Στης μνήμης τα γυρίσματα… τα θαύματα
Νέα παιδιά άγνωστα σε μένα, έφτασα σ' αυτά μέσα από υπόδειξη φίλων με νέο ήχο, αλλά καλό στοίχο. Είναι η προσπάθεια κάποιων παιδιών να μην εγκλωβιστούν, να μείνουν ελεύθερα και μ' αρέσουν,όλα τα παιδιά που δεν υπηρετούν τίποτα δήθεν, γιατί έχουν θάρρος και μιλούν τη γλώσσα της αλήθειας, εκείνη που ξεχάσαμε εμείς. Μ' αρέσουν γιατί κάνουν, ευτυχώς ακόμη την πλάκα τους ερήμην όσων βαφτίσαμε "καθώς πρέπει” και ξοδεύονται χωρίς να καταλώνονται... Αξίζει να τα δούμε...
Άνοιξη ήτανε θυμάμαι, ζεστή και γλυκιά, έτσι όπως είναι κάθε κρητική άνοιξη, με μυρωδιές πολλές και ζωηρά χρώματα της χαράς. Μέρες λιόλουστες και μεγάλες, σαν τις Κυριακές των παιδιών. Πού και πού, ένα παιχνιδιάρικο αεράκι περνούσε στα στενά σοκάκια ανακατεύοντας τις ευωδιές της ανθισμένης φύσης με τις μυρωδιές από τις μελωμένες τηγανίτες και τα σαρακοστιανά σουσαμένια κουλούρια κι άλλοτε, κάνοντας πονηριές φούσκωνε εκείνες τις μπλε φουστίτσες, τις πλισσέ της παρέλασης και αφού τις σήκωνε ψηλά - ψηλά, έτρεχε σαν κυνηγημένο να κάμει τα ίδια και στην παρακάτω γειτονιά. Άαχ πώς ρόδιζε η αθωότητα στα μάγουλα των κοριτσιών κι έδινε την ευκαιρία στ' αγόρια να καμώνονται τ' αντράκια χιχιρίζοντας κοροϊδευτικά για όσα η περίσταση τύχαινε να τους αποκαλύπτει. Ημέρες τρυφερές και αλησμόνητες.
Έρχονται στο νου εικόνες πολλές και πολλές, αμέτρητες. Η μια διαδέχεται την άλλη κι η άλλη, ξυπνάει άλλη πάλι διαφορετικότερη, κι όλο κάτι ξεχωριστό, με τρόπο μαγικό προστίθενται παλιό και νέο την ίδια στιγμή και παίζω, στης μνήμης τα γυρίσματα με τα θαύματα και πάει λέγοντας το ταξίδι πίσω απ' τον καιρό. Τρέχει ο νους σε χωράφια πράσινα με ψηλά σπαρτά κι ανθισμένες μηλιές και χάνεται , ανάμεσα στις παπαρούνες και τα παράξενα αγριολούλουδα. Δεν υπάρχει άλλο , πιο συναρπαστικό και πιο όμορφο ξύπνημα από τούτο της φύσης, που ντύνεται αλλού ροζ κι αλλού κίτρινο, αλλού λευκό κι αλλού μωβ κι έρχεται, να διεκδικήσει μια θέση στην καρδιά μας. Τώρα, μεγάλη πια, σέβομαι κι αγαπώ περισσότερο τη γη, σαν μια άλλη γυναίκα που ερωτεύεται και λατρεύει το φως και για χάρη του, γεννάει χρώματα κι αρώματα μέσα στη σιωπή, σαν σε μυστήριο, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, και ξυπνάμε μια μέρα διαφορετικοί και τότε μόνο νιώθουμε πώς η σιωπή έχει γίνει μυστική επανάσταση.
Μέσα σ' όλα αυτά, τα παλιά σπίτια ξαναγεμίζουν ζωή, τα μπαλκόνια χελιδονοφωλιές και τα όνειρα φως. Μέσα σ' όλα αυτά η γειτονιά και το σπίτι που μεγάλωσα, οι μεγάλες κληματαριές που ανέβαιναν και δύο πατώματα ψηλά, με χοντρά όλο κόμπους κλήματα κι ένας θεόρατος βράχος τυλιγμένος στον κισσό. (συνεχίζεται)
Μου άρεσαν κάτι μεσόκοπες γυναίκες με πλατιά μαντήλια, σαν ανασήκωναν στα πλάγια τη μαύρη φούστα κι ασβέστωναν σκάλες, αυλές και πεζούλια περιμένοντας τη Μεγάλη Παρασκευή να περάσει ο Επιτάφιος. Εκείνα τα πέτρινα σκαλοπάτια με τη λευκή κορνίζα ολόγυρα, άαχ εκείνα τα σκαλοπάτια, άαχ να γυρνούσα πίσω, να 'ταν δυνατό να τ' ανέβαινα ξανά και ξανά όπως τότε, να νιώσω τη μυρωδιά του φρεσκοσβησμένου ασβέστη να καίει τη μύτη μου, να κλείσω τα μάτια θαμπωμένη απ' την αστραφτερή ασπράδα, να σκορπίσω και να μαζέψω τις γυάλινες μπίλιες μου, να ξαναπαίξω πεντόβολα ή αλλιώς "κισκιδάκι", όπως λένε τούτο το παιχνίδι στο χωριό μου.
Τρέχει ο νους, όλο τρέχει, ό,τι θέλει κάνει και δεν βολεύεται στο παρόν, δε διαφεντεύεται απ' τα τωρινά, όχι-όχι, πίσω γυρίζει, πίσω απ' τον καιρό το παρελθόν τον κυβερνάει. Δεν ησυχάζει, ακολουθεί στις διαδρομές της μια καρδιά που θα γεράσει μα δεν θα ξεχάσει.
Είχαμε στο μπαλκόνι μας ένα γιασεμί κι όλο έσκυβα και το μύριζα και πάντα πίστευα πως απ' όλα, εκείνο το δικό μας που δεν ήταν φουντωμένος θάμνος, αλλά αγκάλιαζε με διάκριση την κληματαριά από τη ρίζα της ίσαμε τις πρώτες διακλαδώσεις ψηλά, εκείνο λοιπόν, μύριζε όχι σαν τ' άλλα, μα ωραιότερα απ' όλα. Είχαν σκάσει λίγα ανθάκια, θυμάμαι εκείνες τις μέρες και τα φύλαγα να τα πάρω στην εκκλησία. Θα πηγαίναμε όλα τα παιδιά πρώτης, δευτέρας και τρίτης τάξης, το απόγευμα στην Αγία Τριάδα, με τον κύριο Αλκιβιάδη.
"Κάθε παιδάκι κι ένα λουλουδάκι, για το σταυρωμένο Χριστό" είχε πει.
Χτύπησε η καμπάνα, όχι για τον εσπερινό, μα για να μαζευτούμε στην αυλή του σχολείου.
- Γιαγιά ποιο φουστάνι να φορέσω, ρώτησα τη Γαρυφαλλίτσα.
- Βάλε το μπλε με τα κοπελάκια που χορεύουν στον ποδόγυρο κι έλα να σου δέσω τα μαλλιά , μ' απάντησε.
Και το φόρεσα καμαρώνοντας τα κοπελάκια.
- Να 'σαι φρόνιμη, μου παράγγειλε.
- Καλά είπα και τη χαιρέτησα.
Μ' ένα ματσάκι γιασεμιά στο χέρι προχωρούσα και σκεφτόμουν τη μία και μοναδική πασχαλιά του χωριού, που ήταν φορτωμένη μωβ λουλούδια και ήθελα πολύ να έχω ένα, μόνο ένα, να το πάω του Χριστού, μα δεν ήταν εύκολο, γιατί η Πασχαλιά σκαρφάλωνε σ' ένα πέτρινο τοίχο, τρεις-τέσσερις φορές πιο ψηλό απ' το μπόι μου και στα χαμηλά δεν είχε τίποτα άλλο εκτός από το χοντρό κορμό της. Μάζεψα κάτι μεγάλες παπαρούνες που βρήκα στο δρόμο γοητευμένη απ' το κατακόκκινο χρώμα τους και λίγο πριν φτάσω στο σχολείο, ένας καλάγαθος και γλυκομίλητος γέροντας, παλιός ράφτης, μου έδωσε ένα επίσης, κατακόκκινο γαρύφαλλο. Είχα μεγάλη χαρά με το ματσάκι μου κι ας έλειπε η Πασχαλιά. Κρατώντας το σφιχτά στα χέρια μην το χάσω, έπαιζα με τ' άλλα παιδιά ώσπου να μαζευτούμε όλα.
Ή κουράστηκα ή βαρέθηκα παίζοντας και περιμένοντας. Κάποια στιγμή θυμάμαι πως βρέθηκα μόνη μου στο πλατύσκαλο της εισόδου κι άκουγα ένα μακρινό βουητό τις φωνές απ' την αυλή. Άρχισα να γυρνάω γύρω-γύρω από τον εαυτό μου, γρήγορα-γρήγορα κι όλο πιο γρήγορα κι όλο έσφιγγα πιο δυνατά, το ματσάκι με τα λουλούδια. Δώστου σβούρες εγώ, δώστου σβούρες και τα κοπελάκια στο φουστάνι μου και να γελάω, να γελάω, Θεέ μου, λες κι ήταν μόλις χτες το θυμάμαι, ένα γέλιο ξεκαρδιστικό κι ύστερα, εβδομήντα ζευγάρια μάτια να περιμένουν να πέσει το χαστούκι στο μάγουλό μου.
Ποιος ξέρει πόσο κράτησε ο χορός με τα κοπελάκια και πόσες φορές είχε σφυρίξει ο κύριος Αλκιβιάδης, μα εγώ απορροφημένη από τα καμώματά μου, δεν είχα πάρει είδηση, τίποτα, τίποτα δεν είχα ακούσει, μέχρι τη στιγμή που άστραψε και βρόντησε η φωνή μου στ' αυτί μου, "στην εκκλησία θα πας μωρέ ή σε χοροδιδασκαλείο" και τα 'χασα.
Όπως είδα το απλωμένο χέρι σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπό μου, τρόμαξα, ντράπηκα, μπορεί και να ένιωσα το τσούξιμο από το χαστούκι που δεν έφαγα, γιατί δεν με χτύπησε κι ας είχε κακή φήμη, σαν ο μόνος δάσκαλος που έδερνε.
Είχα γίνει πιο κόκκινη απ' τις παπαρούνες που κρατούσα. Χαμήλωσα τα μάτια παραμένοντας ακίνητη στην ίδια θέση κι επαναλαμβάνοντας "συγγνώμη , συγγνώμη", πολλές φορές.
"Ορέ πήγαινε γρήγορα στη θέση σου, έλα κι αργούμε" έκανε, με λιγότερο αυστηρό ύφος από πριν και χαμογέλασε, ζορισμένος αλλά χαμογέλασε, με σφιγμένα δόντια.
Μπήκα, στην τελευταία σειρά, με τους κοντούς εκεί ήταν η θέση μου, αφού μπαίναμε κατά ύψος! "Ανάπαυση - προσοχή, ανάπαυση - προσοχή" και μετά μόνο "ανάπαυση" είπε ο δάσκαλος για να μας εξηγήσει δυο τρία πραγματάκια πριν φύγουμε. Δεν θυμάμαι ούτε πώς άρχισε αλλά ούτε και πώς τελείωσε ο μονόλογός του. Κάτι λίγο μόνο είχε πάρει τ' αυτί μου για σοβαρότητα και τσιμουδιά.
Όσο εκείνος μιλούσε, ένα σμήνος πουλιά πέταξαν χαμηλά πάνω απ' τα κεφάλια μας και στρέψαμε αρκετά παιδιά τα μάτια προς την κατεύθυνσή τους. Έτσι, με το βλέμμα χαμένο ανάμεσα σε φτερουγίσματα τ' ακολούθησα και μέσα στην τελειότητα της παιδικής αθωότητας προσευχόμουν σιωπηλά, να ταξιδέψουν τα όνειρά μου στο Θεό.
Φτάσαμε σαν σε παρέλαση. Τι όμορφη που είναι η εκκλησία τα δειλινά και πώς το φως, μπαίνοντας απ' τα χρωματιστά παράθυρα παίζει στα φωτοστέφανα των αγίων και γίνεται παρηγορητικό στις καρδιές. Θαρρείς μπορείς να το αγγίξεις, να το κρατήσεις, να το φυλακίσεις στα χέρια σου. Γλυκαίνει η ψυχή αντικρίζοντας το χρωματιστό γυαλένιο φως και βλέπει όλους τους δρόμους ανοιχτούς και τον ουρανό κήπο απέραντο, καταστόλιστο και μυροβόλο. Σε μια τέτοια ατμόσφαιρα εύκολα ξεχνιέσαι κι ακόμα πιο εύκολα χάνεσαι, χάνεσαι ταξιδεύοντας αλλού, ψάχνοντας το αιώνιο φως στα μάτια του σταυρωμένου Χριστού ή στο δάκρυ, το ταπεινό δάκρυ που κυλάει πάνω σ' ένα ρόδινο μάγουλο, δίπλα σου.
Ανοιχτά τα παραθυρόφυλλα της καρδιάς, να μην αφήσουν απ' έξω τη συγκίνηση , να μη λυπήσουν κι άλλο Εκείνον. Είχαμε μαζευτεί αμίλητοι στην ωραία πύλη , μόνο που αυτή τη φορά οι κοντοί μπήκαν μπροστά για να βλέπουν. Το ιερό της εκκλησίας είχε μια άλλη ατμόσφαιρα, γεμάτη μελαγχολία και μυστήριο. Δεν έφταιγαν τα μωβ καλύμματα στην αγία τράπεζα, ούτε το χαμηλό φως απ' το ασημένιο καντήλι που σκόρπιζε μια αμυδρή αντανάκλαση της φλόγας του στον άσπρο τοίχο, όχι κάτι άλλο ήταν, ίσως αυτό που συνδέει τούτο τον κόσμο και τον άλλο που δεν γνωρίζουμε. Όλα εκεί μέσα είχαν μια παράξενη χαρμολύπη.
Στάθηκε το βλέμμα ώρα πολλή στο σταυρωμένο Χριστό , ώσπου θόλωσε , γιατί ο παπάς έλεγε και ξανάλεγε πως "εμείς Τον σταυρώσαμε και Τον σταυρώνουμε κάθε μέρα, γιατί ακόμα δεν έχουμε μάθει ν' αγαπιόμαστε, να συγχωρούμε, να δίνουμε το χέρι μας στον άλλο".
Ο ήλιος είχε χαμηλώσει περισσότερο. Έμπαινε όλος τώρα απ' τα χρωματιστά τζάμια αλλάζοντας το χρώμα στα πρόσωπα μα στα ρούχα μας, σαν ένα απαλό χνούδι, πέπλο ή όνειρο να μας τύλιγε όλους στο ίδιο μυστήριο. Άπλωσα το χέρι μου, γυρεύοντας το χέρι του Κωστή, αυτό δεν είχε πει ο παπάς, "να δίνουμε το χέρι μας". Έσμιξαν τα δυο χεράκια, για μια στιγμή ή μιαν αιωνιότητα, ποιος ξέρει κι ύστερα λύθηκαν αμήχανα.
Δεν ήταν το λιόγερμα και τα παιχνιδίσματα απ' το φως, δεν ήταν μόνο ο χώρος και οι άγιες ζωγραφιές, ήταν που ήμουν παιδί και μπορούσα να βλέπω με τα μάτια της ψυχής πιο καθαρά, πιο μακριά. Ξαναγεννιόμουν εκείνη τη στιγμή κι όλα τα παιδιά είχαμε γίνει λέει άγγελοι κι είχαμε μεγάλες φτερούγες και πετούσαμε μέσα στο φως και τραγουδούσαμε "Συ που κόσμους κυβερνάς". Τόση αγάπη πλημμύρισε την καρδιά μου, ώστε ακόμη και τον δάσκαλο, τον κ. Αλκιβιάδη, τον είδα κι εκείνον μ' άσπρες μεγάλες φτερούγες, τις μεγαλύτερες απ' όλες και μου άρεσε, γιατί χαμογελούσε και μπορούσε κανείς να δει το χρυσό του δόντι στο πλάι.
Την ώρα που τόσα και τόσα προσπαθούσαν να χωρέσουν στο άπηχτο ακόμη μυαλουδάκι μου, έγινε κάτι ακόμα πιο μυστήριο και ανερμήνευτο. Ένας αξεδιάλυτος κόμπος πηχτό αίμα στάθηκε στη χρυσή λόγχη του παπά καθώς άγγιζε το σώμα του Χριστού, για να μας δείξει, πώς ο Ρωμαίος στρατιώτης "εκέντησε την πλευράν" κι ένας άλλος κόμπος έσφιξε το λαιμό μου. Αν δεν ήταν εκείνο το "εκέντησε", ίσως να μη κέντριζε το ενδιαφέρον μου τόσο πολύ και να μην είχαν συμβεί όσα ακολούθησαν μετά.
Άαχ τι είναι η αθωότητα, αυτό το ξεχωριστό, το μοναδικό προνόμιο, που κάνει να ξεχωρίζουν και να υπερέχουν τα παιδιά από τους μεγάλους. Ξαφνικά όλα είχαν αλλάξει, δεν έμοιαζαν πια με παραμύθι όσα άκουγα. Σιγά-σιγά κάτι πιο αληθινό με αιφνιδίασε και ένιωθα πως η αλήθεια, μια μεγάλη αλήθεια έπαιρνε σάρκα και οστά μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου. Είχα μείνει εντελώς άφωνη να παρακολουθώ, όχι τα λόγια του πατέρα Παύλου, μα Εκείνον το Χριστό, που δεν ήταν πια ζωγραφιστός και ξύλινος, όχι , είχε σώμα αληθινό, γεμάτο πληγές και χτυπήματα. Τόση θλίψη, τόσο πόνο μα και τόση αγάπη , στα ίδια μάτια, στο ίδιο πρόσωπο. Συγκλονίστηκα. Για κανέναν δεν είχα λυπηθεί ποτέ τόσο πολύ, γιατί σε κανέναν άνθρωπο, ως εκείνη τη στιγμή, δεν είχα διαπιστώσει τόση πίκρα, τόση λύση μα και τόση καλοσύνη. Κι όταν η λόγχη "εκέντησε την πλευράν…." ε, τότε ήταν που αυτός ο χοντρός κόμπος του αίματος λύθηκε και κύλησε αργά - αργά στο πληγωμένο στήθος και νόμισα πως ξαφνικά είχε ανοίξει λίγο τα χείλη Του και κάτι ψιθύριζε. Μια θαλασσαρμύρα πλημμύρισε τα μάτια μου κι ακόμα πιστεύω πως, και τα δικά Του, είχαν γεμίσει χοντρά δάκρυα, ναι χοντρά δάκρυα.
Ένα αναφιλητό ανεβοκατέβαινε απ' το στήθος στα χείλη και μ' έπνιγε, μ΄ έπνιγε. Το βουβό δάκρυ δήλωνε φωναχτά με σπαραγμό την παρουσία του κι είδα, το ίδιο δάκρυ στα μάγουλα του Κωστή, και της Ναυσικάς, και της Μαρίας, και του Μανώλη, μα και άλλων παιδιών. Μοιραζόμασταν λοιπόν όλοι, το ίδιο θαύμα, μακριά από την πολύβουη φασαρία του κόσμου. Μια άλλη σπίθα που κοιμόταν βαθιά μέσα στον καθένα μας είχε ξυπνήσει και πάσκιζε να λευτερωθεί και να ενωθεί με το τελευταίο δειλινό φως εκείνου του εσπερινού που μόλις άρχιζε.
Έκανα μερικά βήματα προς τα πίσω, ώσπου σιγά-σιγά βρέθηκα στα στασίδια των γερόντων και κάθισα στη βάση τους, χωρίς να έχω πια διάθεση, ούτε ν' ακούσω μα ούτε και να δω τίποτα άλλο. Έπαιζα με τις μύτες των παπουτσιών μου τινάζοντας τα λυτά κορδόνια πότε 'δω και πότε 'κει. Μπορεί από αμηχανία ή κι από κάποια ταραχή. Κάπου - κάπου ρουφούσα τη μύτη μου δυνατά, ποιο παιδί εξάλλου δεν το έχει κάνει αυτό κι ας του λένε "δεν πρέπει". Ως φαίνεται, ήταν κι αυτό κατάλοιπο της συγκίνησης που είχε προηγηθεί.
Μυστικά και δειλά, δίχως να παρατηρώ τίποτα πλέον στο χώρο άρχισα το παραμιλητό με τον εαυτό μου. Σ' εκείνο το βουβό μονόλογο ορκιζόμουν "θα σ' αγαπώ πάντα Χριστέ μου, θα σ' αγαπώ, θα κάνω πάντα το σταυρό μου και ποτέ μα ποτέ Δε θα κεντήσω την πλευράν Σου, ποτέ".
Πιο αμυδρές οι στερνές ηλιαχτίδες, ίσα που φώτιζαν τα πρόσωπα. Κάτι σαν σταγόνα φως έσταξε στην καρδιά μου κι ένα άαχ γεμάτο παράπονο λευτερώθηκε και φτερούγισε απ' τα χείλη. Τότε, τότε μόνο πρόσεξα το δάσκαλο να σκύβει από πάνω μου και μου φάνηκε σαν άλλος Χριστός και μια ανείπωτη χαρμολύπη είχε κρεμαστεί και στα δικά μου ματοτσίνορα. Δεν είπε τίποτα. Μόνο με κοίταζε παράξενα, πολύ παράξενα.
"Και το δάσκαλο θ' αγαπώ" ψιθύρισα, πάλι στον εαυτό μου μα τούτο δεν το ορκίστηκα, δεν το υποσχέθηκα, γιατί αν κάποτε με χτυπούσε, τι θα γινόταν τότε, το πιο φυσικό θα ήταν να τον ξεαγαπήσω.
Πέρασε εκείνο το απόγευμα μα δεν ξεχάστηκε. Μέχρι την Ανάσταση ονειρεύτηκα πολλές φορές όσα είχαν γίνει και τυραννιόμουν από αγωνία. Άνοιξα κι άνοιξα το αναγνωστικό στη σελίδα με Τον αναστημένο Χριστό και τα ροζ τριαντάφυλλα φορές και φορές κι όσο η ζωγραφιά τούτη αποκαθιστούσε τις πληγές με γαλήνευε.
Πέρασε το Πάσχα, τελείωσαν οι διακοπές κι είχαμε επιστρέψει μάλλον αρχές Μαΐου στο σχολείο. Παίζαμε τζιγκολελέττα κάτω απ' το μεγάλο πλάτανο κι ο κύριος Αλκιβιάδης πηγαινοερχότανε στον περίβολο. Ξαφνικά, εντελώς ξαφνικά μας πλησίασε και φώναξε εμένα. Πήγα κοντά του λέγοντας "μάλιστα κύριε". Έμεινε για λίγο σκεφτικός, σα να δίστασε κι ύστερα μου άπλωσε το χέρι του. Ο Θεός ξέρει πόσο φοβήθηκα μην εισπράξω καμιά ανάποδη , μα ξεροκατάπια το φόβο και το σάλιο μου μαζί.
"Έλα μωρέ, δώσε μου το χέρι σου" είπε και με κράτησε σφιχτά και περπατήσαμε, μέχρι τις βρύσες. Εκεί με σήκωσε και μ' έβαλε να καθίσω σ' ένα ψηλό πεζούλι κι ύστερα βάλθηκε να με κοιτάζει καταμεσής στα μάτια ακόμη πιο σκεφτικός από πριν. Τίποτα δεν καταλάβαινα, τίποτα. Κάποια στιγμή είδα το χρυσό του δόντι. Άρα μου είχε χαμογελάσει φαντάστηκα, δεν το κατάλαβα, ο πανικός δεν μ' άφηνε τέτοια περιθώρια. Χαμογέλασα όμως κι εγώ σηκώνοντας ελαφρά τους ώμους.
"Κοίτα, έχουμε ίδιο μπόι", είπε κι έσπασε η σιωπή έτσι όπως θρυμματίζεται ο πάγος κι ύστερα "πες μου τώρα , πες μου σε παρακαλώ , τι είχες κι έκλαιγες εκείνη την ημέρα στην εκκλησία" με ρώτησε. "Τίποτα κύριε ψιθύρισα μα ο δάσκαλος επέμεινε "πες μου μωρέ , πες μου σε παρακαλώ".
"Κύριε" συλλάβισα, μα μόνο αυτό κι ακολούθησε μια μεγάλη παύση. "Πες μου, γιατί έκλαιγες" ξαναρώτησε και κρεμόταν απ' τα χείλη μου αναστατωμένος.
Ήθελα να του πω , μα δεν έβρισκα τις λέξεις, προσπαθούσα, ώσπου στο τέλος κατάφερα να ψελλίσω "κύριε, είδα ένα θαύμα" και τα μάτια μου βούρκωσαν και ξανάγιναν θαλασσαρμύρα όπως τότε κι όλο ρουφούσα τη μύτη μου και δεν είχα και μαντηλάκι στην τσέπη της ποδιάς μου. Μου χαμογέλασε πλατιά, εκείνο το χαμόγελο το κατάλαβα καλά, δεν έκανα λάθος και μετά, με το μαντήλι, το άσπρο του μαντήλι, σκούπιζε τα δικά μου και τα δικά του δάκρυα. Έδειχνε συγκινημένος , συγκινημένος κι αλλιώτικος.
"Παρακάτω" τον άκουσα να λέει συλλαβιστά, αργά-αργά κι εγώ πήρα θάρρος και του διηγήθηκα πώς ο Χριστός δεν ήταν ξύλινος, παρά αληθινός, ολοζώντανος και πώς, όταν Τον "εκέντησε" με τη λόγχη ο πατέρας Παύλος , είχα δει , ναι αλήθεια , είχα δει να κυλάει μια χοντρή σταγόνα αίμα. γι' αυτό έκλαψα, γιατί κι ο Χριστός είχε δακρύσει κι ήμουν τόσο μα τόσο σίγουρη για τούτο το θαύμα.
"Παιδί μου , μπράβο παιδί μου, μπράβο" έλεγε και με φιλούσε στο κεφάλι, δακρυσμένος.
Φύγαμε μαζί, ο δάσκαλος με το ξύλινο μπαστούνι κι εγώ τρέχοντας. Αφηρημένη μπήκα στην αίθουσα, αφηρημένη όπως ήμουν τις περισσότερες φορές, αφηρημένη κι ευτυχισμένη, με ζεστό ακόμη το τελευταίο φιλί του στο μεσόφρυδο.
Έλεγε η κυρία Μαρίκα το μάθημα, μα μόνο γι' αυτό δεν είχα όρεξη. Γλίστρησα στο δικό μου κόσμο κι αναρωτιόμουν, αν είχε πιστέψει ο κύριος Αλκιβιάδης αυτά που του είχα διηγηθεί, αν παράλληλα μ' εμένα είχε δει κι εκείνος το θαύμα. "Οπωσδήποτε και θα τα είχε δει όλα" , συμφώνησα μέσα μου , αφού εξάλλου ήταν πιο μεγάλος , ήταν και δάσκαλος , άρα… τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται, δεν έπρεπε να σκοτιστώ περισσότερο.
Εκεί που δεν το περίμενα, εκεί που νόμιζα πως "τώρα , να τώρα θα προσέχω τι λέει το μάθημα", να ένα μεγάλο ξύλινο μπαστούνι σφηνώθηκε στο μυαλό μου, φώναξε και η δασκάλα δυνατά, πολύ δυνατά "μην είσαι πάλι απρόσεχτη" και αλήθεια τα βρήκα μπαστούνια!
Όταν κάποιος τα βρίσκει… .μπαστούνια, όταν δυσκολεύεται δηλαδή, τι κάνει, μπορεί και να προσευχηθεί κι ο Θεός ακούει, έτσι ήξερα από τη γιαγιά μου, έτσι κι έκανα, μόνο που η προσευχή μου δεν είχε πολλά λόγια. Μ' εντυπωσίαζε να φτιάχνω εικόνες φανταστικές, να τις βάζω δίπλα - δίπλα και να προσπαθώ να μιλήσω μ' αυτές. Έτσι ήταν εκείνη η προσευχή. Αναζήτησα το σμήνος των πουλιών, αυτό που τότε είχα δει να πετάει χαμηλά πάνω απ' τα κεφάλια μας κι αφού το βρήκα, σ' ένα από τα κουτάκια του μυαλού, το άφησα να φτερουγίσει και τ' ακολούθησα στον ουρανό. Έφτιαξα ένα άλλο ματσάκι λουλούδια. Ένα χέρι όμορφο βγήκε από 'να σύννεφο και τα πήρε. Είδα το ρούχο Του Θεού να τυλίγει την υδρόγειο και το σύμπαν φωτισμένο με εκατοντάδες χιλιάδες αναστάσιμα κεριά. Κι ύστερα, τα φτερουγίσματα των αγγέλων και τα κύματα της θάλασσας και φωνές, πολλές φωνές και η μουσική, η μουσική… κι ο ήχος της βροχής σαν πέφτει και του μακρινού ανέμου το βουητό, το γέλιο των παιδιών, το νανούρισμα της μάνας και το "σώσον Κύριε τον λαόν Σου" που λέει η γιαγιά μου κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί.
Καλά κακά, είχε τελειώσει κι εκείνη η μέρα κι ο Θεός είχε ακούσει την προσευχή μου, γιατί δεν με μάλωσε η κυρία Μαρίκα κι ας ήμουν, "άλλη μια φορά αφηρημένη".
Όσο περνούσαν οι μέρες τόσο πιο πολύ ξεθάρρευα με το δάσκαλο. Του μιλούσα πλέον χωρίς κανένα φόβο. Παρατηρούσα πως, με κάθε κίνηση του ποδιού του, έκανε και μια σύσπαση από το αίσθημα του πόνου που αυτό του προξενούσε κι όλο δάγκωνε τα χείλη του. Κάπου - κάπου, έδειχνε τόσο μοναχικός και δυστυχισμένος κι εγώ ένιωθα λύπη κι ήθελα να του δείξω τα αισθήματά μου μα όλο το άφηνα για αύριο , αύριο.
Ένα πρωί, έγινε μεγάλο σούσουρο στο σχολείο. "Φεύγει ο αντζουλής, φεύγει ο αντζουλής, πάει στην Αθήνα να κάνει εγχείριση στο πόδι του", από ένα στόμα έβγαινε και σε δέκα έμπαινε, τούτο το νέο κουτσομπολιό. Χαρές και πανηγύρια που θα 'φευγε ο αντζουλής, ο κύριος Αλκιβιάδης δηλαδή. Αντζουλής ήταν το παρατσούκλι του.
"Γλιτώνουμε το ξύλο - γλιτώνουμε το ξύλο" τραγουδούσε όλη σχεδόν η αυλή. Εκείνος δεν είχε έρθει. Πολύ απροσδιόριστα κάτι μου είχε κακοφανεί σε όλα εκείνα τα χαχανητά, αλλά δεν το ομολόγησα. Όσοι είχαν φάει ξύλο είχαν δίκιο να χαίρονται.
Είχαμε σχολάσει νωρίτερα μια ώρα. Καθώς προχωρούσα στο δρόμο για το σπίτι, βλέπω λίγο πιο κάτω από την εκκλησία το αυτοκίνητο του δασκάλου και στο πίσω κάθισμα μια μεγάλη βαλίτσα.
"Ώστε είναι αλήθεια" μου πέρασα από το μυαλό κι έμεινα για λίγο ακίνητη στην ίδια θέση. Μετά πρόσεξα κι εκείνον. Ήταν μέσα, σκυμμένος πάνω στα γόνατά του, με το κεφάλι ακουμπισμένο στα χέρια του. Αργά - αργά πλησίασα και χτύπησα το τζάμι για να με προσέξει. Ξαφνιάστηκε. Δεν το περίμενε. Ήταν σίγουρο πως δεν το περίμενε. Έψαξε το μπαστούνι και με αδέξιες κινήσεις βγήκε από το αυτοκίνητο
"Καλό ταξίδι κύριε Αλκιβιάδη" είπα και τον κοίταξα καταμεσής στα μάτια όπως άλλοτε εκείνος εμένα.
Έσκυψε το κεφάλι του, μα εγώ είχα προλάβει κι είχα δει το θολωμένο βλέμμα και τα κόκκινα μάτια. Ποιος ξέρει , πόσες σκέψεις δυσάρεστες είχε κάνει και πόσο υπόφερε.
"Κύριε , ο Χριστός πόνεσε πιο πολύ" ψιθύρισα για να του δώσω κουράγιο κι ένιωθα ξαφνικά πιο δυνατή.
Πήρε το χέρι μου κι όλο το φιλούσε και μ' έφερε σε πολύ δύσκολη θέση, γιατί είχα μάθει και το τηρούσα, πως οι μικρότεροι πάντα δείχνουν σεβασμό, φιλώντας το χέρι των μεγαλύτερων.
"Παιδί μου" έλεγε "παιδί μου, ναι έκλαιγε ο Χριστός".
Θαρρείς κι είχα ψηλώσει δέκα σπιθαμές μονομιάς, θαρρείς και απότομα έγινα μεγάλη, τόσο μεγάλη που μπορούσα να χαϊδέψω το πρόσωπό του. Έψαξα την τσέπη μου. Βρήκα μια καραμέλα και του την έδωσα, για το ταξίδι. Δεν είχα τίποτε άλλο, τίποτα εκτός από την καραμέλα και την αγάπη μου. Κι όμως ήθελα να έχω κι ένα ματσάκι λουλούδια, σαν εκείνα που είχα πάει στο Χριστό. Έφυγα πισωπερπατώντας, γιατί δεν ήθελα να του γυρίσω την πλάτη μου, γιατί ήθελα να κρατήσω, εκείνη την εικόνα με το μπαστούνι και να τη βάλω κάπου μέσα στην προσευχή μου.
"Πρόσεχε ! μωρέ" μου φώναξε "θα πέσεις όπως πας". Αναγνώρισα μια χαρούμενη αλλαγή στον τόνο της φωνής του και χάρηκα κι εγώ. Σήκωσα τα χέρια. Με το ένα τον χαιρετούσα και με το άλλο προσπαθούσα να κάνω το σταυρό μου. "Άαχ, κύριε, να ξαναγυ-ρί-σεις…" φώναξα κι εγώ, από τη μέση του δρόμου.
Από τότε, κακή σκέψη για τον κύριο Αλκιβιάδη, δεν δηλητηρίασε ποτέ την καρδιά μου. Τον αντίκριζα πάντοτε με σεβασμό, χωρίς όμως το φόβο που ένιωθα πρώτα. Μάθημα δεν μου έκανε ποτέ, ούτε καν γυμναστική ή ωδική, όπως έκανε σε άλλες τάξεις κι όμως στην ψυχή μου έφτασαν πολλά μηνύματα από μέρους του. Ο δάσκαλος, ήταν ο μόνος που γνώριζε το μυστικό μου για το θαύμα, ούτε στη γιαγιά μου δεν το είχα πει, γιατί η ίδια, ήταν σίγουρη πως τα θαύματα είναι για τους άπιστους , οι πιστοί έχουν την αγάπη τους για Το Θεό και η αγάπη κλείνει μέσα της όλα τα θαύματα. Ο δάσκαλος ήξερε όμως καλά κάτι άλλο που η γιαγιά δε γνώριζε. Ήξερε πως , ανάμεσα στα παιδιά και Το Θεό γέφυρα είναι η αθωότητα και η αθωότητα ταυτίζεται με τα θαύματα.
Μια φεγγαροκλωστή ασημένια είναι δεμένη σ' ένα μακρινό μικραστέρι και στην άκρη της κρατά ψυχές και θαύματα. Τις ανοιξιάτικες νύχτες μπορείς να τη δεις καθαρά, φτάνει μόνο να μην έχει εγκαταλείψει την καρδιά σου η αθωότητα. Φτάνει μόνο να θέλεις, οι αξεδιάλυτοι κόμποι της ψυχής να γίνουν φως και να το υπηρετείς, ανοίγοντας τους δρόμους όπου το συναντάς, να το λευτερώνεις.
"Καμιά φορά βολεύονται ευκολότερα τα μεγάλα μέσα στα μικρά, απ' ότι τα μικρά μέσα στα μεγάλα" είχε πει ο δάσκαλος. Τώρα καταλαβαίνω την αξία τούτης της σκέψης, τώρα καταλαβαίνω γιατί, στις καρδιές των παιδιών χωρούν όλα τα θαύματα , τώρα που μεγάλωσα και λέω "ευτυχώς που υπήρξα κι εγώ κάποτε παιδί και μπορώ γυρίζοντας πίσω απ' τον καιρό να ξεφυλλίζω την καρδιά μου και να μαθαίνω απ' την αρχή ανάγνωση, στ' αλφαβητάρι της αγάπης".
Η αγάπη και το φως δεν χωρίζονται. Αυτό το ξέρουν καλά τα παιδιά, όλα τα παιδιά κι είναι επειδή, προσφέρονται και δεν ντρέπονται να αισθάνονται, την ίδια στιγμή που οι μεγάλοι, μόνο βλέπουν και πολύ φοβάμαι όχι πιο μακριά από τη μύτη τους. Τα παιδιά εξασκούν την τέχνη της αγάπης και αντέχουν να αντικρίσουν το Φως κι αυτό γιατί ακούνε τη φωνή του αγγέλου που βρίσκεται μέσα τους και την εμπιστεύονται. Αυτό είναι που τα βοηθά να αξιοποιούν τα χαρίσματα της ψυχής κι έτσι καταφέρνουν να μη χάνουν από το οπτικό τους πεδίο τους ορίζοντες των ονείρων και των θαυμάτων.
Ζωή Φτέρη
Σχόλια (0)