόρκης, δεν στάθηκε δυνατό να βρεθεί μέρος εκεί για να μεταφερθούν οι ασθενείς. Οι κατσαρίδες έτρεχαν άφοβα στο πάτωμα και στους τοίχους. Πού και πού μάλιστα μερικές απ’ αυτές τσιμπούσαν τον Τζίμι. Εκείνος υπέμεινε, απομονωμένος σ’ αυτό το άθλιο μέρος για πάνω από 20 χρόνια. Όμως ο Υπέρτατος Κυρίαρχος Ιεχωβά ήταν κοντά του και διατήρησε την πίστη του ζωντανή και δυνατή—γεγονός που η σύζυγός μου κι εγώ μπορούμε να επιβεβαιώσουμε. Όμως πώς τον βρήκαμε;
Πώς Βρήκαμε τον Τζίμι
Η σύζυγός μου Μπάρμπαρα, κι εγώ γίναμε Μάρτυρες του Ιεχωβά στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Αργότερα, μετακομίσαμε από το βόρειο τμήμα της πολιτείας της Νέας Υόρκης στο Κουίνς, μέσα στην πόλη της Νέας Υόρκης. Όταν ακόμα σχεδιάζαμε να μετακομίσουμε, ο πατέρας μου σκέφτηκε ότι ο θείος του στην πόλη ίσως να ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά. Πράγματι, θυμήθηκε ότι κάποτε ο θείος του ο Τζίμι του έλεγε θαυμάσιες ιστορίες για αγοράκια που θα έπαιζαν με τα λιοντάρια στον Παράδεισο.
Ζούσαμε στην πόλη της Νέας Υόρκης ένα χρόνο περίπου όταν μάθαμε από την αδελφή του θείου Τζίμι, τη θεία του πατέρα μου, ότι αυτός ήταν πράγματι Μάρτυρας του Ιεχωβά, «ένας από σας», όπως είπε. Μας έδωσε τη διεύθυνση και σε μια ώρα βρισκόμασταν στην ιδιωτική κλινική. Μια νοσοκόμα μας σταμάτησε στην πόρτα επειδή δεν ήταν ώρες επισκεπτηρίου. Της εξήγησα ότι πήγαμε εκεί για να δούμε το θείο του πατέρα μου, και ότι ήμουν διάκονος, ένας Μάρτυρας του Ιεχωβά.
«Δεν είμαι προκατειλημμένη, αλλά δεν επιτρέπουμε να έρχονται Μάρτυρες του Ιεχωβά εδώ», ήταν η ολοφάνερα προκατειλημμένη απάντησή της. «Επιτρέπουμε να έρχονται εδώ ο Καθολικός ιερέας, ο Προτεστάντης διάκονος και ο Επισκοπελιανός ιερέας, όμως δεν επιτρέπουμε να μας επισκέπτεται κανένας από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά».
Προσπαθώντας να παραμείνω ήρεμος, της παρουσίασα δύο εκλογές: (1) Να μας αφήσει να μπούμε αμέσως και ειρηνικά, ή (2) να φωνάξουμε την αστυνομία. Αμέσως διάλεξε την ειρηνική λύση.
Δεν θυμάμαι να είχα ξαναδεί τον Τζίμι αφού ήμουν μόνο τεσσάρων χρόνων όταν μπήκε στην κλινική. Προχωρήσαμε μέσα στο δωμάτιό του και του είπαμε τα ονόματά μας. Προσπαθώντας απεγνωσμένα να μετακινηθεί από το κρεβάτι του προς το μέρος μας, αναφώνησε, «Αδελφέ μου!»
«Όχι, δεν νομίζω ότι ξέρεις ποιοι είμαστε», του είπα επαναλαμβάνοντας τα ονόματά μας.
«Είσαι ο αδελφός μου», είπε ξανά, «και η αδελφή μου. Σας περίμενα»! Εννοούσε, βέβαια, ότι ήμασταν ο πνευματικός αδελφός και αδελφή του.
Μάθαμε ότι η αδελφή του, που ήταν πολύ εναντιούμενη στη θρησκεία μας, του είχε μιλήσει για μας. «Ο Αλ και η Μπάρμπαρα ασπάστηκαν τη δική σου θρησκεία», του είπε. Έτσι για αρκετά χρόνια μας περίμενε να πάμε να τον δούμε, να μιλήσουμε μ’ αυτόν για την πίστη που είχαμε από κοινού.
Πίστη Ζωντανή και Δυνατή
Από τη συνομιλία μας, γινόταν ολοένα και πιο φανερό ότι αυτός ο άνθρωπος που δεν φαινόταν να του έχει απομείνει τίποτα περιέκλειε μέσα του μια γιγάντια καρδιά γεμάτη πνεύμα και πίστη. Καθώς διερευνούσαμε τη μνήμη του, παρέθετε πολλά μέρη από την Αγία Γραφή, συζητούσε μαζί μας βαθιές Βιβλικές προφητείες, και έψαλλε ακόμα κι έναν ύμνο που είχε συνθέσει ο ίδιος, ο οποίος εξέφραζε την εγκάρδια εκτίμησή του για τον Ιεχωβά. Το πρόσωπο του θείου Τζίμι έλαμπε· ολόκληρη η ύπαρξή του ακτινοβολούσε τη χαρά και τον μοναδικό ενθουσιασμό που έχει το άτομο που φανερά λαβαίνει ενίσχυση από τον Θεό. Μας φαινόταν σαν θαύμα. Έμοιαζε σαν να είχε γίνει ανάσταση.
Σε λίγο θα έφτανε ο καιρός για τη συνέλευση περιφερείας του 1977. Ζητήσαμε να πάρουμε τον Τζίμι μαζί μας. Ο διευθυντής αρνήθηκε και να το σκεφτεί ακόμα. Σε μια άλλη μας επίσκεψη ρωτήσαμε τη νοσοκόμα αν θα μπορούσαμε να κάνουμε μια βόλτα τον θείο Τζίμι με την αναπηρική πολυθρόνα του γύρω από το τετράγωνο. Αν και δεν συνήθιζαν να τον βγάζουν έξω σκέφτηκε ότι θα ήταν μια θαυμάσια ιδέα. Έτσι ξεκινήσαμε. Ωστόσο, δεν είχαμε απομακρυνθεί και πολύ, όταν ο διευθυντής έτρεξε ξοπίσω μας να μας προλάβει, ουρλιάζοντας και φωνάζοντάς μας να μην τον βγάλουμε ποτέ ξανά έξω.
Από την πρώτη μας επίσκεψη κιόλας, αφήσαμε στον Τζίμι έντυπα. Όταν πήγαμε ξανά, έλειπαν. «Πού είναι τα έντυπά σου;» τον ρωτήσαμε.
«Τα διέθεσα», μας είπε.
«Πού είναι η Γραφή σου;»
«Τη διέθεσα».
Το υμνολόγιο, το Βιβλίο Έτους, ό,τι του αφήναμε τα έδινε σε ενδιαφερόμενα άτομα. Τέτοια διακαή επιθυμία έχει να αινεί το όνομα του Ιεχωβά. Ήξερε επίσης ότι η διεύθυνση θα κατέστρεφε όποιο έντυπο του έβρισκαν.
Μια φορά, καθώς μιλούσαμε για τα παγκόσμια γεγονότα και τις προφητείες, του είπα: «Θείε Τζίμι, δεν είναι θαυμάσιο; Σύντομα θα έρθει το τέλος αυτού του συστήματος όπως είπε ο Ιησούς. Θα δοξαστείς σύντομα ως βασιλιάς και ιερέας στον ουρανό, και όλα τα παθήματά σου θα τελειώσουν».
Χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό, απάντησε κατηγορηματικά: «Αυτό δεν είναι το σπουδαιότερο πράγμα». Και τόνισε με μοναδική έμφαση: «Το όνομα του Ιεχωβά θα δικαιωθεί!» Η θεϊκή του διάκριση μας έφερε δάκρυα στα μάτια. Έχει υποφέρει τόσο πολύ σ’ όλη του τη ζωή, και όμως η μεγαλύτερή του επιθυμία είναι να δει τον αγιασμό του ονόματος του Ιεχωβά και όχι να νιώσει προσωπική ανακούφιση.
Μια Ευπρόσδεκτη Αλλαγή
Το 1978 οι υπάλληλοι των ιδιωτικών κλινικών στην πόλη της Νέας Υόρκης κήρυξαν απεργία, και γι’ αυτό χρειάστηκε να μεταφερθούν οι ασθενείς σε νοσοκομεία. Η πολιτεία δεν επέτρεψε να ξανανοίξει η παλιά ιδιωτική κλινική. Έτσι, ο Τζίμι βρίσκεται τώρα σ’ ένα πολύ καλύτερο ίδρυμα σε μια περιοχή της πόλης που βρίσκεται κοντά στον ωκεανό. Όλες οι νοσοκόμες τον αγαπούν και τον φροντίζουν. Τι γίνεται όμως με τις πνευματικές του ανάγκες;
Τα μέλη της τοπικής εκκλησίας των Μαρτύρων του Ιεχωβά παίρνουν το θείο Τζίμι στις συναθροίσεις και στις συνελεύσεις. Δίνει πάνω από εκατό περιοδικά το μήνα, τα περισσότερα μέσα στην ιδιωτική κλινική. Ωστόσο, οι Μάρτυρες τον παίρνουν με την αναπηρική του πολυθρόνα και στη διακονία από πόρτα σε πόρτα. Οι πνευματικοί αδελφοί και αδελφές του τον έχουν φέρει αρκετές φορές για να επισκεφτεί την Μπάρμπαρα κι εμένα στα Αγροκτήματα της Σκοπιάς, στο βόρειο μέρος της πολιτείας της Νέας Υόρκης, όπου διαμένουμε τα τελευταία δέκα χρόνια.
Ο θείος Τζίμι λέει ότι η εκκλησία είναι «θαυμάσια, όλοι μ’ αγαπούν». Αυτό είναι αλήθεια. Αυτοί πράγματι τον αγαπούν και τον φροντίζουν. Ο προεδρεύων επίσκοπος, ο Τζόζεφ Μπάουερς, λέει: «Ποτέ δεν άκουσα τους αδελφούς να παραπονιούνται επειδή τον φροντίζουν». Έπειτα με πραγματικό αίσθημα στη φωνή του, προσθέτει: «Η ζωή μου πλουτίστηκε γνωρίζοντάς τον».
Αν και συγκριτικά ο Τζίμι δεν ξέρει πολλά γράμματα, ο νους του είναι προσκολλημένος καθαρά στο θεμελιώδες ζήτημα—στη δικαίωση του Ιεχωβά ως του Υπέρτατου Κυρίαρχου του Σύμπαντος. Αυτό το ’χει πρώτο στο μυαλό του. Χαρούμενος που ζει, υπηρετεί τον Ιεχωβά πάντα ευδιάθετος, επειδή καταλαβαίνει καλά ότι με την πιστή πορεία της ζωής του βγάζει τον Σατανά ψεύτη και επειδή συμμετέχει σ’ αυτό που ξέρει ότι είναι το πιο σπουδαίο έργο απ’ όλα, στη διακονία της Βασιλείας.—
- Όπως το αφηγήθηκε ο Άλμπερτ Κακαρίλε.
- ΞΥΠΝΑ, 8 Δεκεμβρίου 1988.
- Μας το θύμισε ο αδελφός Aris Greek
Σχόλια (0)