"Στο οροπέδιο της καρδιάς μου"
Αλλο ένα έργο της Χαρούλας Βερίγου:
Το παιδομάνι της μικρής γειτονιάς ξεχύθηκε στον ολάνθιστο καταπράσινο κάμπο, ίδιο σμήνος αγριομέλισσες όταν πέφτει λαίμαργα στα πρώτα ανοιξιάτικα άνθη να γευτεί τ' αρώματα. Πρωινό γλυκό. Χαρούμενες ξεκαρδιστικές φωνές και γέλια. Ένας χείμαρρος τραγούδια ακολουθούσαν το νερό του ποταμού και τα παιδιά στο κατόπιν του. Λουλουδιασμένες κι οι γέρικες μηλιές, νύμφες του κάμπου δε βαρέθηκαν να ντύνονται στ' άσπρα χρόνια και χρόνια. Είχαν χαρά, είχαν γιορτή, σαν να πρωτοξημέρωνε στον κόσμο, το μικρό τους κόσμο εκείνο το πρωί.
Τούτος ο κάμπος είναι ένας μικρός παράδεισος αλήθεια: Η έκπληξη σε υποδέχεται ξεχωριστά σε κάθε χούφτα γης, πότε κόκκινη παπαρούνα, πότε στάχυ ψηλό, πότε άσπρη μαργαρίτα και πότε γάργαρο νερό. Λένε πως είχε περισσέψει του Πλάστη μας, χώμα απ' όλους τους άλλους τόπους που είχε φτιάξει πρωτύτερα και σε μια στιγμή κεφιού έπλασε το μικρό οροπέδιο στα ψηλώματα της Κρήτης. Το στόλισε ολόγυρα με βουνά, ψηλά βουνά, στοιχειά ίσαμε ψηλά στον καταγάλανο κλειστό ορίζοντα. Στις κορυφές τους ακουμπάει ο γυάλινος θόλος τ' ουρανού και τις νύκτες άστρα και φεγγάρια καθρεφτίζονται στις ανοιχτές στέρνες και τα πηγάδια. Το ασημένιο φως κεντάει στο νερό θαύματα μ' άλλα άστρα κι άλλα φεγγάρια. Όλα τούτα τα θαύματα της νύχτας σκορπούν στην πρώτη ηλιαχτίδα της μέρας και γυρίζουν με τους ανεμόμυλους στον άνεμο. Γι' αυτό, οι μέρες του κάμπου είναι μαγεμένες. Ο κλειστός τόπος κρατάει στην αγκαλιά του και τα νυχτερινά μυστήρια και το φως.
Προχωράει η μικρή παρέα, προχωράει και το τραγούδι μουρμουριστό ανοίγοντας δρόμο στην πρωινή φύση.
"Άνοιξη χίλια αρώματα, ο ήλιος στην καρδιά μου φέρνει φως και τη χαρά, τη δύναμη, το γέλιο γίνεται η αγάπη μια αγκαλιά, ο κόσμος Ευαγγέλιο και χτίζω τις ελπίδες μου, στ' ατέλειωτα όνειρά μου ο κάμπος είναι όμορφος και η ζωή τραγούδι, το χαμόγελο ουρανός και συ της γης λουλούδι".
- Ποιος σας το 'μαθε μωρέ τούτο το τραγούδι, ρωτάει στα σχολιαρούδια η θεία Αθηνούλα.
- Η κυρά-Ζωή, απαντούν εκείνα, ένα στόμα, μια φωνή και συνεχίζουν, πλάι στο ποτάμι. (συνεχίζεται)
Ο ήλιος φωτεινός και ζεστός ανηφορίζει στο δώμα τ' ουρανού γυρεύοντας να φτάσει πιο ψηλά κι όλο ψηλότερα , σκαρφαλώνει κι η φαντασία και χάνεται ταξιδεύοντας την μπλε ανηφόρα , μαζί του.
- Τι όμορφα που είναι όλα , λέει η Μαρία και ρουφάει δυνατά τη δροσιά.
- Ναι , ναι , συμπληρώνει η Ναυσικά κι έχει δυο ηλιοδακτυλιές στα ροδομάγουλα.
- Ο ήλιος , κάνει με σοβαρότητα ο Γιώργης, μοιάζει με μελωμένη τηγανίτα, για κοιτάχτε τον. Μετά γελάει, γελάει.
Γυρίζουν δεκαοχτώ μάτια ψηλά κατά το φως κι εννιά ζευγάρια χείλη θαυμάζουν "ω……..!". Μέλια-μέλια.
Γελούν οι μηλιές και σκορπίζουν τ' άνθη τους στον άνεμο. Γελά και το ποτάμι και τρέχει πιο γρήγορα. Μυρίζει η γη που 'χει για τα καλά ξυπνήσει, μουσκεμένη ακόμα, υγρή και όμορφη στολισμένη χνούδι πράσινο και χρώματα.
Τούτα τα παιδιά είναι το καινούριο φύτρο ζωής , το καινούριο αίμα απ' τις φλέβες, τις πανάρχαιες φλέβες του κάμπου. Δρασκελίζει η ίδια η ζωή τα χόρτα, παλεύει ν' ανοίξει δρόμο, ν' ανταμώσει τη χαρά, να γευτεί παρακάτω τ' αθάνατο νερό.
- Κοπέλα, άηντε να γυρίσουν τα χρόνια πίσω, συλλογιέται η θεία Αθηνούλα και συνεχίζει, αντίθετα εκείνη προς το ποτάμι.
Μεσημέριασε. Πέταξαν τις ζακέτες, δεν τις είχαν πια ανάγκη. Ο ιδρώτας πιτσιλιές-πιτσιλιές έτρεχε στα πρόσωπα.
- Νάτο το αλώνι είπε ο Σπύρος δείχνοντάς το από μακριά. Και τώρα πιο γρήγορα τα βήματα, πιο μεγάλες οι δρασκελιές, πιο κοφτές οι ανάσες.
- Φτάσαμε! Φωνάζει η Δέσποινα και κυλιέται πρώτη καταγής.
Κι ύστερα, όλο το τσούρμο τη μιμείται και απολαμβάνει τη χαρά του παιχνιδιού, το κέφι, την ξεγνοιασιά, τη ζωή. Ποιος είπε πως η αγάπη δε μπορεί να κυλιέται στα χόρτα. Ίσα - ίσα, μπορεί, ετούτη η ομορφιά αγιάζει κι αγιάζεται όταν σμίγει με τη χρωματιστή φλούδα της γης πάνω στο χώμα.
Σκίρτησαν τα σπλάχνα τ' αλωνιού απ' τις φωνές και τα γέλια. Ξεχύθηκαν κι άλλες κι άλλες μυρωδιές. Ποτίστηκε η αθωότητα και τα κορμιά τους, χόρτασαν της ευωδιάς τον αέρα ίσαμε βαθιά στα φυλλοκάρδια. Αηδονολαλεί ο άνεμος, θαρρείς σπουδάζει το κελάηδημα των πουλιών, και το νερό του ποταμού και τ' άνθη και τα φύλλα, όλα, όλη η πλάση τραγουδεί κι ανασταίνεται απ' τον ύπνο το χειμωνιάτικο.
Αχαλίνωτο σιμώνει τ' άλογο του Ψαρού και χλιμιντρίζει περήφανο σαν για να χαιρετήσει την παρέα. Σηκώνονται τα σχολιαρούδια και θαυμάζουν τ' άσπρο άτι πλησιάζοντάς το. Αφήνει να το χαϊδέψουν στο μέτωπο κι ύστερα γίνεται άσπρος καπνός και χάνεται στα χωράφια. Παρακολουθούν το φευγιό του χτυπώντας παλαμάκια. Κοιτάζοντας στα μάτια. Θαυμάζουν, θαυμάζονται. Ξεχειλίζει καλοσύνη στα ματοτσίνορα, γι' αυτό βλέπουν τον ουρανό ανοιχτό. Οι σκέψεις τους μαγιάτικα ρόδα και τα όνειρα πέλαγος στρωμένο πανσέδες.
Η χαρά τους θεριεύει, μεγαλώνει, απλώνεται. Η χαρά τους ρίχνει τη ρίζα της στην ευλογημένη γη. Σκύβουν κι αφουγκράζονται την πύρινη καρδιά του κόσμου ολάκερου από τη μέση τ' αλωνιού. Πλαταίνει τ' αλώνι κι αγκαλιάζει τα πέρατα της οικουμένης και γίνεται το κέντρο του, κέντρο της γης.
- Η αγάπη για τούτη τη γη είναι λίγη, κι η απάτη πολλή , βρυχάται το στοιχειό απ' τα έγκατα.
Ακούνε τα παιδιά και ξαφνιάζονται, σαστίζουν. Ξανακολλάνε τα' αυτί τους στη μέση τ' αλωνιού κι ακούνε δεύτερη και τρίτη φoρά τον ίδιο λόγο.
- Η αγάπη για τούτη τη γη είναι λίγη, κι απάτη πολλή, ξαναβρυχάται το στοιχειό απ' τα έγκατα.
- Τι φταίμε εμείς , ρώτησε θαρρετά ο Κωστής.
Το στοιχειό δεν αποκρίθηκε. Έδωσε μια βουτιά και χάθηκε μέσα στη λάβα, στην πύρινη αγκαλιά της γης.
- Τι ήθελε να πει το στοιχειό, ρωτά ο Μανόλης που ίσαμε εκείνη τη στιγμή δεν πίστευε στην ύπαρξή του.
- Πολλά , πάρα πολλά είπε η Αντιγόνη που ήταν μεγαλύτερη κι όσο να 'ναι κάτι παραπάνω ήξερε.
Άναψε κι άστραψε μέσα στο νου της φωτεινή μια ιδέα, ένα είδος αγάπης, έτσι το σκέφτηκε μέσα της.
Πολλές φορές , όσο τα σχέδια αγάπης τα διαχειρίζονται οι μεγάλοι, συνήθως τα κάνουν μούσκεμα. Τα παιδιά το γνωρίζουν αυτό, το καταλαβαίνουν, ακούνε και βλέπουν και με τα μάτια και με την ψυχή τους. Τότε νοιώθουν πόνο και σύγχυση. Ψάχνουν μέσα τους, να βρουν εκείνο το κάτι που θα τα γεμίσει ενθουσιασμό. Μόλις ανακαλύψουν μια σπίθα έστω, γίνονται πεισματικά θαρραλέα και αποφασιστικά. Τις περισσότερες φορές αυτό είναι καλό. Κάπως έτσι, ανοίγουν πόρτες εκεί που πια δεν το περιμένουμε. Είναι γιατί μιλούν φωναχτά οι καρδιές και ξέρουν να υπακούουν μόνο στα έργα της αγάπης. Τα παιδιά δίνουν μάχες, μόνο για να κερδίσουν. Και φυσικά κερδίζουν, τουλάχιστον το δικαίωμα να ονειρεύονται έναν κόσμο καλύτερο.
Η Αντιγόνη ξέχασε το αλφάβητο που την είχαν διδάξει. Προσπάθησε να μάθει απ' την αρχή ανάγνωση, όμως διαφορετικά αυτήν τη φορά. Ήθελε να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία της φύσης, έτσι όπως τα έβλεπε, σαν αυτά να αποτελούσαν, σαν αυτά να αποτελούσαν τ' αλφαβητάρι Του Θεού, ίδιο για όλους τους ανθρώπους. Βαθιά μέσα της πίστευε πως τα παιδιά έχουν το χάρισμα να μιλούν με τον άνεμο, τις ηλιαχτίδες, το νερό, τον ουρανό, τ' αστέρια, τα δέντρα, με το σύμπαν ολόκληρο. Βαθιά μέσα της χαράχτηκε η απελπισμένη φωνή του στοιχειού. Ένιωσε την αγωνία του, αγωνία να κυλάει στις δικές της φλέβες. Κοίταξε καταμεσής στα μάτια όλους στην παρέα της. Τα παιδιά έχουν ένα μυστικό κώδικα για να συνεννοούνται. Η αθωότητα, τους επιτρέπει να καταλαβαίνονται δίχως να μιλούν. Έτσι και τώρα μίλησαν τα μάτια.
Έσκυψαν κι αφουγκράστηκαν το νερό που έπεφτε στο βαθύ πηγάδι από ψηλά σταγόνα-σταγόνα, των ουρανών ακριβό δάκρυ πολύτιμο. Σκέφτηκαν όλα του κόσμου τα νερά, ρυάκια, ποτάμια, πηγές, λίμνες, θάλασσες, όλα μια υγρή αλυσίδα ζωής. Σκέφτηκαν κι όλα εκείνα, σκουπίδια, φυτοφάρμακα, πετρέλαια, απόβλητα, που μολύνουν τούτη την υγρή αλυσίδα με το θάνατο.
- Δηλαδή κινδυνεύουμε, διαπίστωσε ταραγμένη η Ναυσικά. Ήξερε πως κάποτε και στο δικό τους το ποτάμι υπήρχαν νερoχελώνες. Της το είχε διηγηθεί η γιαγιά της. Η ίδια δεν είχε δει ποτέ καμία.
- Τι έγιναν; ρώτησε ο Σπύρος
- Εξαφανίστηκαν με τα χρόνια, σιγά-σιγά, βλέπεις ο άνθρωπος έβαλε κι εδώ το χέρι του, δίχως να πολυσκεφτεί , του εξήγησε η Αντιγόνη.
- Τι κρίμα, είπαν όλα μαζί τα παιδιά, θα ήταν πολύ όμορφες.
- Για φαντάσου, έκανε η Μαρία σκεφτική, ο κύκλος του νερού κι ο άνθρωπος το κέντρο του, το ίδιο το κέντρο της ζωής και να μην προστατεύει αυτόν τον κύκλο που τον περιβάλλει, θαρρείς και θέλει να τον χαλάσει.
Έσκυψαν ξανά πάνω απ' το πηγάδι και διάβασαν μία-μία τις σταγόνες που έπεφταν. Ένα περαστικό σύννεφο στάθηκε για λίγο από πάνω τους και καθρεφτίστηκε στο νερό. Εννιά μουτράκια ζωγραφίστηκαν στην υγρή επιφάνεια.
- Τι ωραία που είναι, θαύμασε το σύννεφο, το θέαμα.
- Ναι, μουρμούρισε το νερό, είμαι πολύ ωραίο, το καταλαβαίνω κάθε φορά που βλέπω τον εαυτό μου στα μάτια τους, όμως, πόσα μάτια σκύβουν από πάνω μου;
Το σύννεφο συνέχισε ανατολικά έχοντας μια τρελή επιθυμία να διαλυθεί σε σταγόνες, πολλές σταγόνες και να πέσουν όλες μαζί στο φιλιατρό του πηγαδιού, μιαν άλλη φορά, σε μιαν άλλη συνάντηση, ίσως αύριο, όταν θα επέστρεφε σε μια παρόμοια, γιατί όχι και ίδια στιγμή. Θαρρείς και είχε ανάγκη να ερμηνεύσει τούτη την υγρή νερένια ωραιότητα κι εκείνο από κοντά, στα μάτια των παιδιών.
Ο Γιώργης έμεινε για λίγο σκεφτικός σαν κάτι να τον βασάνιζε.
- Έλα πες το, τον παρότρυνε η Δέσποινα.
- Να, σκέφτομαι να γράψουμε ένα γράμμα στον ……
- Σε ποιον ντε; ρώτησαν όλοι μαζί.
Δεν ήξερε ο Γιώργης σε ποιον να έστελναν το γράμμα, ήξερε όμως πολύ καλά τι έπρεπε να γράψουν κι αυτό ήταν πολύ σοφό κι απλό ταυτόχρονα. "Αν δεν σκεφτόταν ο καθένας τον εαυτό του, αλλά ένοιωθε το χρέος του, απέναντι στα παιδιά των παιδιών, των παιδιών των παιδιών του; Τότε θα φρόντιζε για την κάθε σταγόνα, σαν να κρατούσε τα νερά της υδρογείου στη χούφτα του.
Η Αντιγόνη έδειξε ψηλά το Σπαθί , την κορυφή της Δίκτης χιονισμένη ακόμη. Νερό κι εκεί ψηλά, νερό.
- Ορκίζομαι , σε τούτη την κορυφή να θυμάμαι πάντα αυτό το χρέος.
- Ορκιζόμαστε να προστατεύουμε το νερό, αρχίζοντας από τούτο το πηγάδι, συμφώνησαν τα παιδιά.
Τα υπόγεια ρεύματα μετέφεραν το νέο από πηγάδι σε πηγάδι. Δώδεκα χιλιάδες πηγάδια άκουσαν τον όρκο και τον πίστεψαν. Δώδεκα χιλιάδες πηγάδια γέμισαν και γεμίζουν ακόμα και θα γεμίζουν , ως Αύριο με τις σταγόνες της ελπίδας.
Ύστερα ήλθε εκείνη η μοσχοβολιά κατεβαίνοντας απ' τους ψηλούς ορεινούς όγκους κι ήταν ίδια κι απαράλλαχτη μ' εκείνην που 'λεγαν οι γέροντες στις γειτονιές , όταν τ' απόβραδα γύριζαν πίσω απ' τον καιρό σκαλίζοντας τις μνήμες. Και τώρα να, στου κύκλου τα γυρίσματα, τα σχολιαρούδια νόμισαν πως παρελθόν, παρόν και μέλλον, μπορούσαν να ευωδιάζουν το ίδιο, έχοντας την ίδια μυρωμένη ταυτότητα.
- Τι πρέπει να γίνει, ρωτάει ο Σπύρος κι ο άνεμος αποκρίνεται ψίθυρος μέσα απ' τις φυλλωσιές:
"Θέλω τη φύση, ολάκερη τη φύση απείραχτη για να σκορπίζω πάντοτε ευωδιές".
Ακούνε τα παιδιά, αναγνωρίζουν το μυρωμένο χάδι στ' ανθισμένα κλαδιά και στις μαργαρίτες που δηλώνονται τριγύρω στο πλάτωμα του κάμπου κι ύστερα μαθαίνουν ανάγνωση, αγγίζοντάς το στα χνουδάτα ροδομάγουλα.
- Έχει διαφορά , λέει με ύφος η Ξανθή τρίβοντας την ευωδιά στα δάχτυλα.
- Η φύση κάνει τη διαφορά, τονίζει η Αντιγόνη, τούτη η φύση που τώρα ανοίγει το αναγνωστικό της και μας καλεί να τη μάθουμε.
- Αύριο να της δείξουμε την αγάπη μας, προτείνει ο Κωστής, να φυτέψουμε σπόρους παντού, όπου μπορούμε.
Αφήνουν το νου λεύτερο να φτιάξει την εικόνα του Αύριο. Αύριο……. ο μικρός τόπος έχει περισσότερες πρασινάδες και χρώματα. Οι αέρηδες φέρνουν και φέρνουν μυρωδιές και πλημμυρίζουν τις πλαγιές, το ποτάμι, τον κάμπο, τις μικρές αυλές των σπιτιών, τα καμπαναριά και τ' ασβεστωμένα ξωκκλήσια, οι αέρηδες ξυπνούν τις μνήμες, ξεσκονίζουν τη μυλόπετρα του χρόνου κι ο χρόνος λάμπει παρελθόν, παρόν, μέλλον. Τα παιδιά χαίρονται, τη φύση, τ' όνειρό τους, τους αέρηδες. Δεν υπάρχει συγχρόνως και παλιός τρόπος ζωής. Υπάρχει η ζωή η ίδια. Η ζωή είναι μαγεία και αξίζει να την ανακαλύπτουμε και να την αγαπάμε, όπου κι αν τη βρίσκουμε, σε ό,τι κι αν διαπιστώνουμε τη μαρτυρία της. Απαλλαγμένα από ψεύτικες πλαστικές γοητείες βλέπουν καθαρά, καταλαβαίνουν πως ο πολιτισμός του καιρού μας μπορεί να μην τα οδηγήσει στο φως , αλλά να τα παρασύρει στο σκοτάδι. Τ' όνειρό τους δεν έχει εργοστάσια και δεν μυρίζει καπνούς. Τα παιδιά παλεύουν να μερώσουν τον κόσμο ολόκληρο , ακουμπώντας το χέρι στην καρδιά. Βυζαίνουν νέκταρ κι αμβροσία στον κόρφο της ελπίδας κάτω απ' τ' άστρα κι ο ύπνος τους μυρίζει φως και θαλασσαρμύρα. Στριφογυρίζουν το χορό του ανέμου, χορεύει η πλάση κι ανασταίνεται στην αγκαλιά της γης. Μακριά από τσιμέντα και ψεύτικα κτίρια οι μέρες είναι μέρες χαράς. Όλα τα θαυμαστά γύρω, είναι έργα του Θεού και δεν τα περιφρονούν. Όλα τα τραγουδάει ο άνεμος, όλα.
- Εμείς, θα υποκλινόμαστε στη φύση, σαν να είναι αυτή η μεγάλη δασκάλα μας, λέει η Αντιγόνη διακόπτοντας το παιχνίδι του ονείρου.
Λυγούν τη μέση σαν σε προσκύνημα και υπόσχονται να τιμούν τη φύση και να την αντιγράφουν για να φέρνει ο αέρας μυρωδιές κι οι μυρωδιές ταξίδια, στη φαντασία και στα μεγάλα πέλαγα της αγάπης.
Πήρε τη σκέψη τους το βοριαδάκι κι έφυγε πάνω απ' την ψηλή κορφή, κατά τη θάλασσα, αποφασισμένο να τη φτάσει στα πέρατα της γης.
Αναστέναξε η μικρή συντροφιά, έτσι απλά χωρίς λόγο, όπως αναστενάζει κανείς σαν προσπαθεί ν' ακούσει τον ήχο της σιωπής. Ο ήλιος δεν έλαμπε πια τόσο ζωηρά. Κάτι ανάλαφρα λευκά συννεφάκια ταξίδευαν στον ουρανό. Το τοπίο είναι το ίδιο όμορφο κι έτσι. Τα παιδιά αγκαλιάζουν το γέρικο κορμό μιας καρυδιάς και σωπαίνουν, για λίγο. Με κλειστά μάτια βλέπουν όλα όσα το ευχαριστούν το ίδιο καλά όπως και μ' ανοιχτά. Είναι που μένουν διάπλατα τ' άλλα, αυτά της ψυχής. Βάζουν πανιά στους ανεμόμυλους, γεμίζει ο κάμπος άσπρες πεταλούδες, όπως σ' εκείνες τις φωτογραφίες που έχουν δει, αυτές που γράφουν από κάτω με κεφαλαία γράμματα "ΟΡΟΠΕΔΙΟΝ ΛΑΣΙΘΙΟΥ".
-Είναι χιλιάδες, προφέρει συλλαβιστά ο Μανόλης.
-Είναι όνειρα, πέταξαν, σκουριάσαμε , διαμαρτύρεται πιο κάτω ο πεσμένος ανεμόμυλος.
-Εμείς, εμείς, λένε τα παιδιά με πείσμα, είμαστε εμείς και θα ξαναφτιάξουμε τ' όνειρο, απ' την αρχή.
Μια λοξή ηλιαχτίδα παίζει στα ματοτσίνορα του Γιώργη κι ύστερα κυλάει μ' ένα δάκρυ στα μάγουλα. Από μέσα του ορκίζεται να μη φύγει ποτέ, τ' αρέσει τούτος ο τόπος περίσσια, δεν του κάνει καρδιά ν' αγαπήσει άλλο τόπο πιότερο, δεν μπορεί. Ο νους του στάθηκε ανάμεσα στο ηλεκτρικό μοτέρ και τ' άσπρα πανιά, στο δικό τους περιβόλι. Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό του. Ντράπηκε σαν να έφταιγε εκείνος. Θύμωσε με τον πατέρα του, θύμωσε πολύ. Έπρεπε να κρατήσει το μύλο, έπρεπε, έτσι για την ψυχή του παππού. Του παππού ήταν το περιβόλι, ο παππούς τον είχε φτιάξει, με τα χέρια του. Τώρα …………….
"Δεν είναι αργά" είπε αποφασισμένος δαγκώνοντας τα χείλη του.
-Ποτέ δεν είναι αργά, επαναλαμβάνουν όλα μαζί.
-Αυτό ακριβώς σκέφτομαι και 'γω, βρυχάται το στοιχειό.
-Θέλεις να πεις πως μπορούμε, ρωτάει ο Κωστής.
-Με την αγάπη, όλα τα μπορείτε, με την αγάπη, απαντάει εκείνο και ξαναχάνεται.
Ένα σμήνος πουλιά σηκώθηκε σαν θύελλα απότομα απ' τις καρυδιές. Τ' ακολούθησαν με τα μάτια τους κι είδαν πόσο ψηλά μπορεί να φτάσει κανείς, σαν έχει βέβαια φτερά, σε μιας αναπνοής χρόνο. Ψήλωναν εκείνα, ανέβαιναν μαζί τους και τα παιδιά. Κρατούν γερά τα σχοινιά του ονείρου κι ανεμίζουν τα πανιά της αγάπης. Τούτο το πέταγμα δεν έχει λιγοψυχιές , δεν έχει γιατί πετούν οι ίδιες οι ψυχές. Κινητήρια δύναμη η αγάπη σε πάει ψηλά, ν' ακούσεις τις ουράνιες φωνές και τις καμπάνες.
-Τίποτα δε χάθηκε, φωνάζει η Αντιγόνη.
Τινάζονται οι πιέτες στη φούστα της, δίνει του ανέμου τα μακριά μαύρα μαλλιά κι ένα τσουλούφι στέκεται άτακτα στη μύτη της. Είναι κατάπληκτη με το παιχνίδι και συγκινημένη.
-Τίποτα δε χάθηκε, αισιοδοξούν τα παιδιά και πάλι γελούν.
Ο ουρανός πάνω απ' τα κεφάλια τους ασπίδα ρόδινη. Μαγεμένες περνούν, αχνές , ίσα που διακρίνονται, οι πρώτες σκιές. Κυνηγώντας τα θαύματα στην κατηφόρα του ήλιου η ζωή μ' εννιά ζευγάρια πάνινα παπούτσια και κορδόνια λυτά. Οι μηλιές τινάσσουν τ' άνθη τους. Χαιρετούν. Τούτη η αγαπημένη φλούδα της γης, ανοίγει τα μυστικά της περάσματα έτοιμη να κοινωνήσει ξανά το αμίλητο εσπερινό φως και τα μυστήρια. Τα βατράχια χαλούν τον κόσμο. Ευτυχώς δεν υπάρχουν πριγκίπισσες κι έτσι δεν κινδυνεύουν να μεταλλαχτούν απ' τα φιλιά τους.
-Πιο σπουδαία, πιο πολύτιμη από την αγάπη μου για εσάς, είναι η δική σας αγάπη για εμένα, τραγουδάει το ποτάμι στην επιστροφή.
Δεξιά κι αριστερά του στις όχθες φτερουγίζουν πουλιά κάτω απ' τα πλατάνια. Η ατμόσφαιρα έχει μια γλυκιά υγρασία. Τώρα ξεδιπλώνουν τις ζακέτες τους και τις φοράνε. Η ώρα περνά. Η περιπλάνηση στ' όνειρο, στο Αύριο συνεχίζεται. Βαδίζουν γρήγορα. Αυτό δεν αποτελεί εμπόδιο στο να προσέχουν όσα συμβαίνουν γύρω τους. Η φύση είναι αλλιώτικη, όμως το ίδιο γοητευτική. Μια μιλούν, μια τραγουδούν, μια σωπαίνουν. Έχουν αποφασίσει. Ξέρουν πως, αγάπη σημαίνει προσπάθεια.
-Θα προσπαθήσουμε, καθένας χωριστά και όλοι μαζί, λέει ο Κωστής.
-Αύριο, να το πούμε και στο δάσκαλο, συμπληρώνει η Μαρία.
-Είναι χρέος μας, συμφωνούν με μια φωνή.
Μια φέτα φεγγάρι κι ένα άστρο φάνηκαν πίσω απ' το μοναστήρι στην αγκαλιά τ' ουρανού. Η νύχτα πέφτει σιγά-σιγά. Έτσι είναι οι ανοιξιάτικες νύχτες, δε βιάζονται. Οι ήχοι κυνηγούν την ερημιά. Το ίδιο και το τραγούδι τους.
"Στην αγκαλιά του κάμπου ανθίζουν οι μηλιές
τα χελιδόνια χτίζουν στις στέγες μας φωλιές
κάτω απ' το φως των άστρων κοιμούνται τα παιδιά
πατρίδα στ' όνειρό τους μεγάλη είν' η καρδιά
ταξίδι στο Αύριο πάμε , ταξίδι μακρινό
η αγάπη ντύνει ασήμι το γυάλινο ουρανό".
Μ' ορθάνοιχτα τα μάτια προχωρούν και συνεχίζουν την ανάγνωση σε τούτο το μαγευτικό αλφαβητάρι γύρω τους. Διαβάζουν πράγματα που αγγίζουν βαθιά μέσα στην ψυχή τους. Λειτουργούν με τις αισθήσεις χορτασμένες ομορφιές. Μάγεμα η φύση.
Τα παιδιά ξέρουν. Τα παιδιά μπορούν να ξεχωρίσουν το καλό και το κακό. Αφουγκράζονται τις μυστικές φωνές γύρω τους και ξαγρυπνούν ανήσυχα τις νύχτες καταστρώνοντας σχέδια. Έτσι και τώρα , σχεδιάζουν και βιάζονται να προλάβουν , να μην αφήσουν να γίνει το μικρό οροπέδιο όπως άλλοι τόποι. Εδώ μπορούν κι αυτό γιατί η επέμβαση του ανθρώπου σε τούτο το μέρος δεν είναι ακόμη τραγική. Θέλουν την αλυσίδα της ζωής ακέρια. Τα παιδιά μιλούν τη γλώσσα της ζωής και ονειρεύονται το μεγαλείο της.
Τα πρώτα σπίτια φάνηκαν καθαρά. Η γειτονιά τους είναι κι εκείνη όμορφη μέσα στην απλότητά της. Σπίτια χαμηλά με κληματαριές και γαρύφαλλα. Μυρίζουν ασβέστη και αγιοσύνη δειλινή.
Καληνυχτίζονται, μα δεν τελειώνει εδώ. Η Μαρία διηγείται στον πατέρα της , κι ο Κωστής στον παππού του κι ο Γιώργης στη θεία του τη Δόξα. Η Ναυσικά μιλάει με το στοιχειό, ο Σπύρος με τη Δέσποινα, η Ξανθή λέει και λέει στη μάνα της. Η Αντιγόνη ψάχνει στα βιβλία κι όλο ρωτάει τη γιαγιά της για τον τόπο, την ιστορία του, τους ανθρώπους. Γυρνάει και σημειώνει στο χαρτί και στην καρδιά της. Νερομπογιές, πινέλα, χαρτόνια, όλα στη διάθεση του Μανόλη για να ζωγραφίσει το Αύριο.
Ύστερα, χορτασμένα γέρνουν στις αγκαλιές των μεγάλων και ρωτούν, όλο ρωτούν, "ποιος, πότε, γιατί , ξαναπέστο μια φορά, πώς ήταν τότε". Σ' εκείνη την αγκαλιά ανακαλύπτουν την αξία του παλιού καλού καιρού, δηλαδή όλων εκείνων που έδεναν τους ανθρώπους με τα σπίτια τους και τα χωράφια, και τα βουνά και τ' άστρα και τα φεγγάρια εκείνου του τόπου. Κάθε τι, ακόμα και το πιο παραμικρό αποκτά μεγάλη, πολύ μεγάλη σημασία, γιατί είναι ένας κρίκος ζωής.
Έπεσε η νύκτα. Ξαναρχίζουν να ζωντανεύουν τα θαύματα στον κάμπο και στον ύπνο τους. Πίσω απ' τα κλειστά ματοτσίνορα ανταμώνουν ξανά και ξανά, το ποτάμι, τις πρασινάδες, τα χρώματα, τον άνεμο, τις μυρωδιές, τα βουνά, τις ηλιομουτζούρες στ' ασπρισμένα σπίτια, το στοιχειό. Νοιώθουν τη ζεστή αναπνοή του αγγέλου πλάι στο μαξιλάρι τους. Έτσι κοιμούνται ευγνωμονώντας και τις μέρες και τις νύκτες τους. Έχουν αναγνωρίσει και έχουν λατρέψει την αμίμητη αρμονία της φύσης.
Ο έναστρος ουρανός όλα τα υπόσχεται. Το φεγγάρι στάζει ασήμι προσδοκίας στ' όνειρο και στην καρδιά τους. Όλα είναι δικά τους κι όλα τα αγαπούν. Ανοίγουν δρόμοι, δρόμοι πολλοί για το Αύριο. Είναι αποφασισμένα. Με την ψυχή τους σημαδεύουν το φως που έρχεται.
Αύριο, θα μάθουν κι άλλα, κι άλλα, όσα γίνεται περισσότερα για το μικρό τους κόσμο. Αύριο, ξεδιπλώνοντας τη ζωή προς τα πίσω θα βρουν τη ρίζα της στον κάμπο, δυνατή και πανάρχαια, και θα βάλουν πανιά στους ανεμόμυλους να την ποτίσουν απ' την αρχή. Αύριο, θα φυτέψουν δέντρα στις όχθες του ποταμού από τη μια άκρη ως την άλλη και πού ξέρεις, ίσως να γυρίσουν οι νεροχελώνες. Αύριο, οι χίλιες φωτογραφίες και χίλιες λέξεις θα μιλούν για το "Οροπέδιον Λασιθίου", Αύριο.
Αύριο λοιπόν, ο δήμαρχος δεν θα βλέπει με τα δικά του μάτια αλλά με τα μάτια της αθωότητας και σίγουρα θα βλέπει πολύ μακριά, τα παιδιά των παιδιών των παιδιών των παιδιών του, να τρέχουν ξοπίσω απ' τη ζωή πλάι στο ποτάμι.
Είναι σίγουρη η Αντιγόνη, "αν έστω ένας μεγάλος καταφέρει να δει τόσο μακριά, τότε το στοιχειό θα κοιμάται ήσυχο στην πύρινη αγκαλιά της γης, τότε η αγάπη θα περισσεύει στις καρδιές και θα ξεχειλίζει στα μάτια".
Αύριο η ζωή τους, ένα ταξίδι ουράνιο φως. Αύριο τα όνειρά τους θα κατοικήσουν μεγαλόπρεπα στο μέλλον.
"Σώμα και χώμα εκείνου του τόπου , μια χαραμάδα φως κρατώ ανοικτό και ονειρεύομαι τη Ζωή".
Ζωή Φτέρη
Σχόλια (0)