«Στάσιμος Χρόνος», ποιήματα του Θανάση Ρέππα του 2011, από τις εκδόσεις «Φανάρι»
Για τον καθένα αβάσταχτος καημός ειν’ ο δικός του Θ.Ρ
ΣΤΟ GOODBYE
Όταν φτάνεις στο «goodbye» της ζωής,
φρόντισε να έχεις χαρούμενη όψη.
Είναι το τελευταίο, ίσως και το μόνο,.
που θα αφήσεις σ’ εκείνους
που θα σου κουνήσουν μαντήλι αποχαιρετισμού.
ΣΤΑΣΙΜΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
Τα ληξιαρχικά μου στοιχεία,
η όψη μου, οι δυνάμεις μου
και τα μεσήλικα παιδιά μου,
μαρτυρούν πως έφυγε ο χρόνος.
Μόνο εγώ δεν το μαρτυρώ,
ούτε το αποδέχομαι ,γιατί, χρόνια τώρα,
μένω καρφωμένος σε μια στιγμή.
Σ’ εκείνη τη στιγμή.
σ’ εκείνο το δευτερόλεπτο,
που είναι όλος ο χρόνος μου
και μένει στάσιμος, όπως κι εγώ!.
ΣΑΝ ΜΑΔΗΜΕΝΟ ΤΣΑΜΠΙ
Κάποτε τον έλεγαν σπουδαίο.
Μέσα του το πίστευε κι ο ίδιος
Και κάπου, κάπου. το ’λεγε «εμπιστευτικά»
στο περιβάλλον του, που ήταν ευρύ.
Τώρα νιώθει μόνος και εντελώς άδειος,
σαν μαδημένο τσαμπί, με λίγες σάπιες ρόγες,
περιφρονημένες ακόμα κι από σφήκες και σπουργίτια
Έτσι μόνος, αζήτητος και ξεχασμένος,
περιμένει καρτερικά τον Δεκέμβρη,
να τον σπρώξει, με τον παγωμένο βοριά του,
και αστήριχτος, καθώς είναι, να πέσει στο χώμα.
Να μπερδευτεί μ’ εκείνο, όπως ήταν πριν. γεννηθεί.
ΑΛΛΕ ΜΟΥ ΕΑΥΤΕ
Άλλε μου εαυτέ,
πόσες φορές ξεκίνησα να σε βρω,
αλλά δεν έφτασα ποτέ.
Χρόνια τώρα, μένω μόνος και ίδιος.
Ώρες – ώρες θαρρώ πως δεν υπάρχεις.
Πως ποτέ δεν υπήρξες.
Πως ήμουν πάντα μόνος.
Πως εγώ ήμουν εγώ, εγώ ήμουν κι ο άλλος.
ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΣΚΙΕΣ
Μέρα τη μέρα λιγοστεύουν οι γνωστοί μου
και πληθαίνουν οι σκιές των φευγάτων.
Κι εγώ στη μέση, σκεφτικός κι αναποφάσιστος,
κοιτάζω μια τους ζωντανούς και μια τις σκιές.
Τελικά προχωρώ προς τις σκιές,
Είναι, βλέπεις, περισσότερες και μου μοιάζουν.
Η ΑΛΛΗ ΟΨΗ
Μη σε θαμπώνει αυτός ο κόσμος,
με τα κάθε λογής νομίσματά του,
που αστράφτουν και λαμποκοπάν μπροστά σου.
Πρόσεχε γιατί σου δείχνει μόνο τη μια του όψη.
Την άλλη, τη σκοτεινή, θα σου τη δείξει στο τέλος.
Τότε που θα έχει θολώσει η όρασή σου.
και δεν θα μπορείς να ξεχωρίζεις το φως απ’ το σκοτάδι.
ΜΝΗΜΕΣ
Δεν έλαβα ποτέ γράμμα σου,
κι ας μου είχες πολλές φορές υποσχεθεί
πως θα μου γράφεις ταχτικά.
Μου στέλνεις όμως συνέχεια μνήμες.
Μνήμες πολλές, που με πνίγουν
Μνήμες που με κάνουν να νιώθω παρελθόν.
Αξίζουν όμως, γιατί με βοηθούν
να ξεχνώ το παρόν
και να μη φοβάμαι το μέλλον.
ΑΓΓΕΛΤΗΡΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ
Αλήθεια, ποιος δεν διαβάζει,
κάθε αγγελτήριο θανάτου που βλέπει,
ιδιαίτερα στη γειτονιά του;
Όλοι τα διαβάζουμε.
Και δεν είναι από περιέργεια,.
αλλά για να σιγουρευτούμε
πως εκείνο το αγγελτήριο
δεν είναι του δικού μας θανάτου..
Να παρηγορηθούμε με τη σκέψη
πως το δικό μας δεν θα το διαβάσουμε ποτέ,
αφού ποτέ κανείς δεν είδε και δεν διάβασε
την αγγελία του θανάτου του.
Αλλά και με την κρυφή ελπίδα,
πως μπορεί να μην το διαβάσει κανείς!
ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ
Ήθελα να σου κάνω δώρο ένα σύννεφο.
Μόλις το είδα στον ουρανό,
σε φώναξα να σου το δείξω.
Όμως, όταν ήρθες, εκείνο συγκινήθηκε
και άρχισε να κλαίει με βρόχινα δάκρυα.
Από τα κλάμα στέγνωσε και διαλύθηκε.
Πίσω του άφησε ένα ουράνιο τόξο.
Στάσου μια στιγμή να σου το βάλω για στεφάνι..
Θα σου πηγαίνει πολύ και θα σε κάνει πιο όμορφη,
ΔΕΝ ΚΡΥΦΤΗΚΑ
Κύριε, άκουσα τη φωνή Σου και φοβήθηκα.
Δεν κρύφτηκα όμως, κι ας ήμουν γυμνός.
Έτρεξα κοντά Σου
Γύρεψα φωλιά στο έλεός Σου.
Εσύ κάλυψες τη γύμνια μου,
με τον μακρύ χιτώνα της αγάπης Σου.
Έδιωξες το φόβο μου
και φύτεψες ελπίδα στην καρδιά μου.
ΕΣΥ ΗΣΟΥΝ
Ένιωθα κάτι να με ακολουθεί,
και νόμισα πως ήταν η σκιά μου,
γιατί είχα μπροστά μου τον Ήλιο.
Όταν όμως πρόσεξα τα βήματα,
κατάλαβα πως ήσουν εσύ!
Εσύ που με ακολουθείς σε κάθε μου βήμα
και με προσέχεις να μην πέσω, όπως τότε....
Κι αν δεν είσαι εσύ, αφού έχεις πεθάνει,
είναι η σκέψη μου που σε φέρνει κοντά μου,
να παίρνω φως απ’ τη ματιά σου
και να κρατιέμαι από το χέρι σου,
για να μην πέφτω, όταν γλιστρώ
κι όταν με σπρώχνουν.
Ναι, μάνα, εσύ ήσουν,
Εσύ που είσαι κάθε φορά δίπλα μου
στην ανάγκη, στη λύπη και στη χαρά μου, όπως τότε...
ΓΙΑ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ
Κάθε βράδυ, μόλις γυρίζει σπίτι του,
διαβάζει στον πίνακα με τα κουδούνια
τα ονόματα των ενοίκων.
Όταν φτάνει στο δικό του,
το διαβάζει δυνατά για να το ακούσει.
Θέλει να βεβαιωθεί πως γύρισε.
Πως για μια ακόμα μέρα δεν χάθηκε,
μέσα σ’ αυτό το χάος που το λένε «Κόσμο»
ΟΙ ΘΕΡΜΟΠΥΛΟΜΑΧΟΙ
Μπροστά τους οι Πέρσες.
Πίσω τους : «ή ταν ή επί τας»!
Κι εκείνοι στητοί στις Θερμοπύλες,
έβλεπαν πως χάνουν το «ταν»,
Το μόνο που τους έμενε: το «επί τας»!
Το αποδέχτηκαν, χωρίς σκέψη,
αφού ήταν μοναδική επιλογή τους.
Αργότερα τους έγραψαν μια επιγραφή,
που έλεγε πως έπεσαν «πειθόμενοι...»
και την ταχυδρόμησαν
σαν ανοιχτή επιστολή στην Ιστορία
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΜΟΥ
Ήθελα πολύ να μιλήσω σε κάποιον
Δεν είχα κανέναν κοντά μου.
Κατέφυγα στο τηλέφωνο.
Οι απαντήσεις ίδιες:«Η κλήση σας προωθείται»,
ή «αναμείνατε στο ακουστικό σας...».
Αποφάσισα να γράψω ένα γράμμα,
να καλύψω έτσι την ανάγκη να μιλήσω.
Πήρα μολύβι και χαρτί
Αλλά δεν εύρισκα σε ποιόν να γράψω.
Οι γονείς μου έχουν πεθάνει.
Ο αδελφός μου, λείπει χρόνια στην Αμερική
και όταν κάποτε προσπάθησα να του μιλήσω,
αποτολμώντας ένα τηλεφώνημα,
μου είπε βιαστικά, πώς ήταν «veribizy”
Μια θεία μου στο χωριό δεν ξέρει να διαβάζει.
Οι φίλοι μου, πού είναι αλήθεια;
Τελικά βρήκα τη λύση: έγραψα σ’ εμένα.
Έγραψα ένα γράμμα πολυσέλιδο
Μού είπα τόσα που δεν είχα ακούσει ποτέ.
Τα διάβασα όλα και πολλές φορές,
Ενθουσιάστηκα πολύ και τώρα βιάζομαι.
Θέλω να απαντήσω στο γράμμα
Και τρέχω να το κάνω αμέσως,
Τέτοιες επιστολές δεν πρέπει να μένουν αναπάντητες.
ΟΙ ΑΙΩΝΕΣ
Άλλοι μιλάνε για αιώνες
και άλλοι για αιωνιότητα.
Εκείνος σκέφτεται τον αιώνα που πέρασε
και δεν του ’φερε όσα περίμενε.
Απόθεσε την ελπίδα του στον καινούργιο,
αλλά του φαίνεται μεγάλος, ατέλειωτος...
και η ζωή του; στο σώσμα της..
ΘΑΜΠΟ ΜΕΛΛΟΝ
Μπήκε δειλά στο κατάστημα οπτικών.
Δοκίμασε όλα τα γυαλιά.
Δεν έβλεπε με κανένα.
Έβαλε κοντινά, μακρινά, μυωπίας,
πρεσβυωπίας, αστιγματισμού, τίποτα!
Ανήσυχος και απελπισμένος,
απευθύνθηκε ικετευτικά στον οπτικό:
«Δεν έχετε κάτι που να δείχνει το μέλλον λίγο φωτεινό»;
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΛΙΜΑΝΙ
Κάποτε, στα παιδικά μας χρόνια,
αρματώναμε με το νου μας καράβια.
Φτιάχναμε γερά και μεγάλα σκαριά.
Τα στολίζαμε με δαντέλλες,
από τα παραμύθια της γιαγιάς,
σίγουροι πως θα τα φορτώναμε
με ευτυχισμένα χρόνια,
που θα μαζεύαμε από τη ζωή,
σαν θα μεγαλώναμε.
Τώρα, που μεγαλώσαμε,
περιφέρουμε τα κουφάρια μας,
άδεια και σαπισμένα σκαριά,
αναζητώντας λιμάνι,
να ρίξουμε εκεί, για πάντα,
τις σκουριασμένες άγκυρές μας.
ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΣΕΛΙΔΑ
Φιλοδοξούσαμε και ελπίζαμε.
Είχαμε την ψευδαίσθηση
πως θα γεμίζαμε σελίδες πολλές στην Ιστορία.
Κι όμως δεν συμπληρώσαμε ούτε μία,
αφού τα στοιχεία μας,
στη ληξιαρχική πράξη θανάτου,
θα καλύψουν μόνο ένα μικρό μέρος της,
μαζί με την επίσημη σφραγίδα
και τη δυσανάγνωστη υπογραφή του ληξίαρχου
ΧΩΡΙΣ ΡΟΛΟ
Ξέρει πως δεν έχει πια ρόλο,
αλλά δεν κατεβαίνει από τη σκηνή της ζωής.
Περιμένει την αυλαία του χρόνου,
με την ελπίδα μήπως ακούσει κάποιο,
έστω και δειλό, χειροκρότημα,
για κάτι που έπαιξε κι εκείνος
στο πέρασμά του από τη ζωή.
Έστω και σαν κομπάρσος!
ΟΙ ΔΗΘΕΝ
Κουράστηκα να βλέπω:
τον εργάτη που δήθεν δουλεύει,
το μάστορα που δήθεν διορθώνει,
το γιατρό που δήθεν θεραπεύει,
το δάσκαλο που δήθεν διδάσκει,
τον συνήγορο που δήθεν υπερασπίζεται,
τον εραστή που δήθεν αγαπάει,.
τον παπά που δήθεν προσεύχεται
για τις αμαρτίες .τού «ποιμνίου» του
και όλους τους «δήθεν» που μας περιβάλλουν.
Ακόμα και τον εαυτό μου, που τον περιφέρω,
για να δείξω στους άλλους και σ’ εμένα,
πως δήθεν υπάρχω και είμαι εγώ!
ΟΛΑ ΚΛΕΙΣΤΑ
Πήγα στο χωριό μου.
Βρήκα το σπίτι που γεννήθηκα ερειπωμένο
και σχεδόν όλα τα άλλα κλειστά.
Κλειστό και το σχολείο.
Γκρεμισμένο το κοινοτικό κατάστημα.
Κλειστό
το μοναδικό καφενείο.
Μοναδική παρουσία
Η κυρτωμένη φιγούρα,
του συνταξιούχου αγροφύλακα,
που, από συνήθεια, περιφέρεται
στα χέρσα και αφύλακτα χωράφια.
Μόνο το νεκροταφείο λειτουργεί,
αλλά με δανεικό, εκ περιτροπής, εφημέριο,
για να εκπληρώνει τις τελευταίες επιθυμίες
μεταναστών και ξενιτεμένων,
ΣΤΟΝ ΑΣΣΟ
Είχαμε μείνει στον «άσσο» και το ξέραμε.
Όμως, κάθε τόσο, κάποιοι «καλοθελητές»,
μας έβαζαν από ένα μηδενικό δίπλα του.
Κι εμείς, καθώς αύξαναν τα μηδενικά,
γινόμαστε πλούσιοι.
Έτσι μας έλεγαν, έτσι πιστεύαμε.
Ξαφνικά μας πήραν τον άσσο.
Μείναμε μόνοι με τα μηδενικά μας
και έκπληκτοι ρωτάμε: γιατί;
«Κρίση», μας λένε, «κρίση οικονομική».
Εμείς δεν καταλαβαίνουμε την κρίση,
όπως δεν καταλαβαίναμε και τα μηδενικά.
Μας άρεσαν όμως γιατί, έστω και με μηδενικά,
ανεβαίναμε, νιώθαμε πως είμαστε «κάποιοι».
Τώρα το μόνο που καταλαβαίνουμε είναι,:
πως δεν είμαστε πια ούτε στον «άσσο».
Πως τότε που μας χάριζαν μηδενικά,
εμείς δεν είχαμε κρίση.
αλλά ήρθε εκείνη απρόσκλητη και μας βρήκε,
σταλμένη από εκείνους τους «καλοθελητές»,
που μας έβαζαν τα μηδενικά πίσω από τον «άσσο».
ΑΔΙΚΑ ΚΑΤΗΓΟΡΕΙΤΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Άδικα κατηγορείτε τα παιδιά.
Δεν πήραν τον κακό δρόμο, όπως λέτε.
Τα δρόμο που τους δείξαμε ακολούθησαν.
Περπάτησαν πάνω στην άσφαλτο
που εμείς τους στρώναμε,
άλλοτε με τα δανεικά της ΟΥΝΤΡΑ
άλλοτε με τα εμβάσματα της μετανάστευσης,
και άλλοτε με τις υποσχέσεις των πολιτικών,
Θελήσαμε να σβήσουμε από το δρόμο τους
τις λακκούβες της στέρησης και της ανεπάρκειας,
σκεπάζοντας το χάσμα τους
με τη σκόνη των ψευδαισθήσεών μας
και, μερικές φορές, της υποκρισίας μας.
Τώρα έφυγε η άσφαλτος, έσβησαν οι ψευδαισθήσεις.
Αποκαλύφθηκε η υποκρισία μας
και οι λακκούβες της πραγματικότητας,
ακάλυπτες, χάσκουν απειλητικά μπροστά μας
και μπροστά στο δρόμο των παιδιών μας.
Κι εκείνα , χαμένα όπως κι εμείς κάποτε,
προσπαθούν να τις σκεπάσουν.
Τώρα όμως δεν υπάρχει ΟΥΝΤΡΑ
και τα εμβάσματα των μεταναστών έχουν στερέψει
Άδικα κατηγορείτε τα παιδιά, δεν πήραν κακό δρόμο.
Το δρόμο που εμείς τους δείξαμε ακολούθησαν...
ΧΑΣΑΜΕ ΤΟ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟ
Οργανώσαμε καλά το ταξίδι μας
Διαβάσαμε βιβλία
για τον τόπο του προορισμού μας.
Αγοράσαμε χάρτες,
μάθαμε και κάποιες λέξεις
για τις αναγκαίες συνεννοήσεις.
Βγάλαμε συνάλλαγμα,
κάναμε τα απαιτούμενα εμβόλια,
για κάθε ενδεχόμενο.
Πήραμε από φίλους χαιρετίσματα για γνωστούς
Και ξαφνικά, χάσαμε το διαβατήριο...
ΚΑΙΡΟΣ ΗΤΑΝ
Λόγω φρονημάτων δεν ταξίδεψε ποτέ.
Σήμερα κάνει το μοναδικό του ταξίδι
Τον προπέμπει, μαζί με τον παπά,
και ο προσωπικός του χωροφύλακας,
που, για χρόνια, ήταν φύλακας και σκιά του.
Τώρα πορεύεται τη «μακαρία οδό» μόνος.
Χωρίς χειροπέδες, χωρίς φρουρούς.
Φαίνεται φρονίμεψε. Καιρός ήταν!
Ο ΣΑΚΑΤΗΣ
Χρόνια πολεμούσε αδιάκοπα στην πρώτη γραμμή.
Κυνηγώντας τον εχθρό, έπεσε σε ναρκοπέδιο.
Τραυματίστηκε σοβαρά αλλά δεν το είπε σε κανέναν,
γιατί δεν ήθελε να φύγει από την μάχη.
Τον πρόδωσαν όμως η ματωμένη χλαίνη
και η κουτσή περπατησιά του.
Τον πήραν από το μέτωπο στα μετόπισθεν.
Εκεί οι επί κεφαλής σπάνια του μιλούσαν.
Μερικές φορές άκουσε κάποιους να τον λένε:«σακάτη».
Εκείνος όμως, τυλιγμένος στη ματωμένη χλαίνη του,
συνεχίζει τον αγώνα από τα μετόπισθεν, κουτσαίνοντας.
Βλέποντάς τον να μάχεται κάποιος από τους αρχηγούς,
πρότεινε να του πάρουν τη ματωμένη χλαίνη,
επειδή ήταν παραφωνία ανάμεσα στις ατσαλάκωτες δικές τους.
Δεν είχε όμως κανείς το θάρρος να του το πει,
γιατί όλοι ήξεραν πως δεν θα τους παράδινε τη χλαίνη.
Έτσι συνεχίζει τον αγώνα κουτσαίνοντας
κι ας τον λένε περιπαιχτικά: «σακάτη».
«Καλύτερα σακάτης και στον αγώνα», σκέφτεται,
«παρά αρτιμελής και λιποτάκτης».
ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ
Δεν είπε ποτέ του ψέμα.
Όχι γιατί δεν ήθελε,
αλλά γιατί δεν μπορούσε.
Του έλειπε η φαντασία.
Έτσι, για ευκολία του,
έλεγε πάντα την αλήθεια
ΕΘΝΙΚΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ
Στην ανάπαυλα της πολεμικής σύρραξης,
που την είπαν «Εθνική Επέτειο»,
οι χορηγοί της μεγάλης σφαγής,
μαζί με τους τελετάρχες,
τούς παρατηρητές της ειρήνης
και τους άγρυπνους θεματοφύλακες
των ανθρώπινων δικαιωμάτων,
έκαμαν τα κορμιά των σκοτωμένων
χορδές στις πολεμικές τους κιθάρες,
για να τραγουδήσουν μαζί μας
τα τραγούδια της δήθεν λευτεριάς μας.
ΜΕ ΑΦΗΣΕ ΠΙΣΩ ΤΗΣ
Η ζωή υπήρξε σχετικά καλή μαζί μου.
Της έχω όμως ένα παράπονο:
Με προσπέρασε αδιάκριτα
και, χωρίς σεβασμό,
με άφησε πολύ πίσω της,
να προσπαθώ να την ακολουθήσω,
αγκομαχώντας και τρικλίζοντας.
Σε λίγο ούτε που θα την βλέπω πια.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ
Κάθε φορά που το ρολόι χτυπά μεσάνυχτα,
ακόμα μια μέρα διαγράφεται από τη ζωή μας.
Ακόμα ένας θάνατος συντελείται
που δεν τον υποψιαζόμαστε,
όπως δεν έχουμε υποψιαστεί
και τις χιλιάδες άλλες μέρες μας που έχουν πεθάνει.
Που οι ίδιοι τις κηδέψαμε αθόρυβα
και τις θάψαμε «ινκόγκνιτο» βαθειά στη μνήμη μας,
βέβαιοι πως δεν θα ξανάρθουν.
Μόνο τον θάνατο της τελευταίας μέρας μας σκεφτόμαστε
και προσπαθούμε να τον αναβάλλουμε όσο γίνεται
Κι ας είναι ο μόνος που δεν θα γευθούμε.
Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΒΙΒΛΙΟ
Κάθε μέρα μου και ένας στίχος.
Κάθε μήνας μου και μια στροφή.
Κάθε χρόνος μου και ένα ποίημα.
Η ζωή μου ένα βιβλίο.
Τους στίχους μου και τα ποιήματά μου,
κάποιοι τα διάβασαν.
Το βιβλίο μου κανείς, ούτε εγώ.
Γιατί δεν προφταίνω…Αφού το γράφω.
ΣΚΙΑΧΤΡΑ
Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί,
όταν θέλουμε να διώξουμε τα πουλιά,
φτιάχνουμε για σκιάχτρα
ανθρώπινα ομοιώματα.
Είμαστε τόσο τρομακτικοί;
ΤΟ ΑΝΕΠΑΝΑΛΗΠΤΟ
Του ζήτησαν να περιγράψει το ανεπανάληπτο.
«Ο Θάνατος», είπε χωρίς να το σκεφτεί,
αφού κανείς δεν έχει πεθάνει δυο φορές.
Κι ας είναι χιλιάδες εκείνοι που δικάστηκαν
δις, τρις, ακόμα και τετράκις, εις θάνατον!
ΣΚΟΝΤΟ
Έφυγε «πλήρης ημερών».
΄Ετσι είπαν όσοι ήξεραν την ηλικία της.
΄Ομως οι συγγενείς της
αφαίρεσαν είκοσι χρόνια
από την επιγραφή στην επιτάφια πλάκα,
Φαίνεται πιστεύουν πως δεν τα έζησε,
καθώς, προσπαθώντας να τα κρύψει,
τα προσπέρασε ανέπαφα.
Μπορεί όμως και να φοβούνται
μήπως διαβάσει την επιγραφή!.
ΞΕΔΙΑΝΤΡΟΠΑ
Κλειδώσανε με κλειδαριά ασφαλείας τη ντροπή
στο βάθος της συνείδησής τους,
που κάποτε ήταν υποσυνείδητο
και τώρα έγινε ασυνείδητο.
Για κάθε ενδεχόμενο την κουκούλωσαν
με ομόλογα. και καταθέσεις προθεσμίας
Της έδωσαν έναν κωδικό πιστωτικής κάρτας
και έτσι μπορούν να ζουν κι αυτοί σαν άνθρωποι.
Να κυκλοφορούν άνετα και χαλαρά ,
ανάμεσα στους άλλους άνετους.
Μπορούν, επιτέλους, να ζουν τη ζωή τους
με προκαταβολές, εδώ και τώρα! Χωρίς αναβολές,
χωρίς αναστολές, χωρίς αιδώ. Ξεδιάντροπα!
ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Κάθε μέρα νιώθω πιο παρελθόν.
Σχεδόν όλοι οι γνωστοί μου,
Όταν μιλούν για μένα λένε: «ήταν».
Και ο ίδιος όλο και πιο συχνά λέω:
«ήμουν», «τότε», «κάποτε».
Κάθε μέρα πυκνώνουν τα «όταν»
και λιγοστεύουν απελπιστικά τα «θα».
ΝΑ ΛΗΣΜΟΝΗΣΟΥΝ
Δείχνουν συνέχεια απασχολημένοι,.
Λένε ότι προσπαθούν να θυμηθούν
κι ας ξέρουν πως ποτέ τους
δεν θα γράψουν απομνημονεύματα.
Μάλλον να λησμονήσουν θέλουν
αλλά «δεν τους βολεί», όπως λέει κι ο ποιητής.
ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Παλέψαμε να κατακτήσουμε το μέλλον,
όπως μας συμβούλευαν γονείς και δάσκαλοι,
αλλά δεν τα καταφέραμε.
Τώρα δεν το θέλουμε πια
και απεγνωσμένα προσπαθούμε
να κρατηθούμε στο παρόν,
με τη σκέψη γαντζωμένη στο παρελθόν.
Κρίμα, κι όλος ο αγώνας γινόταν για το μέλλον!
Η ΑΓΓΕΛΙΑ
Η αγγελία με μεγάλα έντονα γράμματα,
ίδια σε όλες τις εφημερίδες
μέσα σε μαύρο πένθιμο πλαίσιο,
στη στήλη «Κοινωνικά»:
«Για την ανάπαυση της ψυχής
του αγαπημένου μας πατέρα....
καταθέσαμε δέκα χιλιάδες (10.000.)....»
Το έγραφαν αριθμητικώς και ολογράφως!
Αλλά γιατί σε όλες τις εφημερίδες;
Φαίνεται δεν ήξεραν ποιά διαβάζει ο Μεγαλοδύναμος!
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΣΟΥ
Όταν ο θησαυρός που έψαχνες,
και προς στιγμή πίστεψες πως βρήκες,
αποδειχτεί άνθρακας,
μην βιαστείς να τον πετάξεις.
Έχει κι ο άνθρακας την αξία του.
Άλλωστε εκείνος σε συντήρησε,
όσο έψαχνες για τον θησαυρό σου
και ζούσες γαντζωμένος
στην ελπίδα της εύρεσής του.
Συνέχισε να ζεις με την ανάμνησή
εκείνου του θησαυρού
κι ας σου βγήκε άνθρακας.
Περιορίσου στην αξία του κι ας είναι μικρή
Είναι το μόνο που μπορείς να κάνεις.
Εξ άλλου, στη ζωή η διαδρομή είναι το παν,
αφού κανείς από όσους έζησαν,
δεν είδε ούτε την αρχή ούτε το τέλος της.
ΤΟ ΑΛΦΑ ΚΑΙ ΤΟ ΩΜΕΓΑ
Τον διαβεβαίωναν πως ήταν σπουδαίος!
«Το Άλφα και το Ωμέγα» τον έλεγαν.
Τώρα βρίσκεται μπροστά στο Ωμέγα,
Το Άλφα δεν το είδε ποτέ,
ούτε τα άλλα γράμματα συνάντησε ποτέ
και ξαφνικά, χωρίς να καταλάβει,
βλέπει μπροστά του το Ωμέγα.
Το κοιτάζει και φοβάται, φοβάται πολύ,
γιατί ξέρει καλά πως, μετά από αυτό,
δεν υπάρχει άλλο γράμμα ν’ ακουμπήσει.
Θέλει να φύγει, αλλά δεν έχει πού να πάει.
Ούτε να γυρίσει πίσω μπορεί, δεν υπάρχουν γεφύρια.
Τα περισσότερα τα γκρέμισε ο ίδιος
Και όσα άφησε γκρεμίστηκαν μόνα τους, από την αχρησία..
ΑΞΙΟΛΥΠΗΤΟΣ
Στη ζωή του δεν πέτυχε τίποτα.
Μόνο αποτυχίες μπορεί να μετράει
Αυτό όμως δεν τον στενοχωρεί,
γιατί έτσι πέτυχε το σπουδαιότερο:
Να μην ενοχλήσει κανέναν
και να μην τον μισεί κανείς,
Αφού ποτέ ένας αποτυχημένος
δεν είναι ενοχλητικός, ούτε μισητός
Το πολύ-πολύ να είναι αξιολύπητος
ΠΩΣ ΝΑ ΖΩ...
Όσο σε περίμενα, ζούσα για τον ερχομό σου.
Γι’ αυτόν μιλούσα, γι’ αυτόν δούλευα.
Με τη σκέψη στον ερχομό σου κοιμόμουν
και η ίδια με πλημμύριζε όταν ξυπνούσα
Σήμερα που ήρθες ξαφνικά,.
δεν σήκωσα μάτια να σε δω,
για να μη διαβάσεις μέσα τους τη λύπη μου
Να μη δεις την απογοήτευσή μου,
που δεν θα σε περιμένω πια.
Γιατί, αφού ήρθες, δεν θα έχω λόγο να ζω.
Πώς να ζω χωρίς να σε περιμένω;...
ΓΙΑ ΤΗ ΣΚΙΑ ΜΟΥ
Δεν λυπάμαι που δύει ο Ήλιος.
Για τη σκιά μου λυπάμαι
που φεύγει μαζί του
και μ’ αφήνει μόνο στην παγωνιά..
Θα περιμένω εδώ,
μέχρι να ξημερώσει.
Μέχρι να ξαναβγεί ο Ήλιος
Μόνος και παγωμένος
Θα περιμένω, παρακαλώντας
να μην έχει σύννεφα το πρωί
ΣΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΠΟΥ «ΕΦΥΓΕ» ΝΩΡΙΣ
Σε θυμάμαι νέο, όμορφο, που στο πέρασμά σου ,
φάρδαιναν οι δρόμοι, για να σε χωρέσουν.
Οι άλλοι νέοι σε ζήλευαν, οι κοπέλες σε λιμπίζονταν
και κάποιοι, πολύ λίγοι, σε καμάρωναν.
Σε θυμάμαι και σκέφτομαι:
«Κρίμα που έφυγες νωρίς, αν ζούσες τώρα...»
Αλήθεια, αν ζούσες τώρα, πολλοί θα σε λυπόνταν,
όταν, κάθε πρώτη του μήνα,
θα σ’ έβλεπαν στο γκισέ κάποιας τράπεζας,
να περιμένεις, όχι τόσο για τη σύνταξη,
αλλά για να καταγράψεις έναν σταθμά της ζωής σου.
Να βεβαιωθείς ότι έζησες ακόμα ένα μήνα.
Όπως κάνουν όλοι οι συνταξιούχοι,
που μετρούν το υπόλοιπο της ζωής τους
με τα μηνιάτικα της σύνταξης.
Αν ζούσες τώρα, θα έτρεμες από φόβο,
στο θόρυβο από το πέταγμα ενός πουλιού!
Εσύ, που περπατούσες κι έτρεμε η Γη!
Εσύ, που με την αετίσια ματιά σου,
τρόμαζες αγρίμια και ληστές.
Θα έσφιγγες μέσα στα άσαρκα δάχτυλά σου,
με τα απομεινάρια της δύναμής σου,
τη λαβή του μπαστουνιού σου
από φόβο μην σου το πάρουν
και έτσι χάσεις το μοναδικό σου στήριγμα.
Εσύ, που με το χάδι του χεριού
στήριζες δεκάδες ετοιμόρροπους.
Θα ξερόβηχες και θα έκανες πως βαριακούς,
όταν δικοί σου άνθρωποι,
θα άφηναν υπονοούμενα πως έζησες πολύ.
Πως πιάνεις τσάμπα το χώρο.
Εσύ που ήσουν περιζήτητος στις συντροφιές
και πάντα πρώτος στις λίστες των καλεσμένων.
Θα άκουγες να σου λένε πως δεν ξέρεις,
εσύ που κάποτε ήσουν μοναδικός σύμβουλος.
Παραμονές εκλογών, θα άκουγες στις ειδήσεις,
πως δεν είσαι υποχρεωμένος να ψηφίσεις,
πως δεν χρειάζονται την ψήφο σου.
κι ας οδηγούσες κάποτε εκατοντάδες ψηφοφόρους.
Θα άκουγες τους άλλους γύρω σου,
να λογαριάζουν και να ιεραρχούν τις δουλειές τους,
ενώ εσύ δεν θα είχες να κάνεις τίποτα..
Εσύ που ποτέ δεν είχες τελειώσει τις δικές σου.
Εσύ......θα ήσουν τώρα...
ένα λιπόψυχο, λιπόσαρκο και... ανόητο γεροντάκι.
Ένας «πρώην» για πολλούς και για πολλά.
Θα ήσουν... θα ήσουν.... σαν... αλήθεια σαν ποιόν;..
Είναι τόσο πολλοί εκείνοι που μου ’ρχονται στο νου,
και κάθε φορά που κοιτώ τον καθρέφτη μου...
Κρίμα που έφυγες νωρίς.... Κρίμα;
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΘΕΣΗ
Διαγκωνιζόμαστε για μια θέση,
Για την πρώτη θέση!
Σπρώχνουμε και σπρωχνόμαστε γι’ αυτήν
Και, πολλές φορές,
κάνουμε και υπομένουμε χειρότερα,
σαν να πρόκειται,
η πτώση μας από εκεί
να μας εξασφαλίσει ανετότερο θάνατο!
ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΣΤΙΓΜΑ ...
‘Ηθελε να γίνει μεγάλος, να είναι πετυχημένος.
Κάποτε πίστεψε πως έγινε στ’ αλήθεια.
Έτσι του έλεγαν οι γύρω του.
Φρόντιζε να το διαδίδει και ο ίδιος,
με πληρωμένες διαφημίσεις
με αγοραστούς και δανεικούς επαίνους.
Τώρα, έρημος και μόνος,
με τους ανεκπλήρωτους πόθους του
να τον πνίγουν ανελέητα,
νικημένος και ταπεινωμένος, παραδέχεται,
πως δεν ήταν παρά ένα μικρό στίγμα.
‘Ενα ασήμαντο επεισόδιο έκφρασης του καιρού του,
που πάσχιζε να κρατηθεί στην επιφάνεια,
όπως τόσα άλλα ασήμαντα επεισόδια και στίγματα,
που επιβιώνουν για να στιγματίζουν
και, κάποτε, να λεκιάζουν την εποχή τους.
ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΜΟΥ ΠΑΛΤΟ
Χθες έδωσα στον παλιατζή το παλιό μου παλτό.
Ήταν τριμμένο και δεν μου έκανε.
Συγκινήθηκα πολύ και έκλαψα μέσα μου,
σαν θυμήθηκα πόσες φορές με είχε αγκαλιάσει.
πόσες φορές με ζέσταινε
και με προστάτευε από το κρύο
αλλά και από τα αδιάκριτα βλέμματα
εκείνων, που θα τα έριχναν
σε κάποιο λεκέ στο σακάκι μου
ή στο ασιδέρωτο παντελόνι μου.
Ήταν ασπίδα αλλά και συνεργάτης.
Το νοσταλγώ ακόμα πιο πολύ,
γιατί, κάποιες φορές, είχε ζεστάνει,
εκτός από το κορμί μου,
και την παγωμένη μου ψυχή..
Σήμερα, με τα πολλά μέσα θέρμανσης,
δεν υπάρχουν πια παλτά,
αλλά δεν υπάρχουν ούτε άνθρωποι,
να μας αγκαλιάσουν και να μας ζεστάνουν.
Γι’ αυτό χθες αποχωρίστηκα συγκινημένος
εκείνο το παλιό αλλά αγαπημένο πρώτο μου παλτό.
ΤΟ ΣΙΝΤΡΙΒΑΝΙ ΜΑΣ
Πέρασα χθες από την παλιά μας γειτονιά.
Είδα τα ερείπια του σπιτιού που μέναμε
και το σιντριβάνι στη μέση του κήπου.
Σου άρεσε πολύ εκείνο το σιντριβάνι.
χάζευες με τις ώρες τα χρυσόψαρα
και δεν χόρταινες να κοιτάζεις τα νούφαρα.
Χαιρόσουν και γελούσες ευτυχισμένα,
κάθε φορά που σε έβρεχα με τα νερά του.
Τώρα εσύ λείπεις, το σιντριβάνι στέρεψε,
και δείχνει πως πενθεί για τη φυγή σου..
Γύρω του ερημιά, ξέρα και θλίψη..
Κι εγώ μόνος, διψασμένος για τα νερά του,
αλλά και για τη συντροφιά σου,
το κοιτάζω με πόνο και παράπονο,
αναπολώντας τις ευτυχισμένες ώρες,
που ξοδέψαμε δίπλα στη δροσιά του..
ΤΟ ΑΛΜΑ ΣΟΥ
Ήξερες πως ο πήχης ήταν πολύ ψηλά.
Σου το είχα πει κι εγώ πολλές φορές.
Εσύ πίστευες πως θα τον περάσεις.
Όταν μου το είπες, δεν μίλησα,
Νόμισα πως το είπες απλά, χωρίς να το εννοείς.
Όταν όμως σε είδα να προσπαθείς,
Όταν πήρες φόρα για το απίθανο άλμα σου,
από το φόβο μου έκλεισα τα μάτια
και δεν είδα αν πέρασες τον πήχη
Ξέρω όμως πως δεν τον έριξες,
γιατί δεν άκουσα θόρυβο.
και όταν άνοιξα τα μάτια μου,
τον είδα στη θέση του.
‘Ετσι δεν ξέρω αν τον πέρασες.
Ξέρω όμως ότι προσπάθησες,
Ότι τόλμησες εκείνο το απίθανο άλμα!.
Από τότε, στη σκέψη και στην καρδιά μου,
είσαι νικητής και τροπαιούχος.
Ο ΟΜΟΡΦΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΜΟΥ
Απόψε, στον ύπνο μου,
έφτιαξα έναν δικό μου κόσμο.
Ήταν πολύ όμορφος..
Σκέφτηκα να σου τον χαρίσω
και χάρηκα που δέχτηκες το δώρο μου.
Πιο πολύ όμως χάρηκα,
όταν μου ζήτησες να μείνουμε σ’ αυτόν μαζί..
Απ’ τη χαρά μου ξύπνησα
αλλά έλειπες κι εσύ κι ο κόσμος μου.
Τώρα αναρωτιέμαι:
Μήπως τον πήρες κι έφυγες μαζί του;
Μάλλον έτσι πρέπει να ’ναι
Δεν μπορεί να χάθηκε, ήταν τόσο όμορφος....
Και η παρουσία σου τον έκανε ομορφότερο!
ΤΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΑ
Και έγινε η σύναξη για να αποφασίσει
τα αποφασισμένα από καιρό.
΄Ολοι χειροκρότησαν αυθόρμητα,
την απόφαση της πλειοψηφίας,
μάλλον της παμψηφίας.
Μερικοί τη ζητωκραύγασαν κιόλας
κι ας την ήξεραν από καιρό.
Και ας μη συμφωνούσαν.
ΤΑ ΣΥΜΒΑΝΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ
Πήρα τετράδιο και άρχισα να γράφω.
θέλοντας να απαθανατίσω εκεί
τα συμβάντα της ζωής μου.
Τόσα χρόνια κυνηγώντας τα απίθανα
και ελπίζοντας τα αδύνατα,
δεν πρόσεχα τα γεγονότα.
Και εκείνα, περιμένοντας την προσοχή μου,
κουράζονταν κι έφευγαν απαρατήρητα.
Γι’ αυτό δεν συναντήθηκα μαζί τους.
Και φαίνεται πως είναι πολλά
όσα μου έχουν συμβεί που δεν τα πρόσεξα.
Τόσα που, φοβάμαι, πως δεν θα προφτάσω
να τα θυμηθώ και να τα γράψω.
Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ
Είπα κι έγραψα αρκετά στη ζωή μου
Μίλησακι έγραψα στη δημοτική,
στην καθαρεύουσα, στην επιστημονική,
ακόμα και στη λαϊκή.
Τα περισσότερα όμως τα είπα με τη σιωπή,
που είναι η καλύτερη
και αποτελεσματικότερη γλώσσα.
Είναι η γλώσσα που την καταλαβαίνουν πολλοί.
Ακόμα και οι κωφάλαλοι
ΠΑΙΧΝΙΔΙ Η ΖΩΗ
Βλέπω τους γέρους στα Κ.Α.Π.Η.
Τους πάνε να παίξουν σκάκι ή χαρτιά
με άλλους συνομηλίκους τους.
όπως, πριν χρόνια, όταν ήταν παιδιά,
τους πήγαιναν στην αλάνα της γειτονιάς τους.
να παίξουν με τα άλλα συνομήλικα παιδιά.
Τότε τους πήγαιναν οι γονείς και οι παππούδες τους.
Τώρα τους πάνε τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους.
Καλό μα δύσκολο παιχνίδι η ζωή!
Και μοιάζουν πολύ η αρχή με το τέλος της.
ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΡΕΛΟΥ
Σε πήραν από μένα.
Ετσι νόμισαν αλλά γελάστηκαν.
Εγώ κράτησα το καλύτερο:
Την ανάμνησή σου!
Και την έχω όλη δική μου,
όποτε θέλω.
Δεν μπορεί κανείς να μου την πάρει.
Ασ’ τους να νομίζουν ότι σε πήραν,
και κρύψου καλά μέσα στη μνήμη μου,
γιατί έξω φυσάει αμνησία.
ΑΝΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ
Μας μάθανε στη γραμματική πως:
δύο αρνήσεις κάνουν μια κατάφαση.
Εμείς το δεχτήκαμε ανεπιφύλακτα,
αφού είναι γραμματικός κανόνας.
Όταν βρεθήκαμε, πολλές φορές,
μπροστά σε δεύτερη άρνηση
επικαλεστήκαμε αυτόν τον κανόνα,
αλλά η πραγματικότητα,
δεν συμφωνεί με τη γραμματική,
αφού την αγνοεί εντελώς.
Γι αυτό πολλές φορές
μας βγαίνει σκέτη ανορθογραφία
ΠΕΤΡΟΒΟΛΗΜΑ
Βουνά οι πέτρες γύρω του,
πάνω του, μπροστά του, πίσω του.
Ακόμα και μέσα του.
Και ακόμα τον πετροβολάνε.!
Δεν ξέρει ποιοι, γι’ αυτό λέει: όλοι..
Μάταια ψάχνει να βρει κάποιον
που να μην είναι «πετροβολητής».
Ο πιο αμέτοχος κρατάει τα ρούχα των άλλων,
για να έχει την ικανοποίηση της συμμετοχής.
Μπορεί να μην είναι όλες οι πέτρες
«λίθοι αναθέματος», είναι όμως πετροβόλημα.
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Ρώτησε ο καθηγητής τον μικρό μαθητή:
«Ποιες είναι οι πηγές της ιστορίας»;
«Τα κομμένα πόδια του παππού μου»,
απάντησε περήφανα και αυθόρμητα.
Ο καθηγητής όμως του έβαλε κακό βαθμό,
γατί στο βιβλίο ιστορίας του Οργανισμού,
δεν είχε δει πουθενά να γράφει
για τα κομμένα πόδια του παππού του μαθητή
Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ
Καθένας μας ένα κομμάτι βαριάς
και ατέλειωτης μοναξιάς.
Ζούμε την απέραντη σιωπή μας
άλλοτε χειρονομώντας, άλλοτε κραυγάζοντας,
και κάποτε γελώντας ή τραγουδώντας,
γιατί οι γύρω μας δεν μας καταλαβαίνουν.
Δεν γνωρίζουν τη γλώσσα της μοναξιάς μας.
Ούτε εμείς της δικής τους.
ΣΒΗΣΜΕΝΑ ΟΝΕΙΡΑ
Με τη βοήθεια των γιαγιάδων,
φτιάχναμε αστροφώτιστα όνειρα
και αναζητούσαμε καινούργιο ουράνιο τόξο
να τα στεφανώσουμε με δόξα και τιμή
Μας αγουροξύπνησαν όμως,
οι σειρήνες του πολέμου,
οι οιμωγές των πληγωμένων
και οι κραυγές των πεινασμένων.
Όταν έντρομοι ανοίξαμε τα μάτια,
τα όνειρά μας είχαν σβήσει.
Αναγκαστικά, μη έχοντας άλλη λύση,
χωρίς όνειρα και οράματα,
στοιχηθήκαμε στις γραμμές των αγανακτισμένων,
κραυγάζοντας καινούργια συνθήματα,
χωρίς να καταλαβαίνουμε τη σημασία τους.
Μας φτάνει που κραυγάζουμε.
Είναι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε
ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ
Καθώς η ηλικία του τού επιβάλλει
να ετοιμάζεται για το μεγάλο ταξίδι ,
κανονίζει, χωρίς να το λέει σε κανέναν
και χωρίς στο βάθος να το πιστεύει,
σε ποιους και τι θα αφής.
Για τον εαυτό του κρατάει,
τις ανησυχίες για όλα
και προπαντός για τη ζωή,
που την αγάπησε πολύ
γιατί ήταν όμορφη.
Τι θα γίνει μόνη της;
Πώς θα είναι, αλήθεια, χωρίς αυτόν;
Π.Χ - Μ.Χ
Οι ιστορικοί δεν έγραψαν
ή έγραψαν λίγα για τον Χριστό
Πολλοί ισχυρίστηκαν
πως δεν είναι ιστορικό πρόσωπο.
Εκείνος όμως,
σημάδεψε ανεξίτηλα την ιστορία
με τα πασίγνωστα π.Χ και μ.Χ.
που βάζουν οι ιστορικοί
στις αναφορές τους στα γεγονότα
ακόμα και οι πιο φανατικοί αρνητές του.
ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ Η ΒΑΡΔΙΑ ΣΟΥ
Η βάρδια σου στην παράσταση «Ζωή»,
όπου να ’ναι τελειώνει.
Ετοιμάσου να βγάλεις από πάνω σου,
τη στολή του ρόλου που σου ’δωσαν
και να ξαναντυθείς εκείνη που φορούσες
πριν σε ανεβάσουν στη σκηνή.
Τότε που κάποια μαία,
σε κράτησε στην παλάμη της
και σε χτύπησε στην πλάτη,
για να αρχίσεις το ρόλο σου.
Τότε που κλαίγοντας άρχισες ν’ ανασαίνεις...
ΕΝΑ ΣΥΝΝΕΦΟ
Στην κάψα του Καλοκαιριού,
πόσο θα’ θελα ένα δικό μου σύννεφο,
να δροσίζομαι αλλά και να με ζηλεύουν,
εκείνοι με τα κλιματιζόμενα αυτοκίνητα και κότερα.
«ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ»
Μου ζητάτε να φύγω.
Θα φύγω!
Μόνο δώστε μου μια στιγμή.
Μια στιγμή μόνο,
να βάλω στην πόρτα μου
το σημείωμα: «επιστρέφω»,.
για κάποιους ή κάποιον
που μπορεί να με αναζητήσει.
Είμαι σίγουρος πως κάποτε
κάποιος θα με αναζητήσει...
Σχόλια (0)